Με το επικείμενο κλείσιμο των Λιπασμάτων Δραπετσώνας, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κάνει ένα ακόμα άλμα προς την υλοποίηση των κοινοτικών οδηγιών
Παρελθόν τείνει να γίνει η Λιπασματοβιομηχανία για τη χώρα μας! Μετά τηνΑΕΒΑΛ στην Πτολεμαϊδα που έκλεισε, σειρά παίρνουν τα Λιπάσματα Δραπετσώνας!Η θυγατρική εταιρία της Εθνικής Τράπεζας,"Πρότυπος Κτηματική Τουριστική ΑΕ" - στην οποία έχει παραχωρηθεί η κινητή και η ακίνητη περιουσία των Λιπασμάτων Δραπετσώνας - αποφάσισε να κάνει "έξωση" στην εταιρία "Συνεταιριστικά Ελληνικά Λιπάσματα ΑΕ",όπως μετονομάστηκαν τα Λιπάσματα Δραπετσώνας μετά την επινοικίασή τους από τη ΣΥΝΕΛ,(Συνεταιριστική Εταιρία Λιπασμάτων)! Τυπικά, το εργοστάσιο είναι κλειστό από τις 31 Ιούλη,οπότε και έληγε το μισθωτήριο, αν και στην πράξη συνεχίζεται- άγνωστο μέχρι πότε - η λειτουργία του! Η κυβέρνηση δεν ξέρει τίποτα για το"φόνο", ενώ οι λίστες της ανεργίας ετοιμάζονται να υποδεχτούν άλλους 400 εργαζόμενους. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ως πιστός εντολοδόχος των Βρυξελλών, υλοποιεί κατά γράμμα το σχέδιο διάλυσης και της Λιπασματοβιομηχανίας της χώρας.
O δρόμος για το κλείσιμο του εργοστασίου της Δραπετσώνας και συνολικά για τη δραματική συρρίκνωση της λιπασματοβιομηχανίας στη χώρα μας, άνοιξε με την απελευθέρωση της αγοράς Λιπασμάτων το 1992, προκειμένου να μείνει ελεύθερο το έδαφος στα μονοπώλια. Μετά την απελευθέρωση έπρεπε οι ντόπιες λιπασματοβιομηχανίες να ανταγωνιστούν με "ίσους όρους" τις ξένες. Η Κοινότητα απαγορεύει τις κρατικές επιδοτήσεις προς τις Λιπασματοβιομηχανίες, με το σκεπτικό ότι... οι υπό κρατικό έλεγχο επιχειρήσεις με τις κρατικές ενισχύσεις παραβιάζουν τους κανόνες ελεύθερου ανταγωνισμού, δεδομένου ότι πωλούν λιπάσματα στους αγρότες σε χαμηλότερη τιμή.
Τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για κλείσιμο του εργοστασίου ενίσχυσε και η Δημοτική Αρχή της Δραπετσώνας, που απαιτεί το "λουκέτο" για να προχωρήσει στην "ανάπλαση"... της περιοχής με τη δημιουργία εμποροναυτιλιακού κέντρου!
Τον Απρίλη του 1997 η Εθνική Τράπεζα ανακοίνωσε την απόφασή της να δώσει τις αποζημιώσεις στους 490 εργαζόμενους και να προχωρήσει σε εκκαθάριση του εργοστασίου. Ωστόσο, ήδη έχει συμφωνηθεί η επινοικίαση του εργοστασίου από τη ΣΥΝΕΛ, μεταξύ του υπουργείου Ανάπτυξης, των τραπεζών, της δημοτικής αρχής και της ΣΥΝΕΛ.
Η συμφωνία προέβλεπε η νέα εταιρία να λειτουργήσει για δυο χρόνια ως παραγωγική μονάδα και για ένα χρόνο ως συσκευαστήριο και εφόσον δεν έχουν ξεκινήσει τα έργα ανάπλασης,να πάρει παράταση του χρόνου λειτουργίας. Με βάση λοιπόν τη συμφωνία, τη λειτουργία του εργοστασίου αναλαμβάνει η νέα εταιρία Ελληνικά Λιπάσματα ΑΕ,με μετοχικό κεφάλαιο 100 εκατομμύρια (80% ΣΥΝΕΛ, 10% Εθνική Τράπεζα, 10% Αγροτική Τράπεζα), ενώ το προσωπικό μειώνεται κατά 100 άτομα περίπου!
Η Εθνική Τράπεζα, στην οποία ανήκαν τα Λιπάσματα Δραπετσώνας μεταβίβασε την περιουσία τους - οικόπεδα, κτίσματα και μηχανολογικό εξοπλισμό - στη θυγατρική της, "Πρότυπος Κτηματική", η οποία επιπλέον έχει αναλάβει και την ανάπλαση της περιοχής. Την 1η Ιούλη 1997 υπογράφτηκε το σχετικό συμφωνητικό με το οποίο η "Πρότυπος Κτηματική" μίσθωσε τα... οικόπεδά της στην εταιρία"Συνεταιριστικά Ελληνικά Λιπάσματα ΑΕ" για να λειτουργήσει το εργοστάσιο. Σύμφωνα με το συμφωνητικό, στις 31 Ιούλη 1999 η λειτουργία του εργοστασίου έπρεπε να λήξει. Η "Πρότυπος" αρνείται να ανανεώσει τη μίσθωση, με πρόσχημα την πλημμελή συντήρηση του εργοστασίου, που αποτελεί παραβίαση ενός από τους όρους που είχαν τεθεί στη συμφωνία, και κάνει λόγο για παλιές εγκαταστάσεις. Η Νομαρχία του Πειραιά αρνείται να ανανεώσει την άδεια λειτουργίας του εργοστασίου, ενώ η Δημοτική Αρχή πιέζει με κάθε τρόπο για το κλείσιμό του!
Τα Λιπάσματα Δραπετσώνας σήμερα τυπικά λειτουργούν "παράνομα" και το κλείσιμό τους είναι θέμα ημερών. Η διοίκηση του σωματείου εργαζομένων στα Λιπάσματα από τη μέρα που κοινοποιήθηκε η εξώδικη δήλωση δεν έχει ακόμα αντιδράσει! Μάλιστα στην τελευταία ανακοίνωση που εξέδωσε, ενώ καταγγέλλει ότι υπήρχε συμφωνία το εργοστάσιο να συνεχίσει να λειτουργεί και πέρα από τοσυμβατικό στάδιο των δυο χρόνων, εφόσον δεν έχουν ξεκινήσει τα έργα ανάπλασης, από την άλλη μπροστά στη νέα εξέλιξη, πουθενά δε βάζει το ζήτημα αλλά και την ανάγκη της συνέχισης της λειτουργίας του εργοστασίου, παρά μόνο της "εξασφάλισης" των εργαζομένων.
Σε πρόσφατη συνάντηση της διοίκησης του σωματείου εργαζομένων στα Λιπάσματα, συνδικαλιστών του Εργατικού Κέντρου Πειραιά και της Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις Χημικές Βιομηχανίες,με τον υφυπουργό Ανάπτυξης Ι. Ζαφειρόπουλο,ο τελευταίος παραδέχτηκε ουσιαστικά ότι το εργοστάσιο κλείνει από στιγμή σε στιγμή και η κυβέρνηση δεν έχει τη διάθεση να κάνει τίποτα γι' αυτό! Στο αίτημα για την εξασφάλιση των εργαζομένων δε δόθηκε καμία απάντηση, ενώ δήλωσε "αδυναμία" να παρέμβει στην κατεύθυνση να ανανεωθεί η μίσθωση και να λειτουργήσει το εργοστάσιο. Στην άποψη που εκφράστηκε από κάποιους συνδικαλιστές ότι η λιπασματοβιομηχανία της χώρας οδεύει στη διάλυση, γεγονός που αποτελεί ένα ακόμα πλήγμα στην αγροτική και γενικότερα στην οικονομία της χώρας, ενώ θα καταφέρει επίσης γερό πλήγμα στην περιοχή του Πειραιά όπου η ανεργία έχει εκτιναχτεί στο 20%,ο υφυπουργός πάλι δε φάνηκε να "ιδρώνει". Αλλωστε, όπως παλιότερα είχε δηλώσει ο δήμαρχος Δραπετσώνας, ο μόνος σύμμαχος που έχει ο δήμος στο αίτημα για κλείσιμο του εργοστασίου, είναι ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, ο Κ. Λαλιώτης!
Η κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά την απελευθέρωση της αγοράς λιπάσματος, οπότε απαγορεύτηκαν οι επιδοτήσεις στις ντόπιες λιπασματοβιομηχανίες, οδήγησε σε αύξηση των εισαγωγών, αλλά και των τιμών των λιπασμάτων, πράγμα που αποτέλεσε ένα ακόμα γερό πλήγμα για την αγροτική οικονομία, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής.
Η χρήση του λιπάσματος μειώνεται αισθητά κάτω από το βάρος της βίαιης συρρίκνωσης της αγροτικής παραγωγής. Το 1983 στην Ελλάδα καταναλώθηκαν 2,04 εκατομμύρια τόνοι λιπασμάτων. Το 1985 η κατανάλωση αυξήθηκε σε 2,24 εκατομμύρια τόνους. Εκτοτε ακολουθήθηκε μια πτωτική πορεία μέχρι το 1991,όπου καταναλώθηκαν 1,9 εκατομμύρια τόνοι λιπασμάτων. Ακολούθησε η κατακόρυφη πτώση σε 1,45 εκατομμύρια τόνους το 1992 και σ' αυτό το επίπεδο περίπου η κατανάλωση σταθεροποιήθηκε μέχρι σήμερα, χωρίς προοπτικές να αυξηθεί. Ειδικά για τα αζωτούχα λιπάσματα η κατανάλωση μειώθηκε από 650 χιλιάδες τόνους σε 400 - 420 χιλιάδες τόνους σήμερα. Ως προς την προέλευση, το 75% περίπου είναι εγχώριας παραγωγής. Σ' ό,τι αφορά την αγορά, το συνεταιριστικό δίκτυο διακίνησης έχασε ένα μεγάλο μέρος της και σήμερα διακινεί περίπου το 50% των λιπασμάτων που καταναλώνονται. Οι υπόλοιπες ποσότητες διακινούνται από τα εμπορικά δίκτυα των βιομηχάνων και των διαφόρων εμπόρων.
Πρώτη το "λουκέτο" έβαλε η βιομηχανία ΑΕΒΑΛ που ιδρύθηκε στην Πτολεμαϊδα το 1964 - θυγατρική της ΕΤΒΑ - και αποτελούσε μία από τις 4 συνολικά ελληνικές βιομηχανίες στον τομέα παραγωγής λιπασμάτων. Η κυβέρνηση με την απελευθέρωση της αγοράς, το 1992, δεν πήρε κανένα μέτρο για τη διάσωση και την ανάπτυξη της εταιρίας. Μέχρι το τέλος του 1993, τα χρέη της εταιρίας έφταναν, χωρίς τους τόκους, τα 4 δισ. δρχ. Η ΑΕΒΑΛ στρέφεται στις εισαγωγές από τη Βουλγαρία. Σταδιακά αρχίζει η μείωση του προσωπικού - απασχολούσε1.000 εργαζόμενους - αλλά και της παραγωγής. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν πήρε κανένα μέτρο για τη σωτηρία της επιχείρησης, αντίθετα φαίνεται ότι την υπονόμευσε κιόλας, γιατί ενώ υπήρχαν προτάσεις στην κατεύθυνση να λειτουργήσει η επιχείρηση και να εκσυγχρονιστεί, τα αρμόδια υπουργεία δεν κινήθηκαν προς αυτήν.
Την πορεία της ΑΕΒΑΛ ακολούθησε η ΣΥΝΕΛ που βγήκε σε εκκαθάριση. Από το 1984 μέχρι το 1992 η ΣΥΝΕΛ είχε την ευθύνη από την παραγωγή και την προμήθεια λιπασμάτων, τις εισαγωγές μέχρι τη διαχείριση, τη διακίνηση, αποθήκευση και διάθεση του λιπάσματος στους παραγωγούς.
Μετά το 1992 οπότε και απελευθερώθηκε πλήρως η αγορά λιπάσματος, η ΣΥΝΕΛ άρχισε να αντιμετωπίζει δυσκολίες, καθώς οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν κατέβαλαν τις οικονομικές υποχρεώσεις του κράτους προς την εταιρία με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται χρέη, να δημιουργούνται προβλήματα στη λειτουργία της, ενώ ένα σημαντικό κομμάτι της διακίνησης πέρασε στους ιδιώτες. Οι δυο μεγάλες λιπασματοβιομηχανίες, της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης, δημιούργησαν παράλληλο προς τη ΣΥΝΕΛ ιδιωτικό δίκτυο διακίνησης λιπάσματος με αποτέλεσμα η ΣΥΝΕΛ να χάνει σημαντικό έδαφος.
Γιώτα ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΗ