Associated Press |
Στιγμιότυπο από τις εκλογές, που ανέδειξαν τους κομμουνιστές πρώτη δύναμη |
Ο Β. Βορόνιν, στη διάρκεια του Συνεδρίου του ΚΚ Μολδαβίας |
Πέρασε, όμως, ένας χρόνος. Και σήμερα υπάρχει βάση να μιλάμε για ορισμένες επιτυχίες των Μολδαβών κομμουνιστών στην υπόθεση της οικονομικής αναγέννησης της χώρας. Οσοι προφήτευαν οικονομική καταστροφή, έπεσαν φανερά έξω στους υπολογισμούς τους. Το 2001 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 6,1% (το 2000 η αύξηση του ΑΕΠ ήταν μόλις 2,1%). Η οικονομική άνοδος σημειώθηκε σε όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας: Στη βιομηχανία 14,2%, στην αγροτική οικονομία 4%, στο λιανικό εμπόριο προϊόντων 18%, στις υπηρεσίες που προσφέρονται στον πληθυσμό κατά 19%. Ο πληθωρισμός έπεσε στο 10% (από 31% που ήταν το 2000). Ο μέσος μισθός στην εθνική οικονομία αυξήθηκε κατά 27%, ενώ οι συντάξεις κατά 1,6 φορές. Ενδεικτικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι την προηγούμενη χρονιά ομαλοποιήθηκαν οι σχέσεις με τη Ρωσία. Υπογράφτηκε Σύμφωνο Συνεργασίας, που ανέβασε τις σχέσεις των δύο χωρών στο επίπεδο σχέσεων στρατηγικής συνεργασίας. Η Μολδαβία κατέχει την πρώτη θέση των επενδύσεων από την πλευρά της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Φυσικά, αυτές οι επιτυχίες των Μολδαβών κομμουνιστών δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες, αλλά δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι χρειάστηκε να ξεκινήσουν την ανασυγκρότηση της χώρας πρακτικά από το μηδέν: Στα δέκα χρόνια «ανεξαρτησίας» και μεταρρυθμίσεων της αγοράς, οι εθνικιστές κατάφεραν να μετατρέψουν τη Μολδαβία από «ανθοφόρο κήπο της Σοβιετικής Ενωσης» σε ξεπεσμένη γωνιά της Ευρώπης, όπου κατευθύνονταν κάθε είδους χαμηλής ποιότητας προϊόντα. Στη διάρκεια της δεκαετίας της αστικής αντεπανάστασης, το ΑΕΠ της Μολδαβίας μειώθηκε κατά 70% (σε σχέση με το 1990), ενώ το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε κατά 2 δισ. δολάρια (από τα οποία τα 700.000.000 είναι οφειλή της κυβέρνησης). Σ' αυτές τις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, δε θα έπρεπε να αναμένονται, φυσικά, κάποιες γρήγορες επιτυχίες. Πολύ περισσότερο, που η αντιπολίτευση, μετά τις περσινές εκλογές, αν και βρέθηκε «εκτός πραγμάτων», κάθε άλλο παρά «κατέθεσε τα όπλα». Αλλά κάνει ό,τι είναι δυνατό να υλοποιήσει τη «βουλγαρική εκδοχή», δηλαδή να ανατρέψει τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση με τη βοήθεια μαζικών κινητοποιήσεων στους δρόμους.
Από τις 9 Γενάρη 2002, η μολδαβική αντιπολίτευση έβαλε μπρος τα σκοτεινά σχέδια ανατροπής της κομμουνιστικής κυβέρνησης. Ως αφορμή για τις κινητοποιήσεις στους δρόμους, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης χρησιμοποίησαν το εθνικό και γλωσσικό ζήτημα. Τις δυνάμεις αυτές τις ικανοποιούσε το γεγονός πως τα τελευταία 12 χρόνια το εκπαιδευτικό σύστημα της Μολδαβίας «δημιουργούσε πολίτες για τη Ρουμανία». Οταν όμως η κυβέρνηση ανακοίνωσε τα σχέδιά της να εισάγει σε υποχρεωτική βάση το μάθημα της ρώσικης γλώσσας και να αντικαταστήσει το μάθημα «Ιστορία των Ρουμάνων» με το μάθημα «Ιστορία της Μολδαβίας», χιλιάδες φοιτητές και μαθητές, υποκινούμενοι από το φιλορουμανικό Χριστιανοδημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (ΧΔΛΚ), βγήκαν στους κεντρικούς δρόμους της μολδαβικής πρωτεύουσας. Και όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή, που, τόσο στη Μολδαβία, όσο και στη γειτονική Ουκρανία η πλειονότητα των κατοίκων της Δημοκρατίας μιλά τα ρώσικα, ενώ ο μισός πληθυσμός της Μολδαβίας, χωρίς να υπολογίζουμε την αποσχισθείσα από τη Μολδαβία περιοχή της Υπερδνειστερίας (που κατοικείται βασικά από Ρώσους και Ουκρανούς), δε μιλά καθόλου μολδαβικά. Ξεκινώντας αρχικά με συνθήματα γύρω από τη γλώσσα, οι οργανωτές της κινητοποίησης διαμαρτυρίας, καλυπτόμενοι πίσω από τους μαθητές και τους φοιτητές, απαιτούν σήμερα τη διάλυση του Κοινοβουλίου, την παραίτηση της κυβέρνησης και του προέδρου. «Κάτω η κομμουνιστική εξουσία», «Να πάρουμε τα όπλα», φωνάζουν στους δρόμους και τις πλατείες του Κισινιόφ.
Η κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας πως οι κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας, που οργάνωσε το ΧΔΛΚ, έχουν φανερά αποσταθεροποιητικό χαρακτήρα και στρέφονται κατά της ανεξαρτησίας της Μολδαβίας, παρ' όλα αυτά, προχώρησε σε υποχωρήσεις και «πάγωσε» τα σχέδιά της για την εισαγωγή της ρώσικης γλώσσας και την αντικατάσταση του μαθήματος «Ιστορία των Ρουμάνων» με το μάθημα «Ιστορία της Μολδαβίας». Σε παραίτηση οδηγήθηκαν ορισμένοι υπουργοί, μεταξύ αυτών οι υπουργοί Παιδείας και Εσωτερικών. Ομως, αυτές οι υποχωρήσεις μάλλον δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τους αντιπάλους των Μολδαβών κομμουνιστών και να τους κάνουν να παραιτηθούν από την ιδέα ανατροπής της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης. Είναι φανερό πως η Μολδαβία περνά σε νέα φάση ανάπτυξης της ταξικής πάλης.
Μέχρι σήμερα, οι Μολδαβοί κομμουνιστές, έχοντας στα χέρια τους τους μοχλούς της κρατικής εξουσίας, δεν επιχείρησαν να κλονίσουν τις βάσεις του αστικού συστήματος στη Μολδαβία. Η επιφυλακτικότητά τους αυτή έχει ορισμένες αντικειμενικές βάσεις. Αλλά όσο «πολιτισμένα» κι αν φέρθηκαν οι κομμουνιστές απέναντι στους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς, η εξουσία θα είναι πάντα ξένη προς την αστική κοινωνία. Θα είναι αφέλεια να νομίσει κανείς πως η αστική τάξη, που έχασε σαν αποτέλεσμα των εκλογών την κρατική εξουσία, αλλά κρατάει στα χέρια της τον πλούτο και την πραγματική εξουσία στην κοινωνία, θα παραδεχτεί έτσι απλά την πολιτική ήττα της. Και η σημερινή επίθεση της αντιπολίτευσης είναι η καλύτερη απόδειξη αυτού του γεγονότος.
Την οικονομική και πολιτική δύναμή της η μολδαβική αντιπολίτευση την αντλεί από την οικονομία της αγοράς και την αστική δημοκρατία. Στηριζόμενοι στην οικονομική βοήθεια και την ηθική υποστήριξη της μολδαβικής και διεθνούς αστικής τάξης, οι εκπρόσωποί της οργανώνουν, πρακτικά, ανεμπόδιστα τις κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας τους στους δρόμους. Οι πράκτορές της σαμποτάρουν τα κρατικά όργανα εξουσίας και υπονομεύουν το κύρος της νέας εξουσίας στα μάτια του λαού. Τι μπορούσαν, λοιπόν, να κάνουν οι κομμουνιστές σ' αυτές τις συνθήκες;
Κατακτώντας την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο και εκλέγοντας τον Πρόεδρο της χώρας, οι κομμουνιστές κατέλαβαν ένα κατάλληλο πεδίο για την παραπέρα επίθεση ενάντια στο αστικό καθεστώς. Πέτυχαν μια πρώτη, αλλά, δυστυχώς, όχι οριστική νίκη. Σήμερα η αντιπολίτευση προκαλεί τους Μολδαβούς κομμουνιστές. Οι τελευταίοι πρέπει να ολοκληρώσουν την εκλογική τους νίκη με τη νίκη στον πραγματικό ταξικό αγώνα. Τα γεγονότα στο Κισινιόφ μαρτυρούν ότι ήρθε η ώρα της επίθεσης παραπέρα, ενάντια στις βάσεις του αστικού καθεστώτος.
Για να υπονομευτεί η οικονομική και πολιτική δύναμη της αντιπολίτευσης, απαιτείται η πλατιά εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής, η κατηγορηματική απόρριψη των υποδουλωτικών και καταστροφικών όρων υποδούλωσης που προβάλλει η Δύση, καθώς και η προσέλκυση των πλατιών εργαζόμενων μαζών στη διοίκηση του κράτους. Στα πολιτικά παιχνίδια της αστικής αντιπολίτευσης, οι κομμουνιστές θα πρέπει να αντιπαραθέσουν την κινητοποίηση των δυνάμεών τους στον αγώνα υπέρ των θεμελιακών συμφερόντων των εργαζομένων. Και τότε τα «σημαδεμένα» σχέδια της αντιπολίτευσης σίγουρα θα καταρρεύσουν.
Εντονες πιέσεις δέχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μια σειρά χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ο σκοπός είναι να βοηθήσουν ώστε να καταδικαστεί η Κούβα για δήθεν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην προσεχή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, που θα αρχίσει τις εργασίες της στις 18 Μάρτη.
«Μια νέα συνωμοσία βρίσκεται σε εξέλιξη. Πρόκειται για μια συνωμοσία, που οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής προσπαθούν να κρατήσουν κρυφά από την κοινή γνώμη των λαών της Λατινικής Αμερικής, η οποία αφορά το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κούβα», αναφέρεται στην «Γκράνμα Ιντερνάσιοναλ».
Οι ΗΠΑ, στην προσπάθειά τους να βρουν νέους «σπόνσορες» για το σχέδιο ενάντια στην Κούβα, έχουν στρέψει την προσοχή τους σε ορισμένες κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής. Και αυτό επειδή η μέχρι τώρα μαριονέτα τους, η τσεχική κυβέρνηση, που τα τελευταία χρόνια έχει παίξει το βρώμικο παιχνίδι των ΗΠΑ, έχει πλέον εξαντλήσει όλες της τις προσπάθειες και έχει χάσει όποιο κύρος είχε.
Ωστόσο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν έχει δει και ιδιαίτερα αποτελέσματα. Ο Πρόεδρος του Μεξικού, Βισέντε Φοξ, έχει ξεκαθαρίσει το ζήτημα, λέγοντας ότι η χώρα του δε θα υποστηρίξει κανένα τέτοιο μέτρο. Ο Πρόεδρος της Χιλής, Ρικάρντο Λάγος, ανέφερε το 2000, αλλά και πρόσφατα, ότι η χώρα του δε θα αναμειχθεί σε μια νέα αντι-κουβανική ενέργεια. Οι κυβερνήσεις της Βραζιλίας, της Βενεζουέλας και του Εκουαδόρ δεν έχουν υποστηρίξει ούτε και υποστηρίζουν κάτι τέτοιο.
Οπως αναφέρει ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών της Κούβας, στις 8 Μάρτη 2002, «οι ΗΠΑ έχουν "κυκλοφορήσει" σε μερικές χώρες της Λατινικής Αμερικής - με μεγάλη προσοχή, ώστε να κρατηθεί κρυφό από την Κούβα - ένα υπόμνημα, που παροτρύνει να υιοθετηθεί ένα νέο σχέδιο απόφασης καταδίκης της Κούβας στην 58η Συνεδρίαση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Παράλληλα, καταφέραμε να μάθουμε ότι στο κείμενο ζητείται να μην απουσιάζει μια τέτοια ενέργεια, επειδή θα μπορούσε να μεταφραστεί ως "συγκατάθεση της διεθνούς κοινότητας προς την πολιτική που ασκεί η Κούβα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η μικρή κοινότητα διαφωνούντων αυτής της χώρας θα θεωρήσει την έλλειψη μιας τέτοιας απόφασης ως εγκατάλειψη" - το τελευταίο αναφέρεται ξεκάθαρα στις αντεπαναστατικές μικρο-κλίκες που δημιουργήθηκαν και υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ».
Πάντως, όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι η πίεση από το Βορρά έχει αυξηθεί. Σαν μέρος αυτών των προσπαθειών, έχει ανακοινωθεί ότι, στις 23-24 Μάρτη, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ θα επισκεφθεί το Ελ Σαλβαδόρ και το Περού. Οπως αναφέρει ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών της Κούβας, «υπάρχει πληροφόρηση πως επιδίωξη αυτών των επισκέψεων είναι η προσπάθεια δέσμευσής τους στο να ψηφίσουν κατά της Κούβας και να τους αποσπάσει από το πνεύμα της συνεργασίας και αδελφικότητας, που θα πρέπει να ενώνει τις χώρες της Λατινικής Αμερικής την ιδιαίτερη αυτή στιγμή».
Με δύο μόνον ψήφους διαφορά, η Κούβα καταδικάστηκε από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, στην 57η συνεδρίασή της, πέρσι τον Απρίλη. Από τις 53 χώρες που απαρτίζουν την Επιτροπή, 22 ψήφισαν κατά της Κούβας, 20 υπέρ, 10 απείχαν και μία (ΛΔ Κονγκό) απουσίαζε.
Υπέρ της πρότασης καταδίκης της Κούβας για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που με προτροπή των ΗΠΑ παρουσίασε η Τσεχική Δημοκρατία και υποστήριξε το Βέλγιο, ψήφισε σύσσωμη η Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι χώρες της ΕΕ που συμμετείχαν στην Επιτροπή και καταψήφισαν την Κούβα ήταν το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Αγγλία.
Από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, μόνον η Βενεζουέλα και, φυσικά, η Κούβα καταψήφισαν την πρόταση, ενώ η Αργεντινή, η Κόστα Ρίκα, η Γουατεμάλα και η Ουρουγουάη ψήφισαν υπέρ, και οι υπόλοιπες (Βραζιλία, Κολομβία, Εκουαδόρ, Μεξικό, Περού) απείχαν.
Υπέρ της Κούβας ψήφισαν, ακόμα, η Κίνα, το Βιετνάμ, η Ρωσία, η Νότια Αφρική, η Λιβύη και μια σειρά άλλες χώρες.
Η υπονόμευση της Κούβας πραγματοποιείται σε μια στιγμή, που, για πρώτη φορά στην ιστορία, οι ΗΠΑ δε θα συμμετέχουν σαν μέλος της Επιτροπής των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην οποία δεν εκλέχτηκαν το 2001, σαν μια άμεση έκφραση διεθνούς δυσαρέσκειας για θέσεις και πράξεις της χώρας αυτής σε ό,τι αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα. Δηλαδή, πέρσι, ύστερα από 54 χρόνια, οι ΗΠΑ έχασαν τη θέση τους στην Επιτροπή, που κατείχαν συνεχώς από την ίδρυσή της, το 1947. Υστερα από την ήττα αυτή, οι ΗΠΑ άστραψαν και βρόντησαν, κατηγορώντας κυρίως τις χώρες που είχαν βάλει στο στόχαστρό τους, ότι «έδρασαν υπογείως» για τον αποκλεισμό τους. Η Μαντλίν Ολμπράιτ χαρακτήρισε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας «αδιανόητο» και δήλωσε ότι η απόφαση «θα αποδειχθεί ιδιαίτερα επιβλαβής για τον ΟΗΕ».
Και ένα μήνα αργότερα, φάνηκε ξεκάθαρα τι ακριβώς εννοούσε η πρώην υπουργός Εξωτερικών. Το Κογκρέσο των ΗΠΑ υιοθέτησε νομοσχέδιο που προβλέπει το «πάγωμα» των χρημάτων, που προορίζονταν για τον ΟΗΕ, δηλαδή 244 εκατομμύρια δολάρια.
Το 1986, για πρώτη φορά, οι ΗΠΑ θέτουν στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ θέμα Κούβας, αλλά δεν υποστηρίζονται από καμιά χώρα και έτσι το θέμα δε συζητιέται καν. Την επόμενη χρονιά, μη κυβερνητικές οργανώσεις καταγγέλλουν την Κούβα στην Επιτροπή για παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και προσπαθούν να περάσουν καταδικαστική απόφαση, αλλά και πάλι χωρίς επιτυχία.
Το 1988 εμφανίζεται στην Επιτροπή σαν επικεφαλής της αντιπροσωπείας των ΗΠΑ ο Αρμάντο Βαγιαδάρες, πρώην αστυνομικός του Μπατίστα, που είχε συλληφθεί και φυλακιστεί για τρομοκρατική δράση το 1960. Δηλαδή, οι ΗΠΑ στέλνουν στη Γενεύη έναν πρώην αστυνομικό, βασανιστή, στην υπηρεσία του δικτάτορα Μπατίστα, να υπερασπιστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα... Η Επιτροπή κάνει τελικά δεκτή την πρόταση της Κούβας να σταλεί μια ειδική επιτροπή στη χώρα για να εξετάσει επιτόπου την κατάσταση. Η Επιτροπή επισκέφθηκε την Κούβα και ύστερα από συστηματική έρευνα διαπιστώνει, στη θετική εισήγησή της, ότι δεν υπάρχουν παραβιάσεις.
Μέσα στο 1989, παρουσιάστηκαν 8 καταγγελίες ενάντια στην Κούβα, που, ωστόσο, απορρίφθηκαν από την Υποεπιτροπή σαν αβάσιμες. Αφορούσαν την έξοδο από τη χώρα, αλλά αποδείχτηκε ότι οι ΗΠΑ είχαν αρνηθεί τη βίζα. Η σπουδαιότερη καταγγελία ήταν από την Αγγλία, που κατήγγειλε την Κούβα στην Υποεπιτροπή ότι χρησιμοποίησε χημικά όπλα στην Αγκόλα. Και αυτή η καταγγελία κρίθηκε αβάσιμη και απορρίφθηκε από την Υποεπιτροπή.
Είναι φανερό ότι αυτές οι ενέργειες αποβλέπουν σ' έναν και μόνο σκοπό: Στην υπονόμευση και ανατροπή του σοσιαλιστικού καθεστώς. Ομως, ο λαός της Κούβας φαίνεται αποφασισμένος να δώσει και αυτή τη μάχη. Οπως αναφέρεται στην ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών: «Δε θα πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο λαός της Κούβας είναι έτοιμος να δώσει αυτήν τη μάχη, μιας και βρίσκει υποστήριξη στη δύναμη της λογικής και της εμπειρίας για πάνω από 4 δεκαετίες αγώνα.
Γνωρίζουμε ότι μπορούμε να βασιστούμε στην αλληλεγγύη των λαών της Λατινικής Αμερικής για την απόφαση της Κούβας να υπερασπιστεί την ταυτότητα και την ανεξαρτησία της, την ισότητα για την οποία αγωνιζόμαστε καθημερινά και την πλήρη και πραγματική απόλαυση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων - που σήμερα, χάρη στην Επανάσταση, έχουν γίνει επιτεύγματα, τα οποία υπερασπίζεται όλος ο λαός μας».