Τα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα προτάσσουν «κόκκινες γραμμές» που αφήνουν ανοιχτό τον δρόμο για περαιτέρω στρατιωτική κλιμάκωση
Russian Defense Ministry Press |
Με το βλέμμα στην «επόμενη μέρα» της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης, και τα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα της σύγκρουσης στην Ουκρανία προτάσσουν «κόκκινες γραμμές» που δεν είναι αποδεκτές από την αντίπαλη πλευρά, αφήνοντας ανοιχτό τον δρόμο για περαιτέρω στρατιωτική κλιμάκωση.
«Τα στρατεύματά μας προελαύνουν σε όλη τη γραμμή επαφής. Καθημερινά (σ.σ. οι προελάσεις) είναι λιγότερο ή περισσότερο μεγάλες, όμως προελαύνουν κάθε μέρα», είπε ο Ρώσος Πρόεδρος στο πλαίσιο συνέντευξης εφ' όλης της ύλης που παραχώρησε σε αντιπροσώπους του ξένου Τύπου στην Αγία Πετρούπολη, όπου θα πραγματοποιηθεί το ομώνυμο οικονομικό φόρουμ.
Η Ρωσία δηλώνει έτοιμη να «επιλύσει» το ζήτημα σύμφωνα με τις αρχές της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή τους όρους που είχε θέσει η Μόσχα τον Μάρτη του 2022. Στους δύο πρόσφατους γύρους συνομιλιών Ρωσίας - Ουκρανίας στην Κωνσταντινούπολη δεν επιτεύχθηκε κάποια πρόοδος, πέρα από συμφωνίες για ανταλλαγή αιχμαλώτων και σορών.
Ο Πούτιν δήλωσε ότι ένας νέος γύρος διαπραγματεύσεων μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας είναι πιθανός μετά τις 22 Ιούνη και ισχυρίστηκε πως «θέλουμε να τερματίσουμε τη σύγκρουση στην Ουκρανία το συντομότερο δυνατόν, και κατά προτίμηση ειρηνικά».
Την ώρα που οι ΝΑΤΟικές χώρες σχεδιάζουν να συνεχίσουν να εξοπλίζουν την Ουκρανία, να παράγουν όπλα σε ουκρανικό έδαφος, να μετασχηματίσουν τις ουκρανικές Ενοπλες Δυνάμεις κατά τα ΝΑΤΟικά πρότυπα, ακόμα και να στείλουν «δυτικά» στρατεύματα, ο Πούτιν ξεκαθάρισε με κατηγορηματικό τρόπο ότι η Μόσχα δεν θα επιτρέψει την ύπαρξη ένοπλων δυνάμεων στην Ουκρανία που αποτελούν μακροπρόθεσμη απειλή για τη Ρωσία.
Ενδεχόμενες παραδόσεις πυραύλων «Taurus» στην Ουκρανία θα σημαίνουν άμεση εμπλοκή της Γερμανίας σε ένοπλη σύγκρουση με τη Ρωσία, δήλωσε ακόμα ο Πούτιν σχολιάζοντας τα σχετικά σενάρια στον γερμανικό και διεθνή Τύπο, ενώ Βερολίνο και Κίεβο έχουν συμφωνήσει στην κοινή παραγωγή όπλων μεγάλου βεληνεκούς, σε γερμανικό και ουκρανικό έδαφος. Ο Ρώσος Πρόεδρος τόνισε ότι η χρήση των πυραύλων «Taurus» απαιτεί τη συμμετοχή Γερμανών αξιωματικών, κάτι που έχει επιβεβαιώσει στο παρελθόν και η γερμανική ηγεσία.
Πρόσθεσε δε ο Πούτιν ότι οι παραδόσεις δεν θα επηρεάσουν την προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων.
Είπε ακόμα πως πρέπει «να εξευρεθεί λύση η οποία όχι μόνο θα βάλει τέλος στην τρέχουσα σύγκρουση, αλλά θα δημιουργήσει επίσης τις αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη τέτοιων καταστάσεων μακροπρόθεσμα».
Η Ρωσία απαιτεί ανάμεσα σε άλλα να αποσύρει το Κίεβο τα στρατεύματά του από τέσσερις ουκρανικές περιφέρειες τις οποίες έχει προσαρτήσει εκείνη, παρότι δεν τις ελέγχει πλήρως. Επίσης, να αναγνωρίσει επίσημα η Ουκρανία την προσάρτηση της Κριμαίας, να απεμπολήσει την προοπτική ένταξής της στο NATO και να δεχτεί τη μείωση του μεγέθους του στρατού της.
Ο Πούτιν ισχυρίστηκε ακόμα πως ο «επανεξοπλισμός» του ΝΑΤΟ δεν αποτελεί «απειλή», επειδή και η Ρωσία εξοπλίζεται με εντατικό ρυθμό και έχει τις απαραίτητες «αμυντικές ικανότητες» για να το αντιμετωπίσει, έπειτα από πάνω από τρία χρόνια πολέμου στην Ουκρανία, που έχουν προσαρμόσει όλη τη ρωσική οικονομία και παραγωγή στις στρατιωτικές ανάγκες.
Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη, την ερχόμενη βδομάδα τα κράτη 0 μέλη αναμένεται να αποφασίσουν αύξηση των στρατιωτικών δαπανών ακόμα και στο 5% του ΑΕΠ.
Ομως σύμφωνα με τον Πούτιν «δεν θα θεωρήσουμε κανέναν επανεξοπλισμό του ΝΑΤΟ απειλή για τη Ρωσική Ομοσπονδία, επειδή είμαστε αυτάρκεις όσον αφορά την ασφάλεια» και «βελτιώνουμε σε μόνιμη βάση τις Ενοπλες Δυνάμεις μας και τις αμυντικές ικανότητές μας». «Θα αντιμετωπίσουμε όλες τις απειλές που θα υπάρξουν. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι' αυτό», τόνισε.
Μια αύξηση των «αμυντικών» δαπανών των χωρών - μελών του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ τους θα δημιουργούσε «συγκεκριμένες» προκλήσεις για τη Ρωσία, παραδέχτηκε ο Πούτιν, εκτιμώντας πάντως ότι αυτή η αύξηση των δαπανών δεν έχει «κανένα νόημα» για τα μέλη της «συμμαχίας».
Προχθές η επικεφαλής της Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ, Κάγια Κάλας, δήλωσε από την πλευρά της ότι η Ρωσία είναι «απειλή» για την παγκόσμια ασφάλεια αλλά «δεν έχει καμία πιθανότητα αν οι χώρες - μέλη του NATO παραμένουν ενωμένες» - δήλωση με φόντο τις εντεινόμενες αντιθέσεις εντός του ευρωατλαντικού μπλοκ.
Τέλος, ο Πούτιν δήλωσε «έτοιμος» να συναντηθεί με τον Ουκρανό Πρόεδρο Β. Ζελένσκι, «αλλά μόνο αν πρόκειται για το τελικό στάδιο» των διαπραγματεύσεων.
Ταυτόχρονα, αμφισβήτησε ξανά τη νομιμοποίηση του Ζελένσκι, η θητεία του οποίου τυπικά ολοκληρώθηκε τον Μάη του 2024, χωρίς την πραγματοποίηση νέων εκλογών, λόγω του στρατιωτικού νόμου.
«Είμαι έτοιμος να συναντηθώ με τους πάντες, ακόμα και με τον Ζελένσκι. Δεν είναι εκεί το ζήτημα. Αν το ουκρανικό κράτος εμπιστευτεί σε κάποιο πρόσωπο τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, Θεέ μου, ας είναι κι ο Ζελένσκι», «ακόμα κι αν είναι ο επικεφαλής του καθεστώτος», επέμεινε.
Από την πλευρά του ο Ουκρανός ΥΠΕΞ Α. Σιμπίχα κατηγόρησε τη Ρωσία ότι απορρίπτει εδώ και 100 μέρες «την ειρηνευτική πρόταση των ΗΠΑ για πλήρη κατάπαυση του πυρός».
Στο μεταξύ ο Ζελένσκι ανακοίνωσε χθες τον διορισμό του Χενατίι Σαποβάλοφ ως νέου διοικητή του ουκρανικού στρατού ξηράς, αντικαθιστώντας τον προηγούμενο διοικητή, που παραιτήθηκε μετά από επιτυχημένη ρωσική επίθεση σε περιοχή εκπαίδευσης νεοσύλλεκτων. Ο Σαποβάλοφ είχε προηγουμένως υπηρετήσει ως σύνδεσμος στο Κέντρο Συντονισμού του ΝΑΤΟ στη Γερμανία.
Αντίθετη στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της Ισπανίας στο 5% του ΑΕΠ της δηλώνει η Μαδρίτη. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΝΑΤΟ έδειξαν ότι οι «αμυντικές» δαπάνες της Ισπανίας ανέρχονται σε 1,3% του ΑΕΠ της, το χαμηλότερο ποσοστό από όλα τα μέλη της ιμπεριαλιστικής «συμμαχίας». Τον περασμένο Απρίλη η ισπανική κυβέρνηση ανακοίνωσε σχέδια να φτάσει το 2%.
Σε επιστολή του προς τον γγ του ΝΑΤΟ Μ. Ρούτε ενόψει της Συνόδου Κορυφής στη Χάγη, ο Ισπανός πρωθυπουργός Π. Σάντσεθ αναφέρει ότι αντιτίθεται στην προωθούμενη πρόταση, καθώς - όπως λέει - θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για την ισπανική οικονομία, ενδεχομένως θεωρώντας ότι η πολεμική της βιομηχανία δεν θα ωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό σε σχέση με γαλλικά, γερμανικά, βρετανικά και αμερικανικά μονοπώλια, που αναμένεται να πάρουν τη μερίδα του λέοντος.
Στην επιστολή, που περιήλθε στη γνώση του «Reuters», ο Σάντσεθ ζητά μια «πιο ευέλικτη φόρμουλα», που είτε θα καθιστά τον στόχο στρατιωτικών δαπανών προαιρετικό, είτε θα αποκλείει την Ισπανία από την εφαρμογή του.
Υποστηρίζει ότι «δεν είναι απαραίτητο να εκπληρώσουμε τις δεσμεύσεις μας προς τη συμμαχία». Εξήγησε ότι το ποσό «δεν έχει καμία σχέση με το επίπεδο δέσμευσης για συλλογική άμυνα», καθώς η Ισπανία «είναι βέβαιη ότι μπορεί να κάνει αρκετά με χαμηλότερες δαπάνες».
Η Μαδρίτη θεωρεί ότι θα χρειαστεί να δαπανήσει το 2,1% του ΑΕΠ της για να καλύψει τις εκτιμώμενες επενδυτικές ανάγκες του ισπανικού στρατού, δήλωσε ο Σάντσεθ.
Σημειωτέον, ο νέος στόχος του ΝΑΤΟ αναμενόταν να υιοθετηθεί ομόφωνα, αλλά η αντίρρηση της Ισπανίας μπορεί τώρα να πυροδοτήσει περαιτέρω συζητήσεις για την υιοθέτησή του.
«Η δέσμευση για έναν στόχο 5% δεν θα ήταν μόνο παράλογη αλλά και αντιπαραγωγική, καθώς θα απομάκρυνε την Ισπανία από τη βελτιστοποίηση των δαπανών και θα εμπόδιζε τις συνεχιζόμενες προσπάθειες της ΕΕ να ενισχύσει το οικοσύστημα Ασφάλειας και Αμυνας», γράφει ο Ισπανός πρωθυπουργός στην επιστολή.
Στο μεταξύ, δημοσίευμα των «Financial Times» αναφέρει πως το NATO έχει περικόψει τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής των ηγετών στη Χάγη, προκειμένου να αποτρέψει μια πρόωρη αναχώρηση του Προέδρου των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ, όπως έγινε στη Σύνοδο του G7.
Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ αρχικά θα διαρκούσε τρεις μέρες αλλά έχει περιοριστεί σε μόλις μία συνεδρίαση εργασίας δυόμισι ωρών, ώστε να διασφαλιστεί ότι ο Τραμπ «δεν θα βαρεθεί» και δεν θα φύγει νωρίτερα, ανέφερε η εφημερίδα, επικαλούμενη τρεις αξιωματούχους που έχουν ενημερωθεί για τις προετοιμασίες.
Βέβαια, κινήσεις όπως η επίμαχη πρόωρη αποχώρηση του Αμερικανού Προέδρου από τη Σύνοδο Κορυφής του G7 - πριν την προγραμματισμένη συνάντηση με τον Ζελένσκι - δεν οφείλονται σε ...«βαρεμάρα» αλλά αντανακλούν αντιθέσεις που εντείνονται και μέσα στον ευρωατλαντικό άξονα, γεγονός που αποτυπώθηκε και στις πιο «στρογγυλεμένες» διατυπώσεις της Κοινής Δήλωσης της Συνόδου απέναντι στη Ρωσία.