ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Μάρτη 2003
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
Το «Σχέδιο για ένα νέο αμερικανικό αιώνα»

Του Γερμανού δημοσιολόγου Ράινερ Ρουπ*

Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι, ο υπουργός Αμυνας Ρόναλντ Ράμσφελντ και μια ομάδα γύρω «απ' αυτούς, αποτελούν τον κύκλο εξουσίας, που καθοδηγεί τον Πρόεδρο Μπους.

Ολοι αυτοί ήταν εξαρχής υπέρ της διεξαγωγής του πολέμου κατά του Ιράκ χωρίς περιορισμούς εκ μέρους του ΟΗΕ και χωρίς συμμάχους.

Στόχος τους είναι να εδραιώσουν το ρόλο των ΗΠΑ σαν υπερδύναμη και σαν «αναντικατάστατο έθνος», που χωρίς αυτό δε γίνεται και δεν μπορεί να γίνει τίποτα στον κόσμο.

Η ομάδα αυτή επιδιώκει την «πλήρη επικυριαρχία» των ΗΠΑ πάνω σε όλα τα κράτη και τις συμμαχίες κρατών. Προς το σκοπό αυτό αδιαφορεί για το Διεθνές Δίκαιο και όλες τις διεθνείς συμβάσεις. Είχε μάλιστα συντάξει (το 1997) και στρατηγικά κείμενα τα οποία στηρίζονται στο «Σχέδιο για ένα νέο αμερικανικό αιώνα» που πρωταγωνιστές του είναι η ομάδα Τσέινι - Ράμσφελντ. Αυτά τα στρατηγικά κείμενα επηρέασαν έκτοτε και τα στρατηγικά ντοκουμέντα της κυβέρνησης των ΗΠΑ, π.χ. το Δόγμα Ασφάλειας που εξήγγειλε ο Πρόεδρος Μπους το φθινόπωρο του περασμένου χρόνου. Με αυτό οι ΗΠΑ εξασφαλίζουν το «κυρίαρχο» δικαίωμα να διεξάγουν προληπτικούς πολέμους εναντίον όλων των κρατών που κατά οποιοδήποτε τρόπο αισθάνονται ότι τις απειλούν ή που θέλουν να αλλάξουν τα καθεστώτα τους.

Ανταγωνιστές δε γίνονται ανεκτοί

Οι καταγωγές αυτής της ειδικής εξέλιξης φθάνουν ως το 1992. Το Φλεβάρη εκείνου του έτους αναφέρθηκε ότι ο Πάουλ Ντ. Βόλφοβιτς (σήμερα υφυπουργός Αμυνας, τότε υπουργός Πολιτικής Αμυνας) και ο Ι. Λιβάις Λάιμπι (I. Lewis Libby), τώρα σύμβουλος Ασφαλείας του αντιπροέδρου Τσέινι, σύνταξαν επίσημες «κατευθυντήριες γραμμές σχεδιασμού άμυνας» (Defence Planning Guidance - DPG) του Πενταγώνου: «Ο πρώτος στόχος μας είναι να εμποδίσουμε την ανάδειξη ενός νέου ανταγωνιστή, είτε στο έδαφος της πρώην Σοβιετικής Ενωσης είτε αλλού, που θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή παρόμοιου μεγέθους όπως η πρώην Σοβιετική Ενωση. Αυτή η σκέψη καθορίζει βασικά τη νέα περιφερειακή στρατηγική. Αυτό απαιτεί να εμποδίσουμε κάθε εχθρική δύναμη να κυριαρχήσει σε μια περιοχή, που οι πηγές πρώτων υλών κάτω από τον άμεσο έλεγχό της θα αρκούσε για να γίνει μια νέα μεγάλη δύναμη. «Μεταφραζόμενο αυτό σε πρακτική πολιτική σημαίνει "να εμποδιστούν" οι υψηλά αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες (δηλαδή τα κράτη της ΕΕ και η Ιαπωνία) από κάθε προσπάθεια, να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον ηγετικό ρόλο μας ή να ανατρέψουν την υφιστάμενη πολιτική και οικονομική τάξη πραγμάτων και να διατηρήσουμε μηχανισμούς που να αφαιρέσουν από ενδεχόμενους ανταγωνιστές κάθε ελπίδα για έναν μεγαλύτερο περιφερειακό ή παγκόσμιο ρόλο».

Με το νέο Δόγμα Ασφάλειας ο Πρόεδρος των ΗΠΑ εξήγγειλε την πρόθεσή του να διατηρήσει και να επεκτείνει την απόλυτη στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ, παγκόσμια και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, και να πράξει το παν, ώστε να πνίξει στη γένεσή του την ανάδειξη ενός ενδεχόμενου στρατηγικού ανταγωνιστή.

Μέσα στη διασφάλιση αυτής της στρατηγικής είναι και ο έλεγχος της περιοχής με τα σημαντικότερα κοιτάσματα πετρελαίου και γκαζιού από τον Περσικό Κόλπο ως την Κασπία Θάλασσα. Γι' αυτό και ο αντιπρόεδρος Τσέινι εξήγγειλε τον περασμένο Ιούνη να χρησιμοποιηθεί ο σχεδιαζόμενος πόλεμος κατά του Ιράκ σαν «πλατφόρμα για γενικές μεταρρυθμίσεις σε όλη την περιοχή». Αυτή πρέπει να διαμορφωθεί έτσι ώστε οι περιφερειακοί οικονομικοί και πολιτικοί μηχανισμοί να μπορούν να προσαρμοστούν καλύτερα στις απαιτήσεις της ασκούμενης από τις ΗΠΑ νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Για το τι πραγματικά πρόκειται, το ξεκαθάρισε ο πρώην στρατηγός Brent Scowcroft, σύμβουλος ασφάλειας της πρώτης κυβέρνησης Μπους, δηλώνοντας: «Αυτός είναι ένας κόσμος στον οποίο μπορεί να ευδοκιμήσει ο καπιταλισμός».

Το PNAC δημιουργήθηκε στα πρότυπα μιας όμοιας ομάδας που έφερε στην εξουσία το 1980 τον Ρόναλντ Ρίγκαν. Τότε επρόκειτο για την «Επιτροπή για τον παρόντα κίνδυνο», στην οποία σχεδόν όλα τα μέλη της κυβέρνησης Ρίγκαν από κοινού με εν ενεργεία στρατηγούς του Πενταγώνου και εταιρίες εξοπλισμών κατέστρωσαν σχέδια για να σταματήσουν την «κατάπτωση της αμερικανικής δύναμης» και να αντιστρέψουν την πορεία αυτή. Η κριτική τους στρεφόταν στον «πιο αδύναμο» Πρόεδρο των ΗΠΑ όλων των εποχών, τον Τζίμι Κάρτερ, που ήταν ο πρώτος Πρόεδρος των ΗΠΑ, που υπό την ηγεσία του δεν είχε γίνει επίθεση εναντίον άλλου κράτους.

Παρόμοιες μομφές απευθύνθηκαν από το PNAC και κατά του Προέδρου Κλίντον, από τον οποίο (και από μέλη του Κογκρέσου) είχε ζητηθεί το 1998 με ανοιχτές επιστολές απομάκρυνση του Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία, στην ανάγκη με τη στρατιωτική βία. Η κυβέρνηση, έγραφαν, πρέπει να είναι προετοιμασμένη να ενεργήσει και μόνη της, γιατί «δεν μπορεί να βασίζεται στους εταίρους της στον πόλεμο του Κόλπου». Δέκα από τους 18 που είχαν υπογράψει αυτές τις επιστολές είναι τώρα υπουργοί και υφυπουργοί σε θέσεις - κλειδιά της κυβέρνησης Μπους.

Σε στρατηγική ανάλυση με τον τίτλο «Η αποκατάσταση της αμερικανικής άμυνας, στρατηγικές, στρατιωτικές δυνάμεις και πηγές πρώτων υλών για το νέο αμερικανικό αιώνα», που δημοσιεύτηκε το Σεπτέμβρη του 2000, λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές, το PNAC αναφέρθηκε στον κίνδυνο που προκύπτει για τη συνέχιση της παγκόσμιας επικυριαρχίας των ΗΠΑ από την αδύναμη στάση σε ζητήματα άμυνας, εκτός και προκύψει ένα «καταστροφικό φαινόμενο καταλύτης, όπως ένα νέο Περλ Χάρμπορ», το οποίο θα αυξήσει πάλι την ετοιμότητα της κοινωνίας των ΗΠΑ για θυσίες. Οταν συνέβη πραγματικά αυτό το γεγονός στις 11 Σεπτέμβρη 2001, αυτοί οι άνθρωποι, που δεδηλωμένος στόχος τους είναι να ηγεμονεύσουν στον κόσμο, βρίσκονταν ήδη στους μοχλούς της εξουσίας».

* Ο Ράινερ Ρουπ υπήρξε συνεργάτης στον μηχανισμό του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες και διώχτηκε σαν πληροφοριοδότης της ΓΛΔ. Μετά την αποφυλάκισή του αρθρογραφεί και συγγράφει βιβλία. Το σημερινό άρθρο δημοσιεύτηκε στη «Νόιες Ντόιτσλαντ» (21 Μάρτη).


Επιμέλεια - μετάφραση
Θανάσης ΒΟΡΕΙΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ