Από τη συζήτηση του Δ. Βάγια με συντάκτες του «Ρ» στα γραφεία του ΚΚΕ στην Καλαμάτα |
Και δεν πήγε. Εμεινε ο στρατοδίκης μόνος - αυτός, η κυβέρνηση Σημίτη και τ' αφεντικά της, τα ίδια που ήταν και τότε, το '49, αφεντικά - να δικάσει. Τι να δικάσει; Εναν αντάρτη! Που, ενώ τον όπλισαν για να πολεμήσει με τον αστικό στρατό, αυτός «αυτομόλησε στους συμμορίτες»! Το «έγκλημα», είπαν μετά, παραγράφηκε με βάση το νόμο τάδε. Στα κιλά της η δικαιοσύνη τους. Δεν είχε, δεν έχει, δε θα 'χει ποτέ την παλικαριά να δεχτεί πως παρά τη στρατιωτική ήττα οι νικημένοι νίκησαν! Πως ένας αγώνας σκληρός που δόθηκε για ό,τι πιο όμορφο οραματίστηκε ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «έγκλημα». Δουλιά της αυτής της δικαιοσύνης είναι να συμβάλει κι αυτή στο ξαναγράψιμο της ιστορίας έτσι όπως τη θέλουν οι νικητές. Μόνο που αυτή είναι η ιστορία των βιβλίων. Που διαβάζεται περιοδικά. Οσο παραμένουν νικητές οι σημερινοί νικητές. Η άλλη ιστορία, αυτή των πραγματικών γεγονότων κι αυτή των συνειδήσεων γράφεται μία φορά μόνο. Και δεν ξεγράφει.
Οταν φτάσαμε κείνο το πρωί στην Καλαμάτα ήμασταν μόνο τσαντισμένοι. Αλλά και με πολλές ερωτήσεις. Οταν φύγαμε ήμασταν ακόμα πιο πολύ τσαντισμένοι, μα και με απαντήσεις - όπλα. Ικανά εφόδια για να προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε, όχι τον στρατοδίκη, ποιος νοιάζεται για τους υπάλληλους, αλλά ό,τι είναι μπροστά, ό,τι βλέπουμε ξανά και ξανά να έρχεται σαν αναπόφευκτη στιγμή σύγκρουσης. Αυτό που ψάχναμε δεν είναι η ιστορία του Μήτσου Βάγια. Αλλά το γιατί της. Τι είναι αυτό που κάνει μια πάστα ανθρώπων ικανή για τα πιο μεγάλα απ' τα μεγάλα; Τι είναι αυτό που 50 χρόνια μετά κάνει τους Αμερικάνους να ψάχνονται ακόμα για κάτι που τους ξεφεύγει. Τι είναι αυτό που 50 χρόνια μετά τη στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ παραμένει όχι μόνο ζωντανό, αλλά εξίσου εξεγερτικό και δίνει δύναμη στον άνθρωπο να στέκει ορθός, να μη σκύβει, να προσπερνά τις παρλαπίπες διαφόρων που στα στερνά τους προσπαθούν να μετατρέψουν τη δική τους ήττα σε ήττα της εργατικής τάξης και του κόμματός της. Τι είναι αυτό, τέλος, που κάνει αυτούς που αν και νίκησαν, μεν, στρατιωτικά, όχι μόνο να μη ξεχνούν αλλά και να επιμένουν να δικάσουν, όχι τον άνθρωπο αντίπαλο, αλλά τις ιδέες του; Γυρνώντας από την Καλαμάτα γνωρίζαμε λίγο περισσότερο πως όχι μόνο ο πόλεμος δεν τέλειωσε, αλλά και πως κάνουν μεγάλο λάθος όσοι πατώντας στη λήθη που αναγκαστικά ο χρόνος φέρνει, προσπαθούν να πείσουν πως αρκεί ένα φτιασίδωμα για να ανθρωπέψει αυτό το σύστημα. Ο αντίπαλος έδειξε πως συνεχίζει να πολεμά. Κι όταν ξεκίνησε για να κάνει τη δίκη του Βάγια ήξερε τι έκανε...
Οταν παρουσιάστηκε το '48 στον αστικό στρατό |
Η ιστορία του είναι απλή: «Το 1942, το Νοέμβρη, με στρατολόγησαν στην ΟΚΝΕ. Από τότε δε διακόπηκε η πορεία πλην τέσσερις μήνες που με κάλεσαν στρατιώτη. Στον ΕΛΑΣ δε μ' άφησαν να περάσω. Είναι ο πατέρας σου, μου είπαν, φτάνει». Εμεινε στο χωριό που στην κατοχή ήταν η ΕΑΜική πρωτεύουσα της Πυλίας. «Ερχονταν και φεύγανε συνέχεια οι σύνδεσμοι», θυμάται. «Αυτή η ζύμωση έπαιξε ένα ρόλο στη συνείδηση που τα κατάγραφε όλα για να αντέξω μετά τις δυσκολίες».
Οταν παράδωσαν τα όπλα στην Καλαμάτα άκουσε τη γιαγιά να λέει στον άοπλο πια πατέρα: «Μωρέ πού ήρθες έτσι; Θα σε σκοτώσουνε». Αρχισε η τρομοκρατία το '45. Ο Δημήτρης ήθελε να μάθει γράμματα, αλλά το σχολειό το 'χε αφήσει το '40, τον πρόλαβε ο πόλεμος.
«Αντί για μαθητής, έγινα τσοπάνης. Με προβατίνες από την τράπεζα. Τι είχαμε νομίζεις εδώ; Σταφίδες. Ηταν και παραμένει το χτικιό για τον αγρότη. Μια ζωή χρεωμένοι στην τράπεζα, θυμάμαι τον πατέρα να κρύβεται δυο - τρεις μέρες μέχρι να φύγουν οι χωροφυλάκοι και οι εισπράκτορες. Βραχνάς».
Πόλεμος - ξεπόλεμος επιμένει και το '47 ζητά και πάλι να πάει σχολείο. «Τι θες, του λέει ο γυμνασιάρχης, να σου δώσω χαρτί να φυλάς τις κατσίκες του πατέρα σου; Φύγε από δω».
Στο δρόμο ένας ταγματασφαλίτης του κάνει την πρόταση: «Θες γράμματα;». «Θέλω». «Κάνε ό,τι σου πω. Θα πας στο απόσπασμα της "Χ"»! Δεν πήγε. Ηταν ήδη αλλού. Σύνδεσμος. Το μήνυμα είχε δοθεί απ' το Λιτόχωρο. Να μαζέψουμε όπλα. «Κρύβω τους πρώτους». Οι σφαγές γύρω αφήνουν ποτάμια αίμα. Τραγωδίες. Πρώτη ανταρτοομάδα. Πράξη πρώτη, στο μύλο, να ζυμώσουμε ψωμί. Πυροβολισμοί. Χαρά για το πρώτο πολυβόλο και τις σφαίρες. Μάχη κι αμέσως μετά η πρώτη προδοσία. Βλέπει το Φώτη να τον σέρνουνε απ' το άλογο στα τρόχαλα. Τι του έμεινε απ' αυτό; «Ο Φώτης δε μαρτύρησε!».
Τρέμουνε και τα φύλλα από την τρομοκρατία. Στο λόγκο μάζωξη, «αστροφεγγιά θυμάμαι, ήταν 18-19 Μάη. Απόφαση για προσωρινή διάλυση. Τον Ιούλιο, νέα απόφαση, να περάσουνε στον Ταΰγετο, στους αντάρτες. Σχέδιο εξόδου και αποστολή στην Καλαμάτα για συγκέντρωση πληροφοριών. Στη γιάφκα του ράφτη. Και εντολή: Θα φέρεις "Ριζοσπάστη" και Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Αλλη τραγωδία στο μεταξύ: Παράλληλη κηδεία ενός Χίτη κι ενός αντάρτη. Ζητάνε απ' τη χήρα του Χίτη να σκοτώσει τη χήρα του αντάρτη. Αρνείται. Εικόνες βαθιά χαραγμένες στο μυαλό του παιδιού. Φυγή προς το χωριό. Μπλόκα στους δρόμους. Τεχνάσματα για να κρυφτούν τα έντυπα. Περνά. «Τα ύστερα ήταν τα βαριά».
«Βασίλευε ο ήλιος, κάνεις δε μας είπε τίποτα. Ενας πρώην σύντροφος - ψόφησε τώρα, πάει - πέρασε στη "Χ". Ξέρασε: "Ενας Βάγιας στο χωριό έχει 70 όπλα και ένα πιστόλι". Πιάνουν τον πατέρα. Ξύλο και φάλαγγα. Τσουρνοβαλίζοντας τον φέρνουνε στο χωριό. Με πιάνουν. Βρίσκουν στις τσέπες το Ριζοσπάστη. Τους λέω πως είναι νόμιμος στα περίπτερα. Ποιος άκουγε. "Σταματάτε ρε να δείτε τι πιάσαμε" φώναζε ο επικεφαλής στους άλλους. Δέρνουν τον πατέρα. Δεν ξέρω ακόμα τι έχει γίνει. Χαστούκια. Βλέπω τον πατέρα. Σούρνοντας τον φέρανε. Ξυπόλυτος, καταματωμένος, όπως το ψόφιο ζώο. Τον πετάνε στα πόδια μου».
Του στέλνουν το χαφιέ να του μιλήσει δήθεν εμπιστευτικά. Τους αφήνουν μόνους. «Να τους παραδώσετε» μου λέει. Απάντηση: «Εμείς θα πεθάνουμε. Αν τολμήσεις και μιλήσεις, σε βεβαιώνω σε ένα 24ωρο το κεφάλι σου θα πέσει». Σαν κάτι να φοβήθηκε.
Τους παίρνουν και τους ρίχνουν σε μια χαμοκέλα. «Κάτω στο χώμα ο πατέρας. Δίπλα αυτοί, τρώνε κάτι κοκόρια που σφάξανε και πίνουνε. Θυμάμαι. Είναι 16 Σεπτέμβρη, έχει ένα κρύο βοριά και φεγγάρι. Παίρνουνε τον πατέρα, ξανά φάλαγγα. Τρέχαν τα πόδια αίμα, άρχισε να ουρλιάζει. Τα ίδια θα πάθεις κι εσύ μου λέει ένας. "Ας έρθει ο Στάλιν να σας γλιτώσει". Τον πετάνε μέσα στο αίμα και στο χώμα. Μου είχε πει ένας σύντροφος, να προσέχεις μη σε χτυπήσουν στη σπονδυλική στήλη και στα όργανα. Πέφτω κάτω. Αρχίζουν τη φάλαγγα. Ιδρωσε μες το κρύο αυτός που βάραγε. Μαρτύρα! Δεν ξέρω! Μαρτύρα! Συνέχιζαν. Με διαύγεια θυμάμαι: Καταλάβαινα τι πήγαιναν να στήσουνε: έρχεται ένα κάθαρμα με μια μαγκούρα, κάτι μπότες μέχρι το γόνατο, τώρα, λέω, θα με τσακίσει. Αρπάζει το βούρδουλα και με χτυπάει λες και του σκότωσα τα παιδιά. Τον ακούω να λέει: "το παιδεύουμε τζάμπα". Δήθεν. "Ο παλιάνθρωπος, ο πατέρας του, το πήρε στο λαιμό του. Αν τον είχα πατέρα θα τον έσπαζα στο ξύλο". Κατάλαβα τη μηχανή. Μου λένε "σήκω". Πού να πατήσω από το χτύπημα; Με πανέ στον πατέρα. Ετοιμοθάνατος. "Αυτός σε πήρε στο λαιμό του, σε έκανε κομμουνιστή. Να τον εκδικηθείς. Αυτός σε πήρε στο λαιμό του". "Μα, αυτός είναι αγράμματος. Εγώ έμαθα γράμματα", απαντώ. "Το Χριστό σου, θα μας κάνεις και διαφώτιση". Φέρνουν το βούρδουλα. "Βάρα τον"! Μου καρφώνει το 45άρι στον κρόταφο και μετράει μέχρι το 3. "Το Χριστό σας, βαμμένοι όλοι, κομμουνιστές". Τραβάει το χέρι μου στον πατέρα. "Να, ο γιος σου σε χτυπάει". Τίποτα εγώ. Ο πατέρας αναίσθητος. Τον κλοτσάνε».
Τους αφήνουν. Το μυαλό στους κρυμμένους. Το σπίτι φυλάγεται. «Αποφάσισα να φύγω. Σούρνοντας. Φεγγάρι σα μέρα. Εφτασα στον όχτο, μόλις πήδησα, έφτασα στη ρεματιά, πήρα μια βαθιά αναπνοή, πιο ευχάριστη αναπνοή δεν έχω πάρει. Κατάλαβα ότι τους έφυγα».
Αντάρτης πια, με το δίκοχο του ΔΣΕ, αλλά και «λάφυρο» το αμερικάνικο μπουφάν, που πήρε μαζί του από τον αστικό στρατό |
«Η αγωνία μου ήταν στο χώρισμα. Εκείνους, που ήταν να πάνε για το Μακρονήσι, τους δίνανε στολή αγγλική, παλιά. Εκείνους, που ήταν της εμπιστοσύνης, τους δίνανε αμερικάνικη, ωραία κασμίρια. Για τη Μακρόνησο είχα μάθει. Ηρθε ο αστυνόμος με τον κατάλογο. "Ποιοι είναι κομμουνιστές, πρόεδρε;". "Ε, τι κομμουνιστές, παιδιά ήτανε, δουλεύουνε τώρα, φτώχεια...". "Μα, πώς, του Βάγια ο γιος;". "Τι κομμουνιστής; παιδί ήτανε, δουλεύει. Φτώχεια". Εμαθα μετά ότι μπροστά στον πρόεδρο ο αστυνόμος έσβησε την κόκκινη μπογιά απ' τ' όνομα. Φτάνω, λοιπόν, στους δύο σωρούς. Αριστερά τα αγγλικά και δεξιά τα αμερικάνικα. "Πού να πάρω;". "Από κει, αμερικάνικα"».
Και να στον αστικό στρατό! Γύρω τα στρατοδικεία δικάζουν στο σωρό. Οι εκτελέσεις καθημερινές. Τα «Γιαννάκια» τα στέλνανε για εκπαίδευση δίπλα στο εκτελεστικό απόσπασμα. «Θυμάμαι ακόμα ένα χέρι μαύρο που εξείχε πάνω απ' το χώμα, έτσι πρόχειρα που τους θάβανε». Είναι Απρίλης του '49. Τον πλησιάζει κάποιος. «Μη φοβάσαι ρε, κομμουνιστής είμαι. Εχω Μακρονησιώτη». Αποδείχτηκε εντάξει. Δρόμο για το μέτωπο. Εφτά του Μάη τελευταία έξοδος. Μετά Φιλιππιάδα, τρόμος, Μπιζάνι, Γιάννενα, πρώτες μάχες, Κόνιτσα κι από κει στο Γράμμο. Εκπαίδευση στ' αμερικάνικα όπλα. Ηθικό πεσμένο. Από τους 150 του λόχου, στον οποίο πήγαν οι «Γιαννάκηδες», είχαν μείνει μόνο 27. Πύργος Στράτσανης: «Κατάμαυρη η πέτρα απ' τα κοράκια», άθαφτοι οι νεκροί. Απόφαση. 31 Μάη το τελευταίο γράμμα στον πατέρα. «Είχα πάρει απόφαση πως θα φύγω, τον τρόπο, θα μπω στη νεκρή ζώνη...». Αναποδιές της τελευταίας στιγμής. «Με στέλνουν στο πολυβολείο στο αντέρεισμα πάνω απ' το Σαραντάπορο, για την πρώτη μου βολή. Τη νύχτα άστραψε ο τόπος». Τεχνάσματα για να μη ρίξει. «Ολη κι όλη μια τροχιοδεικτική». Την άλλη μέρα, η είδηση απλώνεται: Χτυπάει ο ΔΣΕ το καλύτερο οχυρό του Γράμμου, το Πάτωμα! Αρχισε η μεγάλη μάχη, μας μαζεύουν για πολυβολεία. Τονωτική ένεση: Το πήρανε το Πάτωμα οι αντάρτες. «Κάνω το βήμα. Εφτά το βράδυ σκοτεινιάζει. Ξέχασα και τις νάρκες, τα ξέχασα όλα. Τρέχω. Περνάω. Βγάζω το στέμμα απ' το δίκοχο. Εκεί πήρα τη δεύτερη ανάσα της ζωής μου. Ανεβαίνω προς τη μεριά των ανταρτών. Ψάχνω να βρω τόπο να κοιμηθώ. Κάτι όνειρα όλη τη νύχτα. Ολο πανηγύρια. Την άλλη μέρα, ρίζα τη ρίζα, πέτρα την πέτρα, φτάνω κοντά. "Ρε σύντροφοι", τίποτα». Δρόμο για τον Αγ. Χριστόφορο. Στο εκκλησάκι σκηνές απείρου κάλλους, καθώς τον περνούν αρχικά για τον σύνδεσμο του 10ου που περίμεναν και αμέσως μετά κατσάδα: «Γιατί δεν έφερες κι άλλους;». «Θα 'ρθουνε...».
Ηταν ήδη αλλού... Πρώτη του μάχη στις 2 Ιούλη του '49, «τη μέρα που πέθανε ο Δημητρόφ», λέει σήμερα. Στις 5 Ιούλη είναι αυτός ο ίδιος, που, από δω μεριά πια, στον Αϊ - Λια κάνει διαφώτιση, φωνάζοντας στους φαντάρους του αστικού στρατού. Σε ποιους; Στον ίδιο του το λόχο! «Γιατί πολεμάτε, για ποιον πολεμάτε, οι Αμερικάνοι κυριαρχούν, γυρίστε τα όπλα. Τρώμε τις σάρκες μας, παιδιά του λαού». «Λέγε, λέγε, σ' ακούμε!». «Μέχρι που βράχνιασα». Την άλλη μέρα, λιώσανε και οι πέτρες... 29 Αυγούστου πέρασε μέσα με τους τελευταίους. «Απ' το Πληκάτι...».
Σ' άλλο κόσμο, άλλη υποδοχή, άλλη συγκίνηση. Αλλη ζωή. Μέχρι το 1990. Απ' τους τελευταίους.