ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Μάη 2001
Σελ. /32
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ
Υπάρχουν λύσεις για τα προβλήματα της αγροτιάς

Αποψη από το προεδρείο της ημερίδας
Αποψη από το προεδρείο της ημερίδας
Οσα κρύβουν οι θιασώτες της ΕΕ από τους αγροτοκτηνοτρόφους ακούστηκαν σε ημερίδα που διοργάνωσε η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ την περασμένη Κυριακή στο Αγρίνιο, με θέμα: «20 χρόνια Κοινοτικής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), συνέπειες και προοπτικές και οι προτάσεις του ΚΕ για τη γεωργία». Μπρος σε ένα πολυπληθές ακροατήριο, οι εισηγητές Γιάννης Πατάκης, ευρωβουλευτής του ΚΚΕ και Σπύρος Στριφτάρης, βουλευτής και μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, εξήγησαν το γιατί και το πώς η πολιτική της ΚΑΠ που ακολούθησαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις έφεραν τους αγροτοκτηνοτρόφους στη σημερινή τραγική κατάσταση. Κι όπως ειπώθηκε, μπορεί ο απολογισμός της 20ετίας που πέρασε να είναι ολοφάνερα αρνητικός για τους αγροτοκτηνοτρόφους και την αγροτική οικονομία, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τους μεγαλεμπόρους - εισαγωγείς και βιομηχάνους και κυρίως τις πολυεθνικές. Παράλληλα, τονίστηκε: «Η πρόταση του ΚΚΕ είναι ρεαλιστική, επειδή δίνει λύσεις στην αγροτική οικονομία της χώρας και στους μικρομεσαίους αγρότες, επειδή αναζωογονεί οικονομικά και κοινωνικά την ύπαιθρο. Είναι όμως δύσκολη στην εφαρμογή της και απαιτεί ευρύτερη συσπείρωση λαϊκών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, επειδή συγκρούεται με την ΕΕ, τους εμποροβιομηχάνους και τις πολυεθνικές, αλλά και με τις πολιτικές δυνάμεις εκείνες που με τον ένα ή άλλο τρόπο εκφράζουν τα συμφέροντα των εμποροβιομηχάνων, των τραπεζιτών και των πολυεθνικών. Γι' αυτό η εφαρμογή της πρότασης του ΚΚΕ απαιτεί μια λαϊκή εξουσία που θα αναδειχτεί και θα στηριχτεί από ένα δημοκρατικό αντιμονοπωλιακό αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο στο οποίο θα συσπειρώνονται και θα εκφράζονται όλα τα λαϊκά στρώματα». Στο βήμα των ομιλητών ανέβηκαν ακόμα ο Ν. Μωραΐτης, πρόεδρος της ΟΑΣ Αιτωλοακαρνανίας, ο Ν. Γιαννούλης, πρόεδρος της ΟΑΣ Αρτας, ο Χρ. Μπούρας, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Αγρινίου, ο Ν. Σταματέλος, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Λευκάδας και αρκετοί ακόμα εκπρόσωποι αγροτικών φορέων της Αιτωλοακαρνανίας.

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Είκοσι χρόνια αρνητικής πορείας

Αποκαλυπτικά στοιχεία για την πορεία της αγροτικής οικονομίας και τις επιπτώσεις που είχε η εφαρμογή της πολιτικής υιοθέτησης της ΚΑΠ και της ΓΚΑΤΤ

Οπως τονίστηκε στην αρχή της εισήγησης, στα «είκοσι αυτά χρόνια η αγροτική παραγωγή έμεινε σχεδόν στάσιμη. Αιτία αυτής της στασιμότητας είναι οι χαμηλές ποσοστώσεις που έχουν επιβληθεί σε όλα τα αγροτικά προϊόντα, ακόμα και στα προϊόντα που η χώρα μας ή η ΕΕ είναι έντονα ελλειμματικές». Για παράδειγμα αναφέρθηκε: «Στην κτηνοτροφία, έχουμε χαμηλές ποσοστώσεις στα επιδοτούμενα μοσχάρια και στις αγελάδες και πληρώνουμε πρόστιμα συνυπευθυνότητας, όταν η αυτάρκεια της χώρας μας σε βοδινό κρέας από 61% που ήταν πριν την ένταξη, έχει μειωθεί στο 29% σήμερα και όταν η παραγωγή βοδινού κρέατος από 110.000 τόνους που ήταν πριν την ένταξη, έχει μειωθεί στους 70.000 τόνους σήμερα. Οι χαμηλές αυτές ποσοστώσεις, σε σχέση με την αύξηση των αναγκών της εγχώριας αγοράς σε αγροτικά προϊόντα, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των εισαγωγών και τη δημιουργία τεράστιων ελλειμμάτων στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας μας».

Αλλο ένα σημείο που επισημάνθηκε είναι πως «στα είκοσι χρόνια παραμονής στην ΕΕ το συνολικό πραγματικά καθαρό αγροτικό εισόδημα παρουσιάζει τάσεις μείωσης, εξαιτίας πολλών παραγόντων». Παράγοντες που απορρέουν από τις επιταγές της ΚΑΠ και της ΓΚΑΤΤ και έχουν να κάνουν με τις ποσοστώσεις και τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας, τις αυξήσεις στις τιμές των αγροτικών εφοδίων και μηχανημάτων, τη μείωση τιμών και επιδοτήσεων, την κατάργηση των θεσμών παρέμβασης, το κλείσιμο των μεγαλύτερων συνεταιριστικών οργανώσεων.

Ακολούθως έγινε αναφορά σε μια σειρά ακόμα αρνητικών επιπτώσεων, όπως: «Στην περίοδο 1981-1999 οι απασχολούμενοι στη γεωργία μειώθηκαν κατά 36% (από 1.083.000 το 1981 σε 688.000 το 1999) και τα αγροτικά νοικοκυριά κατά 18,3% (από 999.000 το 1981 σε 816.000 το 1999). Η ραγδαία μείωση της παραγωγικότητάς της και της ανταγωνιστικότητάς της, που οφείλεται στην κατακόρυφη μείωση των γεωργικών επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου. Στη δεκαετία του 1970 οι πάγιες γεωργικές επενδύσεις αποτελούσαν το 13% των συνολικών πάγιων επενδύσεων της χώρας, ενώ στη δεκαετία 1990 μειώθηκαν στο 5%, όταν η γεωργία μετέχει με 8% στο συνολικό ΑΕΠ της χώρας, απασχολεί το 18% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και συμμετέχει με 30% στις συνολικές εξαγωγές της χώρας».

Στη συνέχεια επισημάνθηκε ότι με τις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ το 1992 στα πλαίσια της Συνθήκης του Μάαστριχτ και την «Ατζέντα 2000» στα πλαίσια της συμφωνίας του Αμστερνταμ επιταχύνθηκαν οι ρυθμοί φτώχειας και ξεκληρίσματος των μικρομεσαίων αγροτών. Παράλληλα αναφέρθηκε ότι οι παραπάνω συμφωνίες μαζί με την ΓΚΑΤΤ αποσκοπούν ακόμα:

«Στην προσαρμογή της κοινοτικής γεωργίας στις συνθήκες της λεγόμενης παγκοσμιοποιημένης αγοράς και όχι στις ανάγκες της ανθρωπότητας σε τρόφιμα, που έγινε με τηνεπιβράδυνση των ρυθμών αύξησης της αγροτικής παραγωγής και τημείωση της στήριξης της κοινοτικής γεωργίας.

Στη μείωση των γεωργικών κονδυλίων του κοινοτικού προϋπολογισμού. Τη μείωση αυτή την επέβαλε η συμφωνία της ΓΚΑΤΤ, την προϋποθέτει η επικείμενη συμφωνία του ΠΟΕ, αλλά την ήθελε και το Διευθυντήριο της ΕΕ. Και αυτό, γιατί με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ αποφασίστηκε να εφαρμοστούν και άλλες κοινές κοινοτικές πολιτικές, εκτός από την ΚΑΠ, όπως η Οικονομική και Νομισματική Πολιτική (ΟΝΕ). Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και η Πολιτική Αμυνας (ΚΕΠΠΑ) και η διεύρυνση της ΕΕ, χωρίς όμως να αυξηθεί ο κοινοτικός προϋπολογισμός, μια και δε συμφώνησαν στην αύξηση οι χώρες του Διευθυντηρίου.

Με βάση λοιπόν αυτούς τους στόχους της ΚΑΠ από τα συνολικά κονδύλια που πήρε η χώρα μας τα χρόνια που είναι στην ΕΕ, το μεγαλύτερο ποσοστό 87,5% αφορούσε στη λεγόμενη στήριξη της γεωργίας και μόνο το 12,5% είχε στα λόγια διαρθρωτικό προσανατολισμό.

Δηλαδή, το 87,5% των κοινοτικών κονδυλίων αφορούσε επιδοτήσεις στα αγροτικά προϊόντα, έξοδα λειτουργίας παρεμβάσεων αγροτικών προϊόντων, όπως επίσης και έξοδα καταστροφής των αγροτικών προϊόντων στις χωματερές, που είχαν καταναλωτικό και όχι επενδυτικό χαρακτήρα».

Ανάμεσα σε άλλα σημειώθηκαν επίσης και τα παρακάτω: «Οι επιδοτήσεις που δίνονται στα αγροτικά προϊόντα είτε άμεσα στους αγρότες είτε στους εμποροβιομήχανους, στην ουσία επιδοτούν τους εμποροβιομήχανους για να αγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές τα αγροτικά προϊόντα. Π.χ. στα καπνά Βιρτζίνια η επιδότηση είναι 985 δρχ./κιλό και η εμπορική τιμή 180 δρχ./κιλό. Στο λάδι η επιδότηση είναι 340 δρχ./κιλό και η τιμή 550 δρχ./κιλό, στα χυμοποιήσιμα πορτοκάλια η επιδότηση είναι 22 δρχ./κιλό και η εμπορική τιμή 7 δρχ./κιλό.

Τα κονδύλια των χωματερών εξασφάλιζαν ένα πρόσκαιρο εισόδημα στους αγρότες, διέφθειραν όμως μαζικά τις συνειδήσεις και υπονόμευαν το μέλλον των καλλιεργειών, επειδή τα προϊόντα αυτά εκτοπίζονταν από τις αγορές.

Συνολικά, το ποσό των κοινοτικών επιδοτήσεων στα αγροτικά προϊόντα, αν και ήταν σχετικά μεγάλο, δε διασφάλισε το αγροτικό εισόδημα, επειδή δε βελτίωνε την παραγωγικότητα της γεωργίας, έτσι ώστε και με λιγότερες επιδοτήσεις να εξασφαλίζει καλύτερο εισόδημα.

Από τα λεγόμενα διαρθρωτικά κονδύλια που αποτελούσαν το 12,5% των συνολικών κονδυλίων, τα περισσότερα αφορούσαν εξισωτικές αποζημιώσεις ορεινών, μειονεκτικών και νησιωτικών περιοχών, που λειτουργούσαν σαν επιδοτήσεις και όχι σαν διαρθρωτικά κονδύλια. Ενα σημαντικό ποσό των πρόωρων συντάξεων λειτούργησε σαν κοινωνικό και όχι διαρθρωτικό κονδύλι. Ορισμένα άλλα κονδύλια, που αφορούσαν εκριζώσεις καλλιεργειών, κατέστρεψαν αντί να δημιουργήσουν πάγιο γεωργικό κεφάλαιο. Και μόνο ένα μικρό μέρος, ίσο περίπου με το 4% των συνολικών κονδυλίων, είχε πραγματικό διαρθρωτικό προσανατολισμό, που απορροφήθηκε κύρια από τους εμποροβιομήχανους και τους μεγαλοαγρότες».

ΚΚΕ
Συγκεκριμένες και ρεαλιστικές προτάσεις

Το δεύτερο σκέλος της εισήγησης περιλάμβανε τις προτάσεις του ΚΚΕ για την αγροτική οικονομία, σε μια κατεύθυνση εξυπηρέτησης των συμφερόντων των μικρομεσαίων αγροτών. Οπως τονίστηκε: «Το ΚΚΕ, σε αντίθεση με την ΕΕ, τις ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά και όσες πολιτικές δυνάμεις θεωρούν θετικούς τους στόχους της ΚΑΠ για τη γεωργία της χώρας μας και τους μικρομεσαίους αγρότες, πιστεύει στην ολόπλευρη ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας και όχι στη συρρίκνωση και στην προσαρμογή της στις απαιτήσεις του Διευθυντηρίου και της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης».

Τα βασικά κριτήρια ανάπτυξης της γεωργίας που προτείνει το ΚΚΕ και τα οποία παρουσιάστηκαν στην ημερίδα, είναι:

  • Η αξιοποίηση όλων των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας μας.
  • Η κάλυψη των σύγχρονων διατροφικών αναγκών του λαού μας και η μείωση, μέχρι την εξάλειψη, της εξάρτησης της χώρας μας σε βασικά διατροφικά προϊόντα.
  • Η εξασφάλιση πρώτης ύλης στη συνεταιριστικοποιημένη μεταποιητική βιομηχανία.
  • Η συμβολή της ελληνικής γεωργίας στο μέτρο των δυνάμεών της στην επίλυση του παγκόσμιου διατροφικού προβλήματος, με εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και ισότιμες εμπορικές σχέσεις με όλες τις χώρες του κόσμου.
  • Η διασφάλιση του αγροτικού εισοδήματος και της αγροτικής απασχόλησης.
  • Η προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας.

Κι όπως επισημάνθηκε: «Μια τέτοια ανάπτυξη δε συμβιβάζεται με τις ποσοστώσεις και τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας με τα ελλείμματα στο αγροτικό, εμπορικό ισοζύγιο και την εξάρτηση της χώρας μας σε διατροφικά προϊόντα. Δε συμβιβάζεται με τη χρησιμοποίηση κρεαταλεύρων, ορμονών, ορυκτελαίων και ΓΤΟ που προκαλούν ανεπανόρθωτες καταστροφές στο περιβάλλον και στη δημόσια υγεία».

Οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί

Στη συνέχεια της εισήγησης τονίστηκαν τα παρακάτω: «Η ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, που προτείνει το ΚΚΕ, δεν μπορεί να στηριχτεί στις μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις, στις Ομάδες Παραγωγών και στους συνεταιρισμούς - ανώνυμες εταιρίες των μεγαλοαγροτών και των εμποροβιομηχάνων.Δεν μπορεί να στηριχτεί στους εμποροβιομηχάνους και στις πολυεθνικές, που προωθούν η ΕΕ και η κυβέρνηση.

Θα στηριχτεί στους παραγωγικούς συνεταιρισμούς, στους οποίους θα συνεταιριστούν τα μικρομεσαία αγροτικά νοικοκυριά και η συνεταιριστικοποίηση θα αφορά όλες τις φάσεις της αγροτικής οικονομίας. Από τη συλλογική παραγωγή των γεωργικών και ζωοκομικών προϊόντων, τη διαλογή και μεταποίηση, μέχρι την εμπορία και τη διάθεσή τους στους καταναλωτές.

Οι συνεταιρισμοί, που προτείνει το ΚΚΕ, δεν έχουν καμιά σχέση με το υδροκέφαλο γραφειοκρατικό και χρεοκοπημένο συνεταιριστικό κίνημα που υπάρχει στη χώρα μας και λειτουργεί σαν μοχλός υλοποίησης των αντιαγροτικών πολιτικών της ΕΕ και της κυβέρνησης. Το παραγωγικό συνεταιριστικό κίνημα θα λειτουργεί με διαφάνεια και δημοκρατία, θα κατοχυρώνει την ισοτιμία των μελών του, στη διοίκηση και λειτουργία του θα αυτοελέγχεται και θα έχει αυτοτέλεια απέναντι στο κράτος και τους μηχανισμούς του, θα συγκρούεται με τους εμποροβιομήχανους και τις πολυεθνικές και θα διεκδικεί προνομιακό θεσμικό καθεστώς από το κράτος».

Επιπρόσθετα αναφέρθηκε πως: «Το ΚΚΕ πιστεύει ότι το οποιοδήποτε αναπτυξιακό πρόγραμμα της γεωργίας είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, αν δε συνοδεύεται με πρόγραμμα επίλυσης των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών του αγρότη και της αγρότισσας, που αποτελούν το βασικό παράγοντα ανάπτυξης της γεωργίας και κτηνοτροφίας.

Δεν αρκεί ένα ελάχιστο αγροτικό εισόδημα για να παραμείνει σήμερα ο νέος άνθρωπος στην ύπαιθρο:

  • Χρειάζεται ουσιαστική αναβάθμιση και αποκέντρωση του δημόσιου συστήματος υγείας, έτσι ώστε να μην αναγκάζεται ο αγρότης για το παραμικρό πρόβλημα υγείας να μετακινείται σε μακρινές αποστάσεις και να επιβαρύνεται με υπέρογκα έξοδα. Πρέπει η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη να παρέχεται δωρεάν, χωρίς εισφορές και χαράτσια.
  • Το ασφαλιστικό σύστημα που θα στηρίζεται στη διμερή χρηματοδότηση θα πρέπει να εξασφαλίζει ανθρώπινες συντάξεις και για τους αγρότες και όχι επιδόματα ελεημοσύνης. Ο θεσμός της κατώτερης σύνταξης θα πρέπει να είναι ο ίδιος και στο ύψος με τον αντίστοιχο θεσμό του ΙΚΑ, η αγρότισσα θα πρέπει να έχει αυτοτελή σύνταξη και η συνταξιοδότηση των αγροτών να γίνεται στα 60 για τους άνδρες και στα 55 για τις γυναίκες.
  • Το δημόσιο σύστημα παιδείας θα πρέπει να αναβαθμιστεί για να μην υπάρχει η ανάγκη των φροντιστηρίων, τα οποία εκτός των άλλων δεν αντέχει οικονομικά ο αγρότης. Επιπλέον, θα πρέπει να εξασφαλίζεται δωρεάν η μεταφορά των μαθητών της υπαίθρου στα σχολεία, τα γυμνάσια και τα λύκεια, επειδή σε πολλές περιπτώσεις βρίσκονται σε μακρινές αποστάσεις.
  • Η δημιουργία και λειτουργία βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών θα παίξει σημαντικό ρόλο στην αναβάθμιση της αγρότισσας, όπως σημαντικό ρόλο θα παίξει και η δημιουργία αθλητικών εγκαταστάσεων και πολιτιστικών κέντρων, για να αξιοποιείται δημιουργικά ο ελεύθερος χρόνος των αγροτών και αγροτισσών».

Το κλείσιμο της εισήγησης είχε ως εξής: «Η πρόταση του ΚΚΕ είναι ρεαλιστική, επειδή δίνει λύσεις στην αγροτική οικονομία της χώρας και στους μικρομεσαίους αγρότες, επειδή αναζωογονεί οικονομικά και κοινωνικά την ύπαιθρο. Είναι όμως δύσκολη στην εφαρμογή της και απαιτεί ευρύτερη συσπείρωση λαϊκών,, κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, επειδή συγκρούεται με την ΕΕ, τους εμποροβιομήχανους και τις πολυεθνικές, αλλά και με τις πολιτικές δυνάμεις εκείνες που με τον έναν ή άλλον τρόπο εκφράζουν τα συμφέροντα των εμποροβιομηχάνων, των τραπεζιτών και των πολυεθνικών. Γι' αυτό η εφαρμογή της πρότασης του ΚΚΕ απαιτεί μια λαϊκή εξουσία, που θα αναδειχτεί και θα στηριχτεί από ένα δημοκρατικό αντιμονοπωλιακό αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο, στο οποίο θα συσπειρώνονται και θα εκφράζονται όλα τα λαϊκά στρώματα.

Το μέτωπο αυτό, στο οποίο μπορούν να συμβάλουν σημαντικά οι επιμέρους συσπειρώσεις, αποτελεί την κεντρική πολιτική πρόταση του 16ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, επειδή χωρίς τη συσπείρωση και το ταξικό προσανατολισμό των λαϊκών στρωμάτων δεν πρόκειται να γίνει καμία προοδευτική κοινωνική αλλαγή που έχει ανάγκη ο τόπος, η αγροτιά, οι εργάτες, οι μικρομεσαίοι επαγγελματοβιοτέχνες και συνολικότερα ο λαός μας».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ