«Ξαφνικός έρωτας» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου |
Και αρχίστε με μια νοσταλγική ματιά στο πολυβραβευμένο ΤΟΠ ΚΑΠΙ, του Ζυλ Ντασσέν και στο επίσης πολυβραβευμένο φιλμ του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ. Ταινίες, που παρόλα τα χρόνια τους (1965 η πρώτη, 1984 η δεύτερη), δεν έχασαν τη φρεσκάδα τους.
Το ΤΟΠ ΚΑΠΙ πρέπει να το δείτε για τη σπιρτάδα του, την πρωτοτυπία του, την «αρχοντιά» του και, φυσικά, για την καταπληκτική παρέα του: Ζυλ Ντασσέν, Μελίνα Μερκούρη, Πίτερ Ουστίνοφ, Μαξιμίλιαν Σελ, Ρόμπερτ Μόρλεϊ, Ακίμ Ταμίροφ, Δέσπω Διαμαντίδου και τον αξέχαστο σε όλους μας Τίτο Βανδή. Βρίσκεται καθημερινά τέτοιας ποιότητας - κινηματογραφική - παρέα;
Ο ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ αξίζει να ιδωθεί για την πολύ καλή ερμηνεία της Μπέτυ Λιβανού, για την εξαιρετική φωτογραφία του Γιώργου Πανουσόπουλου, για την καταπληκτική ατμόσφαιρα, κυρίως των σκηνών της Λισαβόνας, αλλά και για την αγάπη με την οποία ο σκηνοθέτης πλησίασε - και χειρίστηκε - το θέμα του. Μια αγάπη που έφερε στην επιφάνεια γνωστές χειρονομίες και φράσεις, γνωστούς και αληθινούς ανθρώπους.
Η ταινία «ανοίγει» το φάκελο Γκαλίντεζ ενός Βάσκου «εθνικιστή» που εξαφανίστηκε «μυστηριωδώς» το 1956! Ο Γκαλίντεζ, νομικός, πανεπιστημιακός (υπαρκτό πρόσωπο), μετά τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, ζούσε εξόριστος στη Δομινικανή Δημοκρατία και τις ΗΠΑ. Τόσο η ζωή του όσο και ο θάνατός του καλύπτονται από ένα πέπλο μυστηρίου. Αποκήρυξε τα κομμουνιστικά του «πιστεύω» με αντάλλαγμα την πανεπιστημιακή του καριέρα; Ηταν πράκτορας της CIA και του FBI; `Η ακριβώς γιατί δε δέχτηκε να κάνει τίποτα από τα παραπάνω, θανατώθηκε και το πτώμα του εξαφανίστηκε (ποτέ δε βρέθηκε);
Η ταινία δε «θέλει» να δώσει απαντήσεις. Προσπαθεί, και το καταφέρνει, να «γνωστοποιήσει» όλες τις γνωστές και άγνωστες παραμέτρους της συγκεκριμένης υπόθεσης. Τα συμπεράσματα, αποφαίνεται, θα τα βγάλουν οι ιστορικοί - και όσοι άλλοι ενδιαφέρονται για την αλήθεια! Αυτή (η ταινία) προσπαθεί να δικαιώσει δραματουργικά όλα τα ερωτήματα και όλες τις εκδοχές. Και το κάνει με τον καλύτερο τρόπο. Χωρίς να παρασυρθεί στην περιοχή του θρίλερ, παρότι η «ιστορία» έχει και τέτοιες παραμέτρους. Χωρίς παράλληλα να αποστασιοποιηθεί από τη δράση και το μυστήριο!
Και ενώ δεν παίρνει «θέση» για τον Γκαλίντεζ, γίνεται πολύ αποκαλυπτική - και καταγγελτική - για το ρόλο της Αμερικής, των μυστικών υπηρεσιών, της CIA, του FBI και των κατά τόπους δικτατόρων εκείνης της περιόδου (Τρουχίλιο, Μπατίστα, Φράνκο). Η ταινία δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το ρόλο αυτών των μηχανισμών. Μάλιστα προχωράει στο βάθος του χρόνου αποκαλύπτοντας ότι αυτή η υπόθεση έχει πολύ μάκρος και πολύ βάθος. Φτάνει πριν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όταν η Αμερική δεν ήταν, ακόμα, αυτό που είναι σήμερα: Μια ξεδιάντροπη ιμπεριαλιστική δύναμη.
Το σημαντικό (καλλιτεχνικά) είναι ότι όλα τα παραπάνω δίνονται με άψογο καλλιτεχνικό τρόπο. Ολα, σκηνοθεσία, φωτογραφία, υποκριτική, μουσική, μοντάζ, τα διακρίνει μια μοναδική συνέπεια. Δεν υπάρχουν υπερβολές. Εχεις την αίσθηση ότι συμμετέχεις και εσύ στο άνοιγμα του φακέλου. Και κάθε σελίδα που γυρίζεις είναι μια έκπληξη. Μια καινούρια εμπειρία.
Παίζουν: Σάφρον Μπάροουζ, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Εντουαρντ Φερνάντεζ, Γκιγιέρμο Τολέδο κ.ά.
Η ταινία έχει κερδίσει το Αργυρό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 2003. Κερδίζει και τις -συναισθηματικές - εντυπώσεις του θεατή. Ωστόσο, δημιουργούνται αρκετά ερωτήματα για την ειλικρίνειά της (και για τη σκοπιμότητα (;) της βράβευσης). Το θέμα που εξετάζει δεν έπεσε από τον ουρανό. Δε φταίει η ανακάλυψη του συρματοπλέγματος (1874 από τον Αμερικανό αγρότη Τζόζεφ Γκίντεν), όπως διατείνεται η Λιβανο-ιρακινή δημιουργός σε συνεντεύξεις της για την καταπίεση στην πατρίδα της. Αν δεν ήταν το συρματόπλεγμα θα έβρισκαν κάτι χειρότερο! Το ζήτημα, λοιπόν, είναι ποιος χρησιμοποιεί το συρματόπλεγμα στο Λίβανο και για ποιους λόγους. Και απάνω σε αυτό το ζήτημα η ταινία σχεδόν δε λέει τίποτα. Περιορίζεται σε κάποιες - και αυτές συναισθηματικές - καταγγελίες για το Ισραήλ. Επίσης, η ταινία, δε λέει τίποτα σχετικά με την «παράδοση» να οδηγούνται σε γάμο, παρά τη θέλησή τους, οι γυναίκες του Λιβάνου κι ας είναι αυτό το κεντρικό θέμα της! Δυο ζητήματα που έχουν, κατά τη γνώμη μας, την ίδια αφετηρία.
Εάν ο θεατής αποστασιοποιηθεί από τη συναισθηματική συγκίνηση που παίρνει από το φιλμ, τότε, με αφορμή την ιστορία της μικρής Λιβανέζας, θα μπορέσει να κάνει διάφορες χρήσιμες αναγωγές. Θα δει πως οι Λιβανέζοι, και όχι μόνον αυτοί, βέβαια, πριν γνωρίσουν τη βία του ανοιχτού πολέμου, το συρματόπλεγμα, γνώρισαν -και γνωρίζουν- και άλλες μορφές καταπίεσης. Ανάμεσα σε αυτές πρώτη, φυσικά, η θρησκεία! Η μικρή Λάμια και στο «ελεύθερο» χωριό της, και πριν την ισραηλινή προσάρτηση, πάλι κλεισμένη σε συρματοπλέγματα ήταν. Αλλοι αποφάσιζαν για το μέλλον της. Οι ορατές και «αόρατες» παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα. Δεσμά, δηλαδή, που αν δεν ανταποκρίνονται στις ανάλογες χρονικές απαιτήσεις, πρέπει να σπάσουν!
Φυσικά, η μικρή Λιβανέζα δεν ολοκληρώνει το γάμο της και ερωτεύεται τον ομόφυλό της φρουρό των συνόρων! Ομως, η επαναστατική αυτή πράξη, δεν αποτέλεσε το γεγονός για την ταινία. Ενα γεγονός που θα μεταφραζόταν σαν αγώνας για την ελεύθερη επιλογή, για την ίδια την ελευθερία. Ηταν, απλώς, μια πράξη συμβολική. Η οποία πράξη, μάλιστα, περισσότερο προέκυψε παρά επιδιώχτηκε!
Ωστόσο, πρέπει κανείς να δει την ταινία γιατί, παρ' όλα τα παραπάνω, σου δίνει τις δυνατότητες να πας εσύ παραπέρα. Αυτό το «παραπέρα» σε γεμίζει, σε πρώτη φάση, μελαγχολία, αλλά, στη συνέχεια, από την οργή - και τη λογική - αναγκάζεσαι να κάνεις το επόμενο βήμα. Να δεις πόσες χιλιάδες πράγματα έχει να αντιπαλέψει - και να αλλάξει, τελικά - ο άνθρωπος.
Παίζουν: Φλάβια Μπέχαρα, Ζίαντ Ραμπάνι, Ράντα Ασμάρ, Τζούλια Κασάρ, Λιλιάν Νεμρί.
Μια μικροαστικών αντιλήψεων ιταλική οικογένεια, όμοια με χιλιάδες παρόμοιες ελληνικές οικογένειες, βρίσκεται υπό διάλυση. Ολοι τους, το ζευγάρι και τα δυο τους παιδιά (αγόρι - κορίτσι), είναι βουτηγμένοι στον εγωισμό τους, στις ανασφάλειές τους, στη μίζερη ζωή τους. Κανένας δεν ακούει κανέναν. Ολοι επιθυμούν να «πετύχουν», κυρίως, για να αποδείξουν πως αξίζουν! Και, βέβαια, δεν έχουν φραγμούς για τον τρόπο που θα πετύχουν (γνώρισμα και αυτό των βαθιά πεπεισμένων μικροαστών!).
Το θέμα είναι πολύ σοβαρό. Δυστυχώς, όμως, ο χειρισμός του από τον Ιταλό σκηνοθέτη έγινε συμβατικά και χωρίς εμπνεύσεις. Πάντως, ο Μουτσίνο απέφυγε τις ακρότητες και έκανε μια επαγγελματική διεκπεραίωση! Αυτή η επαγγελματική διεκπεραίωση, δυστυχώς, διευκολύνει τον «τεμπέλη» θεατή να διαβάσει το πρώτο επίπεδο, τα γεγονότα δηλαδή που συμβαίνουν στην επιφάνεια, και να αρκεστεί μόνον σε αυτά. Εμποδίζοντάς τον έτσι να προχωρήσει σε βαθύτερες σκέψεις και αναλύσεις. Πράγμα που θα έκανε τον θεατή πλουσιότερο και την ταινία ακριβότερη!
Αξίζει, όμως, να πούμε δυο κουβέντες παραπάνω γιατί τα πρόσωπα, οι ήρωες της ταινίας, μοιάζουν τόσο πολύ με την οικογένεια που προσπάθησε - και έως ένα σημείο τα κατάφερε - να οικοδομήσει το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η υπόλοιπη μικροαστική «προοδευτική» πολιτική κομπανία της χώρας μας. Είναι μια «αριστερών» καταβολών οικογένεια. Μια «προοδευτική» οικογένεια. Ο πατέρας «έλαβε μέρος». Η μητέρα ηθοποιός! Αυτό τους δίνει το άλλοθι για να σέρνονται σήμερα από σαλόνι σε σαλόνι και από πισίνα σε πισίνα. Να σχολιάζουν «μελαγχολικά» και να απολαμβάνουν ευχάριστα τα λίτρα του συμβιβασμού τους. Φυσικό είναι, λοιπόν, τα παιδιά τους να τραβήξουν το κορίτσι για κάποιο σώου της τηλεόρασης, γενικά, και ο γιος να αγωνίζεται να πιάσει φιλενάδα (όταν δεν αυνανίζεται).
Μια αναλαμπή που προέκυψε (ο πατέρας συνάντησε έναν παιδικό έρωτα, ένα κορίτσι που τρέχανε μαζί στις διαδηλώσεις, και κάτι - προς στιγμήν - ξύπνησε μέσα του), δεν κατόρθωσε, όπως είναι φυσικό, να αλλάξει τα πράγματα. Μετά από κάποια κρίση ο κάθε κατεργάρης γύρισε στον πάγκο του (πού κότσια οι μικροαστοί για κάθετες συγκρούσεις)! Η οικογένεια, τελικά, «ολοκληρώθηκε». Η μάνα γύρισε στο θέατρο (μετά από χρόνια). Ο πατέρας στο πόστο του. Η κόρη να δείχνει μπούτι στην t.v και ο νεαρός έκοψε (;) τη μ..., αφού βρήκε, επιτέλους, τη φιλενάδα που αναζητούσε (τέτοια ιδανικά!).
Πόσο κοστίζουν όλα τα παραπάνω; Μια βουτιά στην πισίνα! Ετσι και αλλιώς το σάπιο δεν πονάει. Με το χρόνο αποσυντίθεται. Αυτό είναι το τίμημα!
Παίζουν: Φαμπίτσιο Μπεντιβόλιο, Μόνικα Μπελούτσι, Λάουρα Μοράντε (πολύ καλή) Σίλβιο Μουτσίνο, Νικολέτα Ρομανώφ.