Η φωνή της Χιντ Ρατζάμπ |
Τις προηγούμενες μέρες η μητέρα της μικρής Χιντ, που έχει χάσει όλη την οικογένειά της εκτός από τον μικρό γιο της, μίλησε στον διεθνή Τύπο από τη μαρτυρική Γάζα για την ταινία, λέγοντας: «Ελπίζω ότι αυτή η ταινία θα βοηθήσει να σταματήσει αυτός ο καταστροφικός πόλεμος και να σωθούν τα άλλα παιδιά της Γάζας. Η φωνή της κόρης μου έχει ακουστεί σε όλο τον κόσμο και δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Ο θάνατος της κόρης μου είναι ένας ανάμεσα σε χιλιάδες. Ολος ο κόσμος μάς άφησε να πεθάνουμε, να πεινάμε, να ζούμε με φόβο και να εκτοπιστούμε βίαια χωρίς να κάνει τίποτα...». Χτες το πρωί, στη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας διαβάστηκε μια έκκληση από τους συντελεστές της ταινίας.
«Εκ μέρους ολόκληρης της ομάδας, ρωτάμε: "Δεν φτάνει;" Αρκετά με τις μαζικές δολοφονίες, την πείνα, την απανθρωποποίηση, την καταστροφή και τη συνεχιζόμενη κατοχή. Η Φωνή της Hind Rajab δεν χρειάζεται την υπεράσπισή μας. Αυτή η ταινία δεν είναι άποψη ή φαντασία. Βασίζεται στην αλήθεια. Η ιστορία της Hind κουβαλάει το βάρος ενός ολόκληρου λαού. Η φωνή της Hind είναι ένα από τα δεκάδες χιλιάδες παιδιά που σκοτώθηκαν στη Γάζα μόνο τα τελευταία δύο χρόνια. Το πραγματικό ερώτημα είναι, πώς αφήσαμε ένα παιδί να παρακαλάει για τη ζωή του; Κανείς δεν μπορεί να ζήσει ειρηνικά, αν έστω και ένα παιδί αναγκάζεται να παρακαλάει για την επιβίωσή του. Ας αντηχήσει η φωνή της Χιντ σε όλο τον κόσμο. Ας σας υπενθυμίσει τη σιωπή που έχει χτιστεί γύρω από τη Γάζα».
Ριβιέρα |
Τη Δευτέρα ξεκινά το 48ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, το οποίο θα πραγματοποιηθεί από τις 8 έως τις 14 Σεπτεμβρίου. Εχουμε αναφερθεί αρκετές φορές ήδη στο φετινό φεστιβάλ και υπενθυμίζουμε ότι τόσο το αναλυτικό πρόγραμμα, όσο και την πλατφόρμα για τις δωρεάν πλέον προβολές των ταινιών όλων των κατηγοριών τις μέρες διεξαγωγής του φεστιβάλ, θα τα βρείτε στην ιστοσελίδα του φεστιβάλ https://www.dramafilmfestival.gr/
Αυτή η κινηματογραφική εβδομάδα κινείται στην κόψη του ξυραφιού, έχουμε μέτριες νέες ταινίες και επικές επανεκδόσεις. «Ραν» (Ran, 1985) του Ακίρα Κουροσάβα και «Ταξίδι στην Ιταλία» (Viaggio in Italia, 1954) του Ρομπέρτο Ροσελίνι.
Ο Ακίρα Κουροσάβα διασκεύασε το έργο του Σαίξπηρ «Βασιλιάς Λιρ» και το μετέφερε αριστουργηματικά στην οθόνη, με την ταινία του «Ραν». Το «Ραν» ήταν η τελευταία ταινία της «τρίτης περιόδου» του Κουροσάβα (1965 - 1985), εποχή που δύσκολα εξασφάλιζε χρήματα για τις ταινίες του και αναγκαζόταν να αναζητήσει ξένη οικονομική υποστήριξη. Στα 75 του χρόνια κατάφερε να φτιάξει μια ταινία επικών διαστάσεων τόσο από άποψη παραγωγής όσο και από θέμα περιεχομένου. Ενας γερο-βασιλιάς αποσύρεται από τον θρόνο του και παραχωρεί την εξουσία στους δύο μεγαλύτερους γιους του. Αδικεί, όμως, τον μικρότερο. Μεταξύ των αδελφών θα ξεσπάσει μια καταστροφική διαμάχη για την εξουσία.
Οσο δε για το «Ταξίδι στην Ιταλία», είναι η τρίτη κατά σειρά ταινία της συνεργασίας Μπέργκμαν - Ροσελίνι, που από πολλούς θεωρείται ως η κορυφαία ταινία του σκηνοθέτη και μια από τις σημαντικότερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ. Ενας πλούσιος Βρετανός δικηγόρος και η σύζυγός του φτάνουν στη Νάπολη για να διεκπεραιώσουν κάποια κληρονομικά θέματα. Το ταξίδι αυτό μοιάζει να είναι η τελευταία ελπίδα αναβίωσης του γάμου τους, ενός γάμου ουσιαστικά νεκρού, που σ' αυτό το ταξίδι στον Ιταλικό Νότο παίζει το τελευταίο στοίχημα της «ανάστασής» του.
Στον κινηματογράφο «Ριβιέρα», διεξάγεται από σήμερα 4 μέχρι τις 12 Σεπτέμβρη ένα αφιέρωμα στον σκηνοθέτη Τζον Κασσαβέτη, στο οποίο θα προβληθούν σε ψηφιακά αποκατεστημένες κόπιες οι 9 κορυφαίες δημιουργίες του. «Σκιές» (1959), «Πρόσωπα» (1968), «Σύζυγοι» (1970), «Μίνι και Μόσκοβιτς» (1971), «Μια γυναίκα εξομολογείται» (1974), «Η Δολοφονία ενός Κινέζου Πράκτορα Στοιχημάτων» (1976), «Νύχτα Πρεμιέρας» (1977), «Γκλόρια» (1980), «Ερωτική Θύελλα» (1984), με απαραίτητο συμπλήρωμα μία από τις πιο σημαντικές ερμηνευτικές εμφανίσεις του ίδιου επί οθόνης, στους «Δολοφόνους» του Ντον Σίγκελ.
Ας περάσουμε στις ταινίες της εβδομάδας.
Στον τοίχο της οικογενειακής πανσιόν στην Αθηναϊκή Ριβιέρα ένας μυστηριώδης λεκές εμφανίζεται. Οι παλιοί ένοικοι ένας ένας την εγκαταλείπουν και οι εργολάβοι καιροφυλακτούν, η ανάπλαση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Ενας άρρωστος φοίνικας, ένα καταδικασμένο καλοκαιρινό ειδύλλιο, και μια μητέρα που θέλει να τα αφήσει όλα πίσω της. Αυτό θα είναι το τελευταίο καλοκαίρι της Αλκηστης στην Αθηναϊκή Ριβιέρα.
Η «Ριβιέρα» είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες του περσινού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται στοιχεία (κυρίως τα μεταφυσικά στοιχεία) από το κύμα του weird wave για να μιλήσει για κάτι πολύ απτό και ρεαλιστικό, την απαξίωση και τουριστική εκμετάλλευση της Αθηναϊκής Ριβιέρας. Μέσα από την αφήγηση της Αλκηστης, βλέπουμε έναν κόσμο που έχει ήδη χαθεί, όμως ακόμα προσπαθεί να το «χωνέψει». Η Αλκηστη είναι ο αφηγητής της ταινίας και ο πιο ώριμος και συνειδητοποιημένος χαρακτήρας, αν και έφηβη. Είναι διαφορετική από τα παιδιά της ηλικίας της, μοιάζει να είναι χαμένη σε έναν δικό της κόσμο, όμως αντιστέκεται στη φθορά με όποιο μέσο μπορεί. Φαίνεται να είναι η μόνη που «ζει» πραγματικά, γιατί όλοι οι άλλοι, συμπεριλαμβανομένης και της μητέρας της, έχουν παραδοθεί ανεπιστρεπτί στο σαρωτικό κύμα της επερχόμενης αλλαγής. Ο κόσμος που μεγάλωσε, το σπίτι της, πουλιέται βορά στους εργολάβους, στους μεσίτες και τις golden visa. Τι άλλο απομένει ανάμεσα σε εργοτάξια και απαξιωμένες και εγκαταλελειμμένες δομές, σκουπίδια και μπάζα; Θα μπορούσε άραγε η μικρή πανσιόν να αντέξει στη φθορά και τον ανταγωνισμό των μεγαθηρίων που έρχονται; «Η περιοχή σε λίγα χρόνια θα έχει γίνει αγνώριστη», σχολιάζει ο μεσίτης και η Αλκηστη απαντά: «Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό είναι καλό». Για μας εκεί είναι και το ζουμί της ταινίας. Ισως όχι στον ασθμαίνοντα ρομαντισμό μιας ξεπεσμένης αστικής τάξης που χάνεται, αλλά στο σημαίνον ζήτημα «Από ποιον για ποιον». Ισως ο επόμενος σημαντικότερος χαρακτήρας είναι η παιδική της φίλη, που την επαναφέρει στην «πραγματικότητα» και την «προστατεύει» από τη βίαιη ενηλικίωση. Εκείνη που επιμένει με μια εφηβική αφέλεια να της δείχνει ότι η ζωή συνεχίζεται και τα πράγματα δεν είναι τόσο σκούρα. Η φύση όμως με τη μορφή ενός φοίνικα, και όχι μόνο, παίζει τον ρόλο ενός σοφού γέροντα που προμηνύει το μέλλον. Κι εκείνη να δείτε που τελικά θα επικρατήσει διαβρώνοντας το υπέρλαμπρο αύριο... Σαφώς η διάρκεια της ταινίας θα μπορούσε να είναι μικρότερη και οι συμπληρωματικοί χαρακτήρες καλύτερα δουλεμένοι, όμως η πρώτη γραφή μάς κάνει να περιμένουμε την επόμενη ματιά του σκηνοθέτη...
Δυο λόγια για κάποιες από τις υπόλοιπες ταινίες της διανομής. Ξεχωρίζουμε τους «Δεσμώτες» του Γκούσταβ Μέλερ, στην οποία μια υποδειγματική σωφρονιστική υπάλληλος βάζει την επαγγελματική και προσωπική της ηθική σε κίνδυνο όταν ξεκινά ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι, μετά την άφιξη ενός σκληροτράχηλου νεαρού κρατούμενου, ο οποίος συνδέεται τραυματικά με το παρελθόν της. Πολύ καλή δουλειά με υπέροχες ερμηνείες, που μας δίνει μια εικόνα για τα σωφρονιστικό σύστημα στη Δανία, η οποία όμως «παρασύρεται» στο απλοϊκό επίπεδο της «εκδίκησης» και τελικά το σενάριό της γίνεται προβλέψιμο. Θα λέγαμε ότι ο σκηνοθέτης πέφτει στην παγίδα που ο ίδιος έστησε...
Ο «Κλέφτης από Σπόντα» του Ντάρεν Αρονόφσκι μας γυρίζει πίσω στο '90, για να παρακολουθήσουμε την περιπέτεια ενός επίδοξου, αλλά κατεστραμμένου πλέον, αστεριού του μπέιζμπολ, που βρίσκεται ανάμεσα σε συγκρουόμενα πυρά των συμμοριών της Νέας Υόρκης... Δεν θυμίζει σε τίποτα το στυλ του σκηνοθέτη του. Θα μπορούσε να την έχει σκηνοθετήσει οποιοσδήποτε... Καλή περιπέτεια μεν, όχι κάτι που δεν έχουμε δει εκατό φορές στο παρελθόν δε.
«Η Ζωή του Τσακ» του Μάικ Φλάναγκαν είναι η κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης νουβέλας του Στίβεν Κινγκ. H ζωή του Τσαρλς «Τσακ» Κραντζ παρουσιάζεται μέσα από τρία κεφάλαια που τονίζουν το θαύμα της αγάπης, τον πόνο της απώλειας και το ατομικό σύμπαν που πλάθει ο καθένας μας κατά την παρουσία του στη Γη. Τούτη η αλληλεπίδραση του χρόνου, που για τον θεατή γυρνάει από το ζοφερό μέλλον προς το παρελθόν, έχει πολύ καλές επιμέρους στιγμές στην ιστορία της. Ομως δυστυχώς έχει ένα πρώτο μέρος που είναι κουραστικό και σχεδόν αδιάφορο, χάνει τον θεατή. Πέρα από πολυφορεμένες εικασίες, δεν έχει κάτι να επιδείξει. Αλήθεια είναι πως τα επόμενα δυο κεφάλαια διορθώνονται σημαντικά, κυρίως το τρίτο κεφάλαιο που μας δείχνει την παιδική - εφηβική ηλικία του Τσακ. Αλλά εκεί αναρωτιέται κανείς γιατί δεν έγινε μια ωραιότατη μικρότερη ταινία...