ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 4 Οχτώβρη 2025 - Κυριακή 5 Οχτώβρη 2025
Σελ. /40
Υπάρχει στρατευμένη Τέχνη;

Ισως υποθέτετε ήδη τον λόγο που επιλέξαμε το θέμα της στρατευμένης Τέχνης στη σημερινή εκδήλωση. Είναι γιατί όλα γύρω μας στρατεύονται και επιστρατεύονται. Στρατεύονται επιχειρηματικοί όμιλοι, που στρέφουν την παραγωγή τους στο πολεμικό υλικό. Στρατεύονται πανεπιστήμια, που προσανατολίζουν την έρευνά τους στις ανάγκες της πολεμικής βιομηχανίας, στρατεύονται νοσοκομεία, που προετοιμάζουν χώρους υποδοχής τραυματιών πολέμου, και σχολεία, που εκπαιδεύουν τους μαθητές σε ασκήσεις ετοιμότητας για την περίπτωση πολεμικής σύρραξης. Κακά τα ψέματα: Αν και δεν θέλουμε να το πιστέψουμε, μεγάλους σεισμούς προαναγγέλλουν οι σεισμογράφοι των καιρών.

Η Τέχνη όμως; Που σύμφωνα με την αστική αισθητική, όταν στρατεύεται παύει να είναι Τέχνη; Που για να παραμείνει Τέχνη πρέπει να είναι αμόλυντη από ταξικές κοινωνικές συγκρούσεις και πολιτικές ιδιοτέλειες; Ε, στην περίπτωση αυτή, όταν δηλαδή παίζονται τεράστια οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα, χρυσοφόρα κοιτάσματα, θαλάσσια «οικόπεδα», «δρόμοι του μεταξιού» και διαδριατικοί αγωγοί, όταν διακυβεύονται οι «αξίες» της «Chevron», της «ExxonMobil», της ρωσικής «Gazprom», και προπαντός όταν κρίνεται η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα, ε, τότε, επιτρέπονται οι ...παραχωρήσεις. Οι μάσκες της αθωότητας και της ουδετερότητας, που φόρεσαν στην Τέχνη στους καιρούς σχετικής ηρεμίας, πέφτουν, και η στράτευση όχι μόνο συγχωρείται, αλλά επιβάλλεται. Αρκεί να είναι με τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», δηλαδή επ' ουδενί με την πλευρά των λαών.

Ετσι, όλο αυτό το δίχρονο είδαμε διάσημους ηθοποιούς που καταδίκασαν την πρωτοφανή θηριωδία του Ισραήλ στην Παλαιστίνη να απολύονται, να μπαίνουν στο στόχαστρο της «Paramount» και γενικότερα του Χόλιγουντ, είδαμε ταινίες να μη βρίσκουν εταιρεία διανομής, ποιητές να αποβάλλονται από εκθέσεις βιβλίων και πάμπολλα άλλα ...θαυμαστά δείγματα «δικαιοσύνης, δημοκρατίας και καλλιτεχνικής ελευθερίας» σε ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και ΕΕ.


Στην περίπτωση του ρωσοΝΑΤΟικού πολέμου στην Ουκρανία, πάλι, τα μέτρα και οι κυρώσεις έφτασαν στο όριο του γελοίου. Αφού τα σχέδια του υπουργείου Πολιτισμού - που υποχρέωνε τις κρατικές ορχήστρες να παιανίζουν πριν την έναρξη των συναυλιών τους τον ύμνο της Ουκρανίας, ενίοτε και με έπαρση της ουκρανικής σημαίας - ναυάγησαν, σκοντάφτοντας στην άρνηση των μουσικών, την πλήρωσαν πριν λίγα χρόνια ο Τσαϊκόφσκι, ο Τσέχωφ, ο Ντοστογιέφσκι στο θέατρο. Τώρα την πληρώνουν τα μπαλέτα Μπολσόι.

Και η Τέχνη χρειάζεται να αποφασίσει

Και όσο οι διεθνείς ανταγωνισμοί θα ρίχνουν ολοένα και πιο πολύ «λάδι στη φωτιά» του πολέμου, τόσο η λογοκρισία και οι εκβιασμοί και στον χώρο της Τέχνης, για έργο βολικό στις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, θα δυναμώνουν. Ταυτόχρονα θα αναζωπυρωθεί και η συζήτηση για τον εξωαισθητικό, εξωκαλλιτεχνικό χαρακτήρα της στρατευμένης Τέχνης, μια συζήτηση που τα τελευταία χρόνια είναι σε σχετική ύφεση.

Στη χώρα μας, ωστόσο, μέχρι σήμερα οι προσπάθειες να χρησιμοποιηθούν η Τέχνη και οι καλλιτέχνες για να προβληθούν τα ΝΑΤΟικά, αμερικανικά, ευρωενωσιακά και κυβερνητικά αφηγήματα - π.χ. περί του δικαιώματος του Ισραήλ στην αυτοάμυνα - έχουν αποτύχει παταγωδώς. Οχι μόνο με τη δράση, αλλά και με την Τέχνη τους, πολλοί καλλιτέχνες ρίχνονται στη μάχη του δίκιου και της ελευθερίας του Παλαιστινιακού λαού και όλων των καταπιεσμένων, όπως δείχνει και η εικαστική έκθεση 123 δημιουργών για την Παλαιστίνη, που φιλοξενείται στο Φεστιβάλ. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι η εξαιρετικά επίκαιρη, βαθιά αντιπολεμική και αντικαπιταλιστική εκδοχή της «Ορέστειας» του Αισχύλου από τον Θεόδωρο Τερζόπουλο, που έφτασαν να την παρακολουθήσουν 100.000 κόσμος.


Δεν πρέπει ωστόσο να περάσει απαρατήρητο ότι την ίδια περίοδο η Αριάν Μνουσκίν, με όλο το βάρος του καταξιωμένου ονόματός της, παρουσίασε για 6 συνεχόμενες μέρες στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου ένα έργο της με θέμα την Οκτωβριανή Επανάσταση, και περιεχόμενο το πανάρχαιο ανιστόρητο ιδεολόγημα που - κάτω από τον τίτλο του ολοκληρωτισμού - εξισώνει τον κομμουνισμό με τον φασισμό.

Αναμενόμενη ήταν η αποτυχία της παράστασης. Στην Ιστορία της Τέχνης σπάνια μια αντιδραστική ιδέα έγινε πηγή έμπνευσης γνήσιων αισθημάτων και αληθινής αισθητικής συγκίνησης.

Ας συγκρίνουμε, για παράδειγμα, τους στίχους από το εθνικιστικό αλύχτισμα «Στης Πίνδου τα χιόνια» με την τελευταία στροφή από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Οκτώβρης 1940», που γράφτηκαν την ίδια περίοδο και με τον ίδιο σκοπό: Να εμψυχώσουν τους Ελληνες στρατιώτες στον πόλεμο κατά του εχθρού κατακτητή. Και τα δύο δηλαδή είναι στρατευμένα ποιήματα, το πρώτο όμως, ακραιφνώς πολεμόχαρο, καλεί σε κατάκτηση της ξένης γης, της Αλβανίας, ενώ το δεύτερο, βαθιά ανθρωπιστικό και αντιπολεμικό, μιλά για την οριστική κατάργηση του πολέμου μέσα από την απελευθέρωση του ανθρώπου, που θα φέρει ο σοσιαλισμός - κομμουνισμός. Το πρώτο μπορεί να το βρει κανείς στα αραχνιασμένα αρχεία κάποιας τοτινής εφημερίδας, το δεύτερο υπάρχει παντού στο διαδίκτυο.

Οταν η Τέχνη συναντά τη ζωή

Η κυρίαρχη αισθητική αντίληψη θέλει το ποίημα του Ελύτη «Ασμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» να μη θεωρείται στρατευμένο, σε αντίθεση με τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου. Υπάρχει όμως τρόπος να διαλέξει κανείς ανάμεσα στα δύο ποιήματα ποιο είναι το στρατευμένο; Και τα δύο έχουν ως θέμα τον ανείπωτο πόνο που προκαλεί ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου για ένα ιδανικό. Και τα δύο εκφράζουν σκοπιμότητα. Το πρώτο να καταγγείλει την αγριότητα του πολέμου και να δοξάσει την παλικαριά του Ελληνα αξιωματικού, το δεύτερο να καταδικάσει τη βία του αστικού κράτους και να αναδείξει τη γενναιοφροσύνη του απεργού εργάτη. Διαφέρουν κυρίως ιδεολογικά. Στο ποίημα του Ελύτη ο ηρωισμός είναι μοναχικός και η αθανασία μεταφυσική. Στο ποίημα του Ρίτσου ο ηρωισμός είναι συλλογικός και η αθανασία συνέχεια της ζωής. Είναι φανερό ότι η κυρίαρχη αντίληψη θεωρεί στρατευμένα, δηλαδή δεσμευμένα και άτεχνα, μόνο τα έργα που αμφισβητούν την αστική κυριαρχία. Ταπεινό θεωρείται ό,τι είναι ωφέλιμο για τους ταπεινωμένους, θα έλεγε ο Μπρεχτ.

Το παράδοξο είναι ότι ο Ελύτης, παρότι έγραψε και υμνήθηκε περισσότερο για τα ας τα πούμε «στρατευμένα» ποιήματά του, όπως το προαναφερθέν, αλλά και το «Αξιον Εστί», θεωρούσε πως η στράτευση είναι βλαβερή. Εγραφε για παράδειγμα ότι η στράτευση του Κάλβου στην Επανάσταση ζημίωσε την Τέχνη του, ενώ ισχύει το αντίθετο. Το όνομα του Κάλβου πέρασε ανεξίτηλα στην Ιστορία εξαιτίας ακριβώς της στράτευσής του.

Ανάλογη ήταν η τοποθέτηση και των άλλων κορυφαίων φιλελεύθερων λογοτεχνών της αποκαλούμενης γενιάς του '30. Ο Νίκος Γκάτσος, για παράδειγμα, διατεινόταν ότι η Ζωή και το Πνεύμα είναι δύο δυνάμεις βασικά αντίθετες και αντίπαλες έως τον θάνατο μεταξύ τους, άποψη που η ποίησή του την ακυρώνει και την αναιρεί, όπως φαίνεται στο σαφώς αντιναζιστικό και αντιπολεμικό έργο του με τίτλο «Ο ιππότης και ο θάνατος (1513)».

Ο Γιώργος Σεφέρης, πάλι, υποστήριζε με πάθος την αυτονομία της Τέχνης από την πολιτική. Κι όμως: Για την πολιτική μιλάει, όταν, με ενοχές και αυτοκριτική διάθεση, καταγγέλλει την αθλιότητα της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, την οποία - μετά τη συνθηκολόγησή της με τη Γερμανία - είχε ακολουθήσει στην Αίγυπτο ως ανώτερο διπλωματικό στέλεχος, στο ποίημά του «Ο τελευταίος σταθμός».

Εχει την ερμηνεία της όμως η αντίφαση ανάμεσα στις απόψεις και στην πράξη αυτών των ποιητών. Το έργο τους ξεπερνά την αστική, ιδεαλιστική ιδεολογία τους, ότι το πνεύμα προηγείται από την ύλη, από τη ζωντανή πραγματικότητα, γιατί ως μεγάλοι δημιουργοί έχουν την ευαισθησία να συλλαμβάνουν την κίνηση της ζωής, έχουν την ικανότητα να εισχωρούν στις αντιφάσεις της, έχουν και την εντιμότητα να μην αποσιωπούν την αλήθεια γι' αυτή.

Η ειλικρινής σχέση με την εργασία τους αναιρεί την κραταιή έως τις μέρες μας ιδεαλιστική αντίληψη για την εσωτερική και ενορασιακή φύση της Τέχνης, και επαληθεύει τη μαρξιστική αντίληψη πως η Τέχνη αποτελεί μια έκφραση των υποκειμενικών σχέσεων του καλλιτέχνη με τη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα, ή με όρους φιλοσοφίας αποτελεί μια υποκειμενική έμμεση αντανάκλαση του γύρω μας κόσμου στη συνείδηση του δημιουργού, και όχι μια υπερβατική σύλληψη ενός φωτισμένου νου.

Οσο μάλιστα τα πεζά και τα γήινα αγριεύουν, όπως εκείνα τα χρόνια της θύελλας, τόσο πιο πολύ διεκδικούν να σπάσουν την πόρτα του πύργου και να μπουν στη σκέψη των δημιουργών, κάτι που βέβαια πολύ δειλά αποτυπώνεται σήμερα στην περιορισμένη, ακόμα, στροφή ορισμένων πρωτοπόρων και ανήσυχων δημιουργών προς την πολιτική Τέχνη.

Η Τέχνη μπορεί να επηρεάσει την πραγματικότητα

Φυσικά, η σχέση αυτή της λογοτεχνίας με την ιστορική πραγματικότητα σε καμία περίπτωση δεν θα είχε πάρει τόσο μεγάλες διαστάσεις αν δεν είχε αναπτυχθεί ένας ένοπλος αγώνας, και ένα πανίσχυρο λαϊκό κίνημα που ολοένα δυνάμωνε, αν δεν είχε προηγηθεί η παράνομη μεθοδική δουλειά των κομμουνιστών στους λογοτέχνες, που τους έβαζε μπροστά στις ευθύνες τους: Να κάνουν την Τέχνη τους πνευματικό όπλο αντίστασης και ελευθερίας, να λειτουργήσουν ως πνευματικοί καθοδηγητές της λαϊκής πάλης. Ποιος δεν συγκινείται από το γεγονός ότι σε πείσμα της σαλονάτης φιλολογίας, που αγανακτεί στο άκουσμα και μόνο της λέξης «κατά παραγγελία» Τέχνη, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο ποιητής του εμβληματικού «Μπολιβάρ», συνέθεσε και ποιήματα κατά παραγγελία του ΕΑΜ, τα οποία μάλιστα όχι μόνο δεν αποκήρυξε ως άτεχνα, αλλά και τα συμπεριέλαβε στις συλλογές του.

Οταν μετά την απελευθέρωση μπήκε αντικειμενικά επί τάπητος το θέμα της εξουσίας, και η σύγκρουση πήρε χαρακτήρα ταξικό, η αστική διανόηση απομακρύνθηκε σταδιακά από το ΕΑΜ, με εξαίρεση τον Αγγελο Σικελιανό και τον Νίκο Καζαντζάκη, που στήριξαν και πρακτικά τους αγωνιστές του ΕΑΜ. Οι δεσμοί ωστόσο του Κόμματος με τους αστούς λογοτέχνες που είχαν αναπτυχθεί την περίοδο της Κατοχής έπαιξαν σοβαρό ρόλο στην ουδετεροποίησή τους στα χρόνια του Εμφυλίου. Κάποιοι απ' αυτούς μάλιστα έφυγαν από την Ελλάδα, για να μην εξαναγκαστούν από το αστικό κράτος να πάρουν θέση κατά των κομμουνιστών.

Μετά την «απελευθέρωση», και αφού η ζωή παραμέρισε τους πνευματικούς εκπροσώπους του αστικού κόσμου, τους σκαπανείς και φύλακες της «αιώνιας» Τέχνης, το πήραν κι αυτοί «αλλιώς»: Η Τέχνη μπορεί να αναφέρεται στην κοινωνική πραγματικότητα, αλλά όχι στη σύγχρονή της πραγματικότητα. Μπορεί να έχει κοινωνική σκοπιμότητα, αλλά όχι πολιτική. Ο λόγος είναι προφανής: Οποιος έψαχνε στην πραγματικότητα σκόνταφτε πάνω σε βουνά μεγαλείου ενός επαναστατημένου λαού με το ΚΚΕ μπροστάρη, αιμοδότη και καθοδηγητή.

Ετσι, ξεκίνησε η φιλολογία πως ένα έργο είναι στ' αλήθεια λογοτεχνικό μόνο αν το γράψιμό του έχει απόσταση από τα γεγονότα που εξιστορεί, δεν είναι επικαιρικό. Αλλιώς είναι εφήμερο, ευκαιριακό, με νοήματα και συγκινήσεις ρηχές και αμετουσίωτες. Λες και το επίπεδο ενός έργου κρίνεται από τη χρονολογία συγγραφής του και όχι από το κατά πόσο είναι πειστικό, διεισδυτικό, ανθεκτικό στον χρόνο, από την ικανότητα δηλαδή του δημιουργού να συλλαμβάνει και να μορφοποιεί τη -διαχρονική - ουσία του θέματός του. Μακάρι να υπάρχουν πολλά έργα που να μιλούν τόσο διαπεραστικά για τη δύναμη που έχει η δημιουργική εργασία, και ειδικά η Τέχνη, να αντιστέκεται στην κτηνωδία, να τονώνει τη συνείδηση της ανθρωπιάς, να απομακρύνει το μυαλό από τα ανυπόφορα, όσο το απόσπασμα του Θέμου Κορνάρου από το έργο του «Στρατόπεδο του Χαϊδαριού», που αναφέρεται στις πυραμίδες. Στο κομμάτι αυτό οι κρατούμενοι του Χαϊδαρίου, καταναγκασμένοι από τους φρουρούς να συγκεντρώνουν άσκοπα και επαναλαμβανόμενα πέτρες και χαλίκια που στη συνέχεια ξανασκορπούσαν, έζησαν οκτώ μέρες ευτυχίας και ελευθερίας όταν αποφάσισαν, αντί να σκορπίσουν τις πέτρες, να κατασκευάσουν μ' αυτές δύο αριστουργηματικές πυραμίδες.

Αυτή η ιδιότητα της Τέχνης να επηρεάζει τους ανθρώπους και μέσα απ' αυτούς την κοινωνική πραγματικότητα - και όχι μόνο να επηρεάζεται από αυτή - την κάνει ανεκτίμητη. Αυτή της η ιδιότητα κρύβεται πίσω από τη διαπάλη για τη στρατευμένη Τέχνη ανάμεσα στην αστική και στην κομμουνιστική διανόηση, και τότε και σήμερα. Η κυρίαρχη τάξη θέλει Τέχνη που να χαϊδεύει, να παρηγορεί, να ναρκώνει, να αδρανοποιεί, για να μην αλλάξει η πραγματικότητα. Το εργατικό - λαϊκό κίνημα έχει ανάγκη την Τέχνη που αφυπνίζει, ξεβολεύει, δείχνει την ομορφιά της ζωής, που αξίζει γι' αυτή να παλέψεις, ενεργοποιεί δηλαδή δυνάμεις για αλλαγή της πραγματικότητας. Λογικό. Γιατί στρατηγική της αστικής τάξης είναι η διαιώνιση της εξουσίας της. Στρατηγική της εργατικής τάξης πρέπει να είναι η ανατροπή της εξουσίας που μαυρίζει τη ζωή της και η αντικατάστασή της από τη δική της εξουσία, την εργατική.

Καιρός να μιλήσουν οι ποιητές μας

Ο ρόλος της Τέχνης που δημιουργείται μέσα στην κίνηση της Ιστορίας είναι τεράστιος. Φοβερή, μαχητική και γεμάτη ένταση, αυτή η Τέχνη έχει τη δύναμη να παρακινεί, να τονώνει την πάλη και να ενισχύει τις αντοχές. Απόδειξη αποτελεί το βάρος που έριξε το ΚΚΕ για την ανάπτυξή της, έτσι που την ΕΑΜική λογοτεχνική και καλλιτεχνική παραγωγή να μην υπάρχει τίποτα ικανό να τη σταματήσει. Ούτε τα βασανιστήρια στις φυλακές και στις εξορίες, ούτε τα εκτελεστικά αποσπάσματα, ούτε τα χιόνια και οι κακουχίες στις σπηλιές και στα βουνά στα χρόνια του Εμφυλίου. Παράλληλα όμως η λογοτεχνία αυτή, καταγράφοντας μέσα στην άψα του πολέμου τα λαϊκά κατορθώματα, δημιουργούσε μια πολύτιμη παρακαταθήκη αξιών για τις επόμενες γενιές. Τεράστια προνοητικότητα. Δεν θέλουμε να φανταστούμε το ξεφάντωμα και το πατιρντί που θα έκαναν οι νικητές του Εμφυλίου, ξαναγράφοντας την Ιστορία, αν δεν υπήρχαν τα λογοτεχνικά τεκμήρια εκείνων των χρόνων της θύελλας. Αστεία προφανώς είναι η διάκριση κοινωνικής και πολιτικής σκοπιμότητας. Η πολιτική είναι έκφραση των κοινωνικών σχέσεων, των σχέσεων ιδιοκτησίας, δηλαδή του ποιος κατέχει τα μέσα παραγωγής στην οικονομία. Επομένως, η πολιτική είναι ταξική. Πολιτική σκοπιμότητα έχει η Τέχνη που συντάσσεται με τα συμφέροντα των λίγων, πολιτική σκοπιμότητα έχει και η Τέχνη που συντάσσεται με τα συμφέροντα των πολλών, πολιτική σκοπιμότητα έχει όμως και η Τέχνη που ο δημιουργός της θεωρεί ότι δεν ανακατεύεται με την πολιτική. Γιατί καλλιεργώντας την αδιαφορία, την απάθεια ή την παθητικότητα, φροντίζει να διαιωνίζονται η απανθρωπιά και η βαρβαρότητα της εκμεταλλευτικής κοινωνίας.

Προς μεγάλη απογοήτευση των επικριτών της επικαιρικής και πολιτικής Τέχνης, για παράδειγμα το ποίημα «Οδομαχίες» του Τέου Σαλαπασίδη, που γράφτηκε αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά, το 1944, είναι αισθητικά άψογο. Θα μπορούσε να είναι πασίγνωστο και να ανθολογείται παντού, αν δεν εξέφραζε τόση περιφρόνηση και ειρωνεία για την κυρίαρχη τάξη και τόση περηφάνια για την ηθική νίκη των νεκρών ΕΛΑΣιτών. Το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου «33 ημέρες», επίσης για τα Δεκεμβριανά, είναι ένα από τα διαμάντια της επαναστατικής μας ποίησης.

Επομένως, στην πραγματικότητα οι πνευματικοί εκπρόσωποι της κυρίαρχης τάξης δεν καταδικάζουν την επικαιρική και πολιτική Τέχνη γενικά, αλλά την Τέχνη που επιδιώκει να δείξει έναν δρόμο στους ανθρώπους για να απαλλαγούν από τα βάσανά τους. Την Τέχνη που δεν αρκείται στην πρόκληση αισθητικής απόλαυσης, αλλά κατορθώνει να υπηρετεί το κύριο χαρακτηριστικό της: Να δίνει με τρόπο απολαυστικό μια ολόφρεσκη, ζωντανή, πολύπλευρη εικόνα του κόσμου, επιτελώντας πολλές παράλληλα λειτουργίες, την αισθητική, τη συναισθηματική, τη γνωστική, τη διαπαιδαγωγητική.

Ωστόσο, όσο ανώφελη και ακρωτηριασμένη είναι η Τέχνη που αρκείται στην αισθητική συγκίνηση, αγνοώντας - ως εξωαισθητικές - τις άλλες λειτουργίες, όσο βαρετή είναι η Τέχνη που εξαντλεί όλη της την ενέργεια στο να εφευρίσκει πρωτότυπες μορφές για να αναμασήσει παλιές ιδέες, άλλο τόσο επιζήμια γίνεται και η Τέχνη που στο όνομα της στράτευσης μηρυκάζει προκατασκευασμένα ιδεολογικά σχήματα, υιοθετεί τον διδακτισμό και τους πομπώδεις τόνους, φτάνει να μη διαφέρει από προπαγανδιστικό φυλλάδιο.

Ο Ενγκελς, αναφερόμενος στη λογοτεχνία, συχνά τόνιζε ότι όσο πιο κρυμμένες μένουν οι απόψεις του δημιουργού, τόσο το καλύτερο για το έργο Τέχνης. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που δεν μπορούν ή δεν πρέπει να κρυφτούν, όπως στα έργα που γράφονται για να παρακινήσουν και να εμψυχώσουν. Εδώ ισχύει η γενικότερη παρατήρηση της Ελσας Τριολέ, που τόνιζε ότι ένα έργο δεν μπορεί να είναι στρατευμένο παρά μόνο όταν η στράτευση είναι το σώμα και το αίμα εκείνου που το δημιουργεί.Η κακώς εννοούμενη στράτευση μπορεί να βλάψει την υπόθεση που υποτίθεται πως έρχεται να υπηρετήσει. Για να ανταποκριθεί στον ρόλο της πρέπει να πηγάζει από την όλη κοσμοθεωρία του δημιουργού, χωρίς αυτός να σκέφτεται αν κάνει ή δεν κάνει στρατευμένη Τέχνη, με μια φυσικότητα που ο Σικελιανός την παρομοίαζε με αυτή του ανθρώπου όταν περπατά, χωρίς να συλλογίζεται την περιστροφή της Γης.

Οι αληθινοί ποιητές είναι πρώτα απ' όλα άνθρωποι

Υπόδειγμα εντιμότητας, με έργο και δράση, ο Σικελιανός, από τη στιγμή που ένιωσε τη χαρά που δίνει η συνάντηση της Τέχνης με τις ανάγκες του πλήθους των ανθρώπων, εγκατέλειψε οριστικά τον μυστικισμό και τις ανέσεις του γυάλινου πύργου του, για να γίνει ο βάρδος της Αντίστασης και του λαϊκού κινήματος της δεκαετίας, έως την τελευταία του πνοή. Υστατο έργο του ήταν η τραγωδία «Ο θάνατος του Διγενή», που το τελείωσε το 1947, στη διάρκεια του Εμφυλίου. Η τραγωδία τελειώνει με τη δήλωση του Σικελιανού ότι ο αγώνας για την απελευθέρωση του λαού από τους ψεύτικους θεούς που τον γονατίζουν δεν τελείωσε με τον θάνατο του Διγενή, που συμβολίζει τον αντιστασιακό αγώνα.

Απ' την αντίβιγλα των λαών κι από τα δάση

Χιμά μια απέραντη πνοή

Πόχει βουή και αντιβουή

Τόπο στη ζωή... τόπο στη ζωή...

Δεν αποπαίδισεν η Πλάση!

Και είχε δίκιο ο Σικελιανός. Τίποτα δεν χάθηκε. Ομως αυτό πρέπει να το επιβεβαιώσουμε. Ερχονται καιροί που δεν αστειεύονται. Ποιος δεν το βλέπει; Ποιος δεν βλέπει το αίμα και ποιος δεν ακούει το κλάμα των παιδιών, τις κραυγές των μανάδων, τους βόγκους των γερόντων που σφάζονται στην Παλαιστίνη, στη Συρία, στην Υεμένη, στον Λίβανο, στο Σουδάν, στην Ουκρανία, που πνίγονται δίπλα στις ακτές της Μεσογείου; Μόνο αυτός που δεν είναι άνθρωπος. Και αφού δεν είναι άνθρωπος, πώς μπορεί να είναι ποιητής; Αναρωτιόταν ο Ρίτσος.

Για να έρθουμε λοιπόν στο ερώτημα του τίτλου της σημερινής μας εκδήλωσης, αν υπάρχει στρατευμένη Τέχνη, απαντάμε: Ολα τα έργα Τέχνης είναι στρατευμένα, το συνειδητοποιεί ή δεν το συνειδητοποιεί ο δημιουργός τους. Το ότι κάθε δημιουργός διακατέχεται από κάποιες ιδέες για τους ανθρώπους και τον κόσμο, τις οποίες αντικειμενικά προβάλλει μέσα από το έργο του, το παραδέχονται και οι αστοί θεωρητικοί της Τέχνης. Τον τιμητικό τίτλο του στρατευμένου, όμως, τον έχουν μόνο τα έργα που δείχνουν αμέτρητη έγνοια για τους αδικημένους και άσβεστο μίσος για εκείνους που τους αδικούν, τα έργα που οι δημιουργοί τους δεν το κρύβουν πως ναι, είναι στρατευμένοι στο δίκιο και στην ευτυχία όλων των ανθρώπων. Είναι δηλαδή τα έργα εκείνων που είναι αληθινοί ποιητές, γιατί πρώτα απ' όλα είναι άνθρωποι.

Ο πόλεμος που άνοιξαν οι δεινόσαυροι του πλούτου και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι στους καλλιτέχνες, μόνο ως επιβεβαίωση της δύναμης που οι άνθρωποι της Τέχνης έχουν στα χέρια τους μπορεί να κατανοηθεί. Στα χρόνια του Εμφυλίου στην Ελλάδα έφτασαν με νόμο να απαγορεύσουν στους ΕΑΜικούς λογοτέχνες να γράφουν. Εκείνα τα χρόνια το ΚΚΕ καλούσε τον κόσμο της Τέχνης και των Γραμμάτων να χρησιμοποιήσει αυτήν του τη δύναμη για να ξεσηκωθεί ο λαός. Το ίδιο χρειάζεται, όσο ποτέ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, να γίνει και σήμερα. Να ξεσηκωθεί ο λαός ενάντια σ' αυτούς που τον θέλουν γονατιστό και λουφαγμένο. Είναι καιροί που οι φοβερές σημαίες της Τέχνης χρειάζεται πάλι να ξεδιπλωθούν στον αέρα, σημαίες διεκδίκησης για ό,τι βασανίζει και καίει τον εργαζόμενο λαό, σημαίες αλληλεγγύης στους λαούς που δοκιμάζονται, σημαίες αντιπολεμικές και τελικά σημαίες ελευθερίας από την εκμετάλλευση και κάθε καταναγκασμό, σημαίες κόκκινες, για έναν κόσμο χωρίς πολέμους, πόνο, χαώδεις ανισότητες και αδικία, έναν κόσμο ανθρωπιάς και καθολικής ευημερίας, που η Τέχνη θα αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα και συντελεστή του, τον σοσιαλιστικό - κομμουνιστικό.

  • Το παρόν είναι βασισμένο σε εκτενή αποσπάσματα της ομιλίας της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ, στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις κεντρικές εκδηλώσεις του 51ου Φεστιβάλ, με θέμα «Υπάρχει στρατευμένη Τέχνη; Η πείρα από τη λογοτεχνία στα χρόνια της θύελλας (1940 - 1950)». Εργα των Γιάννη Ρίτσου, Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργου Σεφέρη, Νίκου Γκάτσου, Μέλπως Αξιώτη, Αγγελου Σικελιανού, Θέμου Κορνάρου, Νικηφόρου Βρεττάκου, Τέου Σαλαπασίδη και Νίκου Εγγονόπουλου διάβασαν οι εκλεκτοί ηθοποιοί Βασίλης Κολοβός, Ανδρέας Κωνσταντίνου και Νεφέλη Μαϊστράλη. Με την ερμηνεία τους κατάφεραν να συγκινήσουν και να μεταφέρουν το κοινό στα μεγάλα χρόνια της δεκαετίας του '40. Η εκδήλωση έκλεισε με το «Ψάπφα», έργο του Ιάννη Ξενάκη για σόλο κρουστά, που το ερμήνευσε η Ζωή Αργυρίου.


Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ