Η δράση των πετρελαϊκών εταιριών στην Κεντρική Αμερική οδηγεί σε πόλεμο Γουιάνα και Σουρινάμ
Οι δύο χώρες ήταν αποικίες και ανεξαρτητοποιήθηκαν σχετικά πρόσφατα. Η Γουιάνα το 1966 από τη Βρετανία και το Σουρινάμ το 1975 από την Ολλανδία. Αποχωρώντας από την περιοχή, οι αποικιοκράτες δεν προσδιόρισαν τα ακριβή σύνορα. Ετσι, ως μοναδικό φυσικό σύνορο, έμεινε ο ποταμός Corantijn. Και ενώ μέχρι το 1995 οι δύο λαοί συνυπήρχαν και συνεκμεταλλεύονταν την περιοχή και το ποτάμι, μετά τις έρευνες άρχισαν τα προβλήματά τους. Και αυτό γιατί τα πιθανολογούμενα κοιτάσματα βρίσκονται στις παρόχθιες περιοχές του Corantijn.
Ομως, η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, όταν μπήκαν στη μέση οι πετρελαϊκές εταιρίες που μύρισαν «ψητό». Με το επιχείρημα ότι θα χρηματοδοτήσουν τις έρευνες για τον ακριβή εντοπισμό των κοιτασμάτων και με συμβόλαια ότι θα πληρωθούν από τη μελλοντική εκμετάλλευση του πετρελαίου που θα βρουν, έγιναν οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού. Ετσι, στη Γουιάνα εμφανίστηκε η καναδικών συμφερόντων «CGX Energy» και στο Σουρινάμ η ισπανική «Repsol» και η δανέζικη «Maersk».
To 1998, η «CGX Energy» έστησε μια πλατφόρμα στον ποταμό Corantijn για να πραγματοποιήσει έρευνες. Πριν αρχίσουν οι γεωτρήσεις, το 2000, η αεροπορία του Σουρινάμ εντόπισε την πλατφόρμα και στη συνέχεια με μια ναυτική επιχείρηση η πλατφόρμα καταστράφηκε. Ηταν η αρχή της κρίσης.
Από το Φλεβάρη του 2004, η διαφορά μεταξύ των δύο χωρών, ουσιαστικά μεταξύ των πετρελαϊκών εταιριών, μεταφέρθηκε στο διεθνές δικαστήριο για τη θάλασσα, στο Αμβούργο. Οι εταιρίες δημιούργησαν δυο στρατούς καλοπληρωμένων νομικών με καθηγητές αμερικανικών πανεπιστημίων, διεκδικώντας τα πετρελαϊκά κοιτάσματα, η κάθε μια για λογαριασμό της.
Και ενώ οι κυβερνήσεις των δύο χωρών φαίνονταν διατεθειμένες αρχικά να συμβιβαστούν και να συμφωνήσουν ακόμα και στη συνεκμετάλλευση του πετρελαίου, οι θέσεις τους άλλαξαν άρδην εξαιτίας της αδιαλλαξίας των εταιριών που δε θέλουν να ακούσουν κουβέντα για συνεννόηση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γουιάνα με πληθυσμό 765.283 κατοίκους έχει κατά κεφαλήν εισόδημα 3.800 δολάρια και το Σουρινάμ με πληθυσμό 438.144 κατοίκων έχει κατά κεφαλήν εισόδημα 4.300 δολάρια. Και οι δύο χώρες θεωρούνται από τις πιο εύφορες για την ανάπτυξη των κερδών των πολυεθνικών...
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, όπως και ο πρόεδρος της ομοσπονδιακής τράπεζας (Fed), Αλαν Γκρίνσπαν, συμφωνούν ότι η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε φάση δυναμικής ανάπτυξης.
Πράγματι, ορισμένοι οικονομικοί δείκτες, όπως η αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος και η πορεία της βιομηχανικής παραγωγής, φαίνεται να επιβεβαιώνουν τις αισιόδοξες εκτιμήσεις.
Ομως, όπως και σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις, έτσι και στη συγκεκριμένη, το ερώτημα που τίθεται είναι: Ανάπτυξη για ποιον;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνεται με τα πρόσφατα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας των ΗΠΑ. Λοιπόν, σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, η ανάπτυξη αφορά στους επιχειρηματίες - εργοδότες και τα κέρδη τους και καθόλου τους εργαζόμενους. Το συμπέρασμα προκύπτει σαφέστατα από τη σύγκριση της εξέλιξης των επιχειρηματικών κερδών και της αντίστοιχης εξέλιξης των μισθών.
Τα κέρδη των επιχειρήσεων, την περίοδο 2002 έως 2004, αυξήθηκαν κατά το εντυπωσιακό ποσοστό 35%. Την ίδια περίοδο, τα εισοδήματα των εργαζομένων (μισθοί και επιδόματα) αυξήθηκαν μόλις κατά 9,5%.
Ομως, η ίδια διαφορά εμφανίζεται και στα στοιχεία του πρώτου τριμήνου του 2005. Στο οποίο τα επιχειρηματικά κέρδη αυξήθηκαν κατά 15% (επιπλέον), σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, ενώ οι μισθοί μόνο κατά 7%.
Ασφαλέστερος δείκτης για το ποιος κερδίζει και ποιος χάνει από την «ανάπτυξη» στις ΗΠΑ είναι η εξέλιξη των ποσοστών, που αντιπροσωπεύουν στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν τα δύο βασικά μεγέθη, δηλαδή τα κέρδη και οι μισθοί. Λοιπόν, το πρώτο τρίμηνο του 2005, το μερίδιο των επιχειρηματικών κερδών στο ΑΕΠ ήταν στο 12,3% (από 8,5% το 2001). Αντίθετα, το μερίδιο των εργατικών εισοδημάτων μειώθηκε από 66,2% το 2001, σε 63,9%...
«ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ» ΕΞΑΓΟΡΑ: Η πρόταση της κινεζικής πετρελαϊκής εταιρίας «Cnooc», ύψους 18,5 δισ. δολαρίων, για την εξαγορά της αμερικανικής «Unocal», έβγαλε έξω από το «παιχνίδι» την άλλη μεγάλη αμερικανική εταιρία «Chevron», η οποία πρόσφερε 16,2 δισ. δολάρια. Η προοπτική μιας δυναμικής εισόδου της Κίνας στην αμερικανική πετρελαϊκή αγορά «ανησύχησε» πολλούς οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες στις ΗΠΑ. Τελικά, η «Chevron» επανήλθε, την περασμένη Δευτέρα, αυξάνοντας την προσφορά της στα 17,1 δισ. δολ. Ετσι, όπως όλα δείχνουν, η «Unocal» θα παραμείνει αμερικανική, έστω και με μια ζημιά 1,4 δισ. δολαρίων...
ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ = ΚΕΡΔΗ: Το αμερικανικό Χρηματιστήριο της Γουόλ Στριτ επιβραβεύει, με θεαματική αύξηση της τιμής των μετοχών, εταιρίες που ανακοινώνουν ομαδικές απολύσεις εργαζομένων για να μειώσουν το «εργατικό κόστος» και να αυξήσουν αντιστοίχως τα επιχειρηματικά τους κέρδη. Το ίδιο συνέβη και με τη μετοχή της γνωστής εταιρίας ηλεκτρονικών υπολογιστών «Hewlett - Packard», το αφεντικό της οποίας, Μαρκ Χαρντ, ανακοίνωσε στις αρχές αυτής της βδομάδας την απόλυση 15.000 εργαζόμενων, για την «εξοικονόμηση» 1,9 εκατομμυρίων δολαρίων.
ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ «ΔΙΨΑ»: Αισιοδοξία προκαλεί η τελευταία έκθεση του Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (ΟΠΕΚ), που προβλέπει ότι το 2006 θα ικανοποιηθεί η αυξανόμενη ζήτηση πετρελαίου (αναμένεται να φθάσει τα 85,2 εκατομμύρια βαρέλια τη μέρα), εξαιτίας της αύξησης της παραγωγής κυρίως από τα μη κράτη - μέλη του ΟΠΕΚ. Εκτιμάται ότι αυτά τα κράτη θα παράγουν το 2006 περίπου 55 εκατομμύρια βαρέλια τη μέρα. Κατά 1,4 βαρέλια περισσότερα από το 2005.