Πολύ εύλογα ωστόσο γεννάται το ερώτημα: Ποιος ο λόγος που μια τέτοια υπηρεσία, η οποία στελεχώνεται από πολιτικούς υπαλλήλους και έχει ως υπηρεσιακό αντικείμενο την πολιτική προστασία της ελληνικής επικράτειας, δουλεύει ως Σώμα Ασφαλείας και όχι ως πολιτική υπηρεσία;
Επιχειρώντας να απαντήσουμε, αξίζει να ανατρέξουμε ιστορικά στον τρόπο ίδρυσης του Πυροσβεστικού Σώματος. Το ΠΣ απέκτησε την αυτοτελή του ύπαρξη ως Σώμα το 1930, με την απόσπασή του από τον στρατό και την ένταξή του ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου στο υπουργείο Εσωτερικών, ενώ με τον Αναγκαστικό Νόμο 360 της χούντας εντάχθηκε στα Σώματα Ασφαλείας, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα! Αλλωστε, κατά μοναδική πρωτοτυπία, σημαντικό μέρος του πειθαρχικού του δικαίου, όπως το κομμάτι που αφορά τα σοβαρά παραπτώματα, ρυθμίζεται έως και σήμερα από νομοθετικά διατάγματα της δικτατορίας (το 343/69 και 935/71). Εξάλλου, στο ισχύον νομικό πλαίσιο αναγνωρίζεται γενικά - χωρίς όμως να εξειδικεύεται περαιτέρω στον νόμο - στους πυροσβεστικούς υπαλλήλους που ασκούν ανακριτικά καθήκοντα η δυνατότητα να οπλοφορούν.
Βεβαίως, σε σχέση με τα υπόλοιπα Σώματα Ασφαλείας το Πυροσβεστικό Σώμα έχει κοινωνικό χαρακτήρα. Σε αντίθεση με τον στρατό και τα λοιπά Σώματα, που ο βασικός τους ρόλος είναι η διατήρηση και η προστασία της αστικής εξουσίας και αποτελούν βασικούς πυλώνες του αστικού κράτους, το ΠΣ επιτελεί έναν σκοπό κοινωνικό, ο οποίος με μια πρώτη ματιά δεν συνάδει με τον στρατιωτικοποιημένο χαρακτήρα του. Μάλιστα ο χαρακτήρας αυτός διατηρήθηκε από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, όχι εξαιτίας κάποιας μεταρρυθμιστικής ανικανότητας των εκάστοτε αστικών κυβερνήσεων, αλλά επειδή οι φύλακες της αστικής εξουσίας «έχουν γνώση».
Εξυπηρέτηση της ενσωμάτωσης: Η υπαγωγή του ΠΣ στα Σώματα Ασφαλείας συνοδεύτηκε με μια επίπλαστη πηγή προνομίων (ειδικά επιδόματα, υγειονομική περίθαλψη, μισθολόγια, ευνοϊκότεροι όροι συνταξιοδότησης) σε σχέση με τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους, τα οποία κιόλας διαχρονικά χρησιμοποιήθηκαν από τις αστικές κυβερνήσεις ως «καρότο» προκειμένου να αποσπάσουν τη συναίνεση των πυροσβεστικών υπαλλήλων στις αντιλαϊκές και αντιεπιστημονικές αναδιαρθρώσεις που έλαβαν χώρα στην Πολιτική Προστασία ειδικά τα τελευταία 25 χρόνια. Πέρα όμως από την υλική «παγίδευση» των υπαλλήλων, η αντιμετώπιση αυτή διάβρωσε πολύ και εξακολουθεί να διαβρώνει τη συλλογική συνείδηση των πυροσβεστών, ενεργοποιεί τον «κοινωνικό αυτοματισμό» ενάντια σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων, μη ενστόλων, ώστε οι πυροσβεστικοί υπάλληλοι να ταυτίζουν τα συμφέροντά τους με αυτά του αστικού κράτους και παράλληλα να αποτελούν σημαντική πηγή άντλησης ψήφων για τα αστικά κόμματα. Ενδεικτικό στοιχείο του τρόπου αντιμετώπισης του ΠΣ από την κυβέρνηση είναι ότι φρόντισε να αυξήσει τον αριθμό των ανώτατων αξιωματικών, ενώ αρνείται σθεναρά να καλύψει τις - με βάση το οργανόγραμμα του ίδιου του Σώματος (ούτε καν δηλαδή στη βάση των υπαρκτών αναγκών) - σχεδόν 4.000 κενές θέσεις πυροσβεστικών υπαλλήλων.
Εξασφάλιση πειθαρχίας - διασφάλιση καταστολής: Την άλλη όψη των παραπάνω προνομίων αποτελεί το «μαστίγιο» της καταστολής. Οι πυροσβεστικοί υπάλληλοι διέπονται από ένα - ακόμα και για τα αστικά μέτρα - απαρχαιωμένο, αντιδραστικό πειθαρχικό δίκαιο και εργασιακό καθεστώς, που τους στερεί το δικαίωμα στην απεργία, τους φέρνει αντιμέτωπους με εκδικητικές μεταθέσεις, διευκολύνοντάς τες, τους υπαγορεύει να υπακούν σε μια αυστηρή, ανάλογη προς αυτή του στρατού ιεραρχία, τους εξαναγκάζει πολύ συχνά να εφαρμόζουν παράνομες διαταγές και κυρίως τους αποστερεί τις βασικές εξασφαλίσεις του Εργατικού Δικαίου, τις σχετικές με τον χρόνο και τον τόπο παροχής της εργασίας τους. Ειδικά για τις εργασιακές συνθήκες έχει αναδειχθεί εκατοντάδες φορές και από το ΚΚΕ, εντός και εκτός Βουλής, ότι τουλάχιστον κατά την αντιπυρική περίοδο οι πυροσβέστες είναι πρωταθλητές της απλήρωτης υπερεργασίας. Πολλές φορές βρίσκονται σε υπηρεσία 48, ακόμα και 72 ωρών, καθ' υπέρβαση ακόμα και των αντιδραστικότερων Οδηγιών της ΕΕ για τη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας. Μάλιστα η εργασία τους μπορεί να παρασχεθεί οπουδήποτε στην Ελλάδα, καθώς οι τεράστιες ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό καλύπτονται με μετακινήσεις υπαλλήλων από άλλες Υπηρεσίες. Είναι παραπάνω από προφανές ότι οι πυροσβέστες θέτουν την υγεία και τη σωματική τους ακεραιότητα σε διαρκή κίνδυνο, ενώ για μισό χρόνο τινάζουν στον αέρα τον εκάστοτε οικογενειακό τους προγραμματισμό (ανάκληση αδειών κ.λπ.). Παράλληλα δεν υφίσταται καμία μέριμνα για την ασφάλεια κατά την εργασία, ούτε στο πεδίο ούτε σε νομοθετικό πλαίσιο. Για τον κόπο τους αυτόν, μάλιστα, δεν πληρώνονται υπερωρίες αλλά «αμείβονται» με ρεπό (!), τα οποία κατά κανόνα δεν θα τους χορηγηθούν ποτέ, καθώς δεν θα «το επιτρέπουν οι υπηρεσιακές ανάγκες», ώστε να υπολογίζεται σήμερα ότι το ΠΣ χρωστάει περίπου 600.000 μέρες άδειας και 1.200.000 ημερήσιες αναπαύσεις. Σε όλη αυτήν την αντικειμενικά δυσχερή εργασιακή συνθήκη, δεν αναγνωρίζεται στους πυροσβέστες κανένα όπλο άμυνας, αλλά μόνο η καταστολή και η πειθάρχηση στις άνωθεν διαταγές. Αν θελήσουν να αντιδράσουν, το ειδικό καθεστώς του Σώματος περιορίζει το συνδικαλιστικό τους δικαίωμα, δεν υπάγονται στην ΑΔΕΔΥ, ενώ η αποχή από τα καθήκοντα και ακόμα και η πολιτική συζήτηση εν ώρα υπηρεσίας συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα.
Μια πολύτιμη εφεδρεία: Καμία κυβέρνηση μεταπολιτευτικά δεν διανοήθηκε προς το παρόν «να διαβεί τον Ρουβίκωνα», αναθέτοντας στο ΠΣ κατασταλτικές αρμοδιότητες απέναντι στον λαό, ούτε βέβαια οι ίδιοι οι πυροσβέστες θα αναλάμβαναν αδιαμαρτύρητα έναν τέτοιο ρόλο. Αντικειμενικά, όμως, πλέον η διατήρηση ενός τέτοιου αντιδραστικού νομοθετικού πλαισίου έρχεται επιτυχώς να κουμπώσει στην «ολιστική» προσέγγιση της Πολιτικής Προστασίας και Πολιτικής Αμυνας την οποία προωθούν ΕΕ και ΝΑΤΟ, ως απάντηση στην ανάγκη διαχείρισης της λεγόμενης «εποχής των πολυκρίσεων». Αλλωστε, η πρόληψη και διαχείριση κρίσεων αποτελεί μαζί με την Αποτροπή και Αμυνα (deterrane - defence) και τη Συνεργατική Ασφάλεια (coperative Security) τους τρεις πυλώνες της στρατηγικής σκέψης του ΝΑΤΟ. Η «συλλογική ασφάλεια» συνιστά τη νομιμοποιητική βάση της ύπαρξης του οργανισμού στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο, αφού και ο «μπαμπούλας» της ΕΣΣΔ δεν υπάρχει πλέον. Η ανθρώπινη ασφάλεια (human security) έρχεται στο επίκεντρο από τον ευρωατλαντισμό, με στόχο «την ετοιμότητα, τον στρατιωτικό και πολιτικό σχεδιασμό και ικανότητα, καθώς και τη διαλειτουργικότητά τους» (ΝΑΤΟ strategic concept 2022).
Καθόλου, άλλωστε, δεν έχει ξεθωριάσει στη μνήμη του λαού η συνθήκη της πανδημίας, όπου στο όνομα της «δημόσιας υγείας» οργίασαν η καταστολή και η περιστολή των λαϊκών δικαιωμάτων. Αυτή η εμπειρία πρέπει να θέσει τους πυροσβέστες και τις πυροσβέστριες μαζί με όλο τον λαό σε επαγρύπνηση, ώστε να μην παίξουν τον ρόλο της αναγκαίας για το αστικό κράτος εφεδρείας.
Η επιστημονική προσέγγιση της πυρόσβεσης εκκινεί από τον διαχωρισμό των δασικών από τα αστικά συμβάντα. Το ΠΣ, ως πολιτική υπηρεσία, πρέπει να είναι αρμόδιο για τις αστικές πυρκαγιές, ενώ η αρμοδιότητα για τη φροντίδα των δασών, την πρόληψη και την καταστολή των πυρκαγιών πρέπει να ανατεθεί στη Δασική Υπηρεσία, με ανάλογη ενίσχυση σε μέσα, πόρους και προσωπικό. Οποιαδήποτε πολιτική πρόταση διατηρεί τα δάση στην αρμοδιότητα του ΠΣ είναι εξ ορισμού αντιεπιστημονική και υπηρετεί τη λογική της διαχείρισης με ημίμετρα, με χαμηλότερο κόστος. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1998 που κατάργησε τον διαχωρισμό και επικαλούμενη «δημοσιονομικούς λόγους» μετέφερε τη δασοπυρόσβεση στο Πυροσβεστικό Σώμα, συνθήκη που ακολουθούν πιστά όλες οι κυβερνήσεις έκτοτε, αφήνοντας τον λαό να βιώνει τα καταστροφικά αποτελέσματα.
Το ΠΣ μπορεί να υπηρετήσει τον όποιο κοινωνικό ρόλο μπορεί να έχει, προστατεύοντας την περιουσία του λαού, το φυσικό περιβάλλον όπου μεγαλώνουν και αναπνέουν τα παιδιά του. Κάθε πυροσβέστης οφείλει να ενώσει τη φωνή του με όλο τον λαό, να αντιπαλέψει την κρατική καταστολή, να αρνηθεί να γίνει το δόρυ που θα στραφεί ενάντια στο λαϊκό κίνημα. Χρειάζεται να συμπορευτεί με την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, στην πάλη για διεκδίκηση συνθηκών δουλειάς και ζωής στο μέτρο των αναγκών τους, και να εμπιστευτεί σε αυτόν τον αγώνα το ΚΚΕ και τους κομμουνιστές.