ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 1 Απρίλη 2001
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Στους χαμένους και οι αγρότες

Ονειρο απατηλό αποδείχτηκε η «ευρωχλιδή» που έταζαν προ 20ετίας στους αγρότες οι θιασώτες της ΕΟΚ. Το επιχείρημα ότι ανοίγει μια αγορά 300 εκατομμυρίων Ευρωπαίων, που τώρα είναι 400 εκατομμύρια, η οποία θα απορροφά σε υψηλές τιμές την αγροτική παραγωγή της χώρας και πως τα κονδύλια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής θα έρεαν αφειδώς στην ελληνική γεωργία και θα επέφεραν ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, διαψεύδεται παταγωδώς.

Ο απολογισμός της 20ετίας που πέρασε είναι ολοφάνερα αρνητικός για τους αγροτοκτηνοτρόφους και την αγροτική οικονομία. Είναι, όμως, ολοφάνερα θετικός για τους μεγαλεμπόρους - εισαγωγείς και βιομηχάνους και κυρίως για τις πολυεθνικές. Το εμπορικό ισοζύγιο πριν την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ ήταν πλεονασματικό και μετά την ένταξη έγινε αμέσως ελλειμματικό, για να φτάσει τα τελευταία χρόνια να ξεπερνά τα 900 εκατομμύρια ευρώ. Και το τεράστιο αυτό έλλειμμα προκύπτει σχεδόν αποκλειστικά από τις συναλλαγές με τις χώρες της ΕΕ. Η αγροτική παραγωγή παρέμεινε παγωμένη και η κτηνοτροφική παραγωγή συρρικνώθηκε ως αποτέλεσμα των ασφυκτικών ποσοστώσεων. Οι απασχολούμενοι στη γεωργία λιγόστεψαν κατά την περίοδο 1981 - 1999 κατά 36%.

Εν έτει δε 2001 η Ενωμένη Ευρώπη αποφασίζει πλέον παγκοσμιοποιημένα... Και στην κατεύθυνση αυτή οι εντολές της «Ατζέντας 2000» και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου είναι αμείλικτες: Μείωση τιμών, μείωση επιδοτήσεων, μείωση αγροτικού πληθυσμού. Το τι θα απογίνουν και πώς θα ζήσουν εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίοι αγρότες είναι ένα πρόβλημα που δεν αγγίζει τους εκφραστές της παγκοσμιοποίησης, ντόπιους και ξένους. Και η πολιτική αυτή που θα επιφέρει το μαζικό ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών

Κοινή Αντιαγροτική Πολιτική


Η περιβόητη Κοινή Αγροτική Πολιτική έχει σαφώς υποκριτικό τίτλο. Αποδεδειγμένα δε λειτουργεί προς όφελος των συμφερόντων των Ελλήνων αγροτών και ειδικά των μικρομεσαίων, αλλά για την αύξηση των κερδών των εμποροβιομηχάνων και των πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται και εμπορεύονται αγροτικά προϊόντα. Επιπλέον αντί τα αγροτικά μας προϊόντα να βρουν μια καλή αγορά στις αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ, βρήκαν τα δικά τους προϊόντα μια προνομιούχα αγορά στη φτωχή Ελλάδα.

Οι επιδοτήσεις που δίνονται στα αγροτικά προϊόντα στην ουσία επιδοτούν τους εμποροβιομηχάνους για να αγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές τα αγροτικά προϊόντα. Για παράδειγμα στα καπνά της ποικιλίας «Βιρτζίνια» η επιδότηση είναι 985 δραχμές το κιλό και η εμπορική τιμή 180 δραχμές το κιλό. Στο λάδι η επιδότηση είναι 340 δρχ/κιλό και η τιμή 550 δρχ/κιλό και στα χυμοποιήσιμα πορτοκάλια η επιδότηση είναι 22 δρχ/κιλό και η εμπορική τιμή 7 δρχ/κιλό.

Εκτός αυτού πρέπει να σημειωθεί ότι όταν το 1981 η Ελλάδα έμπαινε στην ΕΟΚ η ΚΑΠ προέβλεπε έστω και μια ελάχιστη προστασία του εισοδήματος των αγροτών με τις ελάχιστες τιμές ή τιμές ασφαλείας. Τώρα στο όνομα της εξασφάλισης πάμφθηνης πρώτης ύλης για τις πολυεθνικές τροφίμων καταργείται ο θεσμός της παρέμβασης και της ελάχιστης τιμής. Μέχρι σήμερα καταργήθηκε η παρέμβαση στον καπνό, στο λάδι, στο βοδινό κρέας, στη σταφίδα και η ελάχιστη τιμή σε όλα τα μεταποιημένα οπωροκηπευτικά, όπως εσπεριδοειδή, ροδάκινα, βιομηχανική ντομάτα κ.ά.. Ηδη συζητείται η κατάργηση της παρέμβασης στο ρύζι, ενώ στα δημητριακά έχει εκφυλιστεί. Στα οπωροκηπευτικά οι χωματερές αποτελούσαν ένα παραλογισμό που βαφτιζόταν παρέμβαση, η οποία σχεδόν καταργήθηκε το 1998 μιας και στις χωματερές πηγαίνουν τα συγκυριακά πλεονάσματα. Ο παραλογισμός των χωματερών που έπρεπε να καταργηθεί δεν αντικαταστάθηκε με κανένα μηχανισμό προστασίας των παραγωγών.

Μέσα σ' όλα τ' άλλα κατέρρευσε κι ένας ακόμα μύθος: Οτι η ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας θα ενισχυόταν με κοινοτικά κονδύλια. Ομως τα διαρθρωτικά κονδύλια που αποτελούσαν το 12,5% των συνολικών κονδυλίων, τα περισσότερα αφορούσαν εξισωτικές αποζημιώσεις ορεινών μειονεκτικών και νησιωτικών περιοχών που λειτουργούσαν σαν επιδοτήσεις και όχι σαν διαρθρωτικά κονδύλια. Ενα σημαντικό ποσό που δόθηκε για πρόωρες συντάξεις λειτούργησε σαν κοινωνικό κονδύλι και όχι ως διαρθρωτικό κονδύλι. Ορισμένα άλλα κονδύλια που αφορούσαν εκριζώσεις καλλιεργειών κατέστρεψαν αντί να δημιουργήσουν γεωργικό κεφάλαιο. Ενα μόνο μικρό μέρος ίσο περίπου με το 4% των συνολικών κονδυλίων είχε πραγματικά διαρθρωτικό προσανατολισμό και το οποίο απορροφήθηκε, κύρια από τους εμποροβιομηχάνους και τους μεγαλοαγρότες.

«Ενισχύθηκαν» οι αρνητικές επιπτώσεις

Πάμπολλα είναι τα παράδειγμα που αποδεικνύουν τις αρνητικές επιπτώσεις στο εισόδημα των αγροτών και την αγροτική παραγωγή από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ.

Η αγροτική παραγωγή παρέμεινε σχεδόν στάσιμη ως αποτέλεσμα των ποσοστώσεων και των περιορισμών ακόμα και σε προϊόντα που η ΕΕ είναι ελλειμματική. Στο βαμβάκι η αυτάρκεια της ΕΕ είναι μικρότερη από 40%, ενώ η εθνική ποσόστωση που επιβλήθηκε είναι 782.000 τόνοι που με ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να φτάσει στους 850.000 τόνους, όταν η εγχώρια παραγωγή είναι 1.300.000 τόνοι και οι βαμβακοπαραγωγοί πληρώνουν εξοντωτικά πρόστιμα συνυπευθυνότητας. Στον τομέα της κτηνοτροφίας όπου η χώρα είναι ελλειμματική σε βοδινό κρέας και αγελαδινό γάλα επιβλήθηκαν αντίστοιχα «πενιχρές» ποσοστώσεις που έχουν ως αποτέλεσμα οι παραγωγοί να πληρώνουν βαριά πρόστιμα συνυπευθυνότητας. Το εξωφρενικό της υπόθεσης είναι ότι στο βοδινό κρέας που καλύπτει μόλις το 29% των αναγκών της χώρας, από 61% που ήταν πριν την ένταξη, οι παραγωγοί πληρώνουν πρόστιμα συνυπευθυνότητας επειδή οι αγελάδες γέννησαν περισσότερα αρσενικά μοσχάρια από τα πλαφόν της ΕΕ. Στο αγελαδινό γάλα η ποσόστωση είναι 700.000 τόνοι όταν οι ανάγκες της χώρας ξεπερνούν το 1.200.000 τόνους και οι παραγωγοί μόνο για το 2000 πλήρωσαν πρόστιμο 2,6 δισ. δραχμές.

Οσο για την αύξηση του εισοδήματος των αγροτών δε γίνεται λόγος αφού από ό,τι δείχνουν τα πράγματα περισσότερα έχασαν παρά κέρδισαν. Οι θεσμικές τιμές και επιδοτήσεις στα αγροτικά προϊόντα αντί να αυξηθούν άρχισαν να παγώνουν από το 1985 και να μειώνονται στις περισσότερες περιπτώσεις με την αναθεώρηση της ΚΑΠ από το 1992. Το τελευταίο έγινε ενόψει της προσαρμογής στις μετέπειτα συμφωνίες της ΓΚΑΤΤ. Η μείωση το θεσμικών τιμών συνεχίστηκε με την «Ατζέντα 2000», οι οποίες και θεωρητικά πλέον δεν αναπληρώνονται στο σύνολό τους με τις αντισταθμίσεις. Για παράδειγμα στα σιτηρά οι αντισταθμίσεις είναι ίσες με το 50% των μειώσεων των τιμών. Οι αποφάσεις της «Ατζέντας 2000» πάρθηκαν ενόψει των επικείμενων αντιαγροτικών συμφωνιών του ΠΟΕ.

Κι ενώ στην 20ετία που πέρασε τιμές και επιδοτήσεις είχαν καθοδική πορεία, το κόστος παραγωγής αντίθετα, ανέβηκε. Ετσι ενώ το 1980 η αξία της ενδιάμεσης κατανάλωσης (αγροτικά εφόδια) ήταν ίση με το 22,5% της συνολικής αξίας της αγροτικής παραγωγής, το 1998 έφθασε στο 29,7%. Εκτός αυτών το αγροτικό εισόδημα δέχτηκε ένα ακόμα πλήγμα, από τις ποσοστώσεις και τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας που δεν επέτρεπαν την αύξηση της αγροτικής παραγωγής σύμφωνα με τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και όταν αυξανόταν η παραγωγή, το τίμημα των προστίμων ήταν μεγαλύτερο από το όφελος της αύξησης.

Μαζικό ξεκλήρισμα

Στην περίοδο 1981 - 1999 οι απασχολούμενοι μειώθηκαν κατά 36% (από 1.083.000 το 1981 σε 688.000 το 1999) και τα αγροτικά νοικοκυριά κατά 18,3%. Η μείωση της αγροτικής αποσχόλησης δεν απέτρεψε τη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα το 64% των απασχολούμενων στη γεωργία να έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 45 ετών, συνέβαλε όμως σημαντικά στην αύξηση της ανεργίας της χώρας μας. Το ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων νοικοκυριών βοήθησε στη συγκέντρωση της παραγωγής, η οποία είναι πιο έντονη στη ζωική παραγωγή, επειδή η ζωική παραγωγή δεν εξαρτάται όσο η φυτική παραγωγή από τον περιοριστικό παράγοντα της γης. Ετσι το 1998 οι μεγαλύτερες χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις στη χώρα μας αποτελούσαν το 8% του συνόλου των εκμεταλλεύσεων του κλάδου και είχαν το 77,6% της παραγωγής. Το 10,3% των μεγαλύτερων εκμεταλλεύσεων προβατοτροφίας είχε το 45% του συνολικού αριθμού προβάτων, το 6,7% των μεγαλύτερων εκμεταλλεύσεων αιγών είχε το 56,2% του συνολικού αριθμού αιγών και το 2,6% των βοοτροφικών εκμεταλλεύσεων είχε το 23,7% της γαλακτοπαραγωγής.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ