ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Νοέμβρη 1999
Σελ. /48
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μίνως Βολανάκης
Ενας μεγάλος της «μικρής μας πόλης»

 

Ο Μίνως Βολανάκης
Ο Μίνως Βολανάκης
Οι δρόμοι της«μικρής μας πόλης»δε θα ξαναδούν τον ψηλόκορμο, μοναχικό περιπατητή, που κρατούσε πάντα ένα, τουλάχιστον, βιβλίο στο χέρι. Τα καφενεία δε θα τον ξαναδούν, μόνος να πίνει τον καφέ του διαβάζοντας συνεχώς, ή με κάποιον άλλο παρέα «να κρέμεται απ' τα χείλη του» από όσα σπουδαία είχε για, οτιδήποτε έφερνε ο λόγος, να πει. Ο Μίνως Βολανάκης πέρασε πια στο «χώρο» της ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου και λογίζεται πια στη χορεία των κορυφαίων δημιουργών του κατά το δεύτερο μισό του αιώνα που φεύγει, ακόμα και από εκείνους που ενώ αντιλαμβάνονταν το σπάνιο καλλιτεχνικό μέγεθός του, τον πίκραναν πολύ με άμετρες, προσβλητικές, αδυσώπητα εκμηδενιστικές και επιθετικές κριτικές για ορισμένες σκηνοθεσίες ή μεταφράσεις του.

Ο Μίνως Βολανάκης, όπως όλοι οι άνθρωποι, επόμενα και όλοι οι καλλιτέχνες, δεν ήταν πάντα αλάνθαστος. Μερικά πράγματα, μη έχοντας άλλους πόρους παρά μόνο από τη δουλιά του, τα έκανε για τον επιούσιο. Πάντα όμως με το πάθος, με το όραμα του δασκάλου για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Ηξερε, καλύτερα από τους επικριτές του πού και γιατί λάθεψε. Και όπως όλοι οι αληθινοί καλλιτέχνες, αντιμετώπιζε τις άδικες επιθέσεις με στωικότητα, με αξιοπρέπεια, με τη δύναμη αλλά και τη θλίψη της σιωπής.

Μια σιωπή, που μεγέθυνε τη μοναχικότητά του τα τελευταία χρόνια και η οποία «έσπαγε» όταν είχε να δουλέψει για ένα σπουδαίο έργο και με άξιους ηθοποιούς και τότε γινόταν λυτρωτικός για τον ίδιο και θαυματουργός, χειμαρρώδης «λόγος» ενός μοναδικού θεατρικού δασκάλου για όσους είχαν την τύχη να δουλέψουν μαζί του. Γι' αυτό κι ο θάνατός του πόνεσε πολύ τους ηθοποιούς. Γιατί εκείνοι ξέρουν, καλύτερα από τον κάθε - μετά θάνατον - «εκτιμητή» της αξίας του, ότι έχασαν έναν μοναδικό, ιδιοφυή δάσκαλο της σκηνής, που πρόσφερε πολλά και επί πενήντα περίπου χρόνια στο θέατρό μας. Ενας δάσκαλος, ο μεγαλύτερος των ημερών μας, που ήταν ανεξάντλητη «πηγή» για την καλλιτεχνική καλλιέργειά τους, με την τεράστια, σπάνια και πολύπλευρη μόρφωσή του, την ευρύτατη κουλτούρα του, τη βαθιά προοδευτική σκέψη του, τις ιδέες που ασταμάτητα «γεννούσε», το σκηνοθετικό ταλέντο του, το υψηλής ποιότητας αισθητικό γούστο του, τη στοχαστική αισθαντικότητά του, αλλά και το πληθωρικό χιούμορ του.

Τα πρώτα βήματα

Ο Μίνως Βολανάκης, γεννημένος το '25 στην Αθήνα, ανδρώθηκε και «τράφηκε» καλλιτεχνικά με τα πρώτα βήματα και τα οράματα του «Θεάτρου Τέχνης». Ο πόλεμος τέλειωσε. Ο Κάρολος Κουν και οι πρώτοι «μαθητές» του, ανάμεσά τους και ο Μίνως Βολανάκης, «πεινούσαν» και «διψούσαν» για ένα θέατρο που να εκφράζει το καινούριο και το αληθινό. Που να λυτρώσει το ελληνικό θέατρο από τη μίμηση του θεάτρου της αστικής τάξης, ενός θεάτρου του κοινωνικού ψεύδους, «χωνευτικού» περιεχομένου και συμβατικής αισθητικής και παλιομοδίτικου γούστου και να το φέρει σε επαφή με σημαντικά έργα του κλασικού και σύγχρονου διεθνούς ρεπερτορίου. Ο Κουν έχει δίπλα του, ομόψυχους συμπαραστάτες του στην προσπάθεια γνωριμίας με το ποιοτικό ξένο ρεπερτόριο άξιους νέους ανθρώπους. Τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, τον Μάριο Πλωρίτη, τον Μίνω Βολανάκη. Στα 1945 ο Μίνως Βολανάκης μεταφράζει για το «Θέατρο Τέχνης» την υπέροχη «Μικρή μας πόλη» του Αμερικανού Θόρντον Ουάιλντερ (ένα από τα έργα που γέννησε το αριστερό - εργατικό - αμερικανικό θέατρο στη δεκαετία του '30 και το ανέβασμα του οποίου από τον Κ. Κουν είναι μια από τις ιστορικές παραστάσεις του «ΘΤ» και το οποίο ανέβασε πριν τρία χρόνια, σε μια αξέχαστη παράσταση στο θέατρο «Λαμπέτη» και ο Μ. Βολανάκης), κ.ά

Ο Κουν διακρίνοντας τη φιλολογική μόρφωση, το ταλέντο και τη διδακτική ικανότητα του νεαρού Βολανάκη, τον περιλαμβάνει στους καθηγητές της σχολής του «Θ. Τ». «Βιβλιοφάγος» ο Μ. Βολανάκης σ' όλη του ζωή, ωθούσε τους μαθητές του στο διάβασμα. Αξίζει εδώ να παραθέσουμε τη συγκινητική μαρτυρία του μαθητή του τότε, Μηνά Χρηστίδη, δημοσιευμένη στην «Ελευθεροτυπία» (16/11/99) για τη σχέση του Βολανάκη, «που δεν τέλειωσε ποτέ το γυμνάσιο», με το βιβλίο: «Δεν είδα ποτέ τον Βολανάκη - από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα - χωρίς να κρατάει βιβλία στα χέρια του. Ο ίδιος μας είχε πει ότι αν δεν έχουμε λεφτά ν' αγοράζουμε βιβλία, θα πρέπει να τα κλέβουμε. Κάτι που έκανε και ο ίδιος. Κατά την ομολογία του, είχε ρημάξει το μεγάλο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη, εκείνο που βρισκόταν τότε στην πλατεία Συντάγματος. Ηταν η μόνη κλοπή που αναγνώριζε ως δίκαια και αναγκαία».

Ο πόθος της γνώσης

Στη δεκαετία του '50 ο Μ. Βολανάκης σκέφτεται να στραφεί στη σκηνοθεσία. Στα 1953-'54 ανεβάζει την πρώτη του παράσταση, με το αμερικανικό έργο «Ηξεραν τι ήθελαν» στο θίασο Ελένης Χατζηαργύρη - Νίκου Τζόγια, με συμπρωταγωνιστή τον Τίτο Βανδή. Στο έργο έπαιζε ένα μικρότερο ρόλο και η Αλέκα Παΐζη, η οποία πρόσφατα είχε γυρίσει από την εξορία. Διψασμένος για περισσότερες γνώσεις, ο Μ. Βολανάκης φεύγει για να σπουδάσει σκηνοθεσία στην Αγγλία. Μετά τις σπουδές ανεβάζει σε πανεπιστημιακά θέατρα της Αγγλίας και στις ΗΠΑ πολλές παραστάσεις, μεταξύ των οποίων και αριστοφανικές κωμωδίες και αρχαίες τραγωδίες, σε δικές του μεταφράσεις.

Το 1963 επιστρέφει στην Ελλάδα και ανεβάζει με το θίασο Ελσας Βεργή, στο ομώνυμο θέατρο, το «Μπαλκόνι» του «καταραμένου» και άγνωστου τότε στο ελληνικό κοινό Ζαν Ζενέ. Το σκηνικό (το μόνο που έκανε στη ζωή του) ήταν του αξέχαστου ζωγράφου Γιάννη Γαΐτη. Η πρωτοποριακή, πολύ τολμηρή για την εποχή εκείνη παράσταση, έκανε μεγάλη αίσθηση και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησε το επίσης επιτυχημένο ανέβασμα της «Βεντάλιας της λαίδης Γουίντερμιρ» του Οσκαρ Ουάιλδ, με την Μαίρη Αρώνη.

Το 1964 και 1965 συνεργάζεται για πρώτη φορά με το ΚΘΒΕ. Πρώτη του παράσταση εκεί με την «Τρέλα και φρονιμάδα» του Γιώργου Θεοτοκά. Ακολουθούν δύο σπουδαιότατες παραστάσεις του -«σταθμοί» στην ιστορία του θεάτρου μας. Πρόκειται για τον μπρεχτικό «Καλό άνθρωπο του Σε Τσουάν», με πρωταγωνίστρια την Αλέκα Παΐζη και τους Αλέκο Πέτσο και Ηλία Σταματίου και το μπεκετικό «Περιμένοντας τον Γκοντό» με τους Αλέκο Πέτσο, Δημήτρη Βεάκη, Κώστα Ματσακά, Νικήτα Τσακίρογλου, Γιάννη Ιορδανίδη. Επεται μια, ακόμη, εξαιρετική παράστασή του στο ΚΘΒΕ, με τον ιψενικό «Εχθρό του λαού». Ακολουθούν σκηνοθεσίες στην Αθήνα με διαφόρους θιάσους, μεταξύ των οποίων και της Αννας Συνοδινού, με την οποία ανέβασε στο θέατρο Λυκαβηττού τη «Λυσιστράτη» και τις «Εκκλησιάζουσες» (οι «Εκκλησιάζουσες» είχαν εξαιρετική επιτυχία).

Αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας φεύγει για την Αγγλία, όπου μένει μέχρι την πτώση της χούντας. Εκεί «βουλιάζει πάλι στα γράμματα», όπως μας είπε η Αλέκα Παΐζη, η οποία πέρασε τα χρόνια της δικτατορίας αυτεξόριστη στο Λονδίνο και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Κατά την επταετία της χούντας ο Μ. Βολανάκης ανέβασε διάφορα έργα στο Λονδίνο, μεταξύ των οποίων και «Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν», αλλά και στην Αμερική.

Αμέσως μετά την πτώση της χούντας επιστρέφει πλουσιότερος σε θεατρικές, φιλολογικές γνώσεις και με αρκετές μεταφράσεις έργων (αρχαίου δράματος αλλά και ξένου ρεπερτορίου), μεταφράσεις που δεν εξαντλούνταν στη γλωσσική και μόνον πιστότητα, αλλά διέθεταν άποψη για τη σκηνική μεταφορά του έργου, υπηρετώντας έτσι ουσιαστικότερα το πνεύμα του συγγραφέα. Το ΚΘΒΕ τον ξανακαλεί για συνεργασία και το 1975, του ανατίθεται η διεύθυνση του θεάτρου, όπου σκηνοθετεί πολλές παραστάσεις, μεταξύ των οποίων η «Ηλέκτρα» με την Αννα Συνοδινού, η «Μήδεια» με τη Μελίνα Μερκούρη και ο μπρεχτικός «Πούντιλα και ο δούλος του Μάττι» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Στη θέση αυτή μένει μόνο για δυόμισι περίπου χρόνια, καθώς οι ρεπερτοριακές επιλογές του ενοχλούν την τότε πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ, όπως και η ατίθαση φύση του που αντιδρά - και δημόσια - στις απροσχημάτιστες παρεμβάσεις του ΥΠΠΟ. Το 1986 και για τρία χρόνια διορίζεται και πάλι καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ, αλλά και αυτή τη φορά, από το επίσης διορισμένο από το ΥΠΠΟ, ΔΣ του θεάτρου οδηγείται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, αρνείται να απολογηθεί και παραιτείται (1988), καθώς στην Αθήνα ήταν περιζήτητος και όπου μέχρι φέτος ανέβασε πολλά έργα, από αρχαίο δράμα, Σαίξπηρ, Βολπόνε, Μαριβώ, Ιψεν, Στρίντμπεργκ, Φεντό (αλησμόνητη θα μείνει η παράσταση του «Ψύλλοι στ' αυτιά» στο «Πόρτα»), Πιραντέλο και πολλά άλλα σημαντικά έργα του σύγχρονου ξένου ρεπερτορίου.

Το όραμα των «βράχων»

Μια ανεκτίμητη προσφορά του Μίνου Βολανάκη στον πολιτισμό του τόπου μας γενικότερα, στον πολιτισμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ειδικότερα, ήταν η σύλληψη - και η υλοποίηση για πρώτη φορά από τον ίδιο - της μεγαλοφυούς, κυριολεκτικά, ιδέας του. Στους μακρινούς περιπάτους του σε πρόποδες βουνών της Αθήνας, για να διαβάσει και να σχεδιάσει μια παράσταση, μαγεύτηκε από τους βραχώδεις όγκους με τα κοίλα που άφησαν πίσω τους τα παλιά νταμάρια. Το 1982 προτείνει, στο νταμάρι που βρίσκεται στο σύνορο των Δήμων Βύρωνα και Υμηττού, να διοργανώνουν οι δήμοι «Γιορτές των Βράχων». Την ίδια χρονιά γίνονται στο παλιό νταμάρι οι πρώτες γιορτές. Ο Μ. Βολανάκης επεκτείνει την πρότασή του και για τα βράχια της Καισαριανής, της Πετρούπολης, της Κοκκινιάς. Με επίμονη δική του προσπάθεια η πρότασή του υιοθετείται από το ΥΠΠΟ, επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, με τη δημιουργία των δύο θεάτρων στην Πετρούπολη , τα οποία χρησιμοποιήθηκαν το 1985, για καλοκαιρινές παραστάσεις της «Αθήνας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης». Τα «θέατρα των Βράχων», που συνέλαβε ο Μ. Βολανάκης, ενθουσίασαν τους διάσημους Ευρωπαίους σκηνοθέτες Πίτερ Μπρουκ και Πέτερ Στάιν, οι οποίοι θεώρησαν μεγάλο προνόμιο της χώρας μας τη θεατρική χρήση τέτοιων χώρων. Ο ίδιος, δάσκαλος του μεγάλου ποιητικού λόγου όπως ήταν, ήθελε να ασκεί τους ηθοποιούς των παραστάσεων αρχαίου δράματος που ανέβαζε, με τις απαιτήσεις, αλλά και την ελευθερία των «ανοιχτών οριζόντων». Γι' αυτό κι όλες τις δοκιμές τις έκανε στο νταμάρι της Καισαριανής, το οποίο δικαιωματικά του παραχωρούσε ο Δήμος Καισαριανής.

Οποιος έτυχε να δει πρόβα του Μίνου Βολανάκη και να τον παρατηρεί τι έλεγε διδάσκοντας τα έργα της μεγάλης ποίησης, σκεφτόταν πόσο πολύ ταίριαζε σ' αυτόν τον προικισμένο άνθρωπο ο σολωμικός στίχος: «Μήγαρις έχει τίποτ' άλλο, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;».


Αρ. ΕΛΛ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ