Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς αρχίζει και η αφαίμαξη της λαϊκής οικογένειας
Η σχολική χρονιά άρχισε, μαζί και τα ...χαράτσια, λόγω κυβερνητικής πολιτικής |
Ετσι, η δήθεν δημόσια και δωρεάν παιδεία χρυσοπληρώνεται και βέβαια από ένα σημείο και μετά μπορεί να την πάρει μόνο όποιος έχει. Ετσι για μια οικογένεια που έχει τουλάχιστον δύο παιδιά η έναρξη της σχολικής χρονιάς σημαίνει κυριολεκτικά και τον οικονομικό στραγγαλισμό της. Ενώ πυκνώνουν επικίνδυνα τα φαινόμενα πολλά παιδιά πλέον να αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το σχολείο και τις σπουδές τους - ιδιαίτερα στις αγροτικές οικογένειες, αλλά και στα φτωχά λαϊκά στρώματα - επειδή δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν οι γονείς τους στα οικονομικά βάρη.
Φέτος, λοιπόν, ακόμα πιο τσουχτερές είναι οι τιμές στα φροντιστήρια, ιδιαίτερα για την προετοιμασία για τις εξετάσεις στο Λύκειο, με αυξήσεις από 10 ως 15% σε σχέση με πέρσι, όπως λένε οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες αυτών των παρασχολείων. Ετσι, στα φροντιστήρια στοιχίζουν οι 15 ώρες τη βδομάδα ή 60 ώρες το μήνα από 60.000 ως 80.000 δραχμές το μήνα, ενώ το ιδιαίτερο φροντιστήριο κυμαίνεται από 5.000 έως και 25.000 δραχμές το μάθημα.
Στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών οι τιμές κυμαίνονται αναλόγως με το επίπεδο από 220 ευρώ ως 850 ευρώ, ενώ το ιδιαίτερο στις ξένες γλώσσες στοιχίζει από 12 έως και 21 ευρώ την ώρα. Αύξηση έχει σημειωθεί και στα βιβλία και συγκεκριμένα στα βοηθήματα. Ενα βοήθημα ξένων γλωσσών στοιχίζει από 15 έως και 20 ευρώ, ενώ τα βοηθήματα για τα μαθήματα του σχολείου στοιχίζουν 10 με 15 ευρώ.
Πιο αναλυτικά, για τα παιδιά του Δημοτικού το φροντιστήριο αγγλικών στοιχίζει στο γονιό 15.000-20.000 δραχμές το μήνα τα δίδακτρα, 5.000-8.000 η εγγραφή και κατά μέσο όρο 30.000 δραχμές τα βιβλία. Το ίδιο ισχύει περίπου και για τη δεύτερη γλώσσα που συνήθως αρχίζει ο μαθητής στην Ε΄ και Στ΄ τάξη.
Για τον μαθητή του Γυμνασίου το φροντιστήριο ξένης γλώσσας στοιχίζει 20.000-35.000 δραχμές το μήνα, από 5.000 έως 8.000 δραχμές η εγγραφή σ' αυτά και 40.000 περίπου τα βιβλία. Τώρα το φροντιστήριο για τα μαθήματα του σχολείου (συνήθως στα Αρχαία και τα Μαθηματικά) κοστίζει 30.000-50.000 δραχμές το μήνα.
Στο Λύκειο η παραπαιδεία «χτυπάει κόκκινο». Ετσι τα Φροντιστήρια για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις στοιχίζουν (ανάλογα και με την περιοχή) από 100.000 έως και 130.000 δραχμές το μήνα, ενώ η ξένη γλώσσα 20.000-35.000 δραχμές και 40.000 περίπου τα βιβλία.
Το άδειασμα της τσέπης όμως δε σταματά εδώ. Οι λειτουργικές δαπάνες των σχολείων, αλλά και τα έξοδα για τη συντήρησή τους «φορτώνουν» οικονομικά τη λαϊκή οικογένεια. Και αυτό γιατί οι λειψές κρατικές δαπάνες δε φτάνουν να καλύψουν όλα τα έξοδα λειτουργίας του σχολείου, ενώ συγχρόνως και οι πόροι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ακολουθούν πτωτική πορεία. Ετσι, για να καλυφτούν οι ανάγκες της εκπαίδευσης, αυξάνονται τα δημοτικά τέλη, πιέζονται οι γονείς να συμμετέχουν στα έξοδα, ενώ αναζητούνται χορηγοί για την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από τα σχολεία.
Είναι πάγια κατάσταση ο γονιός να καλείται να πληρώσει για τα λειτουργικά έξοδα του σχολείου, όπως το πετρέλαιο θέρμανσης, το φωτοτυπικό μηχάνημα που συνήθως είναι χαλασμένο, το χαρτί του φωτοτυπικού, τις κουρτίνες, την καθαρίστρια, εποπτικά μέσα (χάρτες, δημιουργία βιβλιοθηκών και έξοδα λειτουργίας τους) ή ακόμα και υλικά καθαριότητας (όπως το χαρτί υγείας και το σαπούνι).
Ομως και στα τμήματα δημιουργικής απασχόλησης για τα παιδιά των εργαζόμενων γονιών, το γνωστό πρόγραμμα δήθεν κοινωνικής ευαισθησίας της κυβέρνησης, στις περισσότερες περιπτώσεις οι γονείς αναγκάζονται να πληρώσουν τους δασκάλους φύλαξης και καλλιτεχνικών ειδικοτήτων για οργάνωση δραστηριοτήτων μετά το σχόλασμα των μικρών παιδιών, ανάλογα με το πορτοφόλι τους.
Είναι σύνηθες οι γονείς να πληρώνουν την τραπεζοκόμο. Ταυτόχρονα η ανάγκη σίτισης των παιδιών που μένουν μέχρι τις 4.00 μμ στο σχολείο, καλύπτεται με φαγητό από το σπίτι, που μπορεί να ζεσταίνεται κακήν κακώς με ένα φούρνο μικροκυμάτων, είτε στις περιοχές που γονείς διαθέτουν χρήμα, η δουλιά ανατίθεται σε εταιρία κέτερινγκ έτοιμου φαγητού. Να, λοιπόν, πώς οι ταξικές ανισότητες, που έτσι και αλλιώς υπάρχουν, ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια.
Ακόμα στα εν λόγω σχολεία προβλέπεται βιβλιοθήκη, δεν προβλέπεται όμως βιβλιοθηκονόμος ούτε πολλές φορές και βιβλία, που και πάλι οι γονείς δίνουν τη λύση.
Αν κανείς σκεφτεί και τις λεγόμενες εξωσχολικές δραστηριότητες όπως χορό, θέατρο, ζωγραφική, μουσική, αθλητικές δραστηριότητες, είτε στο ολοήμερο για το δημοτικό, είτε αργότερα π.χ. σε δημοτικές επιχειρήσεις ή ιδιώτες, τότε το κονδύλι φτάνει στα ύψη για τη συντριπτική πλειοψηφία των λαϊκών οικογενειών. Ετσι είτε αυτές οι οικογένειες δε σκέφτονται καν τέτοιες «πολυτέλειες», είτε φτάνουν σε θλιβερά επίπεδα στέρησης για να μην τα στερήσουν από τα παιδιά τους.
Και βέβαια κανένας αρμόδιος δεν απαντά στο εκφρασμένο πολλές φορές αίτημα του αγωνιστικού κινήματος γονέων του δημόσιου σχολείου, να γλιτώσουν τα παιδιά από την απογευματινή βάρδια της ξένης γλώσσας, των αθλητικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
Αυτό όμως για να γίνει, και για να απαλλαχτούν οι γονείς από όλα τα βάρη που προαναφέραμε, χρειάζεται να αλλάξει περιεχόμενο το σχολείο, να διευρύνει και να ολοκληρώσει το έργο του. Η πάλη για ενιαίο δωδεκάχρονο βασικό υποχρεωτικό δημόσιο και δωρεάν σχολείο αυτό το στόχο έχει.
Η έναρξη της σχολικής χρονιάς σε ό,τι αφορά στον «εξοπλισμό» των μαθητών είναι ιδιαίτερα τσουχτερή. Μια βόλτα στα καταστήματα που διαθέτουν σχολικά είδη δίνει και μια εικόνα για το πόσο στοιχίζει η «εμφάνιση» και τα απαραίτητα ενός μαθητή από την πρώτη μέρα κιόλας στο σχολείο. Ετσι, μια σχολική τσάντα στοιχίζει από 15 έως και 60 ευρώ. Βέβαια, υπάρχουν και οι πιο ακριβές για τους λίγους, που, αναλόγως τη φίρμα, στοιχίζουν από 75 έως και 150 ευρώ (!). Οι τιμές στις κασετίνες ξεκινούν από 10 ευρώ και αναλόγως τη μάρκα φτάνουν και τα 20 ευρώ. Τα τετράδια κοστίζουν αναλόγως τη μάρκα και σ' αυτά ή ακόμα και τον τύπο. Ετσι, τα κλασικά μπλε τετράδια στοιχίζουν από 0,50 έως και 1 ευρώ και στα σπιράλ ή τις «μάρκες» οι τιμές κυμαίνονται από 1,50 έως και 5 ευρώ. Και εδώ, το ζήτημα παίρνει και πάλι την ταξική του διάσταση, ανάλογα με το πορτοφόλι της κάθε οικογένειας. Πάντως, η λεγόμενη ελεύθερη αγορά στοιχίζει, έτσι και αλλιώς, ακριβά για τα λαϊκά στρώματα.