ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Μάρτη 2000
Σελ. /32
ΠΑΙΔΕΙΑ
Εκπαιδευτική πολιτική και ενιαίο σχολείο -Το παράδειγμα της Αγγλίας

Παρέμβαση στην ημερίδα της Κομματικής Οργάνωσης Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ για την εκπαίδευση

Με μια σύντομη αναφορά θα γυρίσω στην τύχη που είχε το ενιαίο σχολείο σε μια από τις ευρωπαϊκές χώρες στην οποία η καπιταλιστική ολοκλήρωση ήταν πολύ πιο νωρίς πραγματικότητα. Στην Αγγλία.

Το ενιαίο σχολείο, στο βαθμό που λειτούργησε ως τέτοιο στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, έτσι και στην Αγγλία, ήταν δημιούργημα σοσιαλδημοκρατικών κυρίως κυβέρνησεων, οι οποίες στα πλαίσια του «κράτους πρόνοιας», προσπάθησαν στη δεκαετία του 1960 να αμβλύνουν τη δυσαρέσκεια των μεσαίων στρωμάτων, καθώς αποκλείονταν τα παιδιά τους από τη μόρφωση εκείνη που οδηγούσε στο πανεπιστήμιο. Ηταν μία ακόμη προσπάθεια να αμβλυνθούν παράλληλα, στο ελάχιστο όμως, τα στεγανά που ορθώνονταν στο διπλό σχολικό δίκτυο, κληρονομιά του 19ου αιώνα και τα οποία στεγανά συνεχίζονταν και μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μακριά όμως από τους στόχους του εργατικού κινήματος που ορθώνεται σε φωνή ήδη από το 1830 για την Αγγλία, για κατάργηση των φραγμών στην ελεύθερη πρόσβαση των παιδιών από κάθε κοινωνική κατηγορία από το δημοτικό ως την ανώτατη εκπαίδευση.

Οπως οι άνθρωποι των χαμηλών στρωμάτων της Βικτοριανής Αγγλίας ήξεραν ότι για τα παιδιά τους υπήρχε μόνο, το πολύ, ένα υποτυπώδες δημοτικό σχολείο, ενώ για την άρχουσα ελίτ της κοινωνίας υπήρχαν τα μεγάλα public schools, τα δημόσια σχολεία, το ίδιο και στην Αγγλία του Τσόρτσιλ και του Ατλεϊ αργότερα, οι άνθρωποι ήξεραν ότι η «μέση εκπαίδευση για όλους» χορηγείται άνισα στις διάφορες κοινωνικές κατηγορίες. Με ένα αυστηρό διαγωνισμό στη μικρή ηλικία των 11, ένα μόνο στα 4 παιδιά οδηγείται στο πανεπιστήμιο, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία, το 75% είναι καταδικασμένο σε υποβαθμισμένη μόρφωση στο «σύγχρονο» λεγόμενο σχολείο χωρίς ουσιαστική εξειδίκευση ή άλλη επαγγελματική κατάρτιση. Απανωτές εγκύκλιοι του υπουργείου (και δε χρειάζονταν βέβαια εισαγγελείς), που πρόδιναν πανικό, απέτρεπαν εκπαιδευτικούς και σχολεία να ενθαρρύνουν παιδιά του υποβαθμισμένου τύπου σχολείου να πάρουν μέρος στις εισαγωγικές για το πανεπιστήμιο εξετάσεις.

Διαπερατότητα ή άλλη επικοινωνία ανάμεσα στους δύο τύπους σχολείου, για διαφορετικές κοινωνικές τάξεις όπως έδειξε αμέσως η έρευνα, δεν υπήρχε, ή μάλλον ήταν τόσο μικρή ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι υπήρχε διορθωτική πρόβλεψη και να ενοχοποιούνται τα ίδια τα παιδιά που δεν τα κατάφεραν να περάσουν στο διαγωνισμό στα ένδεκα. Εξάλλου, νομιμοποίηση αυτής της κοινωνικής αδικίας παρέχεται από τους ψυχομέτρες και μάλιστα με την υποστήριξη του νέου αποκλεισμού ως δικαιότερου. Ενώ τους απέκλειαν, υποστήριζαν ότι με το τεστ ευφυΐας θα έβρισκαν τάχα ποια κατηγορία μαθητή ταιριάζει για κάθε κατηγορία σχολείου.

Καθώς οι θέσεις στον προνομιακό τύπο σχολείου παραμένουν κλειστές και οι φιλοδοξίες για μόρφωση των νέων στρωμάτων αυξάνονται, προπαγανδίζεται από το Εργατικό Κόμμα ο νέος τύπος σχολείου, «το Ενιαίο», χωρίς όμως ουσιαστική εμβέλεια, αφού απλώς ενώνει στην καλύτερη περίπτωση τους τοίχους των δυο προηγούμενων τύπων σχολείου και διατηρεί το διαχωρισμό των παιδιών στο εσωτερικό του, ώστε η μειοψηφία να ακολουθεί ένα πρόγραμμα «ευγενών μαθημάτων» και η μεγάλη πλειοψηφία να στιγματίζεται ως αυτή που δεν τα καταφέρνει.

Αν και το νέο σχολείο γίνεται σημείο αντιπαλότητας των εργατικών και των συντηρητικών στις δεκαετίες '60 και '70, στην πραγματικότητα και τα δύο κόμματα επενδύουν στην επιθυμία των γονιών και στις ψήφους τους και το μεν σχολείο αποκτά το νέο του όνομα (Comprehensiv) και σχεδόν γενικεύεται, η κοινωνική επιλογή όμως συνεχίζεται. Η όποια επιτυχία τους οφειλόταν στην παρέμβαση δημοκρατικών εκπαιδευτικών περιφερειών και τις πιέσεις που ασκούσε το εργατικό κίνημα. Τα εργατικά συνδικάτα όμως, έχουν ήδη αφομοιωθεί και όσο και αν οι απεργίες των μεταλλωρύχων στις αρχές του 1970 οδήγησαν στην πτώση των συντηρητικών, δεν ανοίχτηκαν παραπέρα προοπτικές και η απογοήτευση του κόσμου κορυφώνεται στην οικονομική κρίση του 1974/75

Την αλλαγή κλίματος σηματοδοτεί σε συμβολικό επίπεδο η κυκλοφορία το 1969 των πρώτων από σειρά εκδόσεων της «Μαύρης Βίβλου» (μπλακ πέιπερς) για την εκπαίδευση, από τους πιο συντηρητικούς διανοούμενους της παραδοσιακής Δεξιάς, οι οποίοι θα βρεθούν δίπλα στην Θάτσερ αργότερα στην εξουσία σε θέσεις κλειδιά στην εκπαίδευση και αλλού. Παρουσιάζοντας ως κίνητρό τους το φοιτητικό ξεσηκωμό του 1968, οι συγγραφείς της «Μαύρης Βίβλου» εστιάζουν την πολεμική τους στην πτώση του υψηλού επιπέδου σπουδών, στις μεθόδους διδασκαλίας των Ενιαίων Σχολείων και την υποτιθέμενη κατάρρευση της Ανώτατης Εκπαίδευσης εξαιτίας της αύξησής της.

«Φωνή από το παρελθόν» και «υστερικές κραυγές κουρασμένων αντιδραστικών», «Κενά οραμάτων και κενά ιδεών», χαρακτήριζαν αρθρογράφοι στην εφημερίδα «Τρίμπιουν» τη «Μαύρη Βίβλο» «γιατί ήθελαν να γυρίσουν το ρολόι πίσω στις παραδοσιακές μορφές διδασκαλίας στο δημοτικό σχολείο, στους σκληρά εργαζόμενους και συντηρητικούς φοιτητές στα πανεπιστήμια». «Οι εχθροί της μεταρρύθμισης του Ενιαίου Σχολείου» τόνιζαν, «έχουν αντιληφθεί ότι με τη βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου μέσω των ενιαίων σχολείων, θα έρθει μια καινούρια γενιά λιγότερο υποτακτική στην άρχουσα ελίτ της κοινωνίας μας». Το να είσαι υπεροπτικός και ικανοποιημένος από τις αυταπόδεικτες αρετές των ενιαίων σχολείων, ήταν ίσως πολύ εύκολο το 1969, γράφει αργότερα ένας από τους αρθρογράφους της εφημερίδας «Τρίμπιουν». Το κλίμα όμως δεν ανταποκρινόταν στις πραγματικές καταστάσεις. Η κοινή γνώμη από το 1969 στρεφόταν αποφασιστικά προς τα δεξιά και την επόμενη 5ετία βρισκόταν στην εξουσία οι συντηρητικοί με υπουργό Παιδείας την Μ. Θάτσερ. Παρά τις προσπάθειές της, η Μ. Θάτσερ δεν μπόρεσε, όπως είπε αργότερα, να αποτρέψει την πορεία των ενιαίων σχολείων και στο διάστημα της 4χρονης διακυβέρνησης υπό τον Χιθ, υπερδιπλασιάστηκε ο αριθμός των Ενιαίων Σχολείων.

Περισσότερο παλινδρομούν οι Εργατικοί την περίοδο από το '74 μέχρι το '79, αν και το «βιβλίο» για το ενιαίο σχολείο έκλεισε οριστικά τρία χρόνια πριν. Η νέα κυβέρνηση Ουίλσον κληρονόμησε ένα μεγάλο πληθωρισμό και ένα εργατικό κίνημα που κορυφώθηκε με τις απεργίες των μεταλλωρύχων. Οι συγκρούσεις στο Κόμμα, ανάμεσα στον Τόνι Μπεν και Ουίλσον από τη μια μεριά και τον Κάλαχαν από την άλλη, οδηγούν στην παραίτηση Ουίλσον και ο διάδοχός του Κάλαχαν το 1976 σηματοδοτεί τη στροφή προς τα δεξιά με το «μεγάλο διάλογο» για την εκπαίδευση.

Στο μεγάλο διάστημα της διακυβέρνησης της χώρας από τους συντηρητικούς με πρωθυπουργό την Θάτσερ και τον Μέιτζορ (1979-1997) μεγάλος αριθμός παιδιών οδηγήθηκαν από τα Ενιαία Σχολεία στην ιδιωτική εκπαίδευση. Με τις διατάξεις του νόμου του 1988 (E.R.A.) και των άλλων που ακολούθησαν, τα σχολεία υπακούουν στη λογική της «ελεύθερης αγοράς» και ως ανεξάρτητες εταιρίες ή σούπερ μάρκετ λειτουργούν σε μεγαλύτερη ανταγωνιστική βάση για απόκτηση πελατείας. Αυτό λειτουργεί με το λαϊκίστικο πρόσχημα του δικαιώματος του καταναλωτή της «επιλογής», δηλαδή, σχολείου από τους γονείς, στη βάση της επίδοσης των παιδιών στις εθνικές εξετάσεις, κατά σχολείο και μαθητή. Τα επιτυχημένα σχολεία επιλέγουν αυτούς με την υψηλή βαθμολογία, ενώ «όσοι δεν τα καταφέρνουν», οδηγούνται στα υποβαθμισμένα σχολεία, τα οποία υποβαθμίζουν ακόμη περισσότερο και τα οδηγούν στο κλείσιμο.

Οι δαπάνες ακολουθούν το κάθε παιδί στο σχολείο, ώστε όσα σχολεία προτιμούνται περισσότερο, γίνονται ελκυστικά και ακμάζουν, αφού διευρύνονται και οι πόροι είναι μεγαλύτεροι από αυτούς των υποβαθμισμένων σχολείων (ένα παιδί παραπάνω σε ένα σχολείο σημαίνει ένα λιγότερο σε ένα άλλο σχολείο).

Δημιουργήθηκαν στο μεταξύ και άλλοι προνομιακοί τύποι σχολείων (G.M.S.) τα οποία αποκόπτονται από το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης και αυτοδιοικούμενα χρηματοδοτούνται προνομιακά από την κυβέρνηση. Πολλά από τα σχολεία αυτά, όταν ο αριθμός των μαθητών προς εγγραφή είναι μεγάλος, εφαρμόζουν επιπρόσθετες μεθόδους επιλογής, όπως αυτές των συνεντεύξεων. Το 1996 η συντηρητική κυβέρνηση ετοίμαζε νομοσχέδιο με το οποίο σκόπευε να επαναφέρει την παλιά επιλογή των μαθητών με βάση τις διανοητικές τους ικανότητες. Οι «νέοι»- εργατικοί στην κυβέρνηση από το 1977 όχι μόνο άφησαν ανοιχτή την πόρτα της κοινωνικής επιλογής στο σχολείο, αλλά και τη διευκόλυναν παραπέρα. Μία από τις προτάσεις τους, αυτή της δημιουργίας «ζωνών εκπαιδευτικής προτεραιότητας» για να αντιμετωπίσουν το χαμηλό επίπεδο και τις χαμηλές φιλοδοξίες των παιδιών που δεν τα κατάφεραν στο σχολείο, εκφράζονται φόβοι ότι τελικά θα οδηγήσει στην πλήρη ιδιωτικοποίηση των σχολείων. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως η Shell ή η Rollw Royce, ίσως δε θα αρκεστούν να ελέγχουν μέρος μόνο στη λειτουργία των δημόσιων σχολείων.

Στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς και της μεγιστοποίησης του κέδρους, όταν δικαιολογείται η ιεράρχηση των σχολείων, η άνιση κατανομή των πόρων, η επιλογή κάποιων και ο αποκλεισμός άλλων, οι αντιλήψεις για το ενιαίο σχολείο, θα βρίσκουν όλο και λιγότερο την εφαρμογή τους. Ο καθηγητής της Θάτσερ και υπουργός Παιδείας σε μια από τις κυβερνήσεις της, ο Κιθ Τζόζεφ ομολόγησε «εγώ δεν έχω καμία εμπειρία από το δημόσιο σχολείο, ούτε ως καθηγητής ούτε ως γονιός... Μάλλον κάναμε λάθος όταν το 1870 εφαρμόσαμε το δημόσιο σχολείο». Ισως αυτή η ομολογία του λέει πάρα πολλά.


Του
Λεωνίδα ΑΓΓΕΛΗ-*
*Ο Λεωνίδας Αγγέλλης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Παιδαγωγικού Τμήματος του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ