Associated Press |
Οι αρμόδιες αρχές ζητούν χρόνο για τη διεξαγωγή μιας αξιόπιστης έρευνας και ψελλίζουν για ορισμένα ευρήματα τεχνικών προβλημάτων, ανθρώπινων σφαλμάτων και κακοτεχνιών. Δυστυχώς γι' αυτούς, η προσπάθεια συγκάλυψης των πραγματικών αιτιών σκοντάφτει στη βαρύτητα και στην ένταση των γεγονότων. Ακόμα και στη Ν.Υόρκη η διάρκεια της συσκότισης έφτασε τις 29 ώρες. Οι πρώτες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ζημιές 6 δισ. δολ. στην αμερικανική οικονομία («Wall Street Journal» 18/8/03).
Ομως το πρόβλημα δεν περιορίζεται στο καθαρά οικονομικό επίπεδο. Το ακόλουθο ειρωνικό γερμανικό σχόλιο συμπυκνώνει την πολιτική διάσταση της θεαματικής συσκότισης: «Μια χώρα η οποία κόπτεται τόσο για την εθνική της ασφάλεια παραλύει γιατί κάπου, κάπως χάλασε μια ασφάλεια. Οποιος θέλει λοιπόν το κακό της Αμερικής, το πιο εύκολο πράγμα είναι να στραφεί στο σύστημα ηλεκτροδότησής της» («Deutsche Welle» 18/8/03).
Η πλήρης αποκάλυψη των συγκεκριμένων αιτιών που προκάλεσαν τόσο εκτεταμένη κατάρρευση στα αλληλοσυνδεόμενα γειτονικά δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας σε ορισμένες αμερικανικές πολιτείες, θα συναντήσει αυτονόητες δυσκολίες και πιθανά θα απαιτήσει αρκετό χρόνο. Ομως η αμερικανική συσκότιση βοηθά σε κάτι πιο ουσιαστικό, στην πολιτική αποκάλυψη του ρόλου και των συνεπειών της καπιταλιστικής «απελευθέρωσης».
Associated Press |
Για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών κατανάλωσης δεν αρκεί η ύπαρξη εφεδρικής ικανότητας σταθμών ηλεκτροπαραγωγής. Πρέπει να υπάρχει ταυτόχρονα η δυνατότητα αξιόπιστης μεταφοράς και διανομής της πλεονάζουσας παραγωγής. Η συγκεκριμένη δυνατότητα μειώνεται όταν οι γραμμές μεταφοράς λειτουργούν πολύ κοντά στα τεχνικά όριά τους. Οι υπερφορτωμένες γραμμές αδυνατούν, δηλαδή, να ανταποκριθούν στο αίτημα μεταφοράς επιπλέον ενέργειας. Οταν ορισμένα αλληλοσυνδεόμενα δίκτυα μεταφοράς βρεθούν σε αυτήν την κατάσταση μπορεί να καταρρεύσουν το ένα μετά το άλλο, μόλις κάποιο μεμονωμένο δίκτυο ζητήσει επιπλέον τροφοδοσία απ' τα γειτονικά του, εξαιτίας τεχνικού προβλήματος.
Στις ΗΠΑ το γενικό πρόβλημα που περιγράψαμε υπήρχε, αφού την τελευταία δεκαετία οι καταναλωτικές ανάγκες αυξήθηκαν κατά 30%, ενώ η ικανότητα μεταφοράς λιγότερο από 15%. Ο πρώην υπουργός ενέργειας των ΗΠΑ Μπιλ Ρίτσαρντσον δήλωσε χαρακτηριστικά στην τηλεόραση του CNN ότι «το πρόβλημα είναι πως κανείς δε δημιουργεί αρκετή ικανότητα μεταφοράς ρεύματος».
Το πρόβλημα, λοιπόν, στην ουσία του δεν ήταν τεχνικό αλλά πολιτικό. Στο πλαίσιο της καπιταλιστικής «απελευθέρωσης» η κύρια ευθύνη των επενδύσεων στο σύστημα παραγωγής -μεταφοράς - διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας, έχει περάσει στους ιδιωτικούς μονοπωλιακούς ομίλους. Οι όμιλοι λαμβάνουν, όπως είναι φυσικό, τις επενδυτικές τους αποφάσεις με κριτήριο τη μέγιστη δυνατή κερδοφορία τους, παραγνωρίζοντας ακόμα και στρατηγικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Ο πλήρης τεμαχισμός του ενιαίου συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας σε τομείς παραγωγής - μεταφοράς - διανομής, καθώς και σε ανταγωνιζόμενους ιδιωτικούς και κρατικούς ομίλους, δυσκολεύει την προσπάθεια μακροπρόθεσμης πρόβλεψης, ρύθμισης και σχεδιασμού απ' τη σκοπιά του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα ιδιωτικά μονοπώλια απέφυγαν τις αναγκαίες επενδύσεις εκσυγχρονισμού - συντήρησης του δικτύου μεταφοράς ύψους 50 δισ. δολ. με κριτήριο την κερδοφορία τους, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που οι τιμές των μετοχών τους σημείωναν απώλεια μετά το περιβόητο σκάνδαλο της ENRON. Τα φώτα της δημοσιότητας έχουν στραφεί τώρα στις διακριτές ευθύνες της εταιρίας First Energy Corporation, που διαχειρίζεται τις 4 απ' τις 5 γραμμές μεταφοράς, στις οποίες εντοπίστηκε η διακοπή. Ο πρόεδρός της Tony Alexander είναι ένας από τους ένθερμους χρηματοδότες της προεκλογικής εκστρατείας του Προέδρου Μπους. Η συγκεκριμένη ιδιωτική εταιρία εκμεταλλεύεται σήμερα 4,3 εκατ. πελάτες και εμφανίζει πάνω από 12 δισ. δολ. ετήσια έσοδα το 2002.
Παράλληλα, επισημαίνεται ότι το σύστημα αποτροπής της βλάβης μετά από διακοπές σε ορισμένες γραμμές μεταφοράς δε λειτούργησε αποτελεσματικά. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι τρεις μέρες μετά την κατάρρευση του συστήματος το 20% των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που είχαν τεθεί εκτός λειτουργίας δεν είχαν ακόμη επαναλειτουργήσει. Το βρετανικό πρακτορείο BBC επισημαίνει διακριτικά (16/8/03): «Παλαιότερα η κυβέρνηση είχε συνήθως την ευθύνη να εξασφαλίζει πως η κάθε περιοχή θα είχε αρκετή πλεονάζουσα ενέργεια για να αντιμετωπίσει έκτακτες καταστάσεις. Αλλά απ' τη δεκαετία του 1980 οπότε και απελευθερώθηκε η αγορά ενέργειας, οι σχετικοί κανονισμοί δεν είναι ιδιαίτερα αυστηροί».
Η θεαματική συσκότιση του Αυγούστου δεν αποτελεί βέβαια μεμονωμένο φαινόμενο στην ιστορία της καπιταλιστικής «απελευθέρωσης». Την προηγούμενη πενταετία οι ΗΠΑ συγκλονίστηκαν απ' τις πολυήμερες διακοπές ηλεκτροδότησης στην πολιτεία της Καλιφόρνια, ενώ στη Λατινική Αμερική παρουσιάστηκαν αντίστοιχα φαινόμενα στη Βραζιλία και στην Αργεντινή.
Το φετινό καλοκαίρι ισχυροί ιαπωνικοί όμιλοι όπως η Honda Motor και η Toshiba, αναγκάστηκαν να δρομολογήσουν προγράμματα περιορισμού της χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας μετά την προειδοποίηση της Tokyo Electric Power για κίνδυνο εκτεταμένων διακοπών ηλεκτρικού ρεύματος.
Στην Ιταλία τον Ιούνη του 2003 σημειώθηκε η πιο εκτεταμένη διακοπή ηλεκτροδότησης της εικοσαετίας, μετά από μια απόφαση του γαλλικού μονοπωλίου Edf να μειώσει τις εξαγωγές προς τη συγκεκριμένη χώρα.
Το σύνολο των προαναφερόμενων εξελίξεων αναδεικνύει το βασικό πολιτικό ερώτημα: Ενεργειακός σχεδιασμός για ποιον; Για τις λαϊκές ανάγκες ή για το καπιταλιστικό κέρδος;
Χρόνος αναβολής για την πολιτική απάντηση του εργατικού κινήματος δεν υπάρχει. Η ταχύτητα συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου αυξάνεται καθώς προχωρά η υλοποίηση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Ηδη 6 ιδιωτικοί και κρατικοί μονοπωλιακοί όμιλοι ελέγχουν το 65% του συνόλου της κοινοτικής αγοράς (Edf, RWE, EON, Enel, Vattenfall, Electrabel).
Ιδιαίτερα στη χώρα μας όπου η κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να κάνει τα επόμενα βήματα αναδιάρθρωσης του ενεργειακού τομέα μέσα στο 2003, η ταξική συνδικαλιστική και πολιτική απάντηση πρέπει να είναι ηχηρή. Οι νέες αυξήσεις στα τιμολόγια λαϊκής κατανάλωσης, η μεθόδευση αντικατάστασης του φτηνού εγχώριου λιγνίτη απ' το ακριβό και εισαγόμενο φυσικό αέριο σαν στρατηγικού καυσίμου ηλεκτροπαραγωγής, οι αδειοδοτήσεις νέων ιδιωτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, η σταδιακή προώθηση της ιδιωτικοποίησης στα ΕΛΠΕ και στη ΔΕΠΑ μπορούν να αποτελέσουν ευκαιρίες εργατικής αντεπίθεσης.
Οι εργαζόμενοι μπορούν να βγάλουν ασφαλή συμπεράσματα στηριγμένοι στη διεθνή και στην εγχώρια πείρα. Να δουν, σε τελευταία ανάλυση, ότι στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ταυτόχρονα και συνδυασμένα το σύνολο των λαϊκών αναγκών για: φθηνή κατανάλωση, μείωση της ενεργειακής εξάρτησης, αξιοπιστία και ευστάθεια του συστήματος, ασφάλεια των εργαζομένων και προστασία του περιβάλλοντος.
Να αγωνιστούν για την επιβολή ενός ενιαίου αποκλειστικά κρατικού φορέα ενέργειας που θα αποτελεί λαϊκή περιουσία και θα λειτουργεί αποτελεσματικά στο πλαίσιο μιας οικονομίας με κοινωνικοποιημένα τα μέσα παραγωγής, να πάρουν δηλαδή την τύχη τους στα χέρια τους.