Στην τελευταία δεκαετία (1987-1997), που εφαρμόζονται "γαλαζοπράσινες" πολιτικές λιτότητας για τους εργαζόμενους, το εμπορικό έλλειμμα Ελλάδας με την ΕΕ των "15" υπερδιπλασιάστηκε
Πριν είκοσι χρόνια και κάτι μήνες, ο τότε πρωθυπουργός και πρόεδρος της ΝΔ Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε κρούσει τον κώδωνα κινδύνου για την παραγωγική υποβάθμιση της Ελλάδας και την αυξανόμενη οικονομική εξάρτησή της από το εξωτερικό. Βλέποντας τα ελλείμματα του ισοζυγίου να αυξάνονται αλματωδώς, ο τότε πρωθυπουργός και πρόεδρος της ΝΔ είχε επισημάνει πως οι Ελληνες "καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε". Η δήλωσή του αυτή αποτελούσε προάγγελο για την απόφαση της κυβέρνησης να εφαρμόσει σφιχτή εισοδηματική πολιτική, για να συμπιέσει την κατανάλωση με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων (η παράταξή του θεωρούσε υπεύθυνους για την υπερκατανάλωση τους εργαζόμενους).
Από το 1997 μέχρι σήμερα, στην Ελλάδα εφαρμόζονται παραλλαγές πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας - σε "γαλάζιο" η "χρώμα" - με διάφορα επιχειρήματα και προσχήματα που επικαλούνται οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Ενα από αυτά τα επιχειρήματα ήταν και τα μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου. Φτάνει μόνο να θυμίσουμε ότι ο βασικός λόγος που η κυβέρνηση του "παλιού" ΠΑΣΟΚ εφάρμοσε στη διετία 1985-1987 το διετές πρόγραμμα λιτότητας (που κατάρτισε ο καθηγητής Γ. Σπράος και άλλοι στενοί συνεργάτες και φίλοι του τότε υπουργού Εθνικής Οικονομίας και σήμερα πρωθυπουργού Κ. Σημίτη) ήταν τα εκρηκτικά ελλείμματα του ισοζυγίου.
Ομως, τα προβλήματα του ισοζυγίου δεν αντιμετωπίστηκαν. Αντίθετα, αξιοποιήθηκαν και από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, σαν άλλοθι, για να δικαιολογούν την εμμονή τους στην εφαρμογή πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας, χωρίς ημερομηνία λήξης. Στα 16 χρόνια και κάτι μήνες, που πέρασαν από την ημερομηνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, τα προβλήματα του ισοζυγίου παραμένουν άλυτα. Η εμπειρία των τελευταίων 16 ετών διέψευσε τις προσδοκίες εκείνων που υπεραμύνονταν της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι τα ελληνικά προϊόντα θα βρουν διέξοδο στη μεγάλη αγορά των 300 εκατομμυρίων κατοίκων της Ευρώπης και άρα θα δοθεί ένα τέλος στα μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου.
Αδιάψευστο μάρτυρα, για την αρνητική συμβολή που είχε τόσο η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (σήμερα Ευρωπαϊκή Ενωση) όσο και η εφαρμογή πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας (που επεξεργάζονται τα επιτελεία των πολυεθνικών και συνιστά στις κυβερνήσεις των χωρών - μελών της ΕΕ το Διευθυντήριο των Βρυξελλών), αποτελούν τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας Ελλάδας που επεξεργάστηκε και παρουσιάζει σήμερα ο "Ρ". Μια απλή ανάγνωση αυτών των στοιχείων πείθει και τον πιο άσχετο ότι όλοι οι δείκτες του Ισοζυγίου Εμπορικών Συναλλαγών Ελλάδας - ΕΕ χειροτέρευσαν σε βάρος της Ελλάδας και μάλιστα δραματικά. Οι ελληνικές εξαγωγές προς τις χώρες - μέλη της ΕΕ μειώθηκαν, οι εισαγωγές κοιναγορίτικων προϊόντων στην Ελλάδα αυξήθηκαν και το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας απέναντι στις 15 χώρες - μέλη της Κοινότητας αυξήθηκε κατά 2,5 φορές!
Τελικά η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, από φάρμακο που έλεγαν ότι θα αποτελέσει για το ισοζύγιο, αποδείχτηκε... φαρμάκι. Στην τελευταία δεκαετία οι εισαγωγές αυξήθηκαν 95,2%, οι εξαγωγές μειώθηκαν 4,7% και το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε κατά 158%
"Ανθρακες ο θησαυρός", αποδείχτηκε το βασικό επιχείρημα, ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ αποτελεί το καλύτερο φάρμακο για την αντιμετώπιση των μεγάλων οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και τα μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου. Τελικά, η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και η πολιτική του "γιες μεν", που τήρησαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ απέναντι στις υποδείξεις του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών για πολιτική μονόπλευρης λιτότητας, αντί για φάρμακο που θα αντιμετώπιζε τα προβλήματα του ισοζυγίου, αποδείχτηκαν... φαρμάκι. Το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας με τις άλλες χώρες - μέλη της Κοινότητας γιγαντώθηκε. Και καθώς αυτό είχε αρχίσει να γίνεται ορατό από την επομένη, τους πρώτους μήνες του 1981, οι κάθε είδους θιασώτες της ένταξης στην ΕΟΚ (πρώιμοι και όψιμοι), όπως και όλοι εκείνοι που υποστήριζαν ότι το Μάαστριχτ και η "σύγκλιση" αποτελούν μονόδρομο, πιπιλούσαν την "καραμέλα" του πακτωλού των χρημάτων που εισπράττει η Ελλάδα από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Κλείνοντας τα μάτια τους μπροστά στην πραγματικότητα, οι θιασώτες της ένταξης πρόβαλαν μόνο την πλευρά των δισεκατομμυρίων δολαρίων που εισπράττει η Ελλάδα από τα ταμεία της Κοινότητας και αποσιωπούσαν - σκόπιμα - την αλματώδη αύξηση του εμπορικού ελλείμματος από τις συναλλαγές της Ελλάδας με τις άλλες 14 χώρες -μέλη της ΕΕ
Ιδού και τα τεκμήρια, όπως προκύπτουν από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας για την πορεία των εισαγωγών - εξαγωγών και εμπορικού ελλείμματος της Ελλάδας με το σύνολο του κόσμου και χωριστά με κάθε χώρα -μέλος της ΕΕ, που επεξεργάστηκε ο "Ρ" και παραθέτουμε στους σχετικούς πίνακες. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, στο εφτάμηνο Γενάρη - Ιούλη 1997 συγκριτικά με το εφτάμηνο Γενάρη - Ιούλη 1987:
Η δυσμενής για τη χώρα μας εξέλιξη των εισαγωγών - εξαγωγών προκάλεσε μια δραματική επιδείνωση στο εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας απέναντι στις άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ, που τινάχτηκε στα ύψη. Συγκεκριμένα, στο εφτάμηνο Γενάρη - Ιούλη 1997, το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας, απέναντι στις άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ, αυξήθηκε κατά 95,2% ή κατά 4.263,2 εκατ. δολάρια.Από 2.698,5 εκατ. δολάρια που ήταν το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας με την ΕΕ το 1987 ανέβηκε στο περσινό εφτάμηνο στα 6.961,7 εκατ. δολάρια!
Αξίζει να σημειωθεί ότι το εμπορικό έλλειμμα σε βάρος της Ελλάδας αυξήθηκε απέναντι σε όλες τις χώρες - μέλη της ΕΕ σε ποσοστά που κυμαίνονται από 58,7% (Ολλανδία) μέχρι και 766% (Πορτογαλία).
Για λόγους σύγκρισης, θα αναφέρουμε ότι οι καθαρές εισπράξεις της Ελλάδας από τα διάφορα κοινοτικά ταμεία ήταν για ολόκληρο το 1987 (12 μήνες) 1.804,2 εκατ. δολάρια και το 1997 (επίσης 12 μήνες) 5.414 εκατ. δολάρια. Δηλαδή οι καθαρές εισπράξεις από το ταμεία της Κοινότητας, που αναλογούν για τους 7 μήνες του 1987 και 1997, ανέρχονται σε 1.052,5 εκατ. δολάρια και 3.158,2 εκατ. δολάρια αντίστοιχα. Αν λοιπόν συγκρίνουμε την αύξηση των καθαρών εισπράξεων που είχε η Ελλάδα από τα κοινοτικά ταμεία με την αύξηση του εμπορικού ελλείμματος Ελλάδας - ΕΕ, προκύπτει ζημιά σε βάρος της χώρας μας, ύψους 1.105 εκατ. δολαρίων.Κι αυτό, γιατί η αύξηση κατά 4.263,2 εκατ. δολάρια του εμπορικού ελλείμματος της Ελλάδας με τις άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ στο εφτάμηνο του 1997 συγκριτικά με το εφτάμηνο του 1987 υπερκάλυψε την αύξηση των καθαρών εισπράξεων της Ελλάδας από τα κοινοτικά ταμεία που ήταν 3.158,2 εκατ. δολάρια.
Το πόσο επικίνδυνη και καταστροφική για τη χώρα αποδείχτηκε η πολιτική της μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων - που εφάρμοσαν τόσο οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ - είναι φανερό και από το γεγονός ότι στην τελευταία δεκαετία είχαμε επίσης παραγωγική υποβάθμιση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Ετσι, παράλληλα με την εισαγωγική διείσδυση (δηλαδή την πλημμυρίδα των κοιναγορίτικων προϊόντων στην Ελλάδα, που εκτόπισαν από την εγχώρια αγορά τα ελληνικά) είχαμε και συνέχιση της παραγωγικής υποβάθμισης της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, καθώς μια σειρά ελληνικά παραδοσιακά προϊόντα έχασαν αγορές του εξωτερικού και ειδικότερα αγορές της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ιδιαίτερα έντονη είναι η υποβάθμιση της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, σε χώρες που στην τελευταία δεκαετία είχαμε μείωση των εξαγόμενων ελληνικών προϊόντων, όπως για παράδειγμα:
Απ' όποια πλευρά, λοιπόν, κι αν εξεταστούν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας για την εξέλιξη των εμπορικών σχέσεων Ελλάδας - ΕΕ, προκύπτει με σαφήνεια ότι - παρά το γεγονός ότι στην τελευταία δεκαετία εφαρμόζονται χωρίς διαλείμματα πολιτικές σκληρής λιτότητας για τους εργαζόμενους και τα πλατιά λαϊκά στρώματα - όλοι οι δείκτες παρουσιάζουν χειροτέρευση...
Ενώ το 1987 οι ελληνικές εξαγωγές κάλυπταν το 38,6% της αξίας των εισαγόμενων εμπορευμάτων από την ΕΕ των "15", το ποσοστό αυτό έπεσε πέρσι στο 18,2%...
Αποκαλυπτικά, για το πόσο επιβλαβής για την ελληνική οικονομία, αποδείχτηκε η ένταξη και η μονομερής πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της ΕΟΚ (σήμερα ΕΕ), είναι και τα παρακάτω στοιχεία που επεξεργάστηκε ο "Ρ" και δείχνουν την εισαγωγική διείσδυση. Οπως, λοιπόν, προκύπτει από τα αναλυτικά στοιχεία του πίνακα, στην τελευταία δεκαετία είχαμε ένταση της εισαγωγικής διείσδυσης από όλες της χώρες - μέλη της ΕΕ, εκτός από την Ιρλανδία, με την οποία η σχέση εισαγωγών - εξαγωγών παρουσίασε βελτίωση.Στην ουσία δηλαδή, αντί τα ελληνικά προϊόντα να βρουν διέξοδο στη... μεγάλη αγορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης των 250 εκατ. κατοίκων (το 1981) και πάνω από 300 εκατομμύρια σήμερα, αποδείχτηκε το αντίθετο. Η ελληνική αγορά των περίπου 10 εκατομμυρίων κατοίκων αποδείχτηκε μεγάλη, για να απορροφήσει τις αυξανόμενες εισαγωγές προϊόντων από τις 15 χώρες - μέλη της Κοινότητας και η μεγάλη αγορά της ΕΕ πολύ μικρή για να απορροφήσει τα ελληνικά προϊόντα.
Η εισαγωγική διείσδυση, που προκύπτει κυρίως από την εξέλιξη της σχέσης εισαγωγών προς εξαγωγές, εντάθηκε την τελευταία δεκαετία κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες! Από 38,6% που ήταν το ποσοστό κάλυψης εισαγωγών με εξαγωγές το 1987, έπεσε πέρσι στο 18,8%.
Ιδιαίτερα έντονη είναι η εισαγωγική διείσδυση από τις εξής χώρες της ΕΕ:
Η αυξανόμενη εισαγωγική διείσδυση, μας δείχνει δύο πράγματα. Πρώτον, ότιτα εισαγόμενα εμπορεύματα εκτοπίζουν από την εγχώρια αγορά (δηλαδή τα ράφια των σούπερ μάρκετ και άλλων καταστημάτων) τα ομοειδή ελληνικά. Δεύτερον, ότι επειδή οι ελληνικές εξαγωγές παραμένουν στάσιμες ή και μειώνονται, μεγαλώνουν οι ανάγκες για εξωτερικό δανεισμό και άρα μεγαλώνει η οικονομική εξάρτηση της χώρας από τα ξένα κέντρα. Αν για παράδειγμα το 1987 με τις εισπράξεις από ελληνικές εξαγωγές ξεπληρώναμε το 38,6% της αξίας των εισαγόμενων και δανειζόμαστε το υπόλοιπο 61,4%, το 1997 οι ελληνικές εισαγωγές αρκούσαν για την εξόφληση μόλις του 18,8% των εισαγωγών και τα υπόλοιπα τα 81,2% τα καλύπταμε με εξωτερικό δανεισμό!
Η ίδια εξέλιξη, δείχνει επίσης, ότι ο εκτοπισμός των ελληνικώναπό τα εισαγόμενα κοιναγορίτικα προϊόντα, οδηγεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη μείωση της εγχώριας παραγωγής (βιομηχανικής και αγροτικής) και σταδιακά στην αύξηση της ανεργίας, αλλά και των πτωχεύσεων, κυρίως μικρομεσαίων παραγωγικών επιχειρήσεων.
Tα κείμενα έγραψε ο Λάμπρος ΤΟΚΑΣ