Η ομιλία του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στο Καλλιμάρμαρο
Τα παραπάνω σημείωσε μεταξύ άλλων ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, στην ομιλία του στην ιστορική συναυλία στο Καλλιμάρμαρο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη.
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ:
«Στη σημερινή κρίσιμη συγκυρία - χωρίς να το έχουμε προβλέψει, άλλοι, βλέπετε, φρόντισαν γι' αυτό - γιορτάζουμε τα 100 χρόνια του Μίκη όπως εκείνος θα το 'θελε. Τραγούδι και αγώνας θα γίνουν ένα.
Δύο έννοιες απόλυτα συγχωνευμένες σε μια ιστορική συναυλία, που αντικειμενικά παίρνει το νόημα μιας ιστορικής διαδήλωσης, ενός ιστορικού λαϊκού συλλαλητηρίου για την καταδίκη του πολέμου και των δυνάμεων που πουλάνε τους λαούς "στο παζάρι του ληστή" και "του φονιά". Των δυνάμεων που "παίζουν ζάρια τις ζωές μας", "στα παζάρια όλης της Γης", για να θυμηθούμε το τόσο επίκαιρο τραγούδι των Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Ελευθερίου.
Απέναντι στα χιλιάδες παιδιά που μελανιασμένα και νηστικά θάβονται ζωντανά μες στα χαλάσματα και στην κοσμοχαλασιά.
Να σταματήσουν, έστω την ύστατη στιγμή, αυτές οι αλυσιδωτές εκρήξεις πολεμικών συρράξεων και επεισοδίων που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν στον όλεθρο ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Η σημερινή συναυλία είναι μια νίκη του πολιτισμού, των πραγματικά πολιτισμένων ανθρώπων, που δεν μπορούν να μένουν αδιάφοροι όταν η αδικία αλωνίζει και το ψέμα θριαμβεύει, που δεν μπορούν να κοιτάζουν τη δουλειά τους όταν γύρω τους υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που βογκούν, ταπεινώνονται, πεινούν, τσακίζονται, βομβαρδίζονται.
Και, την ίδια στιγμή, όλη αυτή η βαρβαρότητα να βαφτίζεται με θράσος από τους υπαιτίους της "εκπολιτισμός βαρβάρων και καθυστερημένων λαών"!
Ομως στην περίπτωση του Μίκη, παρότι το τρανό έργο του έχει κατά κράτος νικήσει τον θάνατο, αυτό δεν αρκεί. Τα γεγονότα που ζούμε, τα τέσσερα χρόνια που λείπει, είναι λες και έχουν βαλθεί να υπογραμμίσουν την απουσία του.
Οχι ως σκέτο καλλιτέχνη - δημιουργό, αλλά και ως τον δημιουργό - λαϊκό καθοδηγητή.
Γιατί το ειδοποιό χαρακτηριστικό του Μίκη Θεοδωράκη, αυτό που τον ξεχωρίζει από τους άλλους κορυφαίους δημιουργούς μας, είναι η συνείδηση του χρέους που ένιωθε ότι έχει ο καλλιτέχνης απέναντι στον λαό, να τον βοηθήσει, να γίνει μπροστάρης και οδηγητής του στον δρόμο για την κοινωνική απελευθέρωση. Κι αυτό όχι μόνο με την Τέχνη του, αλλά και με τη δράση του μέσα στο λαϊκό κίνημα.
Ποιος θα το περίμενε, ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί ότι ο Θεοδωράκης ακόμα και μετά τον θάνατό του θα γινόταν για άλλη μια φορά ο πόλος της λαϊκής συσπείρωσης για την ειρήνη και τη λευτεριά των λαών; Κι όμως, αυτό δεν είναι παράλογο. Ο χρόνος είναι πολύ σεβαστικός και ευγενικός απέναντι στους δημιουργούς που μπορούν να ακούν τον βηματισμό της Ιστορίας. Και ο Μίκης Θεοδωράκης τον άκουγε με το παραπάνω.
Από 17 κιόλας χρονών οργανώθηκε στο ΕΑΜ και λίγο μετά στο ΚΚΕ, συμμετέχοντας στην Αντίσταση. Τον Δεκέμβρη του '44 πολέμησε στη Μάχη της Αθήνας ως αντάρτης του Εφεδρικού ΕΛΑΣ. Οι 33 μέρες των Δεκεμβριανών χαράχτηκαν τόσο βαθιά μέσα του, που χρόνια μετά ζήτησε στον τάφο του να γραφεί το Αισχύλειο επίγραμμα: "Πολέμησε τον Δεκέμβρη".
Στη διάρκεια του εμφυλίου μοιράστηκε με τους συντρόφους του τις άγριες διώξεις του αστικού κράτους, εξόριστος στην Ικαρία και έπειτα στη Μακρόνησο, όπου βασανίστηκε φριχτά.
Στη συνέχεια αγωνίστηκε μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες για την κοινωνική και πολιτιστική αναγέννηση, ενώ "πλήρωσε" με νέες δοκιμασίες, φυλακές και εξορίες την παράνομη δράση του ενάντια στη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967.
Με τις αμέτρητες συναυλίες του στο εξωτερικό μέχρι την πτώση της δικτατορίας, μετέφερε το μήνυμα της αντίστασης και της λευτεριάς σε όλο τον κόσμο και έπειτα σε όλη την Ελλάδα.
Τα τραγούδια του, που τα τραγουδούσαμε μυστικά τη μαύρη εκείνη επταετία, κατέκλυσαν σαν χείμαρρος τα γιαπιά, τα σχολειά, τα πανεπιστήμια, τις εκδρομές, τις συντροφιές, τις διαδηλώσεις.
Τα χρόνια αυτά έδωσε τη μάχη ως υποψήφιος του ΚΚΕ για τον δήμο της Αθήνας, ενώ το 1981 και το 1985 ως βουλευτής του Κόμματος υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των εργαζομένων, του λαού.
Ούτε η ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος και η επικράτηση της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και στις άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες στάθηκε ικανή να αποστρατεύσει τον Μίκη. Το αντίθετο.
Ενιωθε περήφανος γιατί μείναμε όρθιοι, τονίζοντας πως "αυτό το οφείλουμε στα δάκρυα και τις θυσίες των χιλιάδων και χιλιάδων πρωτοπόρων αγωνιστών που έπεσαν ακολουθώντας τις σημαίες και τα λάβαρα με το κόκκινο αίμα. Τα λάβαρα που φλόγιζαν και εξακολουθούν να φλογίζουν τις καρδιές όσων πάλευαν και παλεύουν για την ελευθερία, την ειρήνη, το δίκαιο, τα δικαιώματα του λαού μας και όλων των λαών της Γης".
Γι' αυτό με τα τραγούδια του, με τη συμμετοχή του στους αγώνες, με δηλώσεις, με επιστολές, συνέχιζε να είναι πάντα παρών στις κρίσιμες καμπές της Ιστορίας:
Στην καταδίκη του βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας. Στην καταγγελία, με επιστολή του προς το Συμβούλιο της Ευρώπης και την ΕΕ, του αντικομμουνιστικού μνημονίου, που εξομοιώνει ανιστόρητα τον φασισμό με τον κομμουνισμό.
Ο μόνος τρόπος για να μείνει κανείς πιστός στον εαυτό του, για να σώσει την ψυχή του από τους χωρίς τέλος συμβιβασμούς, θεωρούσε πως ήταν να συντονιστεί με όσους το έπαιζαν κορόνα - γράμματα με την Ιστορία.
"Αν επιζήσεις θα έχεις πολλά και σημαντικά να διηγηθείς στους ανθρώπους", έγραφε. Και ο Μίκης είχε, πράγματι, πολλά να μας διηγηθεί.
Με το μεγαλειώδες έργο του απαθανάτισε όλο το έπος της λαϊκής πάλης του 20ού αιώνα στη χώρα μας, και έκανε έναν ολόκληρο λαό να νιώθει περηφάνια για την αγωνιστική κληρονομιά του και θαυμασμό για εκείνους που με πράξεις την τιμούν και τη διαιωνίζουν.
Ετσι και σήμερα που "οι λύκοι οι διψασμένοι για αίμα σεργιανίζουν στις γειτονιές μας και τα τσακάλια του αντικομμουνισμού ξανασηκώνουν κεφάλι" - σύμφωνα με τα δικά του λόγια στα 90χρονα του Κόμματός μας - αναζητούμε και πάλι την ορμή και τη φλόγα του μυαλού και της καρδιάς του.
Τον φανταζόμαστε με την παλαιστινιακή μαντήλα στους ώμους να μας καλεί σε πανστρατιά για να αποτρέψουμε το έγκλημα του αιώνα, που συντελείται στην Παλαιστίνη. Οπως το έκανε πάντα όσο ζούσε, με κόστος να δεχτεί επιθέσεις για δήθεν αντισημιτισμό από την ισραηλινή και την ελληνική κυβέρνηση, μέχρι και από την αμερικάνικη πρεσβεία.
Αναλογιζόμαστε την πίεση που θα ασκούσαν διεθνώς οι γεμάτες πάθος και έμπνευση πρωτοβουλίες του για να μπει τέλος στη θηριωδία του κράτους - δολοφόνου Ισραήλ. Για να ανοίξει ο δρόμος στη λευτεριά του ηρωικού Παλαιστινιακού λαού, που τόσο πόνεσε και τόσο αγάπησε, έχοντας μάλιστα γράψει τη μουσική του ύμνου της Παλαιστίνης και λάβει τιμητικά το 2015 την παλαιστινιακή ιθαγένεια.
Τον ακούμε από την εξέδρα της συναυλίας για τη 2η Ιντιφάντα το 2002 να προειδοποιεί προφητικά: "Εάν δεν σταματήσουμε τώρα, στο ξεκίνημά τους, αυτούς που βαφτίζουν τους λαούς τρομοκράτες για να τους αφανίσουν, τότε αύριο ίσως να είναι πολύ αργά". "Οταν μια πολεμική μηχανή ξεκινήσει, τότε τίποτε δεν τη σταματά". Και συνέχιζε: "Ηδη έχει αποκαλυφθεί ότι μετά τον Αξονα του Κακού όπως τον βάφτισε ο Μπους, δηλαδή το Ιράκ, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, σειρά έχουν η Κίνα και η Ρωσία".
Ο Θεοδωράκης δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει ότι τα ιδανικά της ειρήνης, του δίκιου, της ελευθερίας, είναι κατορθωτά. Το έργο του είναι μια διαρκής σύγκρουση με την αδικία, αλλά και με την ηττοπάθεια, την παραίτηση. Είναι ένα σάλπισμα για πάλης ξεκίνημα, ώσπου να μυρίσει η Ανάσταση και να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση.
"Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, εκεί που πάει να σκύψει... Να τη, πετιέται αποξαρχής", είναι η απάντησή του στην πίκρα και στην απογοήτευση από τους αδικαίωτους αγώνες και τα ανεκπλήρωτα ιδανικά.
Αυτή η αναπτέρωση της ελπίδας, η κατάφαση στη ζωή και στον αγώνα, δεν είναι ρηχή και πάντα εύκολη. Κάποιες φορές αναδύεται μέσα από βασανιστικό αναστοχασμό. Και αυτό είναι μία ακόμη απόδειξη πως κατείχε καλά την τέχνη να θεμελιώνει σταθερά μέσα μας την πεποίθηση ότι παρά τις ήττες και τα πισωγυρίσματα, η ανθρώπινη ευτυχία δεν είναι ουτοπία, για τη Δευτέρα Παρουσία.
Οσο ρωμαλέα και στιβαρά αναμετριέται η Τέχνη του με την αδικία, τόσο τρυφερά και απαλά αγκαλιάζει την ομορφιά της ζωής.
Γενναίος, φλογερός, αλλά και ευαίσθητος καθώς ήταν, έσμιγε στη μουσική του "τους τρανούς αϊτούς με τους χρυσούς αγγέλους".
Ο Θεοδωράκης είχε εμπιστοσύνη στον λαό. Πίστευε πως μόνο ο λαός είχε την ικανότητα να εισχωρήσει στις ανώτερες μορφές της ανθρώπινης δημιουργίας, αρκεί να του δώσει κάποιος τα κλειδιά.
Αυτός το πέτυχε. "Εφερε την ποίηση στο τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί του", όπως έγραφε ο Ρίτσος.
Η επιλογή της λαϊκής μουσικής σε συνδυασμό με στοιχεία της μουσικής μας παράδοσης, για να εκφράσει τον αριστουργηματικό "Επιτάφιο" του Γιάννη Ρίτσου, έκανε αυτό το έργο ορόσημο για την ελληνική μουσική δημιουργία. Καθιερώνοντας αυτήν την πρακτική ως τον κατεξοχήν τρόπο μύησης των λαϊκών ανθρώπων στην ποιητική γλώσσα, που στη συνέχεια ακολουθήθηκε και από άλλους συνθέτες.
Ομως ο Θεοδωράκης, που το μεγάλο καλλιτεχνικό του όραμα ήταν να εναρμονίσει δημιουργικά τους δύο κόσμους, της συμφωνικής και της λαϊκής μουσικής, σε έναν και μοναδικό, δεν έμεινε μόνο σ' αυτό.
Βαθύς γνώστης και σπουδαίος συνθέτης συμφωνικής μουσικής καθώς ήταν, μαζί με την ποίηση διεκδίκησε να φέρει στα χείλη του λαού ολοένα και πιο δύσκολους και απαιτητικούς ηχητικούς κόσμους.
Οπως το ορατόριο "Αξιον Εστί" σε ποίηση του Ελύτη, το "Πνευματικό Εμβατήριο" του Σικελιανού, το μεγαλειώδες "Κάντο Χενεράλ" του Νερούδα, το "Επιφάνια - Αβέρωφ" του Σεφέρη, στα οποία συνταιριάζονται στοιχεία της συμφωνικής δυτικοευρωπαϊκής μουσικής με την ελληνική λαϊκή μουσική και τη μουσική της ελληνικής παράδοσης.
Παράλληλα, ιδρύοντας το 1962 τη Μικρή Ορχήστρα Αθηνών άρχισε να διαδίδει τους θησαυρούς της συμφωνικής μουσικής στον λαϊκό κόσμο, που την απορροφούσε με δίψα.
Οχι τυχαία, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν εντάσσεται αποκλειστικά στους συνθέτες της αποκαλούμενης έντεχνης λαϊκής μουσικής, αλλά θεωρείται διεθνώς και ένας από τους κύριους συμφωνικούς συνθέτες του 20ού αιώνα.
Ομως, και όταν ακόμη συνέθετε συμφωνικά έργα, πάντα στον νου του είχε τον λαό.
Ο,τι φτιάξαμε το πήραμε από τον λαό και στον λαό το επιστρέφουμε, έλεγε.
Και αυτό δεν ήταν από σεμνοτυφία. Ο Μίκης γνώριζε πως μεγάλη Τέχνη είναι αυτή που συλλαμβάνει την κίνηση της Ιστορίας, και πως αυτός που την κινεί μπροστά είναι ο λαός.
Είχε δηλαδή απόλυτη επίγνωση ότι στο σπουδαίο καλλιτεχνικό του επίτευγμα αντανακλούσαν οι σπουδαίες πράξεις του λαού, και ότι η δική του συμμετοχή στη λαϊκή δράση, παρότι τον αποσπούσε σε κάποιον βαθμό από τη δημιουργία του, ήταν το οξυγόνο της Τέχνης του.
Στο δοκίμιο "Στη διαλεκτική της αρμονίας", που έγραψε μαζί με τον Κώστα Γουλιάμο, υπογραμμίζει με νόημα: "Σε κάθε αληθινή επανάσταση αντιστοιχεί μια νέα μορφή πολιτιστικής επανάστασης. Στην περίπτωση της σοσιαλιστικής επανάστασης, με την εμπέδωση της ισότητας για όλους, αντιστοιχεί μια Τέχνη για όλους".
Ταυτόχρονα, ως γνήσιος διεθνιστής, ήθελε τη φωνή του δικού του λαού "να την ενώσει με τη φωνή των άλλων μέσα στο κοινό και πολύβουο τραγούδι της ανθρωπότητας". Και αποδείχθηκε πως αυτό δεν ήταν δύσκολο να το πετύχει.
Η μουσική του έσπασε τα σύνορα της χώρας, καθώς έχει την οικουμενικότητα από τα κοινά βάσανα, τις ελπίδες, τους οραματισμούς των λαϊκών ανθρώπων όπου Γης.
Η παγκόσμια αναγνώριση της καλλιτεχνικής και κοινωνικής προσφοράς του επισφραγίστηκε με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.
Δίχως άλλο, χωρίς τον Μίκη, ιδρυτή και πρωτεργάτη αυτής της νέας Τέχνης, η μουσική θα ήταν αλλιώς.
Χωρίς την παλλόμενη, άγρυπνη και ακατασίγαστη προσωπικότητα του Μίκη, κι εμείς θα ήμασταν αλλιώς.
Μπορεί ως Κομμουνιστικό Κόμμα να μη συμφωνούσαμε πάντα με τις πολιτικές πρωτοβουλίες του, όμως το καταστάλαγμα που μένει είναι η τεράστια παρακαταθήκη του έργου του.
Οπως και η πολιτική διαθήκη που μας άφησε, "σβήνοντας τις λεπτομέρειες" και κρατώντας τα "Μεγάλα Μεγέθη".
"Ξέρω", έλεγε, "πως τελικά η συντριπτική πλειονότητα του λαού μας θα 'ρθει κάποτε στις γραμμές μας, θ' ακολουθήσει τις σημαίες μας... Και τότε, πάνω από τις σκαλωσιές και μέσα από τους κάμπους η πατρίδα μας θα γεμίσει τραγούδια... Τραγούδια χαράς, δημιουργίας και ελευθερίας".
Αυτήν τη μεγάλη μέρα λαχτάρησε, γι' αυτήν τη μέρα πολέμησε, μάτωσε, τραγούδησε σε όλη του τη ζωή.
Κι ως να 'ρθει αυτή η Λαμπρή, με τα τραγούδια του θα πολεμάμε κι εμείς.
Μα κι "άμα τελειώσει ο πόλεμος", εκεί που θα "κοκκινίζουν τα όνειρα", δεν θα τον ξεχάσουμε.
Με τη δική του πάλι μουσική θα τραγουδήσουμε μαζί οι λαοί στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στην Κύπρο, στην Παλαιστίνη, στη Μεσόγειο, στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, παντού στη Γη, το τραγούδι της ειρήνης και της πανανθρώπινης φιλίας. Με όλο το ελληνικό τραγούδι να είναι απόψε εδώ.
Να περάσουμε μια όμορφη βραδιά. Καλή δύναμη σε όλους και όλες! Καλούς αγώνες!».