ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 2 Νοέμβρη 2008
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ - ΛΑΪΚΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ
Χρηματοδοτώντας την ανάπτυξη των επιχειρήσεων

Μαζί με το ξεζούμισμα της εργατικής δύναμης στη διαδικασία της παραγωγής, η άρχουσα τάξη ποντάρει στα δάνεια των λαϊκών νοικοκυριών για να επιμηκύνει τον οικονομικό κύκλο

«Η αυξητική τάση της λαϊκής κατανάλωσης την τελευταία δεκαετία στήριξε την ανοδική πορεία του ελληνικού καπιταλισμού. (...)Η συγκεκριμένη αύξηση της κατανάλωσης στηρίχτηκε στην αύξηση του δανεισμού των λαϊκών νοικοκυριών».

«Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 18ο Συνέδριο» (σελίδα 34)

Η παραπάνω εκτίμηση της ΚΕ, ενόψει του Συνεδρίου, αποτελεί με κάποιο τρόπο «κλειδί» για να προσεγγίσουμε πλευρές, που αφορούν ζητήματα των κοινωνικο - οικονομικών σχέσεων στο σύγχρονο καπιταλισμό, σε δύο τουλάχιστον επίπεδα: Πρώτον, την ουσιαστική και ποιοτική αξιολόγηση των εξελίξεων στον τομέα της οικονομίας και της ανάπτυξης. Δεύτερον, την ουσία των παρεμβάσεων που γίνονται από τις κυβερνήσεις των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών, και της Ελλάδας, στο πλαίσιο των προσπαθειών που καταβάλλονται, ώστε να αποτρέψουν την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης στην πραγματική οικονομία.

Οικονομική ανάπτυξη και άνοδος, για το κεφάλαιο, τους καπιταλιστές και την άρχουσα τάξη συνολικά, είναι έννοιες απόλυτα ταυτόσημες με την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Και μάλιστα, με την κερδοφορία του κάθε κλάδου της οικονομίας, της κάθε, επιμέρους, επιχείρησης. Μόνο στο βαθμό που έχει εξασφαλισμένη την κερδοφορία της, μια επιχείρηση, θα συνεχίσει την παραγωγική της δραστηριότητα, ενώ σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, τα γενικά περί ...ανάπτυξης, είναι παντελώς αδιάφορα για τον κάθε επιχειρηματία.

Το επιχειρηματικό κέρδος, στην πραγματικότητα, είναι η υπεραξία που αποσπούν οι κεφαλαιοκράτες, εκμεταλλευόμενοι την εργατική δύναμη, μέσα στο πλαίσιο της παραγωγικής διαδικασίας. Με αυτήν την έννοια, όσο μεγαλύτερα είναι τα μεγέθη της παραγωγής, τόσο μεγαλύτερο είναι το κέρδος του καπιταλιστή. Η αύξηση της παραγωγής, στα μάτια του καθένα μας, μπορεί να επιτευχθεί «ρίχνοντας» σε μια επιχείρηση περισσότερα κεφάλαια, τα οποία εκφράζονται είτε με περισσότερα και αποδοτικότερα μηχανήματα, είτε με αύξηση του αριθμού των εργαζομένων.

Αλλος παράγει, άλλος νέμεται

Βέβαια, μπορεί η ακόρεστη δίψα του κεφαλαίου για όλο και μεγαλύτερα κέρδη να θέτει ως στόχο επιχειρηματιών τη συνεχή αύξηση της παραγωγής, η επιδίωξη αυτή όμως σκοντάφτει στην ίδια τη βασική αντίθεση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Την αντίθεση, που λέμε, ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και τον ατομικό τρόπο ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της. Αντίθεση που οδηγεί την κοινωνία στην πρόκληση που παρατηρούμε σε όλο της το μεγαλείο: Ο πλούτος που παράγεται αποκλειστικά από τους εργαζόμενους να ανήκει αποκλειστικά στους κεφαλαιοκράτες. Οι τελευταίοι, βέβαια, παράλληλα και ταυτόχρονα, με τη διεύρυνση της παραγωγικής ισχύος του κεφαλαίου τους (σταθερό κεφάλαιο) επιδιώκουν συνεχώς και τον περιορισμό των μισθών των εργαζομένων (μεταβλητό κεφάλαιο). Ετσι, όμως, μειώνεται η αγοραστική δύναμη της μεγάλης μάζας των καταναλωτών και κάποια στιγμή ανατρέπονται οι ισορροπίες - αναλογίες, που αυθόρμητα επιτυγχάνονται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής. Και τότε, η καπιταλιστική οικονομία οδηγείται στις γνωστές περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής.

Την εποχή του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, την περίοδο δηλαδή της πλήρους συνύφανσης του κράτους με τα μονοπώλια, οι αστικές κυβερνήσεις, ενεργώντας με βάση το συμφέρον του μονοπωλιακού κεφαλαίου συνολικά, εντείνουν όλο και περισσότερο την παρέμβασή τους στα δεδομένα που δημιουργούνται στον τομέα των οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών, «ρυθμίζοντας» με τέτοιον τρόπο τις ισορροπίες, με στόχο την επιμήκυνση του οικονομικού κύκλου και κατ' επέκταση το «τράβηγμα» του χρόνου, κατά τον οποίο θα συνεχίζεται η απρόσκοπτη κερδοφορία του κεφαλαίου, χωρίς να εκδηλώνεται κρίση.

Κλασικά εργαλεία

Αύξηση των ορίων της κατανάλωσης, αύξηση, δηλαδή, της απορροφητικότητας περισσοτέρων εμπορευμάτων από αυτά που παράγονται, μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, χωρίς να αλλάξουν στο παραμικρό τα δεδομένα των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής και η κυριαρχία των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων στην κοινωνία. Πώς; Να μερικά παραδείγματα: Αύξηση των μισθών και των συντάξεων. Μείωση των τιμών σε διάφορα είδη πρώτης ανάγκης και διατίμηση για τα υπόλοιπα. Αύξηση των λεγόμενων «κοινωνικών παροχών» για υπηρεσίες Παιδείας, Υγείας, Κοινωνικής Ασφάλισης. Αύξηση των προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων. Μείωση της φορολογίας για τα λαϊκά εισοδήματα. Αύξηση της απασχόλησης και μείωση - κατάργηση της μερικής απασχόλησης και υποαπασχόλησης.

Δεν πρόκειται για ανακάλυψη της Αμερικής. Ολα αυτά - και άλλα πολλά που μπορούν να συναθροιστούν - αποτελούν κλασικά «εργαλεία» ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος, που κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν και μάλιστα ευρέως από το αστικό κράτος. Αποτελούν μέτρα και ρυθμίσεις αυστηρά ενταγμένα στο σύστημα, που στο παρελθόν τού προσέφεραν σημαντικές «ανάσες», παρεμβαίνοντας στον οικονομικό κύκλο και επιβραδύνοντας το ξέσπασμα των οικονομικών κρίσεων. Αυτά, όμως, όλα ίσχυαν στο παρελθόν.

Στην τωρινή φάση εξέλιξης του καπιταλισμού, ρυθμίσεις σαν τις παραπάνω δεν είναι συμβατές με τις σύγχρονες απαιτήσεις και ανάγκες του κεφαλαίου. Τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια σήμερα έχουν ανάγκη να εκμεταλλευτούν και την τελευταία ευκαιρία που μπορεί να υπάρχει. Ζητούμενο είναι πια οι νέοι τομείς επιχειρηματικής δράσης και το αστικό κράτος τους παραχωρεί. Τομείς όπως οι ιδιωτικοποιημένοι κλάδοι (ενέργεια, επικοινωνίες, μεταφορές κλπ.) που μέχρι πρόσφατα ελέγχονταν από το Δημόσιο, η εμπορευματοποιημένη Παιδεία, η Υγεία, οι ιδιωτικές ασφαλίσεις, προσφέρουν ήδη τρελά κέρδη, αλλά τα περιθώρια, για το κεφάλαιο, είναι και πάλι στενά. Ο ιδιαίτερα υψηλός βαθμός συσσώρευσης - και υπερσυσσώρευσης - κεφαλαίων, ο συνεχώς διευρυνόμενος ανταγωνισμός ανάμεσα στις διάφορες ομάδες της οικονομικής ολιγαρχίας, αλλά και η περιβόητη παγκοσμιοποίηση των αγορών έχουν δημιουργήσει νέα δεδομένα: Αφ' ενός καθιστούν απαγορευτική την οποιαδήποτε υποχώρηση του καφαλαίου από θέσεις που ήδη έχει καταλάβει, αφ' ετέρου δίνει τη δυνατότητα στους κεφαλαιοκράτες - κι ακόμα πιο σωστά σε ορισμένα τμήματα των κεφαλαιοκρατών - να διατηρούν και να αυξάνουν τα κέρδη και τα κεφάλαιά τους, «μεταναστεύοντας» σε άλλες χώρες και ηπείρους.

Ο τραπεζικός δανεισμός

Σε αυτό το πλαίσιο, οι αστοί επινόησαν πιο ...σύγχρονους τρόπους για να αυξήσουν τα προς κατανάλωση διαθέσιμα εισοδήματα κι έτσι να εξασφαλίσουν την απορρόφηση των παραγόμενων εμπορευμάτων, που είναι βασικός όρος και προϋπόθεση για την αύξηση της κερδοφορίας τους. «Εσπρωξαν» τον εργαζόμενο - καταναλωτή στον τραπεζικό δανεισμό. «Προσφέροντας» διαφόρων ειδών δάνεια, εξασφάλισαν τη συνέχεια της παραγωγής και άρα της κερδοφορίας -συγκέντρωσης τόσο στους κλάδους της παραγωγικής δραστηριότητας, όσο και στον κλάδο των τραπεζών. Στην ουσία, τα λαϊκά νοικοκυριά χρηματοδότησαν και χρηματοδοτούν τους εκπροσώπους του κεφαλαίου να μην περιέλθουν σε κρίση, υποθηκεύοντας τα δικά τους μελλοντικά εισοδήματα στους τραπεζίτες.

Είναι ενδεικτικό ότι την τελευταία μόνο δεκαετία στη χώρα μας, ο επίσημος τραπεζικός δανεισμός των νοικοκυριών, για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, αυξήθηκε από 9,6 δισ. ευρώ το 1998, σε 104 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2007. Ετσι, ενώ το 1998 ο δανεισμός ήταν μικρότερος από το 10% του ΑΕΠ της χώρας, έχει ήδη ξεπεράσει το 50%! Για την ιστορία, η διαμόρφωση των δανείων των λαϊκών νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ αυτήν την περίοδο διαμορφώθηκε ως εξής:

  • 1998: 6,0%
  • 1999: 7,0%
  • 2000: 9,1%
  • 2001: 11,1%
  • 2002: 13,9%
  • 2003: 18,2%
  • 2004: 22,3%
  • 2005: 38,0%
  • 2006: 44,1%
  • 2007: 49,99%

Με το σκεφτικό ότι η αύξηση του τραπεζικού δανεισμού προς τα λαϊκά νοικοκυριά θα οδηγήσει -έστω σε μια πρόσκαιρη - ενίσχυση της δυνατότητας να αυξηθούν οι πωλήσεις των επιχειρήσεων και άρα να καθυστερήσει η χρηματοπιστωτική κρίση να χτυπήσει την πραγματική οικονομία, η ΕΕ και οι κυβερνήσεις των χωρών - μελών, αποφάσισαν να διαθέσουν τον πακτωλό των τρισεκατομμυρίων ευρώ, προς τις τράπεζες. Τη σχετική συλλογιστική, για τα 28 δισεκατομμύρια που θα τσεπώσουν οι ελληνικές τράπεζες, την ακούμε τις τελευταίες μέρες από διάφορους απολογητές του συστήματος, την ανέπτυξε και ο Κ. Καραμανλής την Παρασκευή, που μας πέρασε, στη Βουλή. Μόνο που κανείς τους δε μας είπε, την πραγματική αλήθεια: Πρώτον, με αυτόν τον τρόπο γίνεται ακόμα μεγαλύτερη η υποθήκευση εισοδημάτων που στο μέλλον αναμένεται να αποκτήσουν οι οικογένειες των εργαζομένων. Δεύτερον, ότι τα κονδύλια αυτά είναι ποσά που οι εργαζόμενοι θα τα πληρώσουν τουλάχιστον δύο φορές. Μία με τη μορφή της κρατικής οικονομικής ενίσχυσης προς τις τράπεζες (που θα δοθούν από τους φόρους που πληρώνουμε) και μία ακόμα με τις ληστρικές τοκοχρεολυτικές δόσεις για την εξόφληση των δανείων που θα χορηγηθούν.

Το πρόβλημα των κρίσεων και των συνεπειών που αυτές επιφέρουν στους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα, μπορεί να αντιμετωπιστεί, μόνο με την αντιμετώπιση του ...ίδιου του καπιταλισμού και την ανατροπή των εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων. Μέχρι να διαμορφωθούν οι συνθήκες για να περάσουμε στην κοινωνία, που αξιοποιώντας κάθε εφεδρεία της θα θέτει ως στόχο της την ικανοποίηση των διευρυνόμενων αναγκών όλου του λαού, θα εξακολουθήσουμε να γινόμαστε μάρτυρες των επαναλαμβανόμενων οικονομικών κρίσεων. Και οι εργαζόμενοι θα ...μαρτυρούν υπό το βάρος των πολιτικών που σε επίπεδο οικονομίας θα στοχεύουν στη στήριξη του κεφαλαίου συνολικά και των ρυθμίσεων - παρεμβάσεων που σε επίπεδο μικροοικονομίας θα επιδιώκουν να τρενάρουν το χρόνο για την εκδήλωση και το ξέσπασμα των κρίσεων.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ