(3ο ΜΕΡΟΣ)
Ο Γιέλτσιν από την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος έγινε «λαϊκός ήρωας», ενώ τα ιμπεριαλιστικά κράτη και τα μαζικά τους μέσα ενημέρωσης αμέσως έπαιξαν το δικό τους χαρτί |
Στις 19 Αυγούστου του 1991, ο Γκορμπατσόφ έχασε πρακτικά τη θέση του προέδρου της Σοβιετικής Ενωσης. Ο αναπληρωτής πρόεδρος και μια Επιτροπή Εκτακτης Ανάγκης προσπάθησαν να καταλάβουν την κρατική εξουσία και κήρυξαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Είχαν προηγηθεί σημαντικές παραβιάσεις του συντάγματος, κυρίως το 1990 και το 1991: Σοβιετικές Δημοκρατίες είχαν μονομερώς κηρύξει την ανεξαρτησία τους, πράγμα που συνοδευόταν από φαινόμενα όπως καθιέρωση χωριστού νομίσματος, συγκρότηση χωριστών ένοπλων μονάδων και πολλά άλλα. Περιφρονήθηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του Μάρτη του 1991, όπου η απόλυτη πλειοψηφία του πληθυσμού είχε τεθεί υπέρ μιας ενιαίας Σοβιετικής Ενωσης. Η περιφρόνηση αυτή εκδηλώθηκε με τη Συμφωνία Ενωσης που διαπραγματεύτηκαν μερικά κρατικά στελέχη. Προωθήθηκε η εθνικιστική υστερία μεταξύ λαών και εθνοτήτων της ΕΣΣΔ και οι ένοπλες συγκρούσεις που ξεπήδησαν απ' αυτή. Υπήρξαν ανοιχτές επιχειρησιακές προσπάθειες για την εγκαθίδρυση της αστικής κοινωνίας κάτω από το σύνθημα που μόλις και μετά βίας κρυβόταν, «δημοκρατία και οικονομία της αγοράς». Απαγορεύτηκε η δραστηριότητα του ΚΚΣΕ στις επιχειρήσεις και τους κρατικούς οργανισμούς της Ρωσίας. Ολα αυτά μαζί ήταν πολύ σοβαρές παραβιάσεις του ισχύοντος σοβιετικού συντάγματος, που ωστόσο δεν τιμωρήθηκαν από καμιά κρατική ή δικαστική εξουσία. Η ιλιγγιώδης διαδικασία αποσύνθεσης ήταν σε πλήρη εξέλιξη.
Μόνο με αυτό το φόντο μπορεί να εκτιμηθεί σωστά η προσπάθεια ανώτατων εκπροσώπων, εν μέρει εκλεγμένων από τη Βουλή, να αναλάβουν την εξουσία. Ισως να μπορούσε να χαρακτηριστεί πολύ σωστά σαν αυλική επανάσταση. Η ΕΣΣΔ τον Αύγουστο του 1991 ήταν προφανώς ένα κράτος όπου οι παραβιάσεις του συντάγματος έδιναν και έπαιρναν, και το λεγόμενο «πραξικόπημα της Μόσχας» ήταν μία ακόμη παραβίαση στην αλυσίδα των παραβιάσεων - και από άποψη κρατικού δικαίου εκείνη που βάραινε λιγότερο.
Αν θέλει κανείς να εκτιμήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη σημασία των γεγονότων που συνέβησαν το καλοκαίρι του 1991, τότε θα έπρεπε σίγουρα να εξετάσει ανάμεσα στ' άλλα και ζητήματα, που στη χώρα μας εσκεμμένα δεν μπαίνουν, όπως: Τι στόχους είχαν οι υπεύθυνοι της 19ης Αυγούστου; Ποιο ήταν το περιεχόμενο των ενεργειών τους; Και ποιο το αποτέλεσμα;
-- υπέρ της «πολιτικής των μεταρρυθμίσεων» του Γκορμπατσόφ που είχε περιέλθει σε αδιέξοδο.
-- κατά της «απώλειας της εμπιστοσύνης του λαού απέναντι στα κρατικά όργανα εξουσίας»,
-- κατά των εθνικιστικών υπερβολών, κατά της ατμόσφαιρας που συνειδητά προκαλιόταν στη χώρα, δηλαδή της «ηθικοπολιτικής τρομοκρατίας», κατά της ανατροπής της συνταγματικής τάξης,
-- κατά της «διάλυσης του ενιαίου μηχανισμού της οικονομίας» και κατά της μαζικής κοινωνικής αθλιότητας που αυτή παράγει,
-- υπέρ της επανάκτησης και διατήρησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων (δουλιά, μόρφωση, υγεία, κατοικία, ανάπαυση και προσωπική ασφάλεια),
-- υπέρ του να εκφραστεί πλατιά ο ρόλος για το σχέδιο της Συμφωνίας Ενωσης, ώστε «ο καθένας να έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να σκεφτεί ήρεμα αυτή την αποφασιστική πράξη και να τοποθετηθεί»,
- υπέρ μιας «συνεπούς πολιτικής μεταρρυθμίσεων», υπέρ «γνήσιων δημοκρατικών διαδικασιών»,
- υπέρ τη συνέχισης των διεθνών υποχρεώσεων και της ειρηνικής πολιτικής της ΕΣΣΔ.
Το ντοκουμέντο υποδηλώνει: Οι υπεύθυνοι επιδίωκαν να αντιτάξουν στην από καιρό διαφαινόμενη και πραγματοποιούμενη εξέλιξη της Σοβιετικής Ενωσης ένα σύμφυρμα κατακερματισμένο σε ξεχωριστά κράτη, ένα σύμφυρμα από κράτη και περιοχές με αστικό ή μισοαποικιοκρατικό μέλλον.
Η επιχείρηση και η ταχεία κατάρρευση έδειξαν ότι οι δυνατότητες άρσης των θεμελιακών προβλημάτων της Σοβιετικής Ενωσης, έτσι όπως είχε η κατάσταση το καλοκαίρι του 1991, δεν μπορούσαν να εξασφαλιστούν πια ή να δημιουργηθούν με τέτοιου είδους διαδικασίες. Με ακατάλληλα μέσα δεν μπορούσαν πια να επιτευχθούν οι διακηρυγμένοι πολιτικοί και κοινωνικοί στόχοι, τη στιγμή που οι συνθήκες είχαν προχωρήσει ήδη πολύ αρνητικά. (Γι' αυτό και τα γεγονότα στις 19 Αυγούστου του 1991 είναι ένα ιδιαίτερα ενημερωτικό παράδειγμα για τους αντικειμενικούς ορισμούς των υποκειμενικών επιδιώξεων και καθορισμών των στόχων).
Οι δυνάμεις που μέχρι πριν από λίγες μέρες είχαν υποστηρίξει τον Γκορμπατσόφ σαν πολιτικό τους εκπρόσωπο, τέθηκαν άμεσα στο πλευρό των αστικών και εθνικιστικών δυνάμεων. Αυτά τα πρώην στηρίγματα του Γκορμπατσόφ στο κόμμα και στα πολιτικά δραστήρια στρώματα, κάτω από την εντύπωση των γεγονότων και της προπαγάνδας των εσωτερικών και ξένων μέσων ενημέρωσης, πέρασαν μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες «στο πλευρό των νικητών». Ηδη την πρώτη μέρα των γεγονότων διαφαινόταν ότι ο Γκορμπατσόφ και η γραμμή του, ανεξάρτητα από την έκβαση των γεγονότων, πολιτικά θα ήταν τελειωμένοι.
Η μάζα του λαού, κυρίως της εργατικής τάξης, παρέμεινε παθητική. Γιατί; Σίγουρα λόγω των βαθιών συνεπειών που είχε η πολιτική κηδεμόνευσης επί Στάλιν και η κατοπινή εναλλασσόμενη ιστορία από τον Χρουτσόφ μέσω του Μπρέζνιεφ μέχρι τον Γκορμπατσόφ. Αυτά τα χρόνια, στις περιπτώσεις αλλαγής της εξουσίας ή των προσώπων, ο λαός δεν είχε τίποτα, ή σχεδόν τίποτα να πει. Σίγουρα και λόγω της αυταρχικής πολιτικής του Γκορμπατσόφ, που με την πολιτική του «των άνωθεν διαταγμάτων» ναι μεν είχε δραστηριοποιήσει λογοτέχνες και δημοσιογράφους, ένα νεοδημιουργούμενο αστικό στρώμα και διάφορους τυχάρπαστους, ωστόσο είχε εξακολουθήσει να κρατάει κάτω από κηδεμονία το ίδιο το κόμμα, και πολύ περισσότερο τη μάζα των εκατομμυρίων ανθρώπων του λαού. Σίγουρα ένα σημαντικό στοιχείο για την παθητικότητα ήταν και η βαθιά απογοήτευση των μαζών μπροστά στην κοινωνική και πολιτική τους κατάσταση, που εδώ και μερικά χρόνια επιδεινωνόταν όλο και περισσότερο, και στην έλλειψη μιας ρεαλιστικής διεξόδου από την καταστροφή που πλησίαζε.
«Μέλη της Κα Γκε Μπε είχαν ειδοποιήσει τον Γκορμπατσόφ και τον Γιέλτσιν για το επικείμενο πραξικόπημα. Ο Γκορμπατσόφ απέρριψε την πρόταση να τον οδηγήσουν σε ασφαλές μέρος και παρ' όλες τις προειδοποιήσεις ταξίδεψε στην Κριμαία.» (Είδηση του γερμανικού τηλεοπτικού σταθμού ZDF, 25/8/1991, ώρα 9.45).
Απ' αυτό προκύπτει, αν η είδηση είναι αληθινή, ότι οι δυο πρωταγωνιστές είχαν γνώση για τα επικείμενα γεγονότα και μπορούσαν να προετοιμαστούν, ο καθένας με τον τρόπο του. Νεότερες πληροφορίες από τη δίκη που έγινε το καλοκαίρι του 1992 για την άρση της απαγόρευσης του ΚΚΣΕ, αναφέρουν ότι το πραξικόπημα που έγινε στις 19 Αυγούστου του 1991 επρόκειτο να γίνει σύμφωνα με σχέδια που τα είχαν επεξεργαστεί ήδη δύο χρόνια πριν με την ενεργό σύμπραξη του ίδιου του Γκορμπατσόφ.
Επομένως, δεν αποκλείεται να στήθηκε συνειδητά παγίδα σ' εκείνους που πίστευαν ότι προετοίμαζαν πραξικόπημα. Ισως εκείνη τη στιγμή να ήταν ήδη σίγουροι οι νικητές! Υπέρ αυτής της πιθανότητας μιλάει το γεγονός ότι η έκβαση των άμεσων γεγονότων έγινε ισχυρός καταλύτης για τις εθνικιστικές και αστικές δυνάμεις στη Σοβιετική Ενωση. Η έκβαση έδωσε τη δυνατότητα στις δυνάμεις αυτές να επιβάλουν ενεργά την πολιτική της κρατικής διάλυσης της Σοβιετικής Ενωσης και της εισαγωγής του εξωραϊσμένου σαν οικονομία της αγοράς καπιταλισμού. Εκμεταλλεύτηκαν τη δυνατότητα με αξιοπρόσεκτη συνέπεια. Προφανώς επρόκειτο για την επιβολή μιας μακροπρόθεσμα επιδιωκόμενης και από καιρό ορατής εξέλιξης και όχι για μια δήθεν απλή αντίδραση σε ένα αποτυχημένο πραξικόπημα.
Ο Γιέλτσιν από την πρώτη μέρα έγινε «λαϊκός ήρωας». Τα ιμπεριαλιστικά κράτη και τα μαζικά τους μέσα ενημέρωσης αμέσως έπαιξαν το δικό τους χαρτί. Αμέσως μετά την επιστροφή του Γκορμπατσόφ άρχισε από τον Γιέλτσιν η δημόσια ταπείνωσή του και η αποδυνάμωσή του. Ο Γιέλτσιν σφετερίστηκε την κρατική εξουσία, που δεν τη δικαιούνταν με βάση τη «συμφωνία» του με τον Γκορμπατσόφ ότι όλα τα ουσιαστικά μέτρα θα πρέπει να έχουν συμφωνηθεί ανάμεσα στους δυο τους. (Ο Γκορμπατσόφ εκείνη τη στιγμή ήταν ακόμα ο επίσημος πρόεδρος της χώρας!). Με ένα προσωπικό «διάταγμα» (επρόκειτο για ένα σημείωμα που γράφτηκε κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του ρωσικού Κοινοβουλίου που μεταδιδόταν από την τηλεόραση), ο Γιέλτσιν απαγόρευε πραξικοπηματικά τη δραστηριότητα του ΚΚΣΕ στη Ρωσία και δήλωσε ότι η περιουσία του κατάσχεται. Αναγνώρισε την ανεξαρτησία των βαλτικών κρατών και εξ ονόματος της Ρωσίας διακήρυξε ότι θα συγκροτήσει ιδιαίτερες στρατιωτικές δυνάμεις, πράγμα που έκαναν και άλλες σοβιετικές Δημοκρατίες. Ο νέος υπουργός Αμυνας Σαπόσνικοφ (για τον οποίον άλλωστε, λίγο μετά το πραξικόπημα έγινε γνωστό ότι είχε πάρει μέρος σε επιχειρησιακές συνεδριάσεις των πραξικοπηματιών) δήλωσε ότι «θα απολυθεί το 80% των ανώτερων αξιωματικών». Κι όλα αυτά χωρίς να υπάρχει κυβέρνηση, ούτε Βουλή, ούτε δικαστήριο...
(ΑΥΡΙΟ ΤΟ 4ο ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΕΡΟΣ)