ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Σεπτέμβρη 2003
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ο ταξικός χαρακτήρας της ανάπτυξης και η «Χάρτα» του ΠΑΣΟΚ

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μεθόδευσε μια επιχείρηση εξαπάτησης των εργατών, των ανέργων, των χαμηλοσυνταξιούχων, των φτωχών αγροτών, των μικροεπαγγελματιών, την οποία τιτλοφόρησε «Κοινωνικό πακέτο - Χάρτα πραγματικής σύγκλισης».

Τα συνήθη μέτρα διαχείρισης της φτώχειας, που παίρνει κάθε χρόνο τέτοια εποχή, τα έβαλε σε ένα τετράχρονο πρόγραμμα, ως το 2008. Τη σταθερή προσήλωση σε νέες φορολογικές ελαφρύνσεις για το μεγάλο κεφάλαιο, στην κρατική του επιδότηση, στη στήριξη εξαγωγής κεφαλαίου για μεγαλύτερη κερδοφορία, αυτούς τους στόχους της αντιλαϊκής πολιτικής, που ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ και στις προηγούμενες κυβερνητικές του θητείες, τους βάφτισε «Χάρτα πραγματικής σύγκλισης». Τη σταθερή προσήλωση των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ να ακολουθεί εισοδηματική πολιτική που αφήνει τους μισθούς και τις συντάξεις πίσω από την αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας, τη βάφτισε μέτρο για την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή.

Η φιλοσοφία και τα επιχειρήματα του ΠΑΣΟΚ

Η φιλοσοφία των κυβερνητικών μέτρων και των ιδεολογικών παρεμβάσεων του πρωθυπουργού κ. Σημίτη συμπυκνώνεται στο εξής:

Το ΠΑΣΟΚ διαχειρίστηκε με σύνεση και επιτυχία τις νέες προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, επομένως της ανάγκης για απελευθέρωση των αγορών και για ένταξη στην ευρωζώνη. Είχε ως αποτέλεσμα να αυξήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ σε σχέση με το μέσο ρυθμό στην ΕΕ, να μειώσει την απόσταση που χωρίζει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα από το αντίστοιχο μέσο όρο στην ΕΕ. Το νέο διεθνές οικονομικό περιβάλλον επιβάλλει να αφήσει το κράτος μεγαλύτερα περιθώρια στην αγορά για να αναπτυχθεί ο ανταγωνισμός, να απαλλαγεί η οικονομία από τις στρεβλώσεις της γραφειοκρατίας. Αν και ο ανταγωνισμός έχει και τις αρνητικές του συνέπειες για τα πιο αδύναμα τμήματα των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, ακόμη και των πιο αδύναμων εθνικών οικονομιών, το ΠΑΣΟΚ, ακριβώς λόγω των σοσιαλιστικών καταβολών του, δεν άφησε στην τύχη τους αδύναμους. Ως σύγχρονο κόμμα της σοσιαλδημοκρατίας επεξεργάστηκε την κοινωνική του πολιτική στις νέες συνθήκες, ώστε οι παροχές του να έχουν αποτέλεσμα, να πηγαίνουν σε αυτούς που έχουν πραγματική ανάγκη, σε αυτούς που ενώ η παραγωγή τους είναι χαμηλή, αξίζει να έχουν εισόδημα μεγαλύτερο, ώστε να ζουν αξιοπρεπώς.


Δηλαδή, το ΠΑΣΟΚ ισχυρίζεται ότι, ως σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, συνδυάζει τη στρατηγική της οικονομικής ανάπτυξης με την ιδεολογία και πολιτική της αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ εκείνων που δεν μπορούν ν' ακολουθήσουν την ανάπτυξη μέσα από τις διαδικασίες της αγοράς. Αυτό προβάλλει και ως την ιδεολογική και πολιτική του διαφορά από τη συντηρητική παράταξη. Αυτό προτάσσει ως το πλεονέκτημά του έναντι της συντηρητικής ΝΔ και καλεί πέραν των δυνάμεων του κεφαλαίου και τις φτωχές λαϊκές δυνάμεις να το στηρίξουν εκλογικά, να δείξουν υπομονή για καλύτερες μέρες.

Ποια είναι η αλήθεια των ανθρώπων της δουλιάς

Πρώτον: Από την ταχύτερη καπιταλιστική ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων, ακριβώς εξαιτίας της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, δε βελτιώθηκε η θέση των μισθοσυντήρητων και των οικογενειών τους, των χαμηλοσυνταξιούχων, των φτωχών αγροτών και μικρών επαγγελματιών.

Ακόμη και με στοιχεία της κυβερνητικής ΓΣΕΕ, οι μισθοί και τα ημερομίσθια (αποπληθωρισμένα) έχουν μείνει σχεδόν καθηλωμένα, ενώ τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων αυξάνουν ακόμη και σε περίοδο ισχνών αγελάδων, όπως θεωρήθηκε το 2002.

Δεύτερον: Η βελτίωση της πορείας σύγκλισης δεν είχε θετική επίδραση για τις λαϊκές δυνάμεις, των οποίων το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα (και όχι το μέσο διαθέσιμο εισόδημα που περιλαμβάνει και το εισόδημα των νοικοκυριών των πλουτοκρατών και εκείνων που βρίσκονται πέριξ αυτών) δέχτηκε μεγάλο πλήγμα εξαιτίας των στρατηγικών επιλογών που συμφέρουν την πλουτοκρατία. Χτυπήθηκε από την απότομη άνοδο του κόστους διαβίωσης που έφερε η κυκλοφορία του ευρώ, η συρρίκνωση των δημοσίων υπηρεσιών υγείας, πρόνοιας, παιδείας, η ανεργία που πλήττει μεγαλύτερης και νεότερης ηλικίας μέλη εργατικών και λαϊκών οικογενειών.

Το εργατικό και λαϊκό οικογενειακό εισόδημα χτυπήθηκε, γιατί τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, η πολιτική των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, η στρατηγική της ΕΕ, που σταθερά υποστηρίζει και η ΝΔ, συμπίεσαν τους μισθούς και τα μεροκάματα με τα οποία ζούσε ολόκληρη η οικογένεια. Μοίρασαν τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για την αναπαραγωγή των δυνάμεων της εργατικής οικογένειας σε περισσότερα μέλη της, εξασφαλίζοντας ένα σεβαστό ποσοστό εκμετάλλευσης από το καθένα από αυτά και ένα μικρότερο μερίδιο για τις ανάγκες επιβίωσής τους.

Αυτή είναι η ουσία των στρατηγικών στόχων για επέκταση της μερικής απασχόλησης, για είσοδο στην αγορά της μισθωτής εργασίας μεγαλύτερου ποσοστού γυναικών ηλικίας 15-65 ετών με μορφή μερικής απασχόλησης, για αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης, για πριμοδότηση της εργοδοσίας στην απασχόληση μακροχρόνια ανέργων. Αυτό το στόχο υπηρετεί η πολιτική συρρίκνωσης του αντικειμένου της παιδείας, ακόμη και της ανώτατης βαθμίδας, σε βάρος της γενικής μόρφωσης και της θεωρίας, ώστε να εξασφαλίζεται ταχύτερη είσοδος στην αγορά εργασίας, με τυποποιημένες γνώσεις, προσαρμοσμένες στη δομή και τις ανάγκες μιας οικονομίας που λειτουργεί και παράγει με κίνητρο το επιχειρηματικό κέρδος και όχι την κοινωνική ανάγκη.

Με αυτή την ουσία όχι απλά δεν είναι ασυμβίβαστη, αλλά είναι απόλυτα εναρμονισμένη κάθε πολιτική που παίρνει μέτρα αύξησης του αφορολόγητου ορίου για χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους, κάθε ένα ή δυο χρόνια μιας πενιχρής αύξησης στις αγροτικές συντάξεις, στα επιδόματα ανεργίας, στο ΕΚΑΣ, στους κατώτερους μισθούς - ημερομίσθια. Προσαρμογές που ακόμη και στις εκλογικές διακηρύξεις υπολείπονται της πραγματικής αύξησης του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου.

Το καπιταλιστικό κράτος, για να εξασφαλίζει τη συνεχή λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομικής μηχανής, πρέπει να διαχειρίζεται όχι μόνο την αύξηση της δυνατότητας εκμετάλλευσης των εργατικών δυνάμεων από το κεφάλαιο, αλλά και τη στοιχειώδη αναπαραγωγή των εργατικών δυνάμεων.

Βεβαίως, η τάση είναι να ανταποκρίνεται το κράτος, η εκάστοτε αστική κυβερνητική πολιτική, με χρονική υστέρηση ή και υπό την πίεση των ιδιαίτερων αναγκών της πολιτικής συγκυρίας (π.χ. μεγαλύτερη πίεση από εργατικές και λαϊκές διεκδικητικές αντιδράσεις, προεκλογική περίοδος κλπ.).

Η τάση είναι να συγκαλύπτεται ο πολύπλευρος φιλοκεφαλαιακός χαρακτήρας ενός μέτρου, να προβάλλεται μια του πλευρά ως καθαρά φιλολαϊκή. Τέτοια περίπτωση είναι το αφορολόγητο μεταβίβασης αγροκτήματος, που στοχεύει στη συγκέντρωση της γης και στην αύξηση του κλήρου. Εναρμονισμένο με αυτό το στόχο είναι το μέτρο για την απαλλαγή φορολογίας καφενείων/μικροκαταστημάτων σε χωριά κάτω των 1.000 κατοίκων, που «δίνει» μια βραχυπρόθεσμη διέξοδο εργασίας σε όσους εγκαταλείπουν τον μικρότερου μεγέθους κλήρο τους.

Αλλο παράδειγμα είναι η μείωση του τέλους ταξινόμησης για τα αυτοκίνητα. Ουσιαστικά, οδηγεί στον περιορισμό της φορολογίας και την εναρμόνισή της προς εκείνη της ΕΕ, αφού ήταν πολύ πιο μεγάλη στην Ελλάδα. Το δε τεκμήριο λειτουργούσε ανασταλτικά στην αγορά νέων αυτοκινήτων μεγάλου κυβισμού.

Γενικότερα, ορισμένες ανάγκες του κεφαλαίου, όχι μόνο ορισμένων πιο ευνοημένων τμημάτων του, γεννούν την τάση επέκτασης μιας ρύθμισης και σε ασθενέστερα τμήματά του, ακόμη και σε μεσαία στρώματα ή και μισθωτούς. Αυτή όμως η επέκταση δεν οδηγεί σε πραγματική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων. Στην καλύτερη περίπτωση συντηρεί τη φτώχεια τους στο υπάρχον επίπεδο, αφού οι στρατηγικές στοχεύσεις, όπως το κοινό νόμισμα ευρώ, δρουν πτωτικά.

Τέτοιου χαρακτήρα είναι ρυθμίσεις όπως η μείωση της τιμής του πετρελαίου παραγωγής, το αίτημα για μείωση του ΦΠΑ στην αγροτική παραγωγή, η μείωση των ανώτατων συντελεστών φορολόγισης εισοδήματος και η τιμαριθμική αναπροσαρμογή του αφορολόγητου ορίου, (που ακυρώνεται με την κατάργηση άλλων φοροαπαλλαγών).

Τρίτον: Οι εργάτες και οι μισθοσυντήρητοι στην Ελλάδα μπορούν να έχουν τη δική τους πραγματική, την ταξική αντίληψη για το περιεχόμενο της σύγκλισης: Είναι τα μεγαλύτερα ποσοστά της μερικής απασχόλησης, η ταχύτερη προώθηση της αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης στη Γερμανία και στη Γαλλία. Η σύγκλιση των λεγόμενων κοινωνικών δαπανών της Ελλάδας προς το μέσο όρο της ΕΕ οφείλεται κυρίως στη σταθερή μείωση των κοινωνικών δαπανών ως ποσοστού του ΑΕΠ στις μεγάλες οικονομίες της ΕΕ και στο ότι οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα ήταν πολύ χαμηλές συγκριτικά με το μέσο της ΕΕ.

Το προβαλλόμενο, κυρίως από τη ΝΔ, πρότυπο της «πραγματικής σύγκλισης», αυτό της Ιρλανδίας, ακόμη και με την επισφάλεια των κοινωνικών και άλλων οικονομικών δεικτών, επιβεβαιώνει ότι η περιβόητη ανάπτυξη δεν ήταν για όλους, εργάτες και κεφαλαιοκράτες. Ετσι, ενώ το κατά κεφαλήν εγχώριο προϊόν της Ιρλανδίας (μετρούμενο σε ισοδύναμο αγοραστικής δύναμης) αποτελεί το 132% του μέσου όρου της ΕΕ (δείκτης 100), το διαθέσιμο εισόδημα (σε ισοδύναμο αγοραστικής δύναμης καταναλωτή) του Ιρλανδού είναι στο 90 (με δείκτη 100 για το μέσο όρο διαθέσιμου εισοδήματος στην ΕΕ). Αντιστοίχως, οι δείκτες για την Ελλάδα είναι 78 και 97, που σημαίνει ότι με μικρότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπάρχει μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα, πάντα συγκριτικά με το μέσο όρο στην ΕΕ.

Και βεβαίως αυτές και άλλες διαφορές μεταξύ των κρατών - μελών της ΕΕ δεν οφείλονται κυρίως σε διαφορετικής κατεύθυνσης πολιτικές, αφού τα κόμματα (του φιλελεύθερου ή του σοσιαλδημοκρατικού συνασπισμού και των δορυφόρων τους) και οι κυβερνήσεις τους έχουν συμμετάσχει ενεργητικά στην υιοθέτηση των κοινών στρατηγικών επιλογών της ΕΕ υπέρ της ενίσχυσης του ευρωενωσιακού κεφαλαίου.

Πρόκειται για διαφορές που έχουν τη ρίζα τους στις ιστορικές συνθήκες διαμόρφωσης και ανάπτυξης του καπιταλισμού στην κάθε χώρα. Επομένως, αντανακλούν την ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη όχι μόνο μεταξύ διαφορετικών κρατών - μελών της ΕΕ, αλλά και εντός του ίδιου κράτους.

Η καπιταλιστική ανάπτυξη συνεπάγεται και την τάση μείωσης της ανισομετρίας ή και της αλλαγής θέσης στη διεθνή ή περιφερειακή καπιταλιστική κατάταξη.

Ο κύκλος της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης δεν είναι απόλυτα συγχρονισμένος σε όλες τις οικονομίες, ακόμη και της ίδιας ιμπεριαλιστικής ένωσης. Και, βεβαίως, δε θα είναι η καπιταλιστική ελληνική οικονομία διά βίου απαλλαγμένη από μια νέα εκδήλωση της κρίσης, ίσως σε χρονική περίοδο ανοδική για άλλες οικονομίες της ΕΕ.

Το προβάδισμα, λοιπόν, της Ελλάδας στους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τους αντίστοιχους μέσους της ΕΕ κατά τα τελευταία χρόνια, για το οποίο υπερηφανεύεται η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, είναι αποτέλεσμα των πιο πάνω παραγόντων, ακόμη και της συγκυρίας που έφερε την Ελλάδα ως ισχυρότερο καπιταλιστικό κράτος στα Βαλκάνια.

Ωστόσο, η ανισομετρία είναι νόμος που διέπει την καπιταλιστική ανάπτυξη και για το σύνολο των βαλκανικών και των άλλων κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που βρίσκονται στη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ. Γεγονός που σημαίνει ότι η όξυνση του ανταγωνισμού για την ελληνική καπιταλιστική παραγωγή θα έρθει και από την εξέλιξη του καπιταλισμού σε αυτές τις χώρες. Τις συνέπειές του θα μεταφέρουν, όπως πάντα, εργοδοσία και κυβερνητική πολιτική στους εργαζόμενους. Ηδη φαίνονται τα προβλήματα για την αγροτική παραγωγή και οι συνέπειες για τους φτωχούς αγρότες.

Επομένως, κανένας σχεδιασμός δεικτών «πραγματικής» σύγκλισης, είτε με τη «Χάρτα» του ΠΑΣΟΚ είτε με την ανάλογη της ΝΔ, δεν μπορεί να απαλλάξει την ελληνική οικονομία από την κρίση και την ανισόμετρη ανάπτυξη με τις συνέπειές της, από το βάθεμα των ανισομετριών που έφερε η υιοθέτηση του ευρώ, η ένταση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού μέσα στην ΕΕ.

Τέταρτον: Τόσο το ΠΑΣΟΚ, όσο και η ΝΔ προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι από την ανάπτυξη βγαίνουν όλοι ωφελημένοι, έστω και αν υπάρχει ανισομετρία στο όφελος. Γι' αυτό το μεν ΠΑΣΟΚ προβάλλει το σύνθημα «Ανάπτυξη - απασχόληση - ανταγωνιστικότητα - αλληλεγγύη», η δε ΝΔ το σύνθημα «Ανάπτυξη - απασχόληση - κοινωνική συνοχή», με συνδετικό κρίκο την ανταγωνιστικότητα.

Ο ισχυρισμός αυτός εμπειρικά και επιφανειακά έχει αληθοφάνεια. Αυτό δίνει η εμπειρική σύγκριση του επιπέδου διαβίωσης της Ελλάδας του 1960 με το σημερινό, η σύγκριση του βιοτικού επιπέδου μιας αναπτυγμένης με μια αναπτυσσόμενη χώρα.

Ομως αυτό που κρύβεται πίσω από την εμπειρική προσέγγιση είναι το ποιο είναι το πραγματικό μερίδιο συμμετοχής αυτών που παράγουν στο σύνολο του παραγομένου πλούτου. Με άλλα λόγια, όσο πιο παραγωγική γίνεται η ικανότητα του ανθρώπου (και των μέσων που χρησιμοποιεί) στην κοινωνική εργασία, τόσο περισσότερο αποξενώνεται από το παραγόμενο προϊόν, στις συνθήκες της μεγάλης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.

Τα προϊόντα που απολαμβάνει σήμερα, και φαντάζουν ίσως ως πολυτέλεια για πριν 30-50 χρόνια, είναι ένα πολύ μικρό μέρος από εκείνα που θα μπορούσε να απολαμβάνει με την κατάργηση της μεγάλης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας.

Δεν είναι, λοιπόν, τίποτε που του χαρίζεται, τίποτε που του αναδιανέμεται λόγω κυβερνητικής κοινωνικής ευαισθησίας, παρότι έχει δήθεν συμβάλει πολύ λιγότερο στην παραγωγή, στην ανάπτυξη όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Είναι απλά το τίμημα για την παραπλάνησή του.

Ο κοινωνικός πλούτος που συγκεντρώνει το καπιταλιστικό κράτος με τη χρηματική μορφή (κυρίως μέσω της έμμεσης και άμεσης φορολογίας) είναι παρακρατημένος πλούτος που τον παράγουν οι εργαζόμενοι. Ακόμη και η φορολογία των πλουτοκρατών ως επιχειρήσεων ή ως φυσικών προσώπων είναι δημιούργημα, παρακρατημένος πλούτος (υπεραξία) των εργατών.

Ο πραγματικός αναδιανεμητικός χαρακτήρας ενός καπιταλιστικού κράτους, μιας αστικής κυβέρνησης, εκφράζεται στο ότι το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του το συγκεντρώνει από τις εργαζόμενες πλειοψηφίες (εγχώριες και αλλοδαπές) και το διοχετεύει στο κεφάλαιο, με όλων των ειδών τα προγράμματα, τις επιχορηγήσεις, κρατικές προμήθειες κλπ.

Η διέξοδος στα χέρια των εργαζομένων

Επομένως, η ανάπτυξη έχει χαρακτήρα ταξικό. Είναι άλλο το συμφέρον του κεφαλαίου και άλλο του εργαζόμενου. Αλλοι οι στόχοι για το κεφάλαιο και διαμετρικά αντίθετοι για τη συνειδητή εργατική τάξη.

Το συμφέρον του κεφαλαίου είναι να κρατά τον εργάτη, το μισθωτό, αιχμάλωτο στις εκμεταλλευτικές σχέσεις, να κάμπτει τις όποιες αντιδράσεις του, να τις αποπροσανατολίζει ιδιαίτερα στις κρίσιμες φάσεις, όταν του φαίνονται πιο αβάσταχτες οι συνθήκες της ζωής του. Το γενικό συμφέρον του κεφαλαίου επιτάσσει και πολιτικές διαχείρισης της φτώχειας. Επιτάσσει τη διαφοροποίηση πολιτικών, έτσι ώστε ένα επίπεδο φτώχειας να φαντάζει πιο ελκυστικό από ένα άλλο, να λειτουργεί ως δόλωμα.

Για τις εργατικές και τις φτωχές λαϊκές δυνάμεις είναι αποπροσανατολιστική παγίδα χειραγώγησης η αναζήτηση επιλογής μεταξύ «ανάπτυξης - σταθεροποίησης», «μετοχοποίησης - ιδιωτικοποίησης», «κοινωνικής πολιτικής» με δημοσιονομικά ελλείμματα ή «ίσων ευκαιριών» στην οικονομία της αγοράς χωρίς τις κρατικές στρεβλώσεις, ανάλγητης αποδοχής των νόμων της αγοράς ή απελευθέρωσης των αγορών με δεξιοτεχνία στο χειρισμό των συνεπειών, φιλελευθερισμού με σοσιαλιστικά ιδεολογικά φτιασιδώματα ή ανοιχτής διακήρυξης του νεοφιλελευθερισμού με υπόσχεση για «κοινωνική συνοχή». Δηλαδή μεταξύ ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ, κεντροδεξιάς συσπείρωσης ή κεντροαριστερής / ή και «αριστερής» πίεσης προς το ΠΑΣΟΚ.

Η μια έναντι της άλλης επιλογής μπορεί να φαντάζει καλύτερη μόνο σε συνθήκες που η εργατική τάξη συμβιβάζεται να διαλέξει μεταξύ διαφορετικών εκδηλώσεων της φτώχειας, με μειωμένες απαιτήσεις, κατάσταση που ανοίγει την πόρτα για νέα υποβάθμισή της.

Η συμφέρουσα προοπτική για τους εργατοϋπαλλήλους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα είναι η συνειδητή μαχητική διεκδίκηση του δίκιου τους, η καταδίκη τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ. Η καταδίκη κάθε πολιτικής, όπως του ΣΥΝ, που δήθεν διαφοροποιείται από το ΠΑΣΟΚ στους κοινωνικούς στόχους, στο κοινωνικό περιεχόμενό της, ενώ συμπλέει με το ΠΑΣΟΚ στη στρατηγική γραμμή συμμετοχής στην ΕΕ και την Ευρωζώνη.

Η μόνη διέξοδος περνά μέσα από την ενίσχυση και εκλογική στήριξη του ΚΚΕ, για να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες για το σήμερα και για το αύριο των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων. Για να ανοίξει ο δρόμος και η προοπτική να αλλάξει ριζικά ο χαρακτήρας της εξουσίας, απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής, στόχων, μέσων και κινήτρων προς όφελος των εργατικών αναγκών και της λαϊκής ευημερίας.


Της
Ελένης ΜΠΕΛΛΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ