ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Μάη 2007
Σελ. /32
ΠΑΙΔΕΙΑ
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ
Κομμάτι κομμάτι υλοποιείται η στρατηγική της Λισαβόνας

Απαιτείται ο συντονισμός και η συνένωση των δυνάμεων της πανεπιστημιακής έρευνας και ερευνητικών κέντρων, με βάση ένα σχέδιο που θα απαντά στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, με κριτήριο την εξυπηρέτηση των λαϊκών αναγκών και την αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων
Απαιτείται ο συντονισμός και η συνένωση των δυνάμεων της πανεπιστημιακής έρευνας και ερευνητικών κέντρων, με βάση ένα σχέδιο που θα απαντά στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, με κριτήριο την εξυπηρέτηση των λαϊκών αναγκών και την αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων
Η νομιμοποίηση της ωμής παρέμβασης και εμπλοκής των επιχειρήσεων στην έρευνα, η μετατροπή των πάσης φύσεως ερευνητικών κέντρων σε «παραρτήματα» των πολυεθνικών και ο προσανατολισμός της ερευνητικής δραστηριότητας σε αποτελέσματα που θα αυξήσουν άμεσα τα κέρδη του κεφαλαίου, είναι οι στόχοι του σχεδίου νόμου για την έρευνα, που κυκλοφορεί ήδη από τις 16 Νοέμβρη 2006, βρίσκεται σε διαδικασία διαβούλευσης και αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή.

Το σχέδιο νόμου εντάσσεται στην πολιτική προώθησης όλων των απαραίτητων αναδιαρθρώσεων στους τομείς της εκπαίδευσης, της κατάρτισης και της έρευνας, με βάση τις αποφάσεις της Λισαβόνας, στην ένταξη της έρευνας στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ερευνας, ώστε να συμβάλουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Σχεδιασμός της έρευνας από τις επιχειρήσεις

Από την κορυφή μέχρι τα νύχια, το νομοσχέδιο είναι μια υπόκλιση στο κεφάλαιο να συμμετέχει, να καθορίζει και να εκμεταλλεύεται την έρευνα και έρχεται να ολοκληρώσει το θεσμικό πλαίσιο, βάσει του οποίου οι επιχειρήσεις θα παραγγέλνουν και θα αξιοποιούν τα αποτελέσματά της. Αλλωστε, προβλέπεται η συμμετοχή εκπροσώπων των επιχειρήσεων στα προτεινόμενα εθνικά όργανα για την έρευνα και μάλιστα ακόμα και στο όργανο εκείνο που χαράσσει την εθνική πολιτική στον τομέα της έρευνας. Προβλέπεται η σύσταση ενός επιτελικού σχήματος οργάνων για το συντονισμό της υποταγής της έρευνας στις απαιτήσεις της Λισαβόνας: Υπουργείο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας και τέσσερα ακόμα εθνικά όργανα σχεδιασμού και υλοποίησης ερευνητικής πολιτικής.

Χαρακτηριστικό της θεσμοθέτησης από το σχέδιο νόμου της άμεσης εμπλοκής των επιχειρήσεων στον καθορισμό της πολιτικής που θα εφαρμόζει η χώρα στην έρευνα είναι το παράδειγμα σύνθεσης και λειτουργίας του - προτεινόμενου στο σχέδιο νόμου - Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας και Τεχνολογίας (ΕΣΕΤ), το οποίο απαρτίζεται από 15 μέλη, ανάμεσά τους «τρία μέλη έγκριτους εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου», που απλά πρέπει να είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος! Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΕΣΕΤ έχει αποστολή «τη συμβουλευτική συνδρομή της κυβέρνησης στη διαμόρφωση της εθνικής πολιτικής στους τομείς της έρευνας και τεχνολογίας γενικότερα», εισηγείται για θέματα που αφορούν σε «πολιτική έρευνας και τεχνολογίας και ειδικότερα για το Εθνικό Πρόγραμμα Ερευνας και Τεχνολογίας», αποτιμά το εθνικό πρόγραμμα και καταρτίζει ετήσια έκθεση κ.ά.

Και για να μην υπάρχει αμφιβολία για το ποια συμφέροντα θα εξυπηρετούνται, στην επιτροπή για το διορισμό των μελών του ΕΣΕΤ προτείνεται να συμμετέχει και ο πρόεδρος ή εκπρόσωπος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών!

Αξιοποίηση των ευρημάτων για την κερδοφορία

Στο σχέδιο νόμου γίνεται σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στη βασική - πρωταρχική (δηλαδή την έρευνα που παράγει νέα γνώση) και την εφαρμοσμένη έρευνα (που έχει αποτελέσματα που συνδέονται άμεσα με την παραγωγή).

Είναι τόσο μεγάλη η αγωνία να προσανατολιστεί η έρευνα έτσι ώστε να εξυπηρετεί την ανάγκη των επιχειρήσεων να είναι ανταγωνιστικές, που «δημιουργούν» νέο ξεχωριστό τομέα για την έρευνα εκείνη που θα είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή προϊόντος άμεσα εκμεταλλεύσιμου και κερδοφόρου για το κεφάλαιο. Το νομοσχέδιο προσθέτει και ένα τρίτο είδος έρευνας, την τεχνολογική, που ορίζεται ως «οι συστηματικές εργασίες που βασίζονται σε υπάρχουσες γνώσεις (από την έρευνα ή/και από πρακτική εμπειρία), με σκοπό την προεργασία για την παραγωγή νέων υλικών, προϊόντων ή διατάξεων, την κατάρτιση νέων διαδικασιών, συστημάτων ή υπηρεσιών ή την ουσιαστική βελτίωση αυτών που υπάρχουν, για συγκεκριμένες εφαρμογές». Αποκαλυπτικό του προσανατολισμού και της πρόσδεσης της έρευνας στην κερδοφορία των επιχειρήσεων είναι ότι για την τεχνολογική έρευνα και καινοτομία «η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας θεωρείται απαραίτητο στοιχείο για τη χρηματοδότηση των προβλεπομένων δράσεων»!

Για το λόγο αυτό και στο σχέδιο νόμου συγκλίνουν η εφαρμοσμένη έρευνα με την τεχνολογική, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται ο αντιεπιστημονικός διαχωρισμός, η ανεξαρτητοποίηση της βασικής από την εφαρμοσμένη έρευνα.

Απαλλαγή των επιχειρήσεων από το κόστος

Το σχέδιο νόμου «καυχιέται» ότι αποσυνδέει τη βασική έρευνα «από την υποχρεωτική συνεργασία με τη βιομηχανία» και ότι νομοθετεί την «υποστήριξη της βασικής έρευνας κυρίως με εθνική χρηματοδότηση». Αυτό βέβαια δε συμβαίνει επειδή ξαφνικά το αστικό κράτος αποφάσισε να «κοινωνικοποιήσει» την έρευνα και τα αποτελέσματά της, για να μπορεί να τα θέτει στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών... Αντιθέτως, για τις επιχειρήσεις και την κερδοφορία τους εξακολουθεί να εργάζεται η κυβέρνηση.

Γιατί, η βασική έρευνα είναι ένας τομέας υψηλού ρίσκου για τις επιχειρήσεις, καθώς δεν μπορεί να έχει ούτε προκαθορισμένα αποτελέσματα, ούτε και χρονικό όριο στην υλοποίησή της. Το κεφάλαιο, επιπλέον, δεν είναι διατεθειμένο να επενδύει σε μακροπρόθεσμες και αμφιβόλου αποτελέσματος ερευνητικές δραστηριότητες, αλλά επιδιώκει ερευνητικά αποτελέσματα άμεσα και με βεβαιότητα μετατρέψιμα σε ζεστό χρήμα.

Ετσι, το κράτος «παίρνει πάνω του» τη χρηματοδότηση της βασικής έρευνας, «κοινωνικοποιεί» τις δαπάνες για την έρευνα και το αποτέλεσμα το ιδιοποιείται το κεφάλαιο. Ακόμα και εδώ, όμως, δεν υπάρχει ούτε ίχνος σκέψης για ανάπτυξη της επιστήμης, για έρευνα στην κατεύθυνση να ανακαλύψει ο άνθρωπος την αλήθεια... Ακόμα και τη βασική έρευνα προσπαθεί να την εντάξει σε τετραετή ανταγωνιστικά προγράμματα. Δηλαδή, σε ασφυκτικά για την ίδια την έρευνα χρονικά πλαίσια (με βάση τα οποία, για παράδειγμα, ο Αϊνστάιν δε θα είχε ποτέ ανακαλύψει τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας), ωθεί τους ερευνητές σε σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους και τους προσανατολίζει σε έρευνα υποταγμένη στους νόμους της αγοράς.

Οσο για την αξιολόγηση, τα ερευνητικά κέντρα αξιολογούνται εσωτερικά ετησίως με τα εξής κριτήρια: «Δημόσια χρηματοδότηση, εξωτερική χρηματοδότηση, διεθνή επιστημονική και τεχνολογική προβολή». Δηλαδή, εκείνο που αξιολογείται είναι το πόσο ελκυστικά είναι τα ερευνητικά κέντρα στους χρηματοδότες - επενδυτές και το καλό μάρκετινγκ. Μάλιστα, ορίζεται ότι «σε περίπτωση που παρέλθουν περισσότερα από πέντε έτη χωρίς να πραγματοποιηθεί η ανωτέρω αξιολόγηση, λόγω μη παροχής επαρκών πληροφοριών από τον ερευνητικό φορέα προς την επιτροπή και παρ' όλο ότι το εποπτεύον υπουργείο έχει κινήσει εγκαίρως τις απαιτούμενες διαδικασίες, αναστέλλεται, μέχρι να υποβληθεί η έκθεση αξιολόγησης, η χρηματοδότηση των ινστιτούτων από τον κρατικό προϋπολογισμό». Αποδεικνύεται περίτρανα ότι λόγος θεσμοθέτησης της «αξιολόγησης» είναι ο έλεγχος προσαρμογής στις απαιτήσεις της αγοράς, ο έλεγχος του σε ποιο βαθμό και πόσο αποτελεσματικά υιοθετούνται οι αναδιαρθρώσεις με «αντάλλαγμα» τη χρηματοδότηση.

Ερευνητές υπεργολάβοι των επιχειρήσεων

Με το σχέδιο νόμου θεσμοθετείται ο επαγγελματίας ερευνητής - επιχειρηματίας και εργολάβος σε όλα τα είδη της έρευνας. Μόνιμη σχέση εργασίας προβλέπεται μόνο για τους ερευνητές Α΄ και Β΄ κατηγορίας, ενώ για τους Γ΄ και Δ΄ κατηγορίας προβλέπεται τετραετής σύμβαση με δυνατότητα ανανέωσης για δυο χρόνια, εφόσον δεν προαχθεί στην επόμενη βαθμίδα. Σε περίπτωση μη προαγωγής, ο ερευνητής Δ΄ βαθμίδας απομακρύνεται οριστικά από τη θέση του, ενώ ο Γ΄ κατηγορίας έχει δικαίωμα να διοριστεί σε προσωποπαγή θέση επιστημονικού - τεχνικού προσωπικού. Αξίζει να σημειωθεί ότι κριτήριο για την εξέλιξη του ερευνητή στη Β΄ βαθμίδα αποτελεί, μεταξύ άλλων, η τεκμηριωμένη ικανότητα «να αναζητά και να προσελκύει οικονομικούς πόρους από εξωτερικές πηγές για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του ινστιτούτου ή του κέντρου». Με άλλα λόγια, εκείνο που συνεκτιμάται για την εξέλιξη ενός ερευνητή είναι αν είναι καλός ντίλερ της δουλιάς του...

Ερευνα για τη γενική ευημερία

Η θεσμοθέτηση του προσανατολισμού της έρευνας στην κερδοφορία των επιχειρήσεων, που αποτελεί πλευρά των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων που προωθούν ΕΕ - ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, βρίσκει σθεναρή αντίσταση ήδη μέσα στα Πανεπιστήμια. Φοιτητικοί και σπουδαστικοί σύλλογοι, που συνεχίζουν να αγωνίζονται για αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν υψηλού επιπέδου μόρφωση, που να ικανοποιεί τις σύγχρονες ανάγκες του λαού και της νεολαίας, απαιτούν και γενναία χρηματοδότηση της έρευνας από τον κρατικό προϋπολογισμό και προσανατολισμό της έρευνας στην ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και όχι της κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Η έρευνα είναι συστατικό στοιχείο της ανώτατης εκπαίδευσης. Απαιτείται ο συντονισμός και η συνένωση των δυνάμεων πανεπιστημιακής έρευνας και ερευνητικών κέντρων, με βάση ένα σχέδιο που θα απαντά στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, με κριτήριο την εξυπηρέτηση των λαϊκών αναγκών και την αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων.

Μια ανώτατη εκπαίδευση ενιαία, δημόσια και δωρεάν, όπου θα εξασφαλίζεται η συνεργασία μέσα και ανάμεσα στα Πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, με κύρια αρχή την άμιλλα και όχι τον ανταγωνισμό. Με ερευνητές και καθηγητές θεσμικά εξισωμένους, με ικανοποιητικούς μισθούς, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, με μόνιμη σχέση εργασίας. Που θα συνενώνουν τις δυνάμεις τους για την ανάπτυξη της επιστήμης με προσανατολισμό την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και όχι για τον πλουτισμό των λίγων.


Ελένη ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ