Γιάννης Ρίτσος, ο πιστός και αταλάντευτος κομμουνιστής |
«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,
να 'ρχονται οι Ανοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις...
να λείπεις - δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα που γι' αυτά έχεις λείψει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλο τον κόσμο».
Την Τρίτη, ανήμερα Πρωτομαγιάς συμπληρώνονται 98 χρόνια από τη γέννησή του. Και θα γιορτάσουμε μαζί τα γενέθλιά του. Γιατί έρχεται σήμερα, με δύο ανέκδοτα ποιήματα, να μας συγκινήσει και να μας εκπλήξει με το μέγεθος, ποσοτικό και ποιοτικό, του έργου του, που άφησε για να μας ζεσταίνει ακόμη κι όταν θα έχει φύγει. Τα ποιήματα αυτά είναι από τη συλλογή με τίτλο «Εφυγαν» που γράφτηκε το 1979 - 1980 και θα συμπεριληφθεί στον τόμο ποιημάτων του που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις «Κέδρος».
Από εκεί και πέρα όμως, ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε ποιοι, πώς και γιατί θέλησαν να αφήσουν στο σκοτάδι αυτό το βάθος του έργου. Δεν έλειψαν, βέβαια, οι παθιασμένοι πιστοί του, δεν έλειψαν οι στοχαστικές μελέτες όσο ζούσε ο ποιητής.
Ενας από τους πολλούς πιστούς του έργου του Γιάννη Ρίτσου είναι και ο Θάνος Μικρούτσικος, ο οποίος πριν λίγα χρόνια επιμελήθηκε και κυκλοφόρησε ένα συγκλονιστικό ηχητικό ντοκουμέντο, από το οποίο αναβλύζει η ομορφιά της ποίησης του Γ. Ρίτσου, το ήθος του και η αγάπη του στον άνθρωπο. Πρόκειται για το CD με τίτλο «Γιάννης Ρίτσος. Του απείρου εραστής».
Ο Θάνος Μικρούτσικος δηλώνει λάτρης «της ποίησης, της στάσης και του ήθους» του ποιητή. «Θαυμάζω απεριόριστα τον Γιάννη Ρίτσο και για το έργο του και για τη ζωή του», λέει. «Τον θεωρώ υπόδειγμα καλλιτέχνη όχι μόνο στον ελληνικό χώρο, αλλά και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και με έχει ταράξει το γεγονός ότι ο μέγιστος αυτός ποιητής, που μαζί με τον Καβάφη - κατά την ταπεινή μου άποψη - είναι οι δυο μεγαλύτεροι Ελληνες ποιητές του 20ού αιώνα, ήταν κυριολεκτικά θαμμένος επί 27 χρόνια από το σύστημα που κατέτασσε τις αξίες στην Ελλάδα. Είναι πρωτογενής φυσιογνωμία και λίγες πρωτογενείς φυσιογνωμίες μπορούμε να βρούμε παγκοσμίως, στην ποίηση στον 20ό αιώνα. Εγώ, για λόγους συναισθηματικούς, ξεκίνησα με τις "Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα" μια εκπληκτική συλλογή που τα ποιήματά της τα είχα μάθει επί χούντας. Μπορεί να είναι γνωστή περισσότερο η "Καντάτα για τη Μακρόνησο", όμως έχω δουλέψει πάνω σε πολλά έργα του Γ. Ρίτσου. Είχα την τύχη, από την πρώτη σχεδόν στιγμή, να δημιουργήσω μια σπουδαία και σοβαρή σχέση μαζί του. Επί της ουσίας, με καθοδήγησε. Με βοήθησε εκείνη την εποχή να επιλύσω προβλήματα που φαινόνταν άλυτα για ένα νέο καλλιτέχνη, που από τη μια ήταν βαθύτατα αριστερός και από την άλλη βαθύτατα πρωτοποριακός. Ο Ρίτσος μού έδειξε το δρόμο. Τον θεωρώ δάσκαλό μου».
Το θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου άρχισε να παίζεται εκτός Ελλάδος από τη δεκαετία του 1950, στη Ρουμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, ενώ στη Ρωσία είναι από τους πιο πολυπαιγμένους θεατρικούς συγγραφείς μετά τους αρχαίους τραγικούς μας, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 άρχισε να παίζεται και στην Ελλάδα σε κρατικές σκηνές και σκηνές του Ελεύθερου Θεάτρου.
«Η "Τέταρτη Διάσταση" - λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου - «είναι μια ξεχωριστή επικράτεια μέσα στο έργο του Γιάννη Ρίτσου. Στους θεατρικούς αυτούς μονολόγους, ο ποιητής εκμεταλλεύεται το μέγεθος των αρχαίων ονομάτων για να μιλήσει για τη δύναμη των ανώνυμων ηρώων και των ανώνυμων πραγμάτων. Δηλαδή, να μιλήσει για τη διαχρονική ανθρώπινη κατάσταση. Είναι νομίζω σημείο αιχμής της ποιητικής δημιουργίας του Ρίτσου. Ερχεται μετά τον Εμφύλιο, την ώρα που ο τόπος μας έχει βιώσει ως ιστορικό γεγονός την τραγωδία, έρχεται να μας μιλήσει εξ αφορμής των ηρώων, οι οποίοι έγιναν θύματα για την παντοτινή δύναμη και την ανάγκη του ανθρώπου για μόνιμη ομορφιά. Είναι ένας ύμνος σ' αυτό το μικρό και αιώνιο και καθημερινό, στο χαρτί που κυλάει στο πεζοδρόμιο και δεν του δίνει κανείς σημασία, σε ένα τραγούδι που λέει μια γυναίκα, στον κρότο που κάνουν οι τροχοί της άμαξας, στον ήχο της μουσικής. Η "Τέταρτη", όπως και όλος ο Ρίτσος, είναι μια υπόθεση ανοιχτή ακόμα, με την οποία έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς και θα έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς, γιατί ο ποιητής αυτός ήταν ένας από τους λίγους εκείνους, οι οποίοι αντιλήφθηκαν τη λειτουργία τους σαν ανταπόδοση του δώρου της ζωής προς τους ανθρώπους. Δε νομίζω ότι υπάρχει άλλη περίπτωση Ελληνα ποιητή, ποιητή γενικότερα, κι έχουμε μεγάλους ποιητές, που να καταφάσκει έτσι προς την αιωνιότητα και τη δύναμη των "μικρών" ανθρώπων, των "μικρών" πραγμάτων και γι' αυτό θα του είμαστε ες αεί ευγνώμονες».
«Και δεν είναι μεγάλο απλώς σε έκταση» - λέει η Ερη Ρίτσου. «Είναι και πολυποίκιλο. Εχει πολλά θέματα. Πέρα από το επικαιρικό κομμάτι που είναι αυτό που γνωρίζουμε καλύτερα, ή από τα γραπτά που λέμε εντός εισαγωγικών στρατευμένα, αν και όλη του η ποίηση είναι στρατευμένη, αλλά πέρα από τα ξεκάθαρα στρατευμένα, που, μέσα από τη μουσική του Θεοδωράκη, γίνανε γνωστά στον ευρύ κόσμο, υπάρχουν πάρα πολλά κομμάτια της ποίησής του που τώρα διαβάζονται ξανά και μελετιούνται. Παρά το ότι ένα μεγάλο κομμάτι καταστράφηκε στα Δεκεμβριανά -- όταν φύγανε από την Αθήνα είχε αφήσει το αρχείο του στη φύλαξη κάποιου ανθρώπου, ο οποίος πάνω στον πανικό του τα έκαψε. Οσα θεωρούσε δευτερεύοντα τα άφησε στο υπόγειο του σπιτιού που έμενε. Οσα θεωρούσε σημαντικά τα έδωσε σε κείνον τον άνθρωπο. Αυτά που είχε στο υπόγειο τα βρήκε άθικτα. Τα σημαντικά, που δεν ήταν μόνο τα ποιήματά του, τα πεζά του, ήταν η αλληλογραφία του με τον Παλαμά, τον Σικελιανό, την Πολυδούρη, φωτογραφίες της οικογένειάς του. Ηταν ένα μεγάλο σοκ που δεν το ξεπέρασε ποτέ. Επίσης, στη διάρκεια της δικτατορίας, ο ίδιος κατέστρεψε έναν πολύ μεγάλο αριθμό ποιημάτων. Γιατί έχοντας πληροφορηθεί ότι έχει καρκίνο και ότι έχει έξι μήνες ζωής, κι επειδή ήταν τελειομανής και όλα του τα ποιήματα τα δούλευε δύο, τρεις και τέσσερις φορές και επειδή έβλεπε ότι δεν είχε το χρόνο να τα επεξεργαστεί, δεν ήθελε να αφήσει πίσω του τίποτε για το οποίο δεν ήταν απολύτως σίγουρος ότι είχε τη μορφή που ήθελε. Πέρα απ' όλα αυτά που καταστράφηκαν, υπάρχουν γύρω στις 8.000 σελίδες ποιήματα. Υπάρχει η δυνατότητα να διαβαστεί ξανά και ξανά και να επανεκτιμηθεί. Γιατί λόγω της πολιτικής του ένταξης, βρέθηκε στη μέση καταστάσεων ακραίων. Από τη μια κάποιοι διάλεγαν να αγνοήσουν όλο το έργο του και να σταθούν μόνο στα "επικαιρικά" ποιήματα, λέγοντας "σιγά, δεν έγινε και τίποτε". Από την άλλη, από την πλευρά μας, σταθήκαμε σ' αυτά γιατί οι συνθήκες ήταν τέτοιες που τα χρειαζόμασταν και αφέθηκε στην άκρη όλο το υπόλοιπο έργο του Ρίτσου το φιλοσοφικό, το υπαρξιακό. Κάποια στιγμή πιστεύω ότι θα αρχίσουν να μας απασχολούν».
«Να με θυμόσαστε - είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα/ χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,/ για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά/ ποτές μου δεν την πρόδωσα. Ολο το βιος μου το μοίρασα δίκαια./ Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ' ένα κρινάκι του αγρού/ τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε» (ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ)