Μια προσπάθεια αποτίμησης των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών
Associated Press |
Από τις συγκεντρώσεις ενάντια στο «Ευρωσύνταγμα» |
Η νωπή αυτή ανάμνηση, ισχυρίζονται πολλοί αναλυτές, ενίσχυσε περαιτέρω και το επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε πολλάκις από την υποψήφια του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Σεγκολέν Ρουαγιάλ, περί «χρήσιμης ψήφου». Στην αξιοποίηση του συγκεκριμένου επιχειρήματος, βέβαια, μερίδα ευθύνης φέρουν και οι ηγεσίες των ίδιων των «αριστερών» κομμάτων, που, σε αντίθεση με άλλες φορές, φέτος εξαρχής καλλιέργησαν την εντύπωση ότι «στόχος είναι να συλλεγούν ψήφοι που στο β' γύρο θα διοχετευτούν στον όποιο αντίπαλο του Σαρκοζί» (πλην του Λε Πεν). Με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά «έσπρωξαν» ψηφοφόρους κατευθείαν στις αγκάλες της Ρουαγιάλ ή ακόμη και του Φρανσουά Μπαϊρού, αφού ουδέποτε διέψευσαν ότι αυτός ήταν ο απώτερος στόχος όλης της προεκλογικής τους εκστρατείας.
Associated Press |
Στιγμιότυπο από τις μεγάλες νεολαιίστικες κινητοποιήσεις ενάντια στο νόμο για το «Συμβόλαιο Πρώτης Εργασίας» |
Ο Μπαϊρού, όμως, άρθρωσε έναν, έστω και επιφανειακά, διαφορετικό λόγο μην επικεντρώνοντας σε απειλές και σε φοβικούς χαρακτηρισμούς κατά των αντιπάλων του. Και πήρε ψήφο, όπως φαίνεται από ορισμένες πρώτες έρευνες (της εταιρείας «Ipsos»), ιδιαίτερα από τους νέους και κυρίως αυτούς από τα υποβαθμισμένα προάστια, προπαγανδίζοντας ότι προτίθεται να αντιμετωπίσει «δημιουργικά και θετικά» τα καυτά ζητήματα της ανεργίας, της περιθωριοποίησης, της εργασιακής ανασφάλειας και της κοινωνικής αβεβαιότητας, χωρίς κατασταλτικά μέτρα και ποινές, χωρίς «διαχωριστικές γραμμές» και ας είναι μέρος του συστήματος.
Associated Press |
Από τη «Σκύλλα» στη «Χάρυβδη» σπρώχνουν το γαλλικό λαό |
Οπως όλα δείχνουν, όμως, δε θα είναι εύκολη λεία. Και αυτό γιατί πρόκειται για ένα συνονθύλευμα ανθρώπων με διαφορετικές πολιτικές καταβολές και εντελώς διαφορετικά κίνητρα. Η σταθερή εκλογική βάση των Φιλελευθέρων αναμένεται να στηρίξει τον Σαρκοζί, καθώς παραδοσιακά το UDF συνεργάζεται κυβερνητικά με τους γκολικούς (RPR και την τωρινή του μετεξέλιξη σε UMP).
Μάλιστα, ήδη, ορισμένοι βουλευτές των Φιλελευθέρων φέρονταν να έχουν επαφές με το επιτελείο του Σαρκοζί σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν και μελλοντικά αξιώματα μετά τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές του Ιούνη, ως αντάλλαγμα για την τωρινή τους στήριξη. Από την άλλη, βέβαια, ο προεκλογικός λόγος του Μπαϊρού, ο οποίος ήρθε σε ευθεία αντιπαράθεση ως προς τη διατύπωση και το ύφος, με τον «προκλητικό και ακραίο» Σαρκοζί, προσέλκυσε και ανθρώπους που τον ψήφισαν ακριβώς για να μην εκλεγεί ο πρώην υπουργός Εσωτερικών. Τέλος, ένα μεγάλο κομμάτι των ψήφων του «τρίτου πόλου», με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, θα επιλέξει την αποχή από το β' γύρο, απορρίπτοντας και τους 2 μονομάχους.
Κάνοντας μια πρώτη απόπειρα χαρτογράφησης του εκλογικού σώματος και των μετακινήσεών του μέσα από «κάλπες» που στήθηκαν έξω από τα εκλογικά τμήματα την ημέρα των εκλογών, η εταιρεία δημοσκοπήσεων και ερευνών «Ipsos» (μία από τις μεγαλύτερες στη Γαλλία) δίνει μια πρώτη, πιθανώς εύθραυστη, πλην ενδιαφέρουσα εικόνα. Οπως φαίνεται, καταρχάς, η προσπάθεια της Σεγκολέν Ρουαγιάλ να προσελκύσει γυναίκες ψηφοφόρους, αξιοποιώντας μόνο το φύλο της, δεν έφερε αποτελέσματα. Ενδεικτικό είναι ότι οι Σαρκοζί και Μπαϊρού κέρδισαν περισσότερες γυναικείες ψήφους, αποδεικνύοντας απλώς ότι αυτού του είδους τα επιχειρήματα από μόνα τους, όταν δε συνοδεύονται από σαφή πολιτικό λόγο, δεν έχουν αντίκρισμα.
Η διακύμανση του ποσοστού του Γαλλικού ΚΚ στις βουλευτικές εκλογές από το 1978 - 2002, είναι ενδεικτική, χωρίς να είναι ο μοναδικός δείκτης της εξέλιξής του |
Τέλος, τη σημασία τους έχουν και τα στοιχεία που προκύπτουν από τη χαρτογράφηση των ψήφων που έλαβε ο Λε Πεν. Το 2002 είχε προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι, με βάση μετέπειτα έρευνες (Στεφάν Ροζέ: «Από την κομμουνιστική ηγεμονία στην εργατική τάξη, στην ψήφο των εργατών στο Εθνικό Μέτωπο, από το κοινωνικό ζήτημα στο ζήτημα της δημοκρατίας» - Φιλοσοφικό Φόρουμ «Espaces Marx»), 3 στους 10 Γάλλους εργάτες ψήφισαν ακροδεξιά. Σήμερα, από τις πρώτες απόπειρες χαρτογράφησης, φαίνεται ότι η εργατική ψήφος, σε γενικές γραμμές, διαχύθηκε και στους 4 πρωτοπορούντες υποψηφίους: Σαρκοζί, Ρουαγιάλ, Λε Πεν, Μπαϊρού, με τον τέταρτο, μάλιστα, να συγκεντρώνει το 16%, και την πλειοψηφία όσων εργατικών ψήφων είχε λάβει ο Λε Πεν το 2002 να περνούν στον Νικολά Σαρκοζί.
Την ίδια ώρα, μέσα στο γενικότερο καταποντισμό της «Αριστεράς», ξεχωρίζει το χαμηλότερο, σχεδόν από το 1920, ποσοστό του Γαλλικού ΚΚ, το οποίο, επίσης με βάση τις πρώτες χαρτογραφήσεις, φαίνεται να χάνει ψήφους που διαχύθηκαν κυρίως προς τον Μπαϊρού και τη Ρουαγιάλ. Ακόμη και στα παραδοσιακά του «προπύργια», όπως είναι τα προάστια του Παρισιού, όπου παλαιότερα ονομάζονταν και «κόκκινη ζώνη», και τις αντίστοιχες περιοχές της Μασσαλίας και της Λιλ, η πτώση ήταν δραματική.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν από τα αποτελέσματα του α' γύρου των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία είναι πολλά. Καταρχάς, κοινή διαπίστωση όλων είναι ότι παρατηρείται μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ των πολλαπλών κοινωνικών αγώνων (μαζικές απεργίες, ογκώδεις διαδηλώσεις για το Συμβόλαιο Πρώτης Απασχόλησης, «Οχι» στο «Ευρωσύνταγμα») που εκτυλίχτηκαν στη χώρα την περασμένη 5ετία με ξεκάθαρα αιτήματα κατά της αντιλαϊκής πολιτικής, των επιλογών των Βρυξελλών, της περαιτέρω λιτότητας και περικοπής του κράτους πρόνοιας, με την ψήφο των Γάλλων στην κάλπη. Κοινή, επίσης, διαπίστωση είναι ότι καταγράφεται μια μετακίνηση της πολιτικής σκηνής και του πολιτικού λόγου όλο και πιο δεξιά.
Ουδείς μπορεί να παραβλέψει το διαγκωνισμό των δύο κύριων μονομάχων (Ρουαγιάλ - Σαρκοζί) για το πόση καταστολή χρειάζεται για να αντιμετωπιστεί η βία στα γκέτο και η νεανική παραβατικότητα, για το πόσα μέτρα λιτότητας είναι αναγκαία για να «ενισχυθούν οι οικονομικοί δείκτες της χώρας», για το ποιες περικοπές είναι απαραίτητες στο κοινωνικό κράτος, για τον τρόπο «ενθάρρυνσης» των εργοδοτών να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Θα πρέπει να είναι σαφές ότι μόλις πριν από μία δεκαετία περίπου, ακόμη και ένας γκολικός υποψήφιος δε θα τολμούσε ποτέ να ξεστομίσει προτάσεις και να χρησιμοποιήσει ύφος ανάλογο με αυτό του Νικολά Σαρκοζί όταν μιλούσε για «αποβράσματα» ή για ίδρυση «υπουργείου Μετανάστευσης», ούτε φυσικά ένας υποψήφιος των Σοσιαλιστών θα τολμούσε να ταχθεί υπέρ της «εκμάθησης πειθαρχίας στους νεαρούς παραβάτες του νόμου μέσα σε στρατιωτικού τύπου ιδρύματα». Πόσω μάλλον, δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πριν από μερικά χρόνια, το Σοσιαλιστικό Κόμμα να ψηφίζει την εφαρμογή ενός νόμου «για κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στα προάστια, κατά τη διάρκεια των ταραχών του 2005.
Το μεγάλο ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει είναι γιατί συνέβη αυτό. Μία πρώτη, και πιθανότατα ούτε αρκετή αλλά ούτε και μοναδική, ερμηνεία σχετίζεται με τις θέσεις που έχει υιοθετήσει η «Αριστερά» του Σοσιαλιστικού Κόμματος, και ιδιαίτερα το, πάλαι ποτέ, ισχυρότερο κόμμα της, το Γαλλικό ΚΚ. Και φυσικά, δεν πρόκειται μόνο για τις θέσεις που υπερασπίστηκε η Εθνική του Γραμματέας, Μαρί Ζορζ Μπιφέ, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Το νήμα ίσως θα πρέπει να αναζητηθεί πολλά χρόνια νωρίτερα, και ίσως πολύ πριν την πρώτη του κυβερνητική συγκατοίκηση με τους Σοσιαλιστές, επί Μιτεράν, τη δεκαετία του '80. Αν και οι συνθήκες και οι συσχετισμοί τότε δεν ήταν ακριβώς όμοιοι με τους σημερινούς, εντούτοις απαιτείται μελέτη και διερεύνηση σχετικά με την ίδια τη στρατηγική και τακτική του ΓΚΚ, έτσι όπως αυτή εξελίχτηκε από τη δεκαετία ακόμα του '70.
Π.χ. το 1973, ενόψει των βουλευτικών εκλογών, το Γαλλικό ΚΚ υπογράφει με τους Σοσιαλιστές ένα «Κοινό Πρόγραμμα». Το εκλογικό αποτέλεσμα δείχνει ότι η αντίδραση των ψηφοφόρων του ΚΚ δεν είναι ιδιαίτερα θετική, καθώς το ποσοστό του μειώνεται στο 21,5% ενώ των Σοσιαλιστών ανεβαίνει στο 19%.
Στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, όταν πλέον ο Μιτεράν είναι Γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το «Κοινό Πρόγραμμα» δεν επανατίθεται ως βάση συνεργασίας, παρά το αίτημα του ΚΚ. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα επιρρίπτει την ευθύνη της εκλογικής ήττας της «Αριστεράς» το 1978 στο ΚΚ, οπότε και για πρώτη φορά οι Σοσιαλιστές συγκεντρώνουν μεγαλύτερο ποσοστό.
Στις προεδρικές του 1981, το ΚΚ κατέρχεται με υποψήφιό του τον ΓΓ Ζορζ Μαρσέ, που κατηγορεί το Σοσιαλιστικό Κόμμα για «δεξιά στροφή». Συγκεντρώνει 15% έναντι 25% που συγκεντρώνει ο Μιτεράν. Στο δεύτερο γύρο, το ΚΚ στηρίζει τον Μιτεράν που εκλέγεται Πρόεδρος. Το ΚΚ συνεργάζεται στην κυβέρνηση υπό τον Μιτεράν. Και μπορεί οι υπουργοί του να παραιτήθηκαν το 1984 διαφωνώντας με την οικονομική πολιτική, όμως, η πρώτη ρωγμή στη σχέση του κόμματος με το εκλογικό σώμα και κυρίως με τη γαλλική εργατική τάξη είναι γεγονός. Και αποτυπώνεται στις προεδρικές του 1988, όπου κατεβαίνει διασπασμένο με 2 υποψηφίους οι οποίοι παίρνουν αντίστοιχα 6,7% και 2,1%(συνολικά 8,8%), δηλαδή έχουμε μια παραπέρα πτώση του ποσοστού του.
Μεταξύ 1988 - 1993, το ΚΚ στηρίζει κοινοβουλευτικά τη σοσιαλιστική κυβέρνηση ανάλογα με τα θέματα που προκύπτουν. Οι ανατροπές στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες οδηγούν σε ραγδαίες εξελίξεις. Ο Ρομπέρ Υ διαδέχεται τον Ζορζ Μαρσέ στη θέση του ΓΓ το 1994 και κηρύσσει επισήμως τη «μετάλλαξη» του κόμματος. Σταδιακά διαλύονται οι οργανώσεις βάσης, εγκαταλείπεται μετά τον όρο της Δικτατορίας του Προλεταριάτου και ο Λενινισμός ως πυλώνας της ιδεολογίας του και προωθείται «μια ρεαλιστική άποψη για τη διαχείριση της εξουσίας και την άσκηση πολιτικής». Η συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλιστές (1997 - 2002) απλώς επιστεγάζει την οριστικοποίηση της «μετάλλαξης», αλλά και της αποξένωσης του κόμματος από την εργατική τάξη, η οποία αποτυπώνεται στα διαρκώς φθίνοντα εκλογικά του αποτελέσματα (4,8% στις βουλευτικές του 2002).
(Δες ενδεικτικά στον πίνακα με τη διακύμανση των ποσοστών του Γαλλικού ΚΚ, στις βουλευτικές εκλογές από το 1978 - 2002)
Εκτοτε, και παρά το γεγονός ότι το Γαλλικό ΚΚ πρωτοστάτησε στην εκστρατεία για την απόρριψη του «Ευρωσυντάγματος» και κατά της οδηγίας Μπολκεστάιν, παρά το ότι οι βουλευτές του δε συγκατένευσαν στην κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» στα γκέτο και οι δυνάμεις στα συνδικάτα, έστω και καθυστερημένα, συμμετείχαν ενεργά σε απεργίες και διαδηλώσεις, το πολιτικό του πρόγραμμα, όπως τουλάχιστον αποτυπώθηκε στην προεκλογική εκστρατεία της Μπιφέ, δεν άλλαξε διόλου κατεύθυνση. Στρέφεται εξολοκλήρου προς σοσιαλδημοκρατικές λύσεις και γενικόλογες προτάσεις, ενώ επισταμένα αποφεύγει στις αναλύσεις του να θέσει ζήτημα καπιταλιστικού συστήματος, ιμπεριαλιστικών πολέμων κ.ά.
Επί του πρακτέου, όπως υπογραμμίζουν και αναλυτές, η στάση αυτή οδήγησε στο να μην κεφαλαιοποιηθεί πολιτικά και εκλογικά το ρεύμα «αναζωογόνησης» που δημιουργήθηκε από τη δραστηριότητά του αυτή. Παράλληλα, η έλλειψη κάθε είδους οργανωμένης παρέμβασης σε επίπεδο κομματικής οργάνωσης βάσης φάνηκε περισσότερο από ποτέ κατά τη διάρκεια των ταραχών στα γκέτο, όπου παλαιότερα το Γαλλικό ΚΚ είχε σημαντική και σταθερή παρέμβαση.
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, όπως εκτιμά στη βάση των αποτελεσμάτων της έρευνάς του ο Στεφάν Ροζέ, οι πολιτικές επιλογές του ΚΚ από τη δεκαετία του '80 και μετά, προκαλούν, καταρχάς, σύγχυση στην εργατική τάξη που παρασύρεται στην ψευδαίσθηση της «ρεαλιστικής πιθανότητας» εξουσίας διά των Σοσιαλιστών, για να βρεθεί, στη συνέχεια, εντελώς εγκαταλελειμμένη πολιτικά. Το αποτέλεσμα, υποστηρίζει ο Ροζέ, είναι σταδιακά να επέλθει και συνειδησιακή «μετάλλαξη», κατά την οποία ο μέσος Γάλλος εργαζόμενος χάνει την αίσθηση της ένταξής του σε ένα συλλογικό υποκείμενο, όπως είναι η εργατική τάξη.
Χάνει την πεποίθηση ότι μπορεί, πολιτικά, να παρέμβει στις εξελίξεις και νιώθει απλώς με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο να προσπαθεί να υπερασπιστεί κεκτημένα. Χάνει τη γενικότερη ταξική του κουλτούρα και αμύνεται πλέον ακολουθώντας ολοένα και πιο αντιδραστικές απόψεις (στροφή προς τα δεξιά ακόμη και μέχρι το Εθνικό Μέτωπο), αντιλαμβανόμενος ότι μόνο έτσι μπορεί να περισώσει κάτι, αφού αυτές οι απόψεις εμφανίζονται να είναι οι μόνες που υπερασπίζονται τη θέση «του Γάλλου εργαζόμενου». Απέναντι όμως όχι στο κεφάλαιο, αλλά απέναντι στον ξένο εργάτη ή το μετανάστη.
Σαφώς, αυτή η ερμηνεία χρειάζεται περισσότερη μελέτη και εμβάθυνση. Είναι όμως γεγονός ότι στις κάλπες της προηγούμενης Κυριακής, η πλειοψηφία των Γάλλων εργαζομένων έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης σε μια πολιτική διαχείρισης του συστήματος, που κινείται από τη Δεξιά ως την άκρα Δεξιά, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα, όπως υπογραμμιζόταν και μετά τον α' γύρο των προεδρικών εκλογών του 2002, ότι όλοι όσοι ψήφισαν Σαρκοζί, Μπαϊρού ή Ρουαγιάλ (και τότε Λε Πεν) συναινούν με την ουσία των προτάσεών τους.
Και αυτό φάνηκε μέσα από τις μεγάλες κινητοποιήσεις της περασμένης πενταετίας και τα αιτήματα που έθεσαν. Ομως η έλλειψη σαφούς πόλου ρήξης και ανατροπής, οδηγεί στο να μην μπορεί να εκφραστεί αυτή η κοινωνική αντίδραση και με πολιτικούς όρους.