Κάτι πρέπει να αλλάξει...
Η αντικειμενική τάση για επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης είναι στοιχείο προόδου, το οποίο όμως διαστρέφεται σε μεγάλο βαθμό από την αστική τάξη, προκειμένου να αποτρέψει τα περισσότερα παιδιά από την απόκτηση της γενικής μόρφωσης και να τα στρέψει στην επαγγελματική ψευτοκατάρτιση |
Ομως, η εργατική τάξη, τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα και η νεολαία δεν έχουν κανένα λόγο να εμπιστευτούν τις υποκριτικές φωνές των παπαγάλων της άρχουσας τάξης για τις αναγκαίες αλλαγές στην Παιδεία. Αυτή την Παιδεία, τη δήθεν δωρεάν και δημόσια, τους τη χαρίζουμε γιατί δεν είναι αυτή που δίνει απάντηση στις σύγχρονες μορφωτικές ανάγκες του λαού. Για μας είναι ξεπερασμένη όχι μόνο γιατί ανήκει σε μια άλλη εποχή του καπιταλισμού, αλλά κυρίως γιατί είναι φτιαγμένη για να ικανοποιεί τους λίγους και όχι τους πολλούς, τους κυρίαρχους και όχι τους κυριαρχούμενους.
Τι νόημα όμως παίρνουν σήμερα οι σύγχρονες μορφωτικές ανάγκες του λαού; Δεν είναι αυθαίρετες, ούτε κάποια φανταστική επινόηση των κομμουνιστών, αλλά είναι αποτέλεσμα των σύγχρονων κοινωνικών εξελίξεων.
Ας αναλογιστούμε δύο ζητήματα:
Ομως, τα παραπάνω είναι μόνο δυνατότητες που στον καπιταλισμό όχι μόνο δεν μπορούν να γίνουν πραγματικότητα αλλά, αντίθετα, το κεφάλαιο παίρνει όλα τα αναγκαία μέτρα μέσω των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων για να εγκλωβίσει αυτή τη δυνητική πρόοδο στα ασφυκτικά πλαίσια των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής. Ετσι όχι μόνο δε δίνει τη δυνατότητα στον αυριανό εργαζόμενο να αποκτήσει ολοκληρωμένη μόρφωση μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα, γιατί αυτή κοστίζει οικονομικά και πολιτικά αλλά, αντίθετα, υποκαθιστά την αντικειμενική κοινωνική ανάγκη για μόρφωση με βραχυπρόθεσμες καταρτίσεις και δεξιότητες, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να «τρέχει από δω και από κει» για να προσαρμοστεί στις ανάγκες του εργοδότη για φθηνή και ευέλικτη εργατική δύναμη.
Ταυτόχρονα, όχι μόνο δε μειώνεται ο χρόνος εργασίας, αλλά αντίθετα επεκτείνεται, και από την πλευρά της εργάσιμης μέρας και από την πλευρά των ορίων συνταξιοδότησης, για να διευκολυνθεί η κερδοφορία της αστικής τάξης.
Από τα παραπάνω, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η επιστήμη και η εφαρμογή της στην παραγωγή, που είναι προϊόν συνεργασίας πολλών ανθρώπινων μυαλών και μιας μακραίωνης ιστορίας του ανθρώπου, αλλά και ο παραγόμενος πλούτος, κάνουν σήμερα επιτακτικό το αίτημα για ολόπλευρη μόρφωση για όλους ως σύγχρονη και ρεαλιστική κοινωνική ανάγκη.
Γύρω από αυτή την κρίσιμη επισήμανση περιστρέφονται και τα πραγματικά διλήμματα στα οποία η εργατική τάξη και το κίνημά της πρέπει να τοποθετηθούν από τη σκοπιά των σημερινών αλλά και των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της.
Προσπαθούν να πείσουν τη νεολαία ότι η σταθερή εργασία είναι βαρετή, χωρίς προοπτικές καριέρας, ενώ αντίθετα η ευέλικτη απασχόληση είναι δημιουργική αλλά και αναγκαία γιατί πρέπει να μάθουμε να προσαρμοζόμαστε στις τρέχουσες εξελίξεις και στις απαιτήσεις της αγοράς... Με λίγα λόγια, καλούν το λαό να αποδεχτεί ενεργητικά τη μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσής του, να αποδεχτεί μια ζωή που το όριο ανάμεσα στο χρόνο εργασίας και στην περίοδο ξεκούρασης και ψυχαγωγίας είναι δυσδιάκριτο (όπως γινόταν στα 1800 όπου το προλεταριάτο κοιμόταν στο εργοστάσιο), και όλα αυτά σαν προοδευτικές αλλαγές!
Η σύγχρονη κοινωνική ανάγκη για δημιουργική εργασία, όπου δε θα υπάρχει το άγχος της απόλυσης, και ο μισθός θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, είναι δυνατή μόνο σε συνθήκες όπου η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι κοινωνική και υπάρχει κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας.
Για μια τέτοια ευέλικτη απασχόληση χρειάζονται μια μεγάλη μάζα που δε θα έχει επιστημονικό κριτήριο, αλλά θα λαμβάνει συνεχώς ασύνδετες πληροφορίες και δεξιότητες μιας χρήσης, τις οποίες μάλιστα δε θα μπορεί να συνενώσει για να εντοπίσει την ουσία των φαινομένων. Αυτή ακριβώς είναι και μια βασική πλευρά των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση, δηλαδή η αφαίρεση από κάθε διαχρονικό στοιχείο της ανθρώπινης γνώσης, ώστε στη συνείδηση του αυριανού εργαζόμενου να επικρατεί μια σύγχυση (βλ. διαθεματικότητα στα νέα σχολικά βιβλία) και μια σχετικιστική αντίληψη για τα πράγματα, ότι δήθεν υπάρχουν πολλές αλήθειες, και έτσι να βολεύεται στη δική του εμπειρική και άρα απομονωμένη από γενικεύσεις αλήθεια.
Ομως, η υποταγή στις δεξιότητες που το κεφάλαιο απαιτεί δεν είναι νομοτέλεια. Το γεγονός ότι οι πληροφορίες εναλλάσσονται ραγδαία δημιουργεί ακόμα πιο έντονα την ανάγκη για ένα ισχυρό κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο που θα κάνει ικανό κάθε άνθρωπο να κρίνει τις πληροφορίες και να τις εντάσσει δημιουργικά στη ζωή του, χωρίς να γίνεται υπόδουλός τους. Οπως είναι φανερό όμως, για έναν τέτοιον άνθρωπο χρειάζεται και ένα ριζικά διαφορετικό είδος σχολείου.
Το γεγονός ότι στην εποχή μας απαιτείται η διεύρυνση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στα δώδεκα χρόνια το κατανοούν όλοι. Ακόμα και σε έγγραφα και αποφάσεις της ΕΕ γίνεται λόγος για την ανάγκη για δωδεκάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση ενώ, από την άλλη, είναι πασίγνωστο ότι η λαϊκή οικογένεια κάνει τρομερές θυσίες, προκειμένου να μορφώσει τα παιδιά της, επιδιώκοντας να τους δώσει όσο το δυνατόν καλύτερα εφόδια για τη ζωή τους.
Ολα αυτά αποδεικνύουν ότι η αντικειμενική τάση για επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης είναι στοιχείο προόδου, το οποίο όμως διαστρέφεται σε μεγάλο βαθμό από την αστική τάξη, προκειμένου να αποτρέψει τα περισσότερα παιδιά από την απόκτηση της γενικής μόρφωσης και να τα στρέψει στην επαγγελματική ψευτοκατάρτιση.
Είναι τέτοια η αντιδραστική απάντηση του κεφαλαίου που αξιοποιεί τα σκουριασμένα ιδεολογήματα ότι κάποιοι δεν παίρνουν τα γράμματα και κάνουν μόνο για μάστορες. Βάζει τα παιδιά στην κρίσιμη ηλικία των 14 - 15 ετών που μπαίνουν οι βάσεις για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους, να «επιλέξουν» επαγγελματική πορεία, τη στιγμή που καμία κοινωνική ανάγκη δεν επιβάλλει κάτι τέτοιο (ας θυμηθούμε ότι η ανθρωπότητα μπορεί να εργάζεται λιγότερο, παράγοντας περισσότερο πλούτο). Και έτσι η δωδεκάχρονη εκπαίδευση που προτείνουν είναι στην ουσία πιο ταξικά διαφοροποιημένη, θέτει από πολύ νωρίς τα εκβιαστικά διλήμματα για την πορεία στη ζωή.
Και εδώ ακριβώς φανερώνονται οι δύο δρόμοι για το ενδιαφέρον κάθε κοινωνικής τάξης και της εξουσίας της για την εκπαίδευση των νέων. Αξίζει λοιπόν να θυμηθούμε ότι στη σοσιαλιστική Σοβιετική Ενωση ήδη από τη δεκαετία του 1930 γίνονταν παρατηρήσεις στους υπεύθυνους Παιδείας για την αποτυχία ενός πολύ μικρού ποσοστού παιδιών στις εξετάσεις, ενώ σήμερα στην καπιταλιστική Ελλάδα γίνεται προτροπή, ορισμένα μαθήματα όπως ο Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός να ανακόψουν τη ροή από το Γυμνάσιο προς το Γενικό Λύκειο προς όφελος του Επαγγελματικού και Τεχνικού δικτύου. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις για την Παιδεία του λαού...
Γι' αυτό, λοιπόν, για την εργατική τάξη είναι ζήτημα συνολικής ανύψωσης του μορφωτικού επιπέδου των παιδιών της, αλλά και όλης της κοινωνίας το αίτημα για ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο γενικής παιδείας έως τα 18 χρόνια, χωρίς διαφοροποιήσεις και με ενιαίο πρόγραμμα για όλους, αλλά και είναι «ζήτημα τιμής» να μην αποδεχτεί ότι τα παιδιά της είναι άτομα μειωμένων ικανοτήτων και απαιτήσεων από τη ζωή, που θα παλεύουν καθημερινά μέσα στο άγχος να επιβιώσουν προσαρμοζόμενοι στις απαιτήσεις των καπιταλιστών.
Πάνω απ' όλα, όμως, ο αγώνας για τη μόρφωση είναι πεδίο ταξικής πάλης του προλεταριάτου και αντικειμενικά κατευθύνεται στην ανάγκη κατάκτησης της εξουσίας και οικοδόμησης του σοσιαλισμού - κομμουνισμού από τους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου.