ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Αυγούστου 1999
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 2000
Προϋπολογισμός στην υπηρεσία της ΟΝΕ

Με βάση τον τυφλοσούρτη του προγράμματος "σύγκλισης", το υπουργείο Οικονομικών επεξεργάζεται τον προϋπολογισμό του 2000, με τις βασικές παραμέτρους ήδη γνωστές... Περικοπές δαπανών, διατήρηση της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης, σφιχτή εισοδηματική πολιτική...

Προϋπολογισμό σκληρής λιτότητας επεξεργάζεται η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για το 2000, με κύριους προσανατολισμούς την παγιοποίηση της δυσβάστακτης φορολογικής επιβάρυνσης στα επίπεδα των τελευταίων χρόνων και τη νέα συρρίκνωση των κρατικών δαπανών. Σε αυτό το γενικότερο πλέγμα λιτότητας θα κινηθεί και η εισοδηματική πολιτική του επόμενου έτους, η οποία δίνει, άλλωστε, και τον τόνο για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας του ιδιωτικού τομέα.

Οι αρμόδιοι παράγοντες, που συντάσσουν σήμερα διάφορα σενάρια του προϋπολογισμού του επόμενου έτους, επισημαίνουν σε όλους τους τόνους το αυτονόητο, ότι δηλαδή η βασική επιδίωξη είναι η παρουσίαση ενός προϋπολογισμού, που θα δίνει το εισιτήριο για την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Αυτό σημαίνει ότι ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2000 θα πρέπει να έχει αντιπληθωριστική κατεύθυνση (η βασική φιλοσοφία του χρηματιστικού κεφαλαίου της Δ. Ευρώπης στη δεκαετία του '90) μέσω της συνεχούς μείωσης του κατά Μάαστριχτ δημοσιονομικού ελλείμματος (τίθεται στόχος για μείωση του κάτω από το 1% του ΑΕΠ), νέας μείωσης των επιτοκίων δανεισμού του κράτους, καθώς και του δημοσίου χρέους.

Οπως άλλωστε αναμενόταν, μέσω του νέου προϋπολογισμού η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στέλνει και πάλι το μήνυμα ότι οι πολιτικές λιτότητας πρόκειται να συνεχιστούν στο... άπειρο, αν και αναγνωρίζουν ότι η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των 15 χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στους δείκτες της μείωσης των δαπανών και της αύξησης των εσόδων. Για να δικαιολογήσουν τα νέα πεδία λιτότητας επικαλούνται τώρα το Σύμφωνο Σταθερότητας που προβλέπει μηδενικούς ή και πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, καθώς και την ανάγκη μείωσης του δημόσιου χρέους στα επίπεδα του 60% του ΑΕΠ. Με λίγα δηλαδή λόγια, και οι επόμενες γενιές, αν συνεχιστεί και δεν ανατραπεί η σημερινή πολιτική, θα βιώσουν το πνεύμα λιτότητας...

Από εκεί και πέρα και με τα όποια περιθώρια τους επιτρέπει το κοινοτικό κογκλάβιο, να επιχειρήσουν να ικανοποιήσουν και τις προεκλογικές ανάγκες του κυβερνώντος κόμματος, ενόψει της επερχόμενης εθνικής εκλογικής αναμέτρησης (αναφορά γίνεται στις λεγόμενες φοροαπαλλαγές και κάποιες παροχές - ψιχία στους συνταξιούχους). Ανάμεσα στις δύο αυτές κατευθύνσεις επιχειρούν να ισορροπήσουν οι ασχολούμενοι με τον κρατικό προϋπολογισμό, οι οποίοι επιδίδονται σε πλήθος σεναρίων, ένα από τα οποία παρουσιάζει σήμερα ο "Ρ".

Για την υλοποίηση των βασικών αυτών παραμέτρων θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι δυσμενείς διεθνείς και εσωτερικές οικονομικές συνθήκες της τελευταίας περιόδου (άνοδος των τιμών του πετρελαίου και αναζωπύρωση του πληθωρισμού, άνοδος των επιτοκίων, συναλλαγματικές διαταράξεις του ΕΥΡΩ ως προς το δολάριο) οι οποίες επιβαρύνουν το γενικότερο κλίμα.

Η λιτότητα με αριθμούς

Σύμφωνα με το σενάριο κατάρτισης του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2000:

  • Τα ΕΣΟΔΑ του Τακτικού Προϋπολογισμού (χωρίς το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων) προβλέπεται να ανέλθουν στο 26,5% του ΑΕΠ και θα είναι μειωμένα κατά 0,4 εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 1999 (εκτιμάται ότι θα ανέλθουν στο 26,9% του ΑΕΠ). Ουσιαστικά δηλαδή η κυβέρνηση επαναφέρει τον αρχικό στόχο του 1999 που πρόβλεπε έσοδα 26,5% του ΑΕΠ. Η μείωση αυτή κατά 0,4 μονάδες ως προς το ΑΕΠ αποδίδεται στη μείωση τόσο των έμμεσων φόρων (για να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός) όσο και από μια ανεπαίσθητη μείωση των άμεσων φόρων, κυρίως λόγω της αλλαγής του τρόπου φορολόγησης των μικρομεσαίων στρωμάτων (ελεύθεροι επαγγελματίες, μικρές επιχειρήσεις) και μιας αύξησης των αφορολόγητων ορίων. Αδιευκρίνιστος παραμένει ακόμα ο τρόπος φορολόγησης των αγροτών, ενώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η επικείμενη αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, θα φέρει νέα έσοδα στα ταμεία του κράτους. Ο γενικός στόχος, πάντως, επιβεβαιώνει τις κυβερνητικές προθέσεις να διατηρήσει ουσιαστικά ανέπαφο τον αντιλαϊκό φορολογικό μηχανισμό.
  • Η κατά 0,4 μονάδες μείωση των εσόδων θα προέλθει από μια μείωση κατά 0,3 μονάδες των φορολογικών εσόδων και κατά 0,1 μονάδα των μη φορολογικών εσόδων (απολήψεις από ΕΕ, έσοδα ιδιωτικοποιήσεων κλπ).
  • Οι αποδιδόμενοι πόροι (πρόκειται για τις επιστροφές φόρων και για αποδόσεις εσόδων σε τρίτους όπως η Τοπική Αυτοδιοίκηση) θα παραμείνουν στο 2,9% του ΑΕΠ όσο και το 1999.

Στο σκέλος των ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ του κρατικού προϋπολογισμού του 2000 προβλέπεται νέα μείωσή τους κατά μία εκατοστιαία μονάδα, από 29,4% του ΑΕΠ το 1999 σε 28,4% το 2000.

Ειδικότερα, προβλέπεται ότι οι πρωτογενείς δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού (πρόκειται για τις δαπάνες που αφορούν μισθούς συντάξεις και καλύπτουν τις λειτουργικές ανάγκες των δημοσίων υπηρεσιών) προβλέπεται να μειωθούν στο 17,5%% του ΑΕΠ έναντι 17,9% το 1999. Η κατά 0,4 εκατοστιαίες μονάδες μείωση θα προέλθει από τη μείωση των λειτουργικών δαπανών (από 7,4% του ΑΕΠ σε 7% του ΑΕΠ), οι οποίες ήδη βρίσκονται σε κατάσταση ασφυξίας λόγω των συνεχών περικοπών επί μακρά σειρά ετών.

Για το κονδύλι ΜΙΣΘΟΙ - ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ προβλέπεται "πάγωμα" στο 10,5% του ΑΕΠ, όσο δηλαδή είχε διαμορφωθεί και το 1999. Βεβαίως, η διατήρηση των κονδυλίων στα ίδια ποσοστά του ΑΕΠ δίνει τη δυνατότητα στο επιτελείο του κυβερνώντος κόμματος, ανάλογα με την πορεία προς τις εκλογές και τις μικροκομματικές σκοπιμότητες της ψηφοθηρίας να αξιοποιήσουν κάποια ποσά για να εκτοξεύσουν τα γνωστά προεκλογικά τρυκ, είτε αυτά αφορούν προσλήψεις, είτε άλλης μορφής ενισχύσεις που θα αποβλέπουν αποκλειστική στην εξαγορά ψήφων.

  • Οι ΤΟΚΟΙ εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους εκτιμάται ότι θα μειωθούν στο 8% του ΑΕΠ από 8,7% του ΑΕΠ που προβλέπουν για το 1999. Η μεγάλη αυτή μείωση κατά 0,7 μονάδες των πληρωμών για τόκους κρίνεται από ορισμένους παράγοντες σαν μη ρεαλιστική, δεδομένων των αβεβαιοτήτων που συνεχίζουν να υπάρχουν στην πορεία των επιτοκίων. Περίεργη θεωρείται επίσης και η μείωση των δαπανών για τόκους, η οποία εμφανίζεται για το 1999 (πρόβλεψη 8,7% του ΑΕΠ έναντι στόχου του προϋπολογισμού για 8,8%) δεδομένου ότι το α τετράμηνο του 1999 οι πληρωμές τόκων ήταν πολύ υψηλές, ενώ στη συνέχεια είχαμε την εντυπωσιακή αύξηση των επιτοκίων όλων των πιστωτικών τίτλων που εκδίδει το δημόσιο.
  • Το ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΣ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ (η διαφορά των εσόδων μείον τις δαπάνες χωρίς τόκους) προβλέπεται να διαμορφωθεί στα υψηλά επίπεδα του 6% του ΑΕΠ έναντι 6,2% που εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί το 1999.
  • Το ΕΛΛΕΙΜΜΑ, τέλος, του τακτικού προϋπολογισμού (το σύνολο των δαπανών μείον τα έσοδα) προβλέπεται να μειωθεί στο 1,9% του ΑΕΠ από 2,5% το 1999).

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ