Το βασικό, το θεμελιακό αμάρτημα αυτού του προγράμματος είναι ότι επιδιώκει να καθιερώσει στη ζωή τον πιο ραφιναρισμένο και τον πιο απόλυτο εθνικισμό, έναν εθνικισμό εξωθημένο ως τα άκρα. Η ουσία αυτού του προγράμματος είναι ότι κάθε πολίτης εγγράφεται στο ένα ή το άλλο έθνος, και κάθε έθνος αποτελεί ένα νομικό σύνολο, με δικαίωμα υποχρεωτικής φορολόγησης των μελών του, με εθνικές βουλές (δίαιτες), με εθνικούς "γραμματείς του κράτους" (υπουργούς) (... )
Ο μαρξισμός είναι ανειρήνευτος με τον εθνικισμό, ακόμα και με τον πιο "δίκαιο", "καθαρούτσικο", εκλεπτυσμένο και πολιτισμένο. Ο μαρξισμός προβάλλει στη θέση κάθε εθνικισμού το διεθνισμό, τη συγχώνευση όλων των εθνών σε μια ανώτατη ενότητα, που αναπτύσσεται μπρος στα μάτια μας με κάθε βέρστι σιδηροδρομικής γραμμής, με κάθε διεθνές τραστ, με κάθε ένωση εργατών (διεθνής ως προς την οικονομική της δράση και κατόπιν και ως προς τις ιδέες και τις επιδιώξεις της).
Ιστορικά, η αρχή της εθνικότητας είναι αναπόφευκτη στην αστική κοινωνία και ο μαρξιστής, παίρνοντας υπόψη του αυτή την κοινωνία, αναγνωρίζει πέρα για πέρα την ιστορική δικαιολόγηση των εθνικών κινημάτων. Για να μη μεταβληθεί όμως αυτή η αναγνώριση σε απολογία του εθνικισμού, πρέπει να περιορίζεται αυστηρότατα μόνο σε ό,τι προοδευτικό υπάρχει σ' αυτά τα κινήματα, έτσι που η αναγνώριση αυτή να μην οδηγήσει σε συσκότιση της προλεταριακής συνείδησης από την αστική ιδεολογία.
Είναι προοδευτικό το ξύπνημα των μαζών από το φεουδαρχικό λήθαργο, η πάλη τους ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση, για τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού, για τα κυριαρχικά δικαιώματα του έθνους. Από δω απορρέει η απόλυτη υποχρέωση κάθε μαρξιστή να υπερασπίζεται τον πιο αποφασιστικό και τον πιο συνεπή δημοκρατισμό σ' όλα τα σημεία του εθνικού ζητήματος. Το καθήκον αυτό βασικά έχει αρνητικό χαρακτήρα. Το προλεταριάτο όμως δεν μπορεί να προχωρήσει στην υποστήριξη του εθνικισμού πέρα απ' αυτό το σημείο, γιατί παραπέρα αρχίζει η "θετική" δράση της αστικής τάξης,που αποβλέπει στη στερέωση του εθνικισμού.
* * *
Πάλη ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση - ασφαλώς ναι! Πάλη για κάθε λογής εθνική ανάπτυξη, για τον "εθνικό πολιτισμό" γενικά - ασφαλώς όχι. Η οικονομική ανάπτυξη της καπιταλιστικής κοινωνίας δίνει σ' όλο τον κόσμο παραδείγματα εθνικών κινημάτων που δεν έφτασαν σε πλήρη ανάπτυξη, παραδείγματα σχηματισμού μεγάλων εθνών από μια σειρά μικρά έθνη ή σε βάρος ορισμένων μικρών εθνών, παραδείγματα αφομοίωσης εθνών. Αρχή του αστικού εθνικισμού είναι η ανάπτυξη της εθνότητας γενικά, και από δω απορρέει η αποκλειστικότητα του αστικού εθνικισμού και το αδιέξοδο όπου οδηγούν οι εθνικές φαγωμάρες. Το προλεταριάτο όμως όχι μόνο δεν αναλαβαίνει την υποχρέωση να υπερασπίζει την εθνική ανάπτυξη κάθε έθνους, μα αντίθετα προειδοποιεί τις μάζες για τον κίνδυνο που κλείνουν μέσα τους τέτοιες αυταπάτες, υποστηρίζει την πιο πλέρια ελευθερία της καπιταλιστικής κυκλοφορίας και χαιρετίζει κάθε αφομοίωση των εθνών, εκτός από κείνη που γίνεται με τη βία ή στηρίζεται σε προνόμια.
Κατοχύρωση του εθνικισμού μέσα σε μια ορισμένη "δίκαια" περιορισμένη σφαίρα, "νομική κατοχύρωση" του εθνικισμού, δημιουργία στέρεου και μόνιμου φραγμού ανάμεσα σ' όλα τα έθνη μέσω ενός ιδιαίτερου κρατικού θεσμού - να ποιο είναι το ιδεολογικό βάθρο και το περιεχόμενο της πολιτιστικής - εθνικής αυτονομίας. Η σκέψη αυτή είναι πέρα για πέρα αστική και πέρα για πέρα κάλπικη. Το προλεταριάτο δεν μπορεί να υποστηρίξει καμιά κατοχύρωση του εθνικισμού, αντίθετα υποστηρίζει κάθε τι που βοηθά το σβήσιμο των εθνικών διακρίσεων, το γκρέμισμα των εθνικών φραγμών, κάθε τι που κάνει όλο και πιο στενούς τους δεσμούς ανάμεσα στις εθνότητες, κάθε τι που οδηγεί στη συγχώνευση των εθνών. Κάθε διαφορετική ενέργεια σημαίνει πέρασμα με το μέρος του αντιδραστικού εθνικιστικού μικροαστισμού.
Οταν οι Αυστριακοί σοσιαλδημοκράτες συζητούσαν στο συνέδριό τους του Μπρνό (1899) το σχέδιο της πολιτιστικής - εθνικής αυτονομίας, δε δόθηκε σχεδόν καμιά προσοχή στη θεωρητική εκτίμηση αυτού του σχεδίου. Είναι όμως διδαχτικό να σημειώσουμε ότι διατυπώθηκαν δυο επιχειρήματα παρόμοιου χαρακτήρα ενάντια στο πρόγραμμα: 1) ότι θα οδηγούσε στην ενίσχυση του κληρικαλισμού, 2) ότι "θα είχε σαν αποτέλεσμα τη διαιώνιση του σοβινισμού, το μπάσιμό του και στην πιο μικρή κοινότητα, και στην πιο μικρή ομάδα" (... )
* * *
Στις μετοχικές εταιρίες κάθονται πλάι πλάι και σμίγουν εντελώς οι καπιταλιστές διαφόρων εθνών. Στη φάμπρικα δουλεύουν μαζί οι εργάτες διαφόρων εθνών. Σε κάθε πραγματικά σοβαρό και κεφαλαιώδες πολιτικό ζήτημα η συγκέντρωση των δυνάμεων δε γίνεται κατά έθνη, αλλά κατά τάξεις. Η "απόσπαση από τη δικαιοδοσία του κράτους" της εκπαίδευσης κλπ. και η μεταβίβασή της στα έθνη σημαίνει ακριβώς απόπειρα να ξεχωριστεί απ' την οικονομία, που συγχωνεύει τα έθνη, ο πιο ιδεολογικός, σα να λέμε, τομέας της κοινωνικής ζωής, όπου είναι πιο εύκολος παρά οπουδήποτε αλλού ένας "καθαρός" εθνικός πολιτισμός ή η εθνική καλλιέργεια του κληρικαλισμού και του σοβινισμού (... )
* * *
Η 3η παράγραφος του προγράμματος που εγκρίθηκε λέει: "Οι αυτοδιοικούμενες περιοχές ενός και του ίδιου έθνους σχηματίζουν μαζί μια ενιαία εθνική ένωση που λύνει εντελώς αυτόνομα τις εθνικές της υποθέσεις" (βλ. "Προσβεστσένιγε", 1913, τεύχος 4, σελ. 28 (11)). Είναι φανερό πως κι αυτό το συμβιβαστικό πρόγραμμα δεν είναι σωστό. Ας το εξηγήσουμε με ένα παράδειγμα. Η κοινότητα των Γερμανών αποίκων στο κυβερνείο του Σαράτοφ, συν το προάστιο των Γερμανών εργατών της Ρήγας ή του Λοτζ, συν ο γερμανικός συνοικισμός έξω από την Πετρούπολη κλπ. σχηματίζουν μια "ενιαία εθνική ένωση" των Γερμανών της Ρωσίας. Είναι ολοφάνερο ότι οι σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν να ζητούν παρόμοια πράγματα και να στηρίζουν μια τέτοια ένωση, αν και εννοείται δεν αρνούνται καθόλου την ελευθερία των κάθε λογής ενώσεων, μαζί και των ενώσεων οποιωνδήποτε κοινοτήτων οποιασδήποτε εθνότητας σ' ένα δοσμένο κράτος. Ομως, με το ξεχώρισμα με κρατικό νόμο των Γερμανών κλπ. από τις διάφορες περιοχές και τάξεις της Ρωσίας και τη συγκρότησή τους σε ενιαία γερμανική εθνική ένωση μπορούν να ασχολούνται οι παπάδες, οι αστοί, οι μικροαστοί κι όποιος άλλος θέλετε, εκτός από τους σοσιαλδημοκράτες.
Την επόμενη Κυριακή το β μέρος
Το "Εθνικό Ζήτημα" επανεμφανίζεται με οξύτητα ως ταξικό - πολιτικό πρόβλημα, από την πρώτη στιγμή που οι ευρωατλαντικοί ιμπεριαλιστές αποφάσισαν να διαμοιράσουν τα Βαλκάνια και όχι μόνο. Η ίδια η ιστορία των Βαλκανίων, το γεγονός ότι αποτελούσε πάντα μια πολυεθνική περιοχή, δυσκόλευε τη λύση του προβλήματος την περίοδο διαμόρφωσης των εθνικών κρατών, γιατί η ιστορική περίοδος της διαμόρφωσής τους, δηλαδή το πέρασμά τους από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό έγινε στην ιστορική εποχή περάσματος από τον προμονοπωλιακό καπιταλισμό στον ιμπεριαλισμό και την εδραίωση του τελευταίου. Αντικειμενικά η αστική τάξη περνά στην αντίδραση σ' όλες τις πτυχές της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής, γεγονός που δε θα αφήσει ανεπηρέαστο το ζήτημα των εθνοτήτων. Παρ' όλ' αυτά από τις αρχές του αιώνα έως τα σήμερα η ίδια η εξέλιξη διαμόρφωσε τις συνθήκες της συνύπαρξης των εθνών στα Βαλκάνια, ενώ η οικοδόμηση του σοσιαλισμού μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο άνοιγε το δρόμο επίλυσης αυτού του προβλήματος στα κράτη που οι λαοί πήραν τις τύχες τους στα χέρια τους. Πρέπει δε να σημειώσουμε ότι και άλλες φορές στο παρελθόν τα ιμπεριαλιστικά κράτη χρησιμοποιούσαν το "Εθνικό Ζήτημα" στα Βαλκάνια, όπως στις αρχές του αιώνα με τους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά και μετά απ' αυτούς, και κυρίως την ύπαρξη μειονοτήτων, προκειμένου να επεμβαίνουν στο εσωτερικό των βαλκανικών κρατών. Δημιουργούσαν αφορμές με την υποδαύλιση εθνικιστικών αντιθέσεων και αντιπαραθέσεων (πάντα ήταν και είναι προσφιλής η πολιτική του "διαίρει και βασίλευε"), προκειμένου να προωθούν τα κάθε λογής σχέδια για την επικυριαρχία τους. Το συγκεκριμένο ζήτημα απασχολούσε το διεθνές εργατικό κίνημα από την πρώτη στιγμή της οργάνωσής του σαν κίνημα πουμ στηριγμένο στην επιστημονική κοσμοθεωρία του μαρξισμού, μπήκε επικεφαλής της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης για το σοσιαλισμό. Ο "Ρ", με αφορμή την επικίνδυνη ανακίνηση μειονοτικών ζητημάτων στην Ελλάδα με τον πιο επίσημο τρόπο (υπόμνημα τριών μουσουλμάνων βουλευτών, δηλώσεις υπουργού Εξωτερικών κλπ.), και με δεδομένη την ιμπεριαλιστική επέμβαση διαρκείας και τον πόλεμο, στηριγμένη στην ίδια αφορμή (εθνοκαθάρσεις, μειονοτικά κλπ.), παρουσιάζει σε συνέχειες ορισμένες σημαντικές πτυχές της πολιτικής του κομμουνιστικού κόμματος για το πρόβλημα, επεξεργασμένες από τον Λένιν στα 1913, που διατηρούν και θα διατηρούν την επικαιρότητα και την αξία τους, όσο το συγκεκριμένο ζήτημα παραμένει άλυτο. Πρόκειται για αποσπάσματα από το έργο του Λένιν "Κριτικά σημειώματα πάνω στο Εθνικό ζήτημα".
Α Μέρος
Ο "Εθνικός Πολιτισμός"
... Το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού είναι αστική (και συχνά μαυροεκατονταρχίτικη - κληρικαλική) απάτη. Το σύνθημά μας είναι: διεθνικός πολιτισμός του δημοκρατισμού και του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.
Σ' αυτό το σημείο ορμά στη μάχη ο μπουντιστής (*) κ. Λίμπμαν και με κατακεραυνώνει με την παρακάτω εξουθενωτική περικοπή;
"Οποιος γνωρίζει έστω και λίγο το εθνικό ζήτημα, ξέρει ότι ο διεθνικός πολιτισμός δεν είναι άεθνος (**) (πολιτισμός χωρίς εθνική μορφή). Αεθνος πολιτισμός που δεν πρέπει να 'ναι μήτε ρωσικός, μήτε εβραϊκός, μήτε πολωνικός, παρά μόνο καθαρός πολιτισμός, είναι παραλογισμός. Ισα - ίσα τότε μόνο οι διεθνικές ιδέες μπορούν να γίνουν αγαπητές στην εργατική τάξη, όταν προσαρμόζονται στη γλώσσα που μιλά ο εργάτης και στις συγκεκριμένες εθνικές συνθήκες όπου ζει. Ο εργάτης δεν πρέπει να είναι αδιάφορος για την κατάσταση και την ανάπτυξη του εθνικού του πολιτισμού, επειδή μέσω αυτού και μόνο μέσω αυτού αποχτά τη δυνατότητα να πάρει μέρος στο "διεθνικό πολιτισμό του δημοκρατισμού και του παγκόσμιου εργατικού κινήματος". Ολα αυτά είναι γνωστά από καιρό, μα ο Β. Ι. δε θέλει ούτε να τα ξέρει...".
Για καλοσκεφτείτε αυτόν τον τυπικό για έναν μπουντιστή συλλογισμό, που έχει, βλέπετε, για προορισμό να εκμηδενίσει τη μαρξιστική θέση που διατύπωσα. Με ύφος γεμάτο εξαιρετική αυτοπεποίθηση και σαν "γνώστης του εθνικού ζητήματος", ο κ. μπουντιστής μας σερβίρει συνηθισμένες αστικές αντιλήψεις σαν "από καιρό γνωστές" αλήθειες.
Ναι, ο διεθνικός πολιτισμός δεν είναι άεθνος, φίλτατε μπουντιστή. Κανένας δεν είπε τέτοιο πράγμα. Κανένας δε διακήρυξε έναν "καθαρό" πολιτισμό που να μην είναι μήτε πολωνικός, μήτε εβραϊκός, μήτε ρωσικός κλπ. κι έτσι το κούφιο λεξομάζωμά σας δεν είναι παρά απόπειρα να αποσπαστεί η προσοχή του αναγνώστη και να καλυφθεί η ουσία της υπόθεσης με ηχηρές λέξεις.
Σε κάθε εθνικό πολιτισμό υπάρχουν, έστω και όχι αναπτυγμένα, στοιχεία δημοκρατικού και σοσιαλιστικού πολιτισμού, επειδή σε κάθε έθνος υπάρχει η εργαζόμενη και εκμεταλλευόμενη μάζα, που οι συνθήκες της ζωής της γεννούν αναπόφευκτα τη δημοκρατική και τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Σε κάθε έθνος όμως υπάρχει και αστικός πολιτισμός (και στις περισσότερες περιπτώσεις ακόμα και μαυροεκατονταρχίτικος και κληρικαλικός πολιτισμός) - και μάλιστα όχι απλώς σαν "στοιχεία" πολιτισμού, αλλά σαν κυρίαρχος πολιτισμός. Γι' αυτό ο "εθνικός πολιτισμός" γενικά είναι ο πολιτισμός των τσιφλικάδων, των παπάδων και της αστικής τάξης. Αυτή τη θεμελιακή αλήθεια, στοιχειώδη για κάθε μαρξιστή, ο μπουντιστής δεν τη φώτισε και "μας ξεκούφανε" με το λεξομάζωμά του, δηλαδή στην πράξη αντί ν' αποκαλύψει και να εξηγήσει στον αναγνώστη το ταξικό βάραθρο, το συσκότισε. Στην πράξη ο μπουντιστής ενήργησε σαν αστός, που έχει κάθε συμφέρον να διαδίδεται η πίστη σ' έναν εξωταξικό εθνικό πολιτισμό.
Διατυπώνοντας το σύνθημα του "διεθνικού πολιτισμού του δημοκρατισμού και του παγκόσμιου εργατικού κινήματος", παίρνουμε από τον κάθε εθνικό πολιτισμό μόνο τα δημοκρατικά και σοσιαλιστικά του στοιχεία, τα παίρνουμε μόνο και αποκλειστικά σαν αντίβαρο στον αστικό πολιτισμό, στον αστικό εθνικισμό κάθε έθνους. Κανένας δημοκράτης και πολύ περισσότερο κανένας μαρξιστής δεν αρνείται την ισοτιμία των γλωσσών ή την ανάγκη να κάνει ο καθένας στη μητρική του γλώσσα την πολεμική ενάντια στη "δική του" αστική τάξη, να προπαγανδίζει σ' αυτή τη γλώσσα τις αντικληρικαλικές ή αντιαστικές ιδέες στους "δικούς του" αγρότες και μικροαστούς, δε χρειάζεται καν συζήτηση γι' αυτό, τις αναμφισβήτητες αυτές αλήθειες τις χρησιμοποιεί ο μπουντιστής για να κρύψει το επίμαχο ζήτημα, δηλαδή την πραγματική ουσία του ζητήματος.
Το ζήτημα είναι αν επιτρέπεται στους μαρξιστές να διατυπώνουν άμεσα ή έμμεσα το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού,ή πρέπει υποχρεωτικά να προπαγανδίζουν ενάντιά του σε όλες τις γλώσσες το σύνθημα του διεθνισμού των εργατών, "προσαρμοζόμενοι" σ' όλες τις τοπικές και εθνικές ιδιομορφίες. Η σημασία του συνθήματος του "εθνικού πολιτισμού" δεν καθορίζεται από την υπόσχεση ή τις αγαθές προθέσεις ενός οποιουδήποτε διανοουμενίσκου να "ερμηνεύει" αυτό το σύνθημα "με την έννοια της προαγωγής του διεθνικού πολιτισμού μέσω του εθνικού πολιτισμού". Θα 'ταν παιδιάστικος υποκειμενισμός να βλέπουμε έτσι το ζήτημα. Η σημασία του συνθήματος του εθνικού πολιτισμού καθορίζεται απ' τον αντικειμενικό συσχετισμό όλων των τάξεων της δοσμένης χώρας και όλων των χωρών του κόσμου. Ο εθνικός πολιτισμός της αστικής τάξης αποτελεί γεγονός (και το ξαναλέω ότι η αστική τάξη συναλλάσσεται παντού με τους τσιφλικάδες και τους παπάδες).
Μαχόμενος αστικός εθνικισμός που αποχτηνώνει, αποβλακώνει και διαιρεί τους εργάτες, για να τους σύρει στο άρμα της αστικής τάξης - να ποιο είναι το βασικό γεγονός της σύγχρονης πραγματικότητας.
Οποιος θέλει να υπηρετεί το προλεταριάτο, έχει χρέος να συνενώνει τους εργάτες όλων των εθνών, παλεύοντας ακλόνητα ενάντια στον αστικό εθνικισμό, και το "δικό" του και τον ξένο. Οποιος υπερασπίζει το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού, δεν έχει θέση μέσα στους μαρξιστές, αλλά μέσα στους εθνικιστές μικροαστούς (...)
Ο αστικός εθνικισμός και ο προλεταριακός διεθνισμός είναι δυο συνθήματα ανειρήνευτα εχθρικά, που αντιστοιχούν στα δυο ταξικά στρατόπεδα όλου του καπιταλιστικού κόσμου και εκφράζουν δυο πολιτικές (κάτι παραπάνω: δυο κοσμοθεωρίες) στο εθνικό ζήτημα. Υπερασπίζοντας το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού και στηρίζοντας σ' αυτό ένα ολόκληρο σχέδιο κι ένα πραχτικό πρόγραμμα της λεγόμενης "πολιτιστικής - εθνικής αυτονομίας", οι μπουντιστές στην πράξη παίζουν το ρόλο του προαγωγού του αστικού εθνικισμού μέσα στο εργατικό περιβάλλον.
* Μπουντιστής: Μέλος της Μπουντ, "Γενική ένωση των Εβραίων εργατών της Πολωνίας, της Λιθουανίας και της Ρωσίας". Οργανώθηκε τον Οκτώβρη του 1897. ** "Αεθνος" σημαίνει όχι εθνικός, όχι λαϊκός, χωρίς έθνος, χωρίς λαό.
Του Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ
Πολλοί Αρβανίτες, που, κατά την ιστορική διαδρομή, ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στον τόπο μας, στις περιόδους του ξεσηκωμού, του 1821 ανέδειξαν, όπως είναι γνωστό, στελέχη στο πλευρό των Ελλήνων αγωνιστών.
Τα ονόματα αυτά, κάπου πεντακόσια, που αναφέρει στο βιβλίο του ο Κ. Η. Μπίρης, είναι μόνο εκείνα που ήταν καταγραμμένα σε έγγραφα του βενέτικου αρχείου, ή σε άλλα κείμενα του 15ου, 16ου αιώνα και μεταγενέστερα. Και πολλά από τα ονόματα των εξελληνισμένων Αρβανιτών εμφανίζονται στην ελληνική κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή και βέβαια κατά τον αγώνα του 1821.
Ετσι, στις 15 του Γενάρη του χρόνου αυτού, υπογράφεται στο Σούλι συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ελλήνων και μωαμεθανών Τόσκηδων, στην οποία ορκίζονται και τα δύο μέρη να είναι "αδέρφια, ένα κορμί και μια ψυχή", κατά των Τούρκων. Για τη συμφωνία αυτή, την οποία ακολούθησαν πολλές άλλες, μεταξύ ομάδων οπλαρχηγών, ή, και τοπικού χαρακτήρα, ο Δημ. Υψηλάντης στέλνει μήνυμα, συγχαίροντας και ενθαρρύνοντας, ενώ ο επαναστατημένος λαός ενθουσιάζεται.