Πολλοί έχουν συνηθίσει να τα αποκαλούν "Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας". Αλλοι, για χάρη της συντομίας, τα αποκαλούν απλώς "Μου - μου - Ε", κάποιοι άλλοι, κάτοχοι "λόουερ", για να δείξουν και την αγγλοσαξονική τους κατάρτιση τα αποκαλούν "Μίντια". Η πρόθεσή μου, βέβαια, δεν είναι να σχολιάσω γλωσσικά το θέμα. Ο καθένας, εξάλλου, ονοματοθετεί τα στοιχεία που τον περιβάλλουν, με βάση τις επικοινωνιακές τους ευαισθησίες. Τους χωροφύλακες, π.χ., με άλλο όνομα τους χαρακτηρίζω εγώ και με άλλο οι φοιτητές. Το ίδιο συμβαίνει με τους ιερείς, τους κληρικούς ή τους παπάδες, αλλιώς τους ονομάζω εγώ και αλλιώς οι φοιτητές. Ακόμα και τη γενέθλια πόλη μου εγώ πάντα την έλεγα Θεσσαλονίκη, ο πατέρας μου όμως, κρατώντας το μικρό ποτηράκι του γεμάτο ρετσίνα και κοιτώντας νοσταλγικά προς την Ανατολή την έλεγε Σαλονίκη. Και η μάνα μου σχολίαζε: "δεν έμαθες πια να μιλάς".
Ετσι, λοιπόν, και όλους αυτούς τους οξειδωμένους πακτωλούς της αυτοσχέδιας ειδησεοποιίας, αυτό το άθλιο "μάγμα" του ασύντακτου λόγου, των ξύλινων λέξεων και των ανώμαλων ρημάτων. Ολες αυτές, τέλος πάντων, τις εικόνες της μεταχειρισμένης σάρκας των παγκοσμιοποιημένων ντεκόρ και του άδικου αίματος κάπως πρέπει να τα ονομάσουμε. Δε με πειράζει, γιατί συμφωνώ και εγώ με την άποψη ότι η ελληνική γλώσσα είναι πλούσια, πολυσυλλεκτική και εύκαμπτη και αυτό σημαίνει πως έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί πολλές λέξεις, για να χαρακτηρίσει το ίδιο φαινόμενο. Εκείνο, όμως, που με ενοχλεί και που θέλω σήμερα να σχολιάσω, είναι η απαράδεκτη μετάφραση του συνθηματικού "Ε" με την πλούσια σε νόημα και σύγχρονη λειτουργία κατηγορία "Επικοινωνία". Γιατί έχουμε το δικαίωμα να αλλάζουμε τις λέξεις και τα ονόματα, είναι όμως ιστορικό, κοινωνικό και επιστημονικό λάθος να αλλάζουμε το περιεχόμενό τους.
Οταν μιλούμε, λοιπόν, για επικοινωνία, πρώτα απ' όλα πρέπει να αναφερόμαστε στην παρουσία και τη δυναμική λειτουργία δύο ή περισσότερων παραγόντων. Γιατί επικοινωνώ σημαίνει ότι είμαι υποκείμενο μιας κοινωνικής δράσης και καμία, όπως είναι γνωστό, κοινωνική δράση δε διεκπεραιώνεται από έναν. Επίσης, μιλώντας για επικοινωνία, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας και να θεωρούμε ως βασικό στοιχείο της λειτουργίας της τη δυναμική κυκλοφορία της πληροφορίας και, τέλος, πρέπει να διακρίνουμε τις έννοιες ενημέρωσης και επικοινωνίας. Και μια τέτοια διάκριση θεμελιώνεται επάνω στην προϋπόθεση της διαφορετικής ποσοτικής και ποιοτικής λειτουργίας των πράξεων που υπόκεινται στις δύο αυτές κατ' εξοχήν κατηγορίες. Δε θα ήταν, μάλιστα, υπερβολή, αν έλεγα πως η ουσία της επικοινωνίας βρίσκεται μέσα σε αυτό που είχε κάποτε ομολογήσει ο Μαρξ, λέγοντας: "Είμαι το σύνολο των κοινωνικών μου σχέσεων". Δεν μπορώ, επομένως, να μιλώ, να απαντώ, να ρωτάω και να σχολιάζω, όπως δεν μπορεί κανένας, αν μέσα από αυτές τις εκδηλώσεις μου δεν εκφράζω αυτό που συμβαίνει στο κοινωνικό περιβάλλον όπου ζω.
Τι συμβαίνει, όμως, με τα "Μου - Μου - Ε"; Με ποιο τρόπο διεκπεραιώνουν τη λειτουργία της επικοινωνίας; Σε ποιο σημείο της δράσης τους φαίνεται ότι μας επιτρέπουν όλους εμάς, τους ακροατές και τους θεατές, τους αναγνώστες ή τους"κλεπταποδόχους" της σκηνοθετημένης είδησης και της προκατασκευασμένης εικόνας, να δρούμε ως ιστορικά υποκείμενα ενός συγκεκριμένου κοινωνικού δράματος; Σε ποιο σημείο φαίνεται ότι η εφημερίδα, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και εμείς όλοι μαζί εκφραζόμαστε ισότιμα, κατανέμοντας ή καταναλώνοντας την ίδια πληροφορία; Θυμάστε να είχατε ποτέ το δικαίωμα της αντίρρησης, του σχολίου ή της απλής απάντησης; Εγώ, τουλάχιστον, έχω την εντύπωση ότι ο μοναδικός χαρακτήρας μου απέναντι στους "επικοινωνιακούς μηχανισμούς" είναι εκείνος του θλιβερού και αδύναμου αθύρματος. Αισθάνομαι, δηλαδή, να είμαι ένα βιομηχανοποιημένο πλαστικό παιχνιδάκι στα γαμψώνυχα χέρια της ενημέρωσης. Αισθάνομαι, όπως ένα ταπεινό δοχείο των δακρύων, όπως αυτά που βρίσκονται μέσα στους φτωχούς τάφους της αρχαιότητας και που δεν τους δίνουν σημασία ούτε οι αρχαιολόγοι ούτε οι αρχαιοκάπηλοι.
Μου περιγράφουν πολέμους, εγκλήματα, χρηματιστηριακές καντρίλιες, παραπολιτικά παρασκήνια, υπουργικές φλυαρίες, χωρίς ποτέ να με ρωτήσουν, αν συμφωνώ, αν συγκινούμαι ή αν θυμώνω. Με αφήνουν εκεί, αποκλεισμένο στην προσωπική μου περιπέτεια που αρχίζει και τελειώνει με την πίστη ότι δεν έχω ούτε τη χαρά, αλλά ούτε και τη θλίψη της επικοινωνίας. Από τη διαπίστωση ότι είμαι τελικά μόνος. Και αυτό είναι το βασικό και κυρίαρχο προϊόν των ελληνικών "Μου - Μου - Ε": Η μοναξιά. Είτε, λοιπόν, τα ονομάσετε "Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας", είτε "μίντια", σε καμία περίπτωση δε συνιστούν μηχανισμούς επικοινωνίας. Μηχανές μαζικής αποκοινωνικοποίησης και απομόνωσης του μέσου πολίτη συνιστούν! Ενός αδύναμου αποδέκτη προκλήσεων και φθηνού εντυπωσιασμού, κοινωνού της παγκοσμιοποιημένης μιζέριας και του οικουμενικού ανανταπόδοτου μόχθου. Συγχωρέστε με, λοιπόν, αν ομολογήσω δημόσια πως αυτό που κατατρώει τις ρίζες του κοινωνικού μου προσώπου είναι η έλλειψη επικοινωνίας. Πώς να μη ζηλεύω, λοιπόν, τον Μαρξ που πέθανε 115 χρόνια πριν από σήμερα και ομολογούσε πως ήταν το "σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων"; Φαίνεται πως δεν αισθανόταν ποτέ μόνος!
Επικοινωνώ σημαίνει ότι είμαι υποκείμενο μιας κοινωνικής δράσης και καμία, όπως είναι γνωστό, κοινωνική δράση δε διεκπεραιώνεται από έναν. Επίσης, μιλώντας για επικοινωνία, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας και να θεωρούμε ως βασικό στοιχείο της λειτουργίας της τη δυναμική κυκλοφορία της πληροφορίας και, τέλος, πρέπει να διακρίνουμε τις έννοιες ενημέρωσης και επικοινωνίας
Η μεταγραφή του Ρε της Αρσεναλ είναι πράγματι είδηση. Κανονιέρης με τα όλα του, αξίζει τις φιέστες. Αλλά να τρελαθούμε για τον Χούλιο Σέζαρ, αυτό δε γίνεται. Βέβαια, μερικοί (άνθρωποι, ομάδες) πιστεύουν ότι ένας κούκος μπορεί να φέρει την Ανοιξη. Δε λέω ότι αυτό είναι αδύνατον, γιατί εξαρτάται και από την ποιότητα του κούκου: Ηλικία, φυσική κατάσταση, ετοιμότητα, δυνατότητα ελιγμών κ.ο.κ., προσόντα που δίνουν "μια θέση στον ήλιο", έστω και "λίμπερο", με ελευθερίες κινήσεων. Ωστόσο, ακόμα και οι πλέον ανεξάρτητες κινήσεις εξαρτώνται από την ομάδα. Οταν μάλιστα θεάται τηλεοπτικώς, τηλεσκοπικώς και μικροσκοπικώς, τότε "ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο", εκτός εάν εξατμιστείς μεταλλασσόμενος σε ευγενές αέριον. Ομως, οι μεταλλάξεις αποτελούν ενίοτε συναρτήσεις συναντήσεων φυσικών σωμάτων. Και - πάντοτε - φυσικών σωμάτων με μεταφυσικές οντότητες, δηλαδή με το θάνατο: ο νεκρός άνθρωπος, για παράδειγμα, μεταλλάσσεται σε σκουλήκι ερχόμενος, σε επαφή με τη Μάνα Γη. Αυτό δεν απογοητεύει εντούτοις τους τρελούς επιστήμονες, οι οποίοι νυχθημερόν ψάχνουν να βρουν το "κλειδί" της αιωνιότητας. Είναι παράξενο και αξιοθαύμαστο, ως ένα σημείο, το πόσο οι άνθρωποι επιθυμούν την κατάκτηση του αιώνιου. Οτιδήποτε καθησυχάζει, εντάσσεται σε πλαίσιο διαρκούς παροχής βιοψυχικής ενέργειας: αιώνια αγάπη, αιώνια φιλία, αιώνια αφοσίωση, αιώνια υποταγή... και ζωήν αιώνιον! Και αν σκεφθεί κανείς πόσα αλλοπρόσαλλα πράγματα έχουν γίνει στο όνομα της μάταιης αιωνιότητας, θα τρελαθεί στ' αλήθεια (όχι για τον Χούλιο!).
Πρόσφατο κρούσμα παραφροσύνης για την αιωνιότητα είναι ο φόνος της Αμερικανίδας, από τον άνθρωπο που την αγαπούσε. Αυτός την αγαπούσε τόσο, που έκανε πράξη τη θεωρία περί αγάπης, όπως διατυπώνεται στο λαϊκόν ασμάτιον, με ρεφρέν: "εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή". Πρόκειται φυσικά για ακραία περίπτωση. Αναρωτιέμαι όμως, τι σημαίνει ακραίο και ποια είναι τα όρια που ορίζουν τις ανθρώπινες ενέργειες, από το μινόρε στο ματζόρε. Οταν η ψυχή αιμορραγεί το "αίμα" δεν είναι ορατό. Οταν κάποιος, από "αιώνια αγάπη" κλπ. ποδηγετεί ή και χειραγωγεί τον άλλο (που είναι μαζοχιστής, για να εξηγούμαστε), τότε σφαγιάζει με δόσεις, όπως στα παλιά κινέζικα βασανιστήρια. Οταν κάποιος, από "αιώνια αφοσίωση κλπ.". Κατασκοπεύει τον άλλο, επιστρατεύοντας διάφορα ζωύφια (βλέπε κοριούς, σκώρους κλπ.), τότε διαπράττει έγκλημα ισοδύναμο του ωμού τεμαχισμού της σωματικής ύλης.
Εκεί όμως που τα πράγματα είναι ακόμα πιο άγρια και το έγκλημα πιο αποτροπιαστικό, είναι στο γήπεδο των αστικών πολιτικών ελιγμών. Και είναι πιο άγρια γιατί καμουφλάρονται, δε βλέπεις σάρκα, οστά, ψυχή, τίποτα. Βλέπεις μόνο τρόπους καλής συμπεριφοράς και θαυμάζεις το ψυχολογικό υπόβαθρο της μπλόφας, σαν να παρατηρείς παρτίδα αμερικάνικου πόκερ. Αν έχεις βέβαια την πολυτέλεια, χρόνου, οικονομικής ανέσεως και ψυχικής διαθέσεως, τότε αποστασιοποιείσαι από τα πράγματα γύρω σου και μπορείς να αποτιμήσεις αξιολογικά το έργο της άρχουσας τάξης. Τις περισσότερες όμως φορές ο πολίτης (φορολογούμενος συν τοις άλλοις) συμμετέχει στην παρτίδα της καθημερινής τρέλας, καλούμενος να απαντήσει στη μοιραία όσο και "κουφή" ερώτηση: "Εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού 'ναι ο παπάς;". Δηλαδή, τρέχεις και δε φτάνεις. Στο μεταξύ ο παπάς από το πολύ τρέξιμο μεταλλάχτηκε, τον πήρανε σε άλλη ομάδα, κάνει τσουλήθρα σε ξυραφάκι και ο απλός πολίτης καλείται και πάλι να λύσει το αίνιγμα: "Ψηλός, ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει. Τι είναι;".
Μαρίκα ΘΩΜΑΔΑΚΗ
Αν. καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών