ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 4 Φλεβάρη 1999
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
"Κατάψυξη" αγροτικών τιμών για ενδέκατη χρονιά

Ανακοινώθηκαν χτες οι προτάσεις της Κομισιόν για τις τιμές των αγροτικών προϊόντων την περίοδο 1999 - 2000. Νέα, σκληρά, πλήγματα στα ελληνικά, μεσογειακά προϊόντα

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ

(του ανταποκριτή μας

ΒΗΣ. ΓΚΙΝΙΑ).-

Η Κομισιόν πρότεινε χτες στις Βρυξέλλες το αναμενόμενο γενικό "πάγωμα" των αγροτικών τιμών για ενδέκατη συνεχή χρονιά, στα πλαίσια του νέου φαρμακερού "πακέτου" τιμών και συνοδευτικών μέτρων της επόμενης εμπορικής περιόδου 1999 - 2000. Πρόκειται για το τελευταίο "πακέτο" που κλείνει μια μεγάλη καταστροφική περίοδο για την ελληνική γεωργία, που άρχισε ουσιαστικά με την αναθεώρηση της "Κοινής Αγροτικής Πολιτικής" (ΚΑΠ) το Μάη του 1992. Δυστυχώς, όμως, για τους Ελληνες αγρότες, τα βάσανα τελειωμό δεν έχουν. Και αυτό γιατί με την "Ατζέντα 2000" θα επακολουθήσουν, χωρίς διάλειμμα, έξι νέα καταστροφικά "πακέτα", ένα για κάθε χρονιά από το 2000 ως το 2006. Πρόκειται για μια γενική επίθεση των ευρωπαϊκών "μεγάλων δυνάμεων" κατά των φτωχών χωρών και περιοχών του μεσογειακού Νότου, που έχει ως αιχμή του δόρατος τη νέα αναθεώρηση της ΚΑΠ, κατά των μεσογειακών προϊόντων, αλλά επεκτείνεται στο σύνολο της κοινοτικής πολιτικής. Ειδικά όμως τα μεσογειακά προϊόντα έχουν προγραφεί πριν καν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις της "Ατζέντας 2000", σύμφωνα με την επιταγή του ηγεμονικού γερμανο-γαλλικού άξονα για "αυστηρές περικοπές στις δαπάνες της ΚΑΠ".

Εκτιμήσεις της Κομισιόν για την αγροτική οικονομία το 1998

Η Κομισιόν αναγνωρίζει "επιδείνωση" σ' ορισμένους τομείς της αγροτικής οικονομίας, που την αποδίδει σε "υπερπαραγωγή", "οικονομική κρίση" - με ιδιαίτερη αναφορά στη Ρωσία - και "φυσικούς παράγοντες". Η οικονομική κρίση στη Ρωσία πλήττει κυρίως τις εξαγωγές προς τη χώρα ευρωπαϊκών κτηνοτροφικών προϊόντων και τροφίμων που έχουν ως βάση τα ζωικά προϊόντα. Ιδιαίτερο πλήγμα αποτελεί για τις εξαγωγές βοδινού (40% του συνολικού) και χοιρινού (31% του συνολικού) κρέατος που απορροφούσε η ρωσική αγορά. Η ρωσική κρίση πλήττει και ορισμένα ιδιαίτερα ελληνικά προϊόντα, όπως πορτοκάλια (30% του συνολικού) από τα οποία πάνω από τα μισά είναι ελληνικής παραγωγής. Η Κομισιόν επισημαίνει και τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τα σιτηρά από τηναύξηση της θερμοκρασίας, που ευνοεί τις βόρειες παραγωγές, αλλά όχι τις μεσογειακές, και τη συναφή μείωση των βροχοπτώσεων στη Νότια Ευρώπη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν το μέσο κοινοτικό γεωργικό εισόδημα μειώθηκε το 1998 κατά 3,9% σε πραγματικές τιμές, μετά την αντίστοιχη μείωση κατά 3,1% το 1997. Οι τρεις "μεγάλοι" της ευρωπαϊκής αγροτικής οικονομίας (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) με πάνω από το 45% του κοινοτικού εισοδήματος διανύουν, σύμφωνα με την Κομισιόν "ευνοϊκή περίοδο". Από τους "μεγάλους", μόνο η Ισπανία, με το 10% του κοινοτικού εισοδήματος, βρίσκεται σε κρίση της αγροτικής της οικονομίας. Οι μεγαλύτερες μειώσεις παρατηρήθηκαν στη Δανία (- 22,3%), στη Βρετανία (- 16,4%) και στην Πορτογαλία (- 13,4%). Αντίστοιχες μειώσεις παρατηρήθηκαν στις τιμές που μειώθηκαν - 4,7% κατά μέσο όρο, με μεγάλες μειώσεις στο χοιρινό κρέας (- 26,1%) και στο βόρειο (- 8,4%). Εντονη μείωση κατά 6,2% παρατηρήθηκε και στην αξία των συνολικών επιδοτήσεων που πληρώθηκαν το 1998 - ένα από τα στοιχεία που διαμορφώνουν το γεωργικό εισόδημα. Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρήθηκε στην Ολλανδία (- 74%), εξαιτίας της γνωστής κρίσης της πανώλης χοίρων, στην Πορτογαλία (- 15%) και τη Βρετανία.

Οσον αφορά τη δημοσιονομική κατάσταση η Κομισιόν διατάσσει "εξοικονόμηση" από το FEOGA (ΕΓΤΠΕ) περί των 4,5 εκ. ECU/ ΕΥΡΩ, στα πλαίσια της πάγιας πολιτικής δαπανών πολύ χαμηλότερα από την "κατευθυντήρια γραμμή" του κοινοτικού προϋπολογισμού. Η "εξοικονόμηση" θα 'ναι μεγαλύτερη από 1/1/1999, γιατί με την εισαγωγή του ευρωνομίσματος και την κατάργηση της "πράσινης δραχμής" οι αγρότες θα εισπράττουν λιγότερα. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά συνεχίζονται και επαυξάνονται οι επιστροφές από "αδικαιολογήτως καταβληθέντα" που απαιτεί η Κομισιόν απ' τα κράτη - μέλη. Ηδη προχτές, η Κομισιόν ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα καλείται να επιστρέψει 38 εκ. ECU/ ΕΥΡΩ από τις εκκαθαρίσεις λογαριασμών του 1995, για βοήθεια σε λάδι, γάλα και βαμβάκι.

Προτάσεις της Κομισιόν

Η Κομισιόν προτείνει γενικό πάγωμα αγροτικών τιμών για την επόμενη εμπορική περίοδο 1999-2000. Οι μόνες διαφορές από πέρσι αφορούν "τεχνικές διορθώσεις" στην τιμή παρέμβασης του ρυζιού (paddy) - μείωση από 315,9 ΕΥΡΩ / τόνο σε 298,35 ΕΥΡΩ / τόνο - και τα έξοδα μηνιαίας αποθεματοποίησης για τη ζάχαρη που μειώνεται από 0,38 ΕΥΡΩ / 100 κιλά σε 0,33 ΕΥΡΩ / 100 κιλά, δηλαδή μείωση κατά 13,2%. Για τα σιτηρά, το καθεστώς εφαρμόζεται πλήρως από το 1996 και στα πλαίσια αυτά η τιμή παρέμβασης έχει καθοριστεί στα 119,19 ΕΥΡΩ / τόνο "επ' αόριστον". Στα πλαίσια όμως της "Ατζέντας 2000", η Κομισιόν έχει ήδη προτείνει μείωση των τιμών κατά 20%, ξεκινώντας από τη σοδειά 2000 - 2001, δηλαδή μείωση στα 95,35 ΕΥΡΩ / τόνο, μέσα σ' ένα χρόνο.

Σύμφωνα με την "Ατζέντα 2000" θα καταργηθούν και οι μηνιαίες προσαυξήσεις.

Για το ελαιόλαδο, εκτιμάται μια μείωση της κοινοτικής παραγωγής το 1998 στους 1.780.000 τόνους, και η κοινοτική ενίσχυση μαζί με τις ποσοστώσεις παραμένουν αμετάβλητες σύμφωνα με τη συμφωνία του Ιούλη 1998και για όλη την επόμενη τριετία. Για τη ζάχαρη η Κομισιόν προτείνει να διατηρηθεί "παγωμένη" η βασική τιμή τεύτλων (46,67 ΕΥΡΩ / τόνο), η τιμή παρέμβασης για τη λευκή ζάχαρη (63,19 ΕΥΡΩ / 100 κιλά) και το περιθώριο κέρδους της βιομηχανίας. Διατηρούνται κατά συνέπεια "παγωμένες" και οι τιμές για τα ζαχαρότευτλα Α και ζαχαρότευτλα Β.

Οπως προαναφέρθηκε μειώθηκαν τα έξοδα μηνιαίας αποθεματοποίησης. Για το βαμβάκι η Κομισιόν εκτιμά μια μειωμένη παραγωγή 1.170.000 τόνους για την Ελλάδα (βοήθεια 30,4%) και 328.000 τόνους για την Ισπανία (βοήθεια 20,8%). Εκκρεμεί από τον Ιούνιο 1997 το ελληνικό αίτημα "ιδίως σε σχέση με τη μέθοδο πληρωμής της ενίσχυσης, της προκαταβολής και την περιφερειακή συγκέντρωση των κυρώσεων". Ανώδυνες διορθώσεις, χωρίς οικονομικό κόστος, αλλά παρ' όλα αυτά οι Βρυξέλλες αρνούνται να ικανοποιήσουν, έστω και αυτά, τα επιμέρους αιτήματα, ενώ η ελληνική πλευρά δεν υπέβαλε νέα σχετική πρόταση μέσα στο 1998 ως όφειλε.

Για το κρασί, η νέα αναθεώρηση της ΚΟΑ τίθεται σε ισχύ από 1η Αυγούστου 2000. Μέχρι τότε διατηρούνται οι τιμές προσανατολισμού στα τρέχοντα επίπεδα για όλους τους τύπους και παρατείνεται η ισχύς ορισμένων συναφών μέτρων, μεταξύ των οποίων και η παρέκκλιση για την Ελλάδα της ειδικής εφαρμογής του καθεστώτος υποχρεωτικής απόσταξης. Για τον καπνό υπάρχει η πρόταση της 6/11/1998. Για το γάλα και τα γαλακτοκομικά διατηρούνται αμετάβλητες οι τιμές, ενώ για τις ποσοστώσεις δεν απαιτείται νέα πρόταση γιατί αυτές ισχύουν μέχρι την 31/3/2000. Για το βόειο κρέας η "Ατζέντα" προτείνει τιμή παρέμβασης από 1/1/2000 μέχρι 30/6/2000 στα 347,5 ΕΥΡΩ / 100 κιλά (R3). H Κομισιόν προτείνει το ίδιο για την περίοδο από 1η Ιούλη μέχρι τέλη 1999.


Κοινοτικός Προϋπολογισμός λιτότητας

Ενα όργανο ταξικής επιβολής και επικυριαρχίας των ισχυρών κρατών στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι και ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός. Το τελευταίο διάστημα διεξάγεται στην Ευρωπαϊκή Ενωση μια μεγάλη συζήτηση για τους πόρους και τις δαπάνες αυτού του προϋπολογισμού, μια συζήτηση που αφορά άμεσα και τη χώρα μας, αφού από την έκβασή της θα κριθεί το ύψος των κοινοτικών κονδυλίων κυρίως για την αγροτική οικονομία και το περιβόητο "πακέτο Σαντέρ". Ωστόσο, ελάχιστα είναι γνωστά για τον τρόπο που καταρτίζεται ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός, τον τρόπο που λειτουργεί, καθώς και το τι συζητείται τώρα για το θέμα αυτό. Στο σημερινό σημείωμα θα επιχειρήσουμε να δώσουμε ορισμένες πληροφορίες.

Ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός είναι ένα "κοινό ταμείο" των χωρών - μελών, στο οποίο η κάθε χώρα συνεισφέρει κατά ένα συγκεκριμένο ποσοστό. Για το συνολικό ύψος του Προϋπολογισμού αποφασίζουν κατά διαστήματα οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ η αρμοδιότητα για την εκτέλεσή του ανήκει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύμφωνα με την τελευταία ρύθμιση που αποφασίστηκε στο Συμβούλιο του Εδιμβούργου, το 1992, το ανώτατο όριο των εσόδων του Προϋπολογισμού για το διάστημα 1993-1996 θα είναι το 1,27% του κοινοτικού ΑΕΠ, δηλαδή το 1,27% του ποσού που προκύπτει από την πρόσθεση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) όλων των χωρών - μελών. Ετσι κάθε χώρα - μέλος συνεισφέρει για τα έσοδα του Προϋπολογισμού ανάλογα με το οικονομικό της μέγεθος. Ετσι η Ελλάδα, της οποίας το ΑΕΠ είναι 1,6% του κοινοτικού ΑΕΠ, δίνει ποσό που αντιστοιχεί στο 1,6% των εσόδων του Προϋπολογισμού. Η Γερμανία, της οποίας το ΑΕΠ είναι στο 26,2% του Κοινοτικού ΑΕΠ, συνεισφέρει το 27,7% των εσόδων του Προϋπολογισμού, ενώ η Βρετανία που έχει το 15,1% του κοινοτικού ΑΕΠ συνεισφέρει το 11,9% των εσόδων του Προϋπολογισμού κ. ο. κ.

Ομως ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός έχει έναν ακόμη μεγάλο πόρο, που είναι ο ΦΠΑ που εισπράττεται στην κατανάλωση.

Τα έξοδα του Κοινοτικού Προϋπολογισμού αφορούν κυρίως τη χρηματοδότηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η οποία απορροφά το 42,2% των εξόδων, το "πακέτο Ντελόρ" (αύριο το "πακέτο Σαντέρ") που απορροφά το 40,5% των εξόδων και την "εξωτερική" πολιτική συνεργασίας με το 6,4% των εξόδων.

Τώρα λοιπόν καθώς συζητείται, στα πλαίσια της "Ατζέντας 2000", ο τρόπος διαμόρφωσης του Κοινοτικού Προϋπολογισμού, η Γερμανία επικεφαλής μιας ομάδας χωρών ζητάει να μειωθεί το ποσοστό συμμετοχής της στα έσοδα του Προϋπολογισμού. Επειδή ακριβώς η Γερμανία είναι, λόγω του οικονομικού μεγέθους της, ο μεγαλύτερος "χρηματοδότης" του Προϋπολογισμού, η μείωση του ποσοστού της θα έχει μεγάλες συνέπειες.

Αφού λοιπόν, όπως όλα δείχνουν, θα είναι μικρότερα τα έσοδα του Κοινοτικού Προϋπολογισμού από το 2000 έως το 2006, θα είναι μικρότερες και οι δαπάνες. Αφού λοιπόν οι δύο βασικές κατηγορίες δαπανών αφορούν στην Κοινή Αγροτική Πολιτική και το "πακέτο Σαντέρ", εννοείται ότι αυτές θα υποστούν και τις μεγαλύτερες μειώσεις. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Ελλάδα θα χάσει εξαιτίας της μείωσης των δαπανών για την Κοινή Αγροτική Πολιτική πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δραχμές για το διάστημα 2000-2006. Μεγάλες περικοπές θα γίνουν και στο "πακέτο Σαντέρ", στο οποίο τόσα πολλά είχε επενδύσει η κυβέρνηση και το οποίο κινδυνεύει να μείνει άνευ περιεχομένου.

Δ. Π.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ