Η Νέα Δημοκρατία παγιδευμένη στα εθνικόφρονα αντανακλαστικά της, το ΠΑΣΟΚ στον καιροσκοπισμό του και ο Συνασπισμός στον επαρχιωτικό ευρωπαϊσμό του, οδήγησαν την εξωτερική πολιτική της χώρας σε μια προσπάθεια "χαμένη από χέρι", αναγορεύοντας το πρόβλημα της ονομασίας των Σκοπίων σε μείζον εθνικό ζήτημα, την ίδια ώρα που η φωτιά στη Γιουγκοσλαβία φούντωνε και απειλούσε με παρανάλωμα ολόκληρη την περιοχή.
Ηταν στις 16 Δεκέμβρη του 1991 τότε που η κυβέρνηση της ΝΔ και ο υπουργός Εξωτερικών Αντ. Σαμαράς θεώρησαν - και πανηγύρισαν - ως ικανοποιητικό αντάλλαγμα τη συμφωνία τους στην κοινοτική απόφαση για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, τους τρεις όρους για τα Σκόπια. Σύμφωνα με τους όρους αυτούς, η Κοινότητα θα αναγνώριζε το νέο κράτος, αν προηγουμένως έδινε εγγυήσεις ότι δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις, ότι θα σταματούσε την εχθρική προπαγάνδα σε βάρος της Ελλάδας και πως το όνομά του δε θα υποδηλώνει εδαφικές βλέψεις.
Τα ελληνικά πανηγύρια κράτησαν λίγο, μέχρι τις 15.1 92,όταν η Επιτροπή Μπατεντέρ γνωμοδότησε για την Κοινότητα πως το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας που χρησιμοποιούσε το νέο κράτος, δεν υποδήλωνε εδαφικές βλέψεις.
Από το σημείο αυτό και έπειτα άρχισε στην ελληνική πολιτική ζωή ένα άλλο πανηγύρι, θλιβερό και άθλιο, καθώς η επίδειξη καιροσκοπισμού και μικροπολιτικών χειρισμών βρέθηκαν στην ημερήσια διάταξη, γεγονός που οδήγησαν τη χώρα στο αδιέξοδο και στην αγκάλη της αμερικανικής διπλωματίας. Η πλειοδοσία σε πατριωτισμό, με στόχο το θυμικό και το συναίσθημα ενός ολόκληρου λαού, κινητοποίησε εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου στα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης 14.2.92 και της Αθήνας 10.12.92 με το σύνθημα: "Η Μακεδονία είναι - μόνο - ελληνική". Ενεργό ρόλο στα συλλαλητήρια αυτά, δε θα πρέπει να λησμονηθεί, είχαν όλα τα κόμματα της τότε πολιτικής σκηνής, με μοναδική εξαίρεση το ΚΚΕ, που από την αρχή επισήμανε την αδιέξοδη πολιτική της ονοματολογίας και υπογράμμισε τη διαφωνία του με τις προσπάθειες υπόθαλψης των "πατριωτικών αντανακλαστικών" του λαού και δέχτηκε, από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και των ΜΜΕ, αήθεις επιθέσεις.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, στις 13.4.92,στη δεύτερη σύσκεψη των Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή ο καιροσκοπισμός και το μικροκομματικό παιχνίδι, διαμόρφωσε τη μυωπική και τραγικά ανελαστική και επικίνδυνη θέση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, σύμφωνα με την οποία "η Ελλάδα δεν πρόκειται να αναγνωρίσει κράτος με όνομα Μακεδονία ή παράγωγα του όρου".
Η απόφαση αυτή, την οποία δε συνυπέγραψε το ΚΚΕ, οδήγησε τη χώρα σε αλλεπάλληλες διπλωματικές ήττες, καθώς - όπως είναι γνωστό - τα Σκόπια είναι κράτος - μέλος του ΟΗΕ αναγνωρισμένο από το σύνολο της Διεθνούς Κοινότητας, σε πολλές περιπτώσεις δε με τη συνταγματική του ονομασία. Μάλιστα, θα πρέπει να σημειωθεί πως στη διεθνή πρακτική τείνει να οριστικοποιηθεί η αναφορά στο κράτος αυτό ως Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Η απόφαση της δεύτερης σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών εξακολουθεί και σήμερα να παραμένει η επίσημη θέση της χώρας, έστω κι αν επί της ουσίας έχει ξεπεραστεί από την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα διαμορφώθηκε όταν ο "πολύς" Ρ. Χόλμπρουκ σε μια επίσκεψη αστραπή σε Αθήνα και Σκόπια, το Σεπτέμβρη του 1995, επέβαλε το "αμερικανικό δίκαιο", το οποίο εκείνη τη χρονική στιγμή έπρεπε να επιβληθεί.
Η ελληνική κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου δεν είχε καμία διάθεση να αμφισβητήσει το "δίκαιο" της Ουάσιγκτον. Ο Α. Παπανδρέου ήταν άλλωστε αυτός που με την ανάληψη της τελευταίας πρωθυπουργικής του θητείας διακήρυξε πως τα ελληνικά και τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή συμπίπτουν. Οταν, λοιπόν, ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπ. Κλίντον έστειλε τον Ρ. Χόλμπρουκ για να προωθήσει την ομαλοποίηση των σχέσεων Αθήνας - Σκοπίων, ο Α. Παπανδρέου δεν είχε κανένα πρόβλημα να παραδεχτεί πως, τελικά, το όνομα της Μακεδονίας δεν είναι - σώνει και καλά - η ψυχή του, όπως έλεγαν τα συνθήματα των συλλαλητηρίων που στήριξε και το κόμμα του.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε τις αμερικανικές προτάσεις για την ενδιάμεση συμφωνία με τα Σκόπια, γνωρίζοντας πως η υπόθεση της ονομασίας αποτελεί μόνο εσωτερικό πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής σκηνής.
Το πρόβλημα αυτό, όπως φαίνεται από τις τελευταίες εξελίξεις, είναι δυσεπίλυτο, καθώς η κατάσταση στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν επιτρέπει στη διπλωματία της χώρας να αντιμετωπίσει, με ανοιχτά μάτια, την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται μια επικίνδυνη κατάσταση και να αξιοποιείται με ποικίλους τρόπους από όσες δυνάμεις επιθυμούν να συντηρούν την "ελεγχόμενη ένταση" στην περιοχή.
Δημήτρης ΜΗΛΑΚΑΣ
Οι πρόσφατες τοποθετήσεις, από το βήμα της Βουλής μάλιστα, του υπουργού Εξωτερικών, Θ. Πάγκαλου, για το θέμα των Σκοπίων ήταν αρκετές για να πυροδοτήσουν έναν ακόμη γύρο μικροπολιτικής αντιπαράθεσης, εσωκομματικών και ενδοκυβερνητικών μαχαιρωμάτων, γεγονός που απέδειξε πως ελάχιστοι διδάχτηκαν από αυτή την επώδυνη, για την εξωτερική πολιτική της χώρας, υπόθεση.
Ο υπουργός Εξωτερικών, μιλώντας στη Βουλή, διαπίστωσε το αυτονόητο: Πως όσο ο χρόνος περνά περιορίζονται οι δυνατότητες για την υιοθέτηση μιας κοινά αποδεκτής - συμβιβαστικής λύσης στο πρόβλημα της ονομασίας του νέου κράτους. Ο Θ. Πάγκαλος διαπίστωσε επίσης, πως η ενδιάμεση συμφωνία, η "μεγάλη επιτυχία" της κυβέρνησης Παπανδρέου για της οποίας τη συνομολόγηση - όπως θέλησε να υπενθυμίσει ο Θ. Πάγκαλος - δεν αναμείχθηκαν καθόλου ούτε ο σημερινός πρωθυπουργός ούτε ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών, είναι ετεροβαρής σε βάρος της Ελλάδας.
Ποιοι ήταν οι λόγοι για τους οποίους ο υπουργός Εξωτερικών επιχείρησε να εξάψει τα πνεύματα, σε μια στιγμή μάλιστα κατά την οποία η κυβέρνηση αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα; Στον "αυθορμητισμό" του και μόνο πρέπει να αποδοθεί η "κρίση ειλικρίνειας" με την οποία μίλησε;
Οπως εκτιμούν παράγοντες του υπουργείου Εξωτερικών, ο Θ. Πάγκαλος υποχρεώθηκε σε "ξεκάθαρες" διατυπώσεις στην ομιλία του στη Βουλή για δύο λόγους: Κατ' αρχήν γιατί, σύμφωνα με αξιόπιστες διπλωματικές πηγές, η ελληνική κυβέρνηση έλαβε πρόσφατα μήνυμα από τον Σ. Βανς, σύμφωνα με το οποίο ο κύκλος της διαμεσολάβησης συμπληρώνεται. Κατά συνέπεια, από εδώ και στο εξής είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο ο Σ. Βανς να καταθέσει την εντολή του στον ΓΓ του ΟΗΕ και να δρομολογηθούν οι εξελίξεις για την αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων με τη Συνταγματική του ονομασία, δηλαδή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ο δεύτερος λόγος που οδήγησε τον υπουργό στις - ορθές, πρέπει να σημειωθεί - επισημάνσεις του, είναι τα μηνύματα που λαμβάνει από τον βαλκανικό περίγυρο. Η έκρυθμη κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία, το Κόσσοβο, την Αλβανία και τη Βουλγαρία δημιουργούν ένα περιβάλλον που μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τις εξελίξεις στο νεαρό και ασταθές κράτος.Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, σε έκθεση που έχει αποστείλει στο υπουργείο Εξωτερικών ο επικεφαλής του ελληνικού γραφείου στα Σκόπια, μεταφέρεται η εκτίμηση πως η υποβόσκουσα κρίση και η ένταση που εμφανίζεται στο Κόσσοβο, έχει ήδη μεταφερθεί στα Σκόπια, όπου, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, πως το 40% του πληθυσμού του κράτους, αποτελείται από αλβανικής συνείδησης άτομα.
Στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών κοινή είναι η εκτίμηση, πως με την τοποθέτησή του ο Θ. Πάγκαλος θέλησε να "μετρήσει" αντιδράσεις και τις δυνατότητες της κυβέρνησης να απαγκιστρωθεί από την ανελαστική θέση, σύμφωνα με την οποία "η Ελλάδα δεν πρόκειται να αναγνωρίσει κράτος με το όνομα Μακεδονία ή παράγωγα του όρου". Η υποδοχή που συνάντησε η τοποθέτηση του υπουργού Εξωτερικών στο κυβερνών κόμμα, (Τσοχατζόπουλος, Καψής, Παπαθεμελής κ.ά.) προφανώς δεν ικανοποίησε την κυβέρνηση, η οποία συνειδητοποιεί πόσο δύσκολο είναι να απαγκιστρωθεί από μια πολιτική που "αξιοποίησε" με συστηματικό τρόπο από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στη διεθνή σκηνή η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Η ελληνική κυβέρνηση, φαίνεται πως αντιλαμβάνεται ότι ήρθε η ώρα για να εξοφλήσει το βαρύ χρέος μιας κοντόφθαλμης πολιτικής. Παρ' όλα αυτά, αντί να αναλάβει το κόστος και να προχωρήσει προς τη διέξοδο, είναι έτοιμη να προσφύγει σε νέο "δανεισμό" από τα κεφάλαια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Πράγματι, όπως εκτιμούν διπλωματικοί κύκλοι, η αναταραχή στα Βαλκάνια αξιοποιείται από την Ουάσιγκτον προκειμένου να υπενθυμίσει στην Αθήνα το "χρέος" της στην υπόθεση των Σκοπίων. Δεν είναι τυχαίο, σημειώνουν οι ίδιοι κύκλοι, πως η "υπομονή" του Σ. Βανς... εξαντλήθηκε ακριβώς τη στιγμή που η Ουάσιγκτον δρομολογεί εξελίξεις στο Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά. Προφανώς, αυτό το πιεστικό περιβάλλον, οδήγησε την περασμένη βδομάδα τον υπουργό Εξωτερικών Θ. Πάγκαλο να κατηγορήσει, εμμέσως πλην σαφώς, την Ουάσιγκτον ότι αναζητά προσχήματα και δικαιολογίες για να εμποδίσει την ένταξη της Γιουγκοσλαβίας στη Διεθνή Κοινότητα. Με άλλα λόγια, ο υπουργός Εξωτερικών κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι με τη στάση που κρατούν έναντι της Γιουγκοσλαβίας δημιουργούν συνθήκες αστάθειας στην περιοχή. Οι συνθήκες αστάθειας, προφανώς, δημιουργούν εκνευρισμό στην Αθήνα, η οποία οδηγείται σε μια συνολική διαπραγμάτευση με την Τουρκία, με ανοιχτό ένα ακόμη σοβαρό μέτωπο στο Βορρά.
Το σκηνικό, λοιπόν, στο οποίο είναι υποχρεωμένη να κινηθεί η ελληνική διπλωματία, είναι γνωστό. Από την αρχή της εμφάνισης του προβλήματος των Σκοπίων, είχε επισημανθεί από παράγοντες του υπουργείου Εξωτερικών, το πιθανότατο ενδεχόμενο η χώρα να οδηγηθεί σε μια συνολική διαπραγμάτευση των προβλημάτων της εξωτερικής της πολιτικής, με αμερικανική επιδιαιτησία.Αυτό το ενδεχόμενο, σήμερα, τείνει να αποτελεί την πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση, καθώς δεν είναι σε θέση, ούτε να απαγκιστρωθεί από την επικίνδυνη πολιτική της ονοματολογίας, ούτε - πολύ περισσότερο - να διαρρήξει τους δεσμούς υποτέλειας που σέρνουν τη χώρα πίσω από το άρμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Ετσι, λοιπόν, με μαθηματική ακρίβεια, η χώρα οδηγείται, από την Ουάσιγκτον, στην Προκρούστεια Κλίνη της Νέας Τάξης και η κυβέρνηση, απλώς "διαπραγματεύεται" το τμήμα και το μέγεθος του "ακρωτηριασμού" της εθνικής κυριαρχίας.
Δ. Μ.