ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 25 Δεκέμβρη 1998
Σελ. /38
ΚΕΝΗ
Το πρώτο δέντρο

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Δε θα ήμουνα πάνω από 15 χρονώ. Το μουστάκι μου μόλις και διακρινόταν σαν μια καφετιά σκιά, κάτω από τη χοντροκομμένη μου μύτη, κι αυτό μόνον όταν έπεφτε από δίπλα το φως του ήλιου. Οσο για τις εσωτερικές μου λειτουργίες, εκεί κάπου στην περιοχή του υπογαστρίου, απειλούσαν τις εφηβικές μου μοναξιές, μόνον όταν τσάκωνα στη διπλανή μας αυλή την Αθηνούλα να ποτίζει τα βασιλικά της, φορώντας το μαύρο της κομπινεζόν, που ήτανε μόνιμα τρύπιο στο κέντρο του αριστερού της μαστού. Μια τρυφερή τρυπούλα, παράθυρο ανοιχτό στο κέντρο του παραδείσου, απ' όπου και το τιτιβίζον καφετί ράμφος ενός περιστεριού, μου έστελνε ζεστά χαιρετίσματα.

Το σπίτι μας τότε ήτανε γεμάτο αγαπημένους ανθρώπους. Ο θάνατος, βλέπεις, δεν είχε αρχίσει ακόμα να χτυπάει την πόρτα μας. Ο παππούς μου ο Νικολάκης ζούσε και, όπως πάντα, διάβαζε τη "Μακεδονία" και θαύμαζε τους Γερμανούς. Ο άλλος μου ο παππούς, ο Πασχάλης, ήτανε φανατικός βενιζελικός και φορούσε στο αριστερό του πέτο, μέσα σε ασημένιο πλαίσιο, το παράσημο των "εξαίρετων πράξεων", που του είχε δώσει ο Βενιζέλος στο κίνημα του '35. Γιατί, μας έλεγε, είχε πρωτοστατήσει στο κίνημα της "άμυνας". Κι όπως είναι γνωστό, της "αμύνης τα παιδιά διώξανε το βασιλιά" και κάτι τέτοια παρόμοια, ηρωικά και άκρως ποιητικά. Βέβαια, κανένας μας δεν πίστευε αυτή την ιστορία. Η θεία μου η Κλεάνθη, μάλιστα, κουτσομπόλα με τ' όνομα στη γειτονιά του Παπάφη, από το μαντρότοιχο του Γ Σώματος Στρατού μέχρι το ρέμα του Αγίου Φανουρίου, επέμενε πως το περίφημο παράσημο το είχε ανταλλάξει ο παππούς μου με μια γερμανική αντιασφυξιογόνα μάσκα στο παλαιοβιβλιοπωλείο του Ξενοφώντα. Και, φυσικά, δε μας φαινότανε υπερβολική η ιστορία της θείας μου, γιατί ξέραμε από την καλή την ευκολία που είχε ο παππούς μου να φτιάχνει ηρωικές ιστορίες, με κεντρικό πρόσωπο τον εαυτό του. Ξέραμε ακόμα και το βιβλιοπωλείο του Ξενοφώντα, όπου μπορούσες με ένα κράνος γερμανικό ή με μια γκαζόλαμπα να πάρεις τους "Αθλιους" του Ουγκώ ή το "Εγκλημα και τιμωρία" του Ντοστογιέφσκι. Εγώ, για να πω την αλήθεια, δεν κατάφερα ποτέ να πείσω τον Ξενοφώντα να συμφωνήσει στην ανταλλαγή που του πρότεινα. Ισως γι' αυτό, μου έμεινε από τότε και μια περίεργη λαχτάρα για τα παλιά πράγματα και τα βιβλία. Και κάθε φορά που βρίσκεται στο δρόμο μου τέτοιο μαγαζί εδώ ή στο εξωτερικό, που να μου θυμίζει το παλαιοβιβλιοπωλείο του Ξενοφώντα, στέκομαι μπροστά στις βιτρίνες του, συγκινημένος και φέρνω στο μυαλό μου όλες εκείνες τις παλιές ιστορίες που έφυγαν μαζί με τους ανθρώπους.

Μια τέτοια ιστορία που τη θυμούμαι κάθε φορά που έρχονται Χριστούγεννα είναι και εκείνη που άρχισε ένα γλυκό απόγευμα Πρωτοχρονιάς. Είχε χιονίσει το προηγούμενο βράδυ και η Θεσσαλονίκη ήταν κάτασπρη. Ενας ήλιος απροσδόκητος, όμως, την έκανε να στραφταλίζει σαν ασημένιο "παντατίφ". Εγώ, όπως σας είπα και στην αρχή, ήμουνα 15 χρονώ και καθόμουνα στο μικρό σαχνισί του σπιτιού μας, μετρώντας τις μαύρες πατημασιές πάνω στο χιόνι του δρόμου. Εκείνα τα Χριστούγεννα δεν τα είχα περάσει και τόσο καλά, γιατί από τη μέρα που μπήκε ο Δεκέμβρης ήθελα, ντε και καλά, να στολίσω δέντρο. Η μάνα μου με πήρε παράμερα στην κουζίνα μας και μου ψιθύρισε στο αυτί πως την άλλη χρονιά θα στολίζαμε το πιο ψηλό δέντρο της γειτονιάς. Θα μας το έφερνε ένας μακρινός μας θείος από τον Αυγερινό Βοϊου, όπου είχε ξεμείνει από τον Εμφύλιο με το ένα πόδι κομμένο και βαθιά μέσα στην τσέπη κρυμμένη μια φωτογραφία του Λένιν, που μας την έστειλε μια χρονιά το Πάσχα με ευχές γραμμένες με κόκκινο μολύβι. "Καλή επανάσταση", ήτανε οι ευχές. Οι μεγάλοι κρυφογέλασαν. "Δε λέει να βάλει μυαλό", μουρμούρισε ο πατέρας μου. Εγώ δεν κατάλαβα.

Ωστόσο, παρηγορήθηκα με την υπόσχεση της μάνας μου: "Του χρόνου θα έχουμε ένα αντάρτικο δέντρο", είπα στον αδελφό μου. Ετρεξα, μάλιστα, στο σαλόνι μας, όπου άφηνα πάντα τη σχολική μου τσάντα, έκοψα ένα φύλλο από το τετράδιο της αριθμητικής και με ένα μελανί μολύβι που το σάλιωνα κιόλας έγραψα ένα γράμμα στο θείο μου τον αντάρτη, όπου του περιέγραψα με λεπτομέρειες πώς ήθελα να είναι το δέντρο. Βέβαια, το γράμμα αυτό δεν έφυγε ποτέ. "Πού λεφτά τώρα για γραμματόσημα και τέτοια", είπε ο πατέρας μου. Απελπίστηκα. Εβαλα τα κλάματα και έτρεξα στο σαχνισί μας. Δεν ήτανε, βλέπεις, και ο καιρός για να ποτίζει η Αθηνούλα τα βασιλικά της, φορώντας το τρύπιο κομπινεζόν της. Γι' αυτό και πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα τι θα πει να σου λείπει το χριστουγεννιάτικο δέντρο και το καφετί ράμφος ενός κοριτσιού, που μόνιμα τιτίβιζε δίπλα στο εφηβικό μου αυτί στις ώρες της μοναξιάς μου.

Μέτρησα, λοιπόν, δυο - τρεις φορές τις μαύρες πατημασιές πάνω στο χιόνι του δρόμου, ύστερα άρχισα να χουχουλίζω το τζάμι και κει να σχεδιάζω καρδιές με το γράμμα Α στη μέση. Και τότε, μου ήρθε η ιδέα. Δεν μπορούσε να μείνει έτσι το σπίτι μας, χωρίς χριστουγεννιάτικο δέντρο. Φόρεσα βιαστικά το μαύρο μου πανωφόρι, με τους μπαλωμένους αγκώνες, τα καφετιά μου γάντια και την κόκκινη κουκούλα μου. Κατέβηκα σιγά - σιγά τη σιδερένια σκαλίτσα της ταράτσας μας, και από κει με ένα τολμηρό σάλτο βρέθηκα στην αυλή της Αθηνούλας. Πλησίασα τη γλάστρα με τον πιο μεγάλο βασιλικό, την πήρα στην αγκαλιά μου και με τον ίδιο τρόπο ξαναβρέθηκα, χωρίς να με πάρει μυρωδιά κανείς πίσω στο σαχνισί μας. Εβαλα τη γλάστρα πάνω στο περβάζι του μεγάλου παραθύρου μας. Πάνω στα φύλλα του βασιλικού έριξα μικρά κομματάκια βαμβάκι για χιόνι και στην κορυφή του έστησα με προσοχή τη φωτογραφία του Λένιν. Είχα ηρεμήσει πια. Και το μόνο που μου έλειπε ήταν το τιτιβίζον ράμφος της Αθηνούλας!

Και τότε μου ήρθε η ιδέα. Δεν μπορούσε να μείνει έτσι το σπίτι μας, χωρίς χριστουγεννιάτικο δέντρο. Φόρεσα βιαστικά το μαύρο μου πανωφόρι, με τους μπαλωμένους αγκώνες, τα καφετιά μου γάντια και την κόκκινη κουκούλα μου. Κατέβηκα σιγά - σιγά τη σιδερένια σκαλίτσα της ταράτσας μας και από κει, με ένα τολμηρό σάλτο, βρέθηκα στην αυλή της Αθηνούλας. Πλησίασα τη γλάστρα με τον πιο μεγάλο βασιλικό, την πήρα στην αγκαλιά μου και με τον ίδιο τρόπο ξαναβρέθηκα, χωρίς να με πάρει μυρωδιά κανείς, πίσω στο σαχνισί μας. Εβαλα τη γλάστρα πάνω στο περβάζι του μεγάλου παραθύρου μας...


"Μια Φάτνη μεγάλη σαν τον κόσμο... "

Στο δράμα του Εντουάρντο Ντε Φιλίπο "Χριστούγεννα στο σπίτι των Κουπιέλλο", πρωταγωνιστής αποδεικνύεται ο αγώνας για την ευθυγράμμιση των ηρώων με την ιστορική πραγματικότητα. Ο Λούκα, κεντρική παράμετρος της δράσεως, εκπροσωπεί μιαν αθώα έως ουτοπική προσήλωση στην παράδοση. Γύρω του, τα μέλη της οικογένειας, της οποίας ηγείται ο Λούκα, συνδιαλέγονται αμήχανα με το επίκαιρο γίγνεσθαι. Εξάλλου, ανάμεσα στο σπίτι των Κουπιέλλο και στην κοινωνία, έχει ανοίξει ένα τεράστιο χάσμα. Η διαλεκτική προσέγγιση του έξω κόσμου με το σπίτι αποβαίνει σημείο τριβής της πλοκής, που ακινητοποιείται στη στατικότητα του Λούκα. Ο ήρωας οραματίζεται "μια φάτνη μεγάλη σαν τον κόσμο" διογκώνοντας έτσι το συμβολισμό του χριστολογικού αντικειμένου - διαδικασία ανάγοντάς το σε υποκείμενο - κατάληξη: Η φάτνη αποτελεί ανοιχτό σύστημα κοινωνικο-μαγικών κωδίκων αενάως ανανεούμενο και προσαρμοζόμενο στο εκάστοτε "εδώ και τώρα".

Ο Ναπολιτάνος του Ντε Φιλίπο επικεντρώνει εντέλει την προσοχή του αναγνώστη/θεατή στη δυσκολία συνυπάρξεως του παλιού με το καινούριο. Οι αλυσιδωτές συγκρούσεις αφορούν όχι μόνο στο εθιμοτυπικό επίπεδο, όπου η συνήθεια να συγκεντρώνεται η οικογένεια επ' ευκαιρία των Χριστουγέννων αποτελεί συνθήκη διαιωνίσεως μιας "φατριακής" ενότητας με αληθινά ή και επίπλαστα ερείσματα. Η πιο άγρια σύγκρουση εμφανίζεται κυρίως στο κοινωνιο-γλωσσικό επίπεδο, όπου η ναπολιτάνικη διάλεκτος, ριζωμένη βαθιά στο χώμα της γης που την αναζωογονεί, αντιμετωπίζει μετωπικά την ιταλική γλώσσα. Τα συναισθήματα των ηρώων διαβιούν μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου, μεταξύ του "φαίνεσθαι" και του "είναι". Οταν μάλιστα το ερωτικό δράμα ξεσπάει στο σπίτι των Κουπιέλλο, η διάλεκτος διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία, ως πρωτογενές όργανο εκφράσεως βαθύτερων συναισθημάτων.

Το ερωτικό τρίγωνο, κατασκεύασμα εξωοικογενειακού χώρου, αποτελεί ομοίως μόρφωμα του κλειστού οικογενειακού κύκλου: ο παιδικός έρωτας της Νινούτσα (κόρης του Λούκα) γεννήθηκε στο περίγραμμα του σπιτιού, όπου διατηρούνται με αφελή ευλάβεια οι κανόνες του οικογενειακού "δικαίου". Αντίθετα, ο συζυγικός δεσμός της υφίσταται σε κοινωνικό χώρο μεταβατικής ιστορικότητας, στο μεταίχμιο κοινωνικών μετασχηματισμών.

Εντούτοις, η χριστουγεννιάτικη εστία εξομοιώνεται στα μάτια του Λούκα με τη Φάτνη του Χριστού, που κάθε χρόνο ξαναγεννιέται ακολουθώντας την ίδια απαράλλαχτη διαδικασία της εορταστικής τελετουργίας. Στο όραμα του Λούκα, η Φάτνη, εξέχουσας σημασίας στη Νότια Ιταλία, αγκαλιάζει όλον τον κόσμο, παλιό και νέο, σε μια γιγαντιαία σύλληψη του Χριστού, πέραν των ορίων της σχετικής εικονογραφίας.

Ο Εντουάρντο ντε Φιλίπο, μέσω του Λούκα (επεξεργασμένη μάσκα του Πουλτσινέλα της Commedia dell' Arte) φέρνει στο προσκήνιο το μύθο της "αιώνιας επιστροφής". Ο άνθρωπος όλων των εποχών προστρέχει στην ανακουφιστική παραμυθία της επανόδου στην ηλικία της αθωότητας. Η διαρκής ύβρις, στην οποία καταδικάζεται από τη Λερναία Υδρα του καταναλωτισμού και της αβάσταχτης καθημερινότητας, διαιωνίζει το επεισοδιώδες αδιέξοδο από το οποίο αποκλείεται η κάθαρση... Στο αδιέξοδο αυτό, που εκφυλίζεται περαιτέρω σε σισυφικό σύνδρομο, "ποντάρει", σε τελευταία ανάλυση, η απανταχού οικονομική εξουσία κατασκευάζοντας κάθε χρόνο καινούριες χριστουγεννιάτικες ελπίδες: "Στο τάδε σούπερ - παιχνιδάδικο δεν υπάρχουν πλούσια και φτωχά παιδιά". Και όπως είναι "φυσικό", το πιτσιρίκι αναφωνεί με ανατριχιαστικά χαρούμενη φωνή και εις άπταιστον βαρβαρικήν "διάλεκτον": "Let's go then...".

Μαρίκα ΘΩΜΑΔΑΚΗ

Αν. καθηγήτρια

Παν/μείου Αθήνας



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ