Αποσπάσματα από την ομιλία του γενικού εισηγητή του Κόμματος στη συζήτηση της Βουλής για τον προϋπολογισμό
Κατά την άποψη του ΚΚΕ το περιεχόμενο της ανάπτυξης, ο προσανατολισμός, τα μέσα και οι σκοποί της αποτελούν ένα κρίσιμο πολιτικό και ιδεολογικό ζήτημα και η κάθε πολιτική και κοινωνική δύναμη το απαντά ανάλογα με την ταξική της θέση. Και βέβαια είναι γνωστή ποια είναι η ταξική θέση, όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και των άλλων πολιτικών δυνάμεων που συνυπέγραψαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι θέσεις του Κόμματος, όπως παρουσιάστηκαν την Πέμπτη στη Βουλή από τον βουλευτή του Κόμματος Ν. Γκατζή.
"Ανάπτυξη, τόνισε, δε σημαίνει απλά και μόνο μια ποσοτική αύξηση των οικονομικών μεγεθών. Εξάλλου, όπως αποδείχτηκε μέχρι σήμερα, ούτε το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, ούτε οι εισροές από το λεγόμενο Κοινοτικό Πρόγραμμα Στήριξης δίνουν λύση στο πρόβλημα της ανάπτυξης της χώρας. Η ανάπτυξη πρέπει να έχει στο επίκεντρό της τον άνθρωπο και τις ανάγκες του και να αναγνωρίζει ότι η πιο σημαντική παραγωγική δύναμη είναι ο εργαζόμενος. Με άλλα λόγια πέρα από τους ποσοτικούς δείκτες ανάπτυξης σημαίνει μια ποιοτική αύξηση και ιδιαίτερα προσήλωση σε κοινωνικούς στόχους.
Ουσιαστικά δηλαδή θα πρέπει να υπάρχει μια εναρμόνιση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, της οποίας το κέντρο βαρύτητας, ο προσανατολισμός της, θα πρέπει να είναι η βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης του λαού. Και αυτά αναφέρονται στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών του, οι οποίες έχουν διαχρονικά ποσοτικοποιηθεί και ποιοτικοποιηθεί. Οι ανάγκες αυτές αφορούν κυρίως τη διατροφή, την ένδυση, τη στέγαση, την υγεία, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση, την αναψυχή, τον πολιτισμό και ιδιαίτερα την απασχόληση και τις συνθήκες εργασίας.
Κατά συνέπεια, το περιεχόμενο του όρου "ανάπτυξη" συμπεριλαμβάνει και την κοινωνική αντίληψη του όρου και υπ' αυτή την έννοια πρέπει να είναι συνώνυμη με τη βελτίωση των επιπέδων διαβίωσης του λαού. Και κυρίως με τη διασφάλιση του δικαιώματος στην εργασία. Δηλαδή οι κοινωνικοί και οικονομικοί στόχοι πρέπει να συνυπάρχουν, γιατί πέρα από τη σημασία που μπορούν να έχουν, αποτελούν συγχρόνως και παράγοντες που βελτιώνουν την παραγωγικότητα εργασίας.
Χωρίς φυσικά να παραγνωρίζεται η βαρύτητα των άλλων τομέων της οικονομίας, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση της ανάπτυξης, τόσο του πρωτογενούς τομέα όσο και του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας, δεδομένου ότι είναι κοινά αποδεκτό πως αυτοί οι τομείς αποτελούν τους βασικότερους τομείς ανάπτυξης της οικονομίας, στα πλαίσια χάραξης ενός εθνικού σχεδιασμού οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, με κύριο στόχο τη διασφάλιση μιας άνετης και αξιοπρεπούς ζωής για το λαό. Το κύριο ζήτημα που δίνει τη δυνατότητα χάραξης μιας εθνικής πολιτικής σε όλα τα επίπεδα είναι όχι μόνο ο απεγκλωβισμός από τις κοινοτικές δεσμεύσεις στα γνωστά πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ΟΝΕ, αλλά και η ανατροπή της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για μια άλλη πολιτική.
Κατά την άποψη του ΚΚΕ, ο δημόσιος τομέας μέσα σε συνθήκες μιας άλλης πολιτικής εξουσίας πρέπει να αναλάβει το ρόλο του κεντρικού προγραμματιστή, του αναπτυξιακού μοχλού. Ενα ρόλο που εξ αντικειμένου δεν μπορεί να αναλάβει ο ιδιωτικός τομέας, δεδομένου ότι οι δραστηριότητές τους έχουν σαφώς διαφορετικό προσανατολισμό από τον παραπάνω επιδιωκόμενο.
Είναι καθαρό ότι στα πλαίσια της κυβερνητικής πολιτικής, μέσα στα ασφυκτικά γρανάζια της πολιτικής της ΕΕ, όποια ανάπτυξη κι αν γίνεται εξυπηρετεί τη χρηματιστική ολιγαρχία, το μέγιστο μονοπωλιακό κέρδος, τις πολυεθνικές σε βάρος του λαού.
Η πολιτική και οι προτάσεις του ΚΚΕ για την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη της χώρας βρίσκονται στον αντίθετο πόλο της κυβέρνησης και των κομμάτων που ακολουθούν το μονόδρομο της ΟΝΕ, του ΕΥΡΩ, της ΕΕ. Το ΚΚΕ δείχνει τον άλλο δρόμο στον ελληνικό λαό για την ανάπτυξη και την κοινωνική πρόοδο, το δρόμο της αντιιμπεριαλιστικής, αντιμονοπωλιακής πάλης που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των μεσαίων λαϊκών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου".
Για την εφαρμογή της αντιλαϊκότερης εισοδηματικής πολιτικής την τελευταία εξαετία μπορεί να "υπερηφανεύεται" πλέον η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αφού οι αδυσώπητοι όροι για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και η εμμονή της κυβέρνησης να τους ικανοποιήσει, μεταφράζονται σε ονομαστικές αυξήσεις στους μισθούς και συντάξεις της τάξης του 2% για το 1999.
Η πραγματικότητα ωστόσο για τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα είναι ακόμη χειρότερη από αυτήν που αρχικά διαφαίνεται παραπάνω, οι ονομαστικές αυξήσεις είναι ακόμη χαμηλότερες, εξαιτίας του μηχανισμού που διέπει το νέο μισθολόγιο που καθιέρωσε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και εφαρμόζεται από το 1997. Το νέο μισθολόγιο προβλέπει ότι οι προβλεπόμενες από την εισοδηματική πολιτική ονομαστικές αυξήσεις θα υπολογίζονται μόνο στο βασικό μισθό και το χρονοεπίδομα και όχι στο σύνολο των αποδοχών. Με βάση αυτή τη διάταξη, η εισοδηματική πολιτική για τους δημοσίους υπαλλήλους περιλαμβάνει ονομαστικές αυξήσεις των μεικτών αποδοχών τους που κυμαίνονται από 0,85% μέχρι και 1,26%!
Η παραπάνω εξέλιξη για το επόμενο έτος, αποτελεί ένα ακόμη κομμάτι στο "παζλ" που έχει στηθεί από τις κυβερνήσεις του δικομματισμού από τις αρχές της δεκαετίας, επιφέροντας τεράστιες απώλειες στο εισόδημα των μισθωτών και συνταξιούχων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Ακόμη και με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς, οι απώλειες που υπέστησαν οι μισθοί και οι συντάξεις έστω και μόνο κατά την περίοδο από την κατάργηση της ΑΤΑ το 1990 μέχρι σήμερα, είναι ενδεικτικές. Ετσι, από το 1990 μέχρι σήμερα:
Ποτέ άλλοτε η αμοιβή της εργασίας δεν ήταν φτηνότερη. Οι μισθοί των εργαζόμενων αντιστοιχούν σήμερα με τους μισθούς του 1982. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος συνεχώς μειώνεται. Ενώ το 1996 ήταν 10,6%, το 1997 μειώθηκε στο 7,1% και το 1998 έπεσε στο 2,9%.
Ιδιαίτερα οδυνηρές όμως είναι και οι συνέπειες που είχαν οι συνταξιούχοι από την εφαρμογή των αντιασφαλιστικών νόμων που ψήφισε η κυβέρνηση της ΝΔ και εφαρμόζει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Νόμοι που καταργούν την ΑΤΑ και αποσυνδέουν την κατώτερη σύνταξη του ΙΚΑ από το κατώτερο μεροκάματο, όπως αυτό ορίζεται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ). Παράλληλα, οι όποιες αυξήσεις δόθηκαν στους συνταξιούχους του δημοσίου ήταν κάτω από τον πληθωρισμό, ενώ οι κατώτερες συντάξεις του ΙΚΑ αντιστοιχούν σε λιγότερο από 17 μεροκάματα ανειδίκευτου εργάτη, από 20 που ήταν το 1990.
Επίσης:
Το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι για την οικονομική ανακούφιση των εργαζόμενων και συνταξιούχων απαιτείται:
Επιπλέον το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι πρέπει να καθιερωθεί το 35ωρο με νομοθετική ρύθμιση και γενικευμένη εφαρμογή (7 ώρες την ημέρα, 5 μέρες τη βδομάδα) με βελτίωση των αποδοχών και των ασφαλιστικών δεσμεύσεων.
Νέα φορολογικά βάρη θα υποστούν οι εργαζόμενοι και τα πλατιά λαϊκά στρώματα με τον προϋπολογισμό του 1999, που συνέταξε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Εναν προϋπολογισμό που με πρόσχημα την εκπλήρωση των στόχων της ΟΝΕ, επιδιώκει να αυξήσει τα έσοδα του κράτους από φόρους κατά 498 δισ. δρχ. Η μη λήψη νέων φορολογικών μέτρων - που με κάθε ευκαιρία διατυμπανίζει η κυβέρνηση - σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ελάφρυνση των χαμηλών εισοδημάτων και γενικότερη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα, με τη διατήρηση της δομής του φορολογικού συστήματος ως έχει σήμερα, ενισχύεται η άνιση κατανομή των φορολογικών βαρών σε βάρος των εργαζόμενων, εξαιτίας τόσο της μεγάλης αναλογίας της έμμεσης φορολογίας ως προς το σύνολο της φορολογίας (πάνω από 65%), όσο και από τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, τη διατήρηση των "αντικειμενικών" κριτηρίων και την εφαρμογή ακόμη πιο "σφιχτής" εισοδηματικής πολιτικής το επόμενο έτος.
Σύμφωνα με όσα προβλέπει ο προϋπολογισμός του 1999, τα συνολικά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού του 1999 προβλέπεται να φτάσουν τα 10.030 δισ. δρχ. έναντι εκτιμήσεων 9.450 δισ. δρχ. του έτους 1998, δηλαδή θα σημειώσουν αύξηση κατά 580 δισ. δρχ. ή ποσοστό 6,1%.Τα φορολογικά έσοδα, που αποτελούν και τον κύριο όγκο των δημοσιονομικών εσόδων, προβλέπεται να αυξηθούν κατά 498,5 δισ. δρχ. ή 5,8% και να ανέλθουν σε 9.088,5 δισ. δρχ. έναντι 8.590 δισ. δρχ., που εκτιμάται ότι θα εισπραχθούν φέτος. Το γεγονός ότι τα παραπάνω ποσοστά αύξησης είναι σχεδόν τριπλάσια του προβλεπόμενου από την κυβέρνηση πληθωρισμού (2% αρχή - τέλος) αποδεικνύει το μέγεθος της φορομπηχτικής πολιτικής που ασκείται σε βάρος των εργαζομένων. Ανάλογα συμπεράσματα προκύπτουν και από τα ποσοστά αύξησης που προβλέπονται σε σχέση με φέτος για τις επιμέρους κατηγορίες εσόδων: Οι άμεσοι φόροι προβλέπεται να αυξηθούν κατά 6,6% και οι έμμεσοι φόροι κατά 5,3%. Σχετικά με τους έμμεσους φόρους, αξίζει να επισημανθεί ότι η όποια μείωση της έμμεσης φορολογίας σε επιλεκτικά καταναλωτικά προϊόντα, όπως στα αυτοκίνητα, στα καύσιμα, στη ΔΕΗ, αφ' ενός μεν δεν επηρεάζει αισθητά την αναλογία της έμμεσης φορολογίας προς το σύνολο της φορολογίας, αφ' ετέρου,. δε, αποφασίστηκε με γνώμονα τη συγκράτηση του πληθωρισμού και όχι για την ελάφρυνση των λαϊκών εισοδημάτων.
Σημαντική είναι επίσης και η συμμετοχή των εσόδων που προέρχονται από ιδιωτικοποιήσεις, από την εκποίηση δηλαδή των πιο κερδοφόρων και δυναμικών μονάδων της δημόσιας περιουσίας, που υλοποιείται με ταχύτατους ρυθμούς από την κυβέρνηση, παράλληλα με τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, ως αντίτιμο της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ. Για το 1999 το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων - μετοχοποιήσεων,σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, προβλέπει έσοδα της τάξης των 700 δισ. δρχ. περίπου, που θα προέλθουν κυρίως από την ιδιωτικοποίηση των δύο μεγαλύτερων λιμανιών της χώρας, του Οργανισμού Ιπποδρομιών, της Ιονικής Τράπεζας, των Καταστημάτων Αφορολόγητων Ειδών κλπ. Παράλληλα, η κυβέρνηση σχεδιάζει να βγάλει στο Χρηματιστήριο και νέα πακέτα μετοχών του ΟΤΕ (μέχρι 10%) και των "Ελληνικών Πετρελαίων" (νέο πακέτο 15%).
Αγρια συμπίεση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού και ιδιαίτερα αυτών που έχουν κοινωνικό χαρακτήρα, είναι το επιστέγασμα της εμμονής της κυβέρνησης να εκπληρώσει τους όρους του προγράμματος "σύγκλισης" και να εντάξει τη χώρα στη διαβόητη ΟΝΕ. Οπως επανειλημμένα έχει δηλώσει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, το κύριο βάρος της προσδοκώμενης από την κυβέρνηση μείωσης του ελλείμματος στο 1,9% του ΑΕΠ το 1999, θα το σηκώσει το σκέλος των δαπανών.
Η πολιτική καθήλωσης και περιορισμού των κοινωνικών δαπανών σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα, είναι μία πολιτική που εφαρμόζεται με ευλαβική συνέπεια από τους κυβερνώντες από το 1993 και θα συνεχιστεί και το 1999, οδηγώντας σε παραπέρα υποβάθμιση τους νευραλγικούς τομείς της Παιδείας, της Υγείας, της Κοινωνικής Πρόνοιας, του Πολιτισμού, της Νομαρχιακής και Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Πώς αποτυπώνεται αυτό στον προϋπολογισμό του 1999; Το σύνολο των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού προβλέπεται να ανέλθει σε 11.050 δισ. δρχ. σημειώνοντας αύξηση μόλις κατά 4,5% σε σχέση με φέτος που εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε 10.570 δισ. δρχ. Το σύνολο των πρωτογενών δαπανών (δαπάνες προσωπικού, επιχορηγήσεις, λειτουργικές δαπάνες) προβλέπεται να ανέλθουν σε 6,7 τρισ. δρχ. έναντι 6,4 που εκτιμάται ότι θα ανέλθουν φέτος, θα αυξηθούν δηλαδή μόλις κατά 4,6%.
Ενδεικτικά των καταστροφικών συνεπειών που έχει η πολιτική αυτή στο σκέλος των δαπανών, είναι τα επίσημα στοιχεία που έχουν δει το "φως" της δημοσιότητας για την κατάσταση της παιδείας στη χώρα μας σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕ (1995), η χώρα μας κατέχει την τελευταία θέση από όλες τις χώρες της ΕΕ σχετικά με τις δαπάνες που διαθέτει για την παιδεία, αλλά και τις οικονομικές ενισχύσεις προς τους φοιτητές. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα διαθέτει για την παιδεία το 2,9% του ΑΕΠ, ποσοστό που την κατατάσσει στην τελευταία θέση, σε σύγκριση με τις άλλες κοινοτικές χώρες. Είναι ενδεικτικό ότι ο μέσος κοινοτικός όρος για τις δαπάνες παιδείας είναι 5,2% του ΑΕΠ. Η χώρα μας είναι επίσης ουραγός και σε ό,τι αφορά την οικονομική ενίσχυση στους φοιτητές. Με μέσο κοινοτικό όρο 5,7%, η οικονομική ενίσχυση που παρέχει η Ελλάδα στους φοιτητές δεν υπερβαίνει το ποσοστό του 0,4% επί του συνόλου των δαπανών για την παιδεία. Σύμφωνα επίσης με επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 1998, η Ελλάδα δαπανά το μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ για παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας - απασχόλησης.
Κείμενα: Βάσω ΜΠΑΡΜΠΑ