ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Δεκέμβρη 1998
Σελ. /60
ΚΕΝΗ
Κρατικός προϋπολογισμός και παιδεία

Περισσεύουν τον καιρό αυτό οι υποσχέσεις των αρμοδίων της κυβέρνησης, για τη δημόσια εκπαίδευση, αλλά τα επίσημα στοιχεία του προτεινόμενου κρατικού προϋπολογισμού αποκαλύπτουν τη διγλωσσία και την υποκρισία τους

Πολλά και διάφορα λένε οι κυβερνώντες και οι διάφοροι "επικοινωνιακοί" μηχανισμοί τους, για την υποστήριξη της λεγόμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Συνήθως, το "βαρύ πυροβολικό" των... επιχειρημάτων τους αποτελούν το "ολοήμερο σχολείο", η "ενισχυτική διδασκαλία", η "ελεύθερη πρόσβαση στα ανώτατα και ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα" - μέσω της ίδρυσης σ' αυτά 72 νέων τμημάτων, των περιβόητων Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής και του Ανοιχτού Πανεπιστημίου - όπως και η παροχή σύγχρονης μόρφωσης, ικανής να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής. Τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα ακούγονται τις τελευταίες μέρες και στα διαφημιστικά σποτ του υπουργείου, που ακούγονται στα ραδιόφωνα ή δημοσιεύονται σε διάφορα έντυπα.

Πόση αλήθεια, όμως, υπάρχει στα κυβερνητικά αυτά επιχειρήματα; Τα οικονομικά στοιχεία - όπως και άλλες πλευρές - που συνοδεύουν την κυβερνητική μεταρρύθμιση, μπορούν να μας δώσουν την απάντηση.

Μια απλή και μόνο εξέταση του προτεινόμενου κρατικού προϋπολογισμού για το 1999, που συζητείται τις μέρες αυτές στη Βουλή, είναι αρκετή, για να πειστεί ο καθένας, ότι το "βαρύ πυροβολικό" της κυβέρνησης είναι στην πραγματικότητα "...άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε". Και ακόμη χειρότερα, η κυβέρνηση επιχειρεί να κρύψει πίσω από τις μεγαλόστομες υποσχέσεις και διακηρύξεις, άλλους στόχους και σχέδια, η υλοποίηση των οποίων θα χειροτερεύσει πολύ περισσότερο την ήδη κακή κατάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης.

Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση, συμφωνώντας και εφαρμόζοντας πλήρως τις κοινοτικές οδηγίες και κατευθύνσεις, εφαρμόζει συνειδητά και σχεδιασμένα μια πολιτική συρρίκνωσης των δαπανών και ελαχιστοποίησης του κόστους λειτουργίας της δημόσιας εκπαίδευσης, χάριν του περιβόητου "εθνικού στόχου" της ΟΝΕ.

Ας δούμε, όμως, τα συγκεκριμένα και επίσημα στοιχεία, όπως αυτά περιέχονται στον προτεινόμενο από την κυβέρνηση προϋπολογισμό.

Οπως γίνεται φανερό από τον πίνακα 1,το σύνολο των δαπανών για την παιδεία, θα αυξηθεί - σε τρέχουσες τιμές - για το 1999, μόνο κατά 7,79%,ενώ το 1998 είχε αυξηθεί κατά 7,96%.Εχουμε, δηλαδή, μικρότερη αύξηση των δαπανών για τον επόμενο χρόνο, ενώ οι πάντες γνωρίζουν, ότι οι ανοιχτές πληγές της δημόσιας εκπαίδευσης είναι πολλές και σοβαρές. Και δε λογαριάζουμε καθόλου το κόστος των αναφερόμενων στην αρχή του σημειώματος κυβερνητικών υποσχέσεων. Προφανώς, δεν τις λογαριάζει και η κυβέρνηση. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και δεν ανησυχεί καθόλου από το γεγονός, πως η χώρα μας κατέχει, για χρόνια τώρα, την τελευταία θέση σε δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ανάμεσα στις χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και την 106η θέση στην αντίστοιχη παγκόσμια κατάταξη.

Το ίδιο ακριβώς και, ίσως, περισσότερο εύγλωττα, φανερώνει και ο πίνακας 2. Το ποσοστό των δημόσιων δαπανών για την Παιδεία, επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, παραμένει μια δεκαετία τώρα στο παντελώς και από κάθε άποψη απαράδεκτο ποσοστό του 3,5 - 4%.Και, μάλιστα, το 1998 σημειώνεται μια κάμψη, ενώ όλα δείχνουν, ότι το 1999 η κάμψη αυτή θα γίνει μεγαλύτερη.

Πρώτες συνέπειες

Ολ' αυτά, όμως, δε μένουν χωρίς σοβαρές και πολύμορφες συνέπειες.

Μπορεί το υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση, να περηφανεύονται για τις 8.500 διορισμούς εκπαιδευτικών, που πραγματοποιήθηκαν φέτος, αλλά τα επίσημα στοιχεία φανερώνουν, πως ο συνολικός αριθμός, τακτικών και έκτακτων υπαλλήλων του ΥΠΕΠΘ, μειώθηκε.Και αυτό έγινε, γιατί σημειώνεται δραστική μείωση των εκτάκτων (στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί), που κάλυπταν πραγματικές ανάγκες. Αλλωστε, όλοι γνωρίζουν τις ελλείψεις, που σήμερα υπάρχουν στα δημόσια σχολεία.

Αποκαλυπτικός για όλ' αυτά είναι ο πίνακας 3.Και ακόμη περισσότερο αποκαλυπτικό το γεγονός, πως στον προϋπολογισμό του 1999 προβλέπονται μόνο 4 δισεκ. για νέους διορισμούς, ενώ οι δαπάνες για τη μισθοδοσία αναπληρωτών εκπαιδευτικών μειώνονται, σε σύγκριση με το 1998, κατά 47,8% στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (από 29,7 δισ. σε 15,5) και στη δευτεροβάθμια κατά 43,9% (από 34,8 δισ. σε 19,5).Ολοφάνερο το έλλειμμα που δημιουργείται και θα εκφραστεί σε μεγάλες και σοβαρές ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, σε παραπέρα υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης. Και αυτά, χωρίς να λογαριάσουμε καθόλου τις υποσχέσεις περί ενισχυτικών διδασκαλιών και των δήθεν ολοήμερων σχολείων. Ελλειμμα, το οποίο η κυβέρνηση επιχειρεί να το αντιμετωπίσει με τις συμπτύξεις των τμημάτων, αλλά και με άλλους τρόπους, όπως η προώθηση της λογικής της "συγχρηματοδότησης" και της"συνευθύνης" με τους γονιούς και τους εκπαιδευτικούς, της μετάθεσης οικονομικών βαρών στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, κλπ. Μέθοδοι, που δεν αμβλύνουν στο παραμικρό τις βαριές συνέπειες της πολιτικής της στη δημόσια εκπαίδευσης, ενώ αντίθετα προσθέτουν ακόμη περισσότερα προβλήματα στους ήδη ισχνούς οικογενειακούς προϋπολογισμούς των λαϊκών οικογενειών.

Κάποιες βαθύτερες συνέπειες

Η κυβερνητική πολιτική, όμως, οδηγεί και σε ορισμένες, βαθύτερες και περισσότερο επικίνδυνες συνέπειες, για τη δημόσια εκπαίδευση, τον προσανατολισμό και το περιεχόμενό της. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, πως από το σύνολο του προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων του ΥΠΕΠΘ, ύψους 191,5 δισεκ. δραχμών, τα 100 δισ. θα χρηματοδοτήσουν το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΕΠΑΕΚ) - πρόκειται για τον μοχλό εφαρμογής της αντιδραστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης - τα 21,5 δισ. θα δοθούν για ορισμένα άλλα έργα, χρηματοδοτούμενα κι αυτά από κοινοτικούς πόρους, τα 50 δισ. θα διατεθούν για την ιδιωτικοποίηση του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (ΟΣΚ) και μόνο 20 δισ. δραχμές απομένουν για να "λυθούν" τα πολλά και οξυμένα προβλήματα υποδομής της ελληνικής δημόσιας εκπαίδευσης.

Οπως γίνεται φανερό, οι όποιοι οικονομικοί πόροι διαθέτει σήμερα η κυβέρνηση αιχμαλωτίζονται στα κοινοτικής έμπνευσης και έγκρισης σχέδια και έργα. Οσο, δε, για τους πραγματικούς στόχους και επιδιώξεις των κοινοτικών αυτών σχεδίων και στόχων, είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω παράδειγμα, που - εκτός των άλλων - φανερώνει και ποιο είναι το αληθινό περιεχόμενο των υποσχέσεων περί "ελεύθερης πρόσβασης" στα ΑΕΙ-ΤΕΙ.

Η κυβέρνηση υπόσχεται την ίδρυση και λειτουργία 72 νέων τμημάτων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας, έως τον Ιούνη του 2000 (η ημερομηνία έχει τη σημασία της, αφού μέχρι τότε πρέπει να απορροφηθούν τα κοινοτικά κονδύλια). Αν υποθέσουμε, ότι τα 52 από τα 72 αυτά τμήματα θα είναι στο χώρο των ΑΕΙ, θα σημειωθεί μια αύξηση στα ήδη 188 υπάρχοντα, κατά 28% περίπου. Τα νέα τμήματα θα χρηματοδοτηθούν με 12,5 δισεκ. δραχμές, κοινοτικών και εθνικών πόρων, από το προαναφερόμενο ΕΠΑΕΚ. Την ίδια στιγμή, τα ήδη υπάρχοντα τμήματα γερνούν, παλιώνουν και αφήνονται στη μοίρα τους. Για παράδειγμα, στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας δόθηκαν για δημόσιες επενδύσεις (δηλαδή, για αγορές βιβλίων, εργαστηριακού εξοπλισμού, υπολογιστών, κλπ.), μέσα στο 1998, λιγότερα από 50%,των όσων είχαν δοθεί το 1997. Η κατάσταση αυτή θα χειροτερεύσει ακόμη περισσότερο, αφού ο προϋπολογισμός του 1999 είναι ακόμη "σφιχτότερος". Και, βέβαια, δεν υπάρχει η παραμικρή, επίσημη πρόβλεψη πόρων, για μετά το 2000, όταν θα έχουν τελειώσει τα όποια κοινοτικά προγράμματα και η αντίστοιχη χρηματοδότησή τους. Σημειώνουμε το "επίσημη", γιατί ανεπισήμως πολλά λέγονται και ακούγονται, περί στενότερης σύνδεσης των πανεπιστημίων, με τις μεγάλες επιχειρήσεις, περί χορηγών, περί διδάκτρων, κλπ., κλπ.

Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια ολόκληρη επιχείρηση σοβαρής υποβάθμισης των ελληνικών πανεπιστημίων, αλλαγής του προσανατολισμού τους, στη δήθεν χρησιμοθηρική, αλλά επιφανειακή γνώση, υποταγής τους στους "νόμους της αγοράς" και τις τρέχουσες ανάγκες της και, κυρίως, δημιουργίας των απαραίτητων προϋποθέσεων, για το επόμενο, μεγάλο βήμα ιδιωτικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ολικής παράδοσής της στο μεγάλο κεφάλαιο.

Αλλωστε, γίνονται ήδη αισθητές οι πρώτες γεύσεις του νέου τοπίου, που θέλει να διαμορφώσει η κυβέρνηση στο χώρο της πολύπαθης ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης. Φέτος, υπήρξε μια σχετικά σημαντική αύξηση του αριθμού των εισακτέων σε ΑΕΙ-ΤΕΙ, αλλά οι δαπάνες, για συγγράμματα των ΤΕΙ παραμένουν στα περσινά επίπεδα, ενώ ελάχιστα αυξάνονται στα ΑΕΙ. Στάσιμες παραμένουν επίσης οι δαπάνες για λειτουργικά έξοδα των ιδρυμάτων. Στις φοιτητικές εστίες επιβάλλεται ενοίκιο, ενώ μειώνεται κι αυτό το ελάχιστο ποσό, που διατίθεται για υποτροφίες, μέσω του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ). Από 4,3 δισ. δραχμές το 1997, πήγε στα 3,9 δισ. το 1998 και για το 1999 προβλέπονται μόνο 3,6 δισ. δραχμές.

Τα ίδια, ακριβώς, συμβαίνουν και στο χώρο της Μέσης Εκπαίδευσης. Η σημερινή κατάσταση είναι σε όλους, λίγο - πολύ, γνωστή. Ο προτεινόμενος προϋπολογισμός, μάλιστα, οδηγεί στην ακόμη χειροτέρευσή της. Γεγονός, που φανερώνει και αυτό - μαζί με πολλά άλλα - πως μόνο τη βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης δεν έχει στο μυαλό και τους στόχους της η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας.

Δ. Τ.

Σημείωση: Τα στοιχεία έχουν παρθεί από την εισήγηση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ, για τον κρατικό προϋπολογισμό



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ