Εξαιρετικής σημασίας είναι οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης στο ασφαλιστικό σύστημα, μέσα από το νέο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο, το οποίο χειροτερεύει αισθητά τη θέση εκατοντάδων χιλιάδων ασφαλισμένων και συνταξιούχων
Ενα ιδιαίτερα σημαντικό βήμα στην αποδιάρθρωση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης συντελείται με το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο, που προωθεί η κυβέρνηση, το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζει φευδεπίγραφα "μικρό πακέτο" για το ασφαλιστικό. Ανεξάρτητα όμως από την ονομασία του, οι ανατροπές που επιδιώκει είναι όχι μόνο σημαντικές αλλά και εξαιρετικά επώδυνες για ασφαλισμένους και συνταξιούχους.
Το νομοσχέδιο διακρίνεται για τη συνέπειά του στις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των διεθνών οικονομικών Οργανισμών, για συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών και ελάφρυνση των εργοδοτών. Βασικές παρεμβάσεις του είναι οι παρακάτω:
- Τα αποθεματικά των Ταμείων, το σύνολο της περιουσίας τους, υπάγονται σε ένα "νέο" τρόπο διαχείρισης. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η ένταση του ελέγχου από το κράτος, μέσα από διάφορες επιτροπές, δήθεν ανεξάρτητες, και η παράδοση τρισεκατομμυρίων δραχμών στο χρηματιστηριακό τζόγο. Σε πρώτη φάση μόνο ένα ποσοστό μπορεί να διατεθεί σε μετοχές και άλλες ανάλογες επενδύσεις, αλλά μια Υπουργική Απόφαση μπορεί να ανατρέψει τα νούμερα και τις προϋποθέσεις του νόμου, οποιαδήποτε στιγμή!
- Προωθείται ο "εξορθολογισμός του συστήματος εξόφλησης" των οφειλών προς το ΙΚΑ και τους άλλους Οργανισμούς. Με τις νέες ρυθμίσεις, αντί η κυβέρνηση να επιβάλλει την είσπραξη εκατοντάδων δισεκατομμυρίων από τους εργοδότες, που πολλά από αυτά είναι και χρήματα των εργαζομένων, τους διευκολύνει ακόμη περισσότερο να μην πληρώσουν. Οι "καλοί" εργοδότες εντάσσονται σε ένα πάγιο σύστημα πολλών δόσεων, εκπτώσεων και μειώσεων, ενώ ανάλογα με τη... "συμπεριφορά" τους θα μπορούν να εξασφαλίζουν και νέες συμφωνίες αν δεν ανταποκριθούν στις προηγούμενες!
- Οι ενοποιήσεις που προωθεί, μειώνουν τον αριθμό των ασφαλιστικών οργανισμών και ενδεχομένως το λειτουργικό τους κόστος, αλλά κυρίως χαμηλώνουν σημαντικά τα επίπεδα παροχών και συντάξεων. Καίριο είναι το πλήγμα στις επικουρικές συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, που δε θα μπορούν να είναι πάνω από 20% της κύριας σύνταξης. Μικρότερες θα είναι οι συντάξεις των εμπόρων και "συμβολική" η αύξηση σε αυτές των αυτοκινητιστών. Ανέπαφες μένουν οι πλουσιοπάροχες απολαβές των συνταξιούχων και ασφαλισμένων του Ταμείου εργατοπατέρων, μειώνονται οι συντάξεις που θα δίνει στο εξής το ΕΤΕΜ, συγχωνευμένο στο ΙΚΑ - ΤΕΑΜ.
- Στον τομέα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ορισμένες ρυθμίσεις έρχονται να βελτιώσουν μια εικόνα, έστω και με επιμέρους παροχές, π.χ., από 25% σε 10% η συμμετοχή στα φάρμακα, όσων παίρνουν ΕΚΑΣ, χορήγηση ορισμένων φαρμάκων δωρεάν, σύστημα προληπτικής ιατρικής, το οποίο κρύβει άλλου είδους ανατροπές. Στη συνέχεια, συστήνεται μια υπηρεσία στο υπουργείο, της οποίας έργο θα είναι ο έλεγχος των δαπανών και στόχος η εξοικονόμηση 30% των συνολικών πόρων των Ταμείων από τη μείωση των ιατροφαρμακευτικών δαπανών, στα πλαίσια των μέτρων που ήδη έχει πάρει η κυβέρνηση προς αυτή την κατεύθυνση!
- Το πετσόκομμα των συντάξεων λόγω θανάτου (χηρείας), είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το περιεχόμενο αυτού του νομοσχεδίου. Στο όνομα της "ισότητας", η κυβέρνηση επεκτείνει το δικαίωμα αυτό, που είχαν μόνο οι γυναίκες, και στους άντρες, αλλά περιορίζει το χρόνο καταβολής της και το ύψος της! Πλέον, η σύνταξη θα χορηγείται κανονικά στον εν ζωή σύζυγο, μόνο για τρία χρόνια μετά το θάνατο του συζύγου. Μετά την παρέλευση τριών ετών, αν ο ή η σύζυγος είναι κάτω των 45 ετών η σύνταξη διακόπτεται εντελώς! Εάν έχει συμπληρώσει το 45ο έτος, τότε η σύνταξη καταβάλλεται και μετά τη λήξη της τριετίας (ή διετίας), εφόσον δεν εργάζεται ή δεν απασχολείται ή δε λαμβάνει σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό. Αν όμως εργάζεται ή απασχολείται, τότε θα παίρνει μόνο το 30% της σύνταξης.
Μόνο αν ο δικαιούχος της σύνταξης είναι ανάπηρος κατά 67%,μπορεί να πάρει το 50% της σύνταξης, ανεξάρτητα από άλλες προϋποθέσεις. Η σύνταξη που θα διακόπτεται στην τριετία από το θάνατο, θα δίνεται μετά τα 65 χρόνια μειωμένη κατά 50%, εφόσον ο εν ζωή σύζυγος παίρνει άλλη σύνταξη ή εργάζεται. Διαφορετικά θα χορηγείται ολόκληρη.
- Στην απασχόληση συνταξιούχων εφαρμόζονται πλέον ακόμα και αναστολές συντάξεων, προκειμένου να εξασφαλιστούν θέσεις εργασίας. Με ένα πλαφόν 200 χιλιάδων δραχμών, οι συνταξιούχοι που εργάζονται θα παίρνουν από εκεί και πέρα μειωμένη κατά 70% τη σύνταξή τους. Η σύνταξη θα αναστέλλεται για τους εργαζόμενους συνταξιούχους κάτω των 55 ετών.
- Για τους νεοασφαλισμένους από το 1993 και ύστερα, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αποκαθιστά τις αδικίες του 2084 για τα κατώτατα όρια συντάξεων. Πρακτικά, κάνει τα μικρά βοηθήματα "τύπου" συντάξεων, λίγο μεγαλύτερα, π.χ., 61.207 δρχ. από 40.805 δρχ. για τις συντάξεις γήρατος - αναπηρίας.
Σημαντικό στοιχείο του νομοσχεδίου αυτού είναι ότι όλες οι αλλαγές που προωθεί, ανεξάρτητα από το πόσο επιζήμιες είναι για τους συνταξιούχους και τους ασφαλισμένους, θα γίνουν χωρίς μία δραχμή από τον κρατικό προϋπολογισμό και χωρίς μια νύξη για την αποκατάσταση της τριμερούς χρηματοδότησης των Ταμείων. Η κυβέρνηση διατείνεται ότι το κόστος των αλλαγών θα το πληρώσει το ασφαλιστικό σύστημα και όχι οι ασφαλισμένοι, λες και αυτοί δεν αποτελούν μέρος του...
Γιώργος ΦΛΩΡΑΤΟΣ
Η κυβέρνηση κάνει λόγο για "αναμόρφωση" του ασφαλιστικού συστήματος, ουσιαστικά όμως μεθοδεύει τη διάλυσή του, την επιστροφή σε ένα "μαύρο" παρελθόν
Η κυβέρνηση, για να περάσει πιο εύκολα την πολιτική της για την κοινωνική ασφάλιση, κάνει λόγο για μικρό και μεγάλο πακέτο μέτρων. Μικρό πακέτο ονομάζει τις διατάξεις του νομοσχεδίου για την αναδιάρθρωση των φορέων ασφάλισης, που έδωσε στη δημοσιότητα πρόσφατα. Βέβαια, μικρό πακέτο ονόμαζε και τις διατάξεις του νομοσχεδίου για την εισφοροδιαφυγή, που ψήφισε το 1997. Με την τακτική της αυτή επιδιώκει να δημιουργήσει την εντύπωση, ότι προχωρεί σε αναγκαία διορθωτικά μέτρα για την κοινωνική ασφάλιση και ότι αργότερα θα ακολουθήσει ένα μεγάλο πακέτο με ριζοσπαστικές και επώδυνες τομές.
Στην πράξη, η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, εφαρμόζει στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης τη στυγνή νεοσυντηρητική πολιτική, που προωθούν το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Ενωση. Κύριες επιταγές της είναι η δραστική μείωση των κοινωνικών δαπανών του κράτους και των κοινωνικών επιβαρύνσεων των επιχειρήσεων, καθώς και η ενίσχυση της ιδιωτικής ασφάλισης. Την πολιτική αυτή η κυβέρνηση την περνάει με την πολιτική σκληρής λιτότητας, την πρακτική της στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, που συνίσταται στη συρρίκνωση των κρατικών επιχορηγήσεων προς το ΙΚΑ και άλλα Ταμεία και με την ανοχή προς την εργοδοσία όσον αφορά την καταλήστευση απ' αυτήν των πόρων της κοινωνικής ασφάλισης. Επίσης, την περνάει με την πιστή εφαρμογή των αντιασφαλιστικών νόμων της ΝΔ, που έχουν γίνει στα χέρια της εργαλείο συμπίεσης των παροχών και, βέβαια, με νομοθετικές ρυθμίσεις.
Πρώτη συνέπεια της πολιτικής αυτής της κυβέρνησης είναι η αποδιάρθρωση του συστήματος χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης. Για την αποδιάρθρωση της χρηματοδότησης ευθύνεται η συνεχής συρρίκνωση της κρατικής επιχορήγησης. Η επιχορήγηση του ΙΚΑ, σε σχέση με τα έσοδά του, από 41,75% το 1990 έπεσε στο 12,12% το 1998. Η επιχορήγηση προς τα δημόσια νοσοκομεία, σε σχέση με το σύνολο των δαπανών υγείας και ασφάλισης ασθενείας, από 51,53% το 1990 έπεσε στο 33,79% το 1998. Τέλος, με τις νομοθετικές ρυθμίσεις της η κυβέρνηση αποβλέπει πρωτίστως στην εξοικονόμηση πόρων σε βάρος της κοινωνικής ασφάλισης. Αυτό γίνεται και με το μικρό πακέτο. Η ομαδοποίηση των Ταμείων επαγγελματιών, π.χ., γίνεται, κατά κύριο λόγο, για να απαλλαγεί το κράτος από την επιχορήγηση του ΤΣΑ.
Το νέο Ταμείο των αγροτών δεν το αποδέχτηκαν οι αγρότες, γιατί θα παρέχει μικρότερες συντάξεις απ' αυτές που παρείχε ο ΟΓΑ μαζί με το Λογαριασμό Πρόσθετης Ασφάλισης και γιατί, λόγω των υψηλών εισφορών του, δε θα ασφαλιστούν οι αγρότισσες και μέρος των αγροτών. Ωστόσο, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς, ότι η κυβέρνηση υπονομεύει τη μελλοντική λειτουργία του Ταμείου αυτού, αφού δε χορηγεί το μέρος της προβλεπόμενης κρατικής εισφοράς. Το ίδιο δεν αποδέχτηκαν οι εργαζόμενοι το καθεστώς - έκτρωμα για τους νεοασφαλισμένους από 1/1/93, που θα παρέχει το 1/3 των σημερινών συντάξεων. Ωστόσο, η κυβέρνηση υπονομεύει κι αυτό το καθεστώς, με το να μη χορηγεί το μέρος της κρατικής εισφοράς. Στο ΙΚΑ, π.χ., το 1998 ενώ έπρεπε να δώσει 106 δισ. δραχμές, έδωσε μόνο 58.
Για την αποδιάρθρωση της χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης ευθύνεται και η ασύδοτη καταλήστευση των εσόδων των Ταμείων από την εργοδοσία. Οι μειώσεις εισφορών εργοδοτών για την πρόσληψη νέων εργαζομένων και για το λεγόμενο οικιακό προσωπικό είναι γνωστές. Οι εισφορές εργοδοτών, στο σύνολο των εσόδων των Ταμείων, από 32,63% το 1989 έπεσαν στο 30,83% το 1998, ενώ οι εισφορές των ασφαλισμένων ανέβηκαν, αντίστοιχα, από 29,52% στο 35,32%. Ας σημειωθεί, μάλιστα, ότι οι εισφορές των εργοδοτών του ιδιωτικού τομέα αποτελούν μόλις το 15% του συνόλου των εισφορών. Πέραν αυτών, όμως, όλο και διευρύνεται η εισφοροδιαφυγή των εργοδοτών από τη μη ασφάλιση εργαζομένων! Οπως υπολογίζεται, ξεπερνάει τα 500 δισ. δραχμές το χρόνο.
Εξάλλου, οι παγωμένες οφειλές προς το ΙΚΑ ξεπερνούν, μαζί με τα πρόσθετα τέλη, τα 800 δισ. δραχμές, όταν το 1982 ήταν μόνο 14 δισ. Με το μικρό πακέτο προβλέπονται ρυθμίσεις, που ευνοούν τη συνεχή διόγκωση των παγωμένων οφειλών προς τα Ταμεία. Προβλέπεται πάγιο καθεστώς ρύθμισης οφειλών με πολλές άτοκες δόσεις, μείωση των πρόσθετων τελών από 3% σε 2% κάθε μήνα, σοβαρές εκπτώσεις στα οφειλόμενα πρόσθετα τέλη και μείωση ή κατάργηση ειδικών προστίμων. Οι ρυθμίσεις αυτές θα οδηγήσουν και τους εργοδότες, που πλήρωναν κανονικά τις εισφορές τους, να μην τις πληρώνουν πλέον.
Από το άλλο μέρος συνεχίζεται η εκμετάλλευση των αποθεματικών της κοινωνικής ασφάλισης, με την αυθαίρετη διαχείρισή τους από την Τράπεζα της Ελλάδας και τον τζόγο στο χρηματιστήριο. Με το μικρό πακέτο η κυβέρνηση διευρύνει τις δυνατότητες του τζόγου, κυρίως μέσω της αγοράς μετοχών ιδιωτικοποιούμενων δημόσιων επιχειρήσεων.
Δεύτερη σοβαρή συνέπεια της πολιτικής της κυβέρνησης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης είναι η αποδιάρθρωση του συστήματος υπαγωγής των εργαζομένων στην ασφάλιση. Στην αποδιάρθρωση αυτή οδηγεί κυρίως η ασυδοσία της εργοδοσίας όσον αφορά την ασφάλιση των εργαζομένων. Ηδη οι ανασφάλιστοι εργαζόμενοι (με μερική απασχόληση, στο φασόν, ξένοι εργάτες, άνεργοι κ.ά. ) ξεπερνούν το 1.600.000. Η διεύρυνση των ανασφάλιστων τμημάτων εργαζομένων είναι αλματώδης και η λεγόμενη "μαύρη εργασία" αποτελεί ήδη κυρίαρχο πρόβλημα για τους εργαζόμενους, αλλά και την οικονομία. Με την ανατροπή του πλέγματος των εργασιακών σχέσεων, που η κυβέρνηση πέρασε τελευταία, η διεύρυνση των ανασφάλιστων και η εισφοροδιαφυγή θα πάρουν νέες διαστάσεις.
Τρίτη σοβαρή συνέπεια της πολιτικής της κυβέρνησης είναι η αποδιάρθρωση του συστήματος παροχών. Το ποσοστό της ετήσιας αύξησης των συντάξεων των ασφαλιστικών ταμείων (για αυξήσεις και για την απονομή νέων συντάξεων) από 23,72% το 1990 έπεσε στο 8,17% το 1998. Τα κατώτατα όρια συντάξεων του ΙΚΑ από 20 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη το 1990 έπεσαν, σε πραγματικές τιμές, στα 15,3 το 1998. Με το μικρό πακέτο τα κατώτατα όρια συντάξεων του καθεστώτος για τους νεοασφαλισμένους από 40.000 δραχμές αυξάνονται σε 60.000 περίπου, όσο προβλέπει και ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Κοινωνικής Ασφάλειας. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται στο γενικό περιορισμό των κατώτατων ορίων στο ποσό αυτό και πέραν αυτού να χορηγεί και τα γνωστά βοηθήματα συνταξιούχων (ΕΚΑΣ). Από το νέο Ταμείο των αγροτών η ρύθμιση των κατώτατων ορίων συντάξεων έχει εξοβελιστεί πλήρως. Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση προχωρεί στη σταδιακή κατάργηση της βασικής αυτής ρύθμισης της κοινωνικής ασφάλισης, που εξασφαλίζει στοιχειώδεις κοινωνικές εγγυήσεις για τις μεγάλες ομάδες εργαζομένων. Να σημειώσουμε πάντως ότι ήδη το 1/4 των συνταξιούχων αστικών περιοχών και όλοι σχεδόν οι συνταξιούχοι του ΟΓΑ ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Οι αναπηρικές συντάξεις, στο σύνολο των συντάξεων του ΙΚΑ, από 29,3% το 1990 πέφτουν στο 16,8% για το 1999. Κι εδώ να σημειώσουμε ότι ενώ στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης χορηγείται πλήρης σύνταξη με αναπηρία 67%, σε μας χρειάζεται 80%, ένα βήμα πριν τον τάφο. Με το μικρό πακέτο, εξάλλου, η κυβέρνηση πετσοκόβει τις συντάξεις θανάτου. Θα χορηγείται στον επιζώντα σύζυγο το 50% της σύνταξης του θανόντος και όχι κάτω των κατωτάτων ορίων μόνο για τρία χρόνια και θα επαναχορηγείται μετά το 45ο έτος της ηλικίας. Εφόσον όμως ο δικαιοδόχος εργάζεται ή λαμβάνει άλλη σύνταξη, θα παίρνει, μετά το 45ο έτος, μόνο το 30% της σύνταξης αυτής και μετά το 65ο το 50%. Σε μια εποχή οικονομικής κρίσης και αυξανόμενης ανεργίας, οι συντάξεις θανάτου θα μειωθούν στο 1/2 των σημερινών.
Είναι φανερό ότι η νεοσυντηρητική πολιτική, που με ζήλο ακολουθεί η κυβέρνηση, οδηγεί στην πλήρη ανατροπή του, ισχνού άλλωστε, συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, τουλάχιστον όσον αφορά τις μεγάλες ομάδες εργαζομένων. Οι τομές στο ασφαλιστικό, τα χειρότερα που απειλεί η κυβέρνηση, δηλαδή το μεγάλο πακέτο, είναι εδώ για τις μεγάλες ομάδες των εργαζομένων με μη μόνιμη απασχόληση, που αποτελούν περίπου το 60% του συνόλου των εργαζομένων.
Αλήθεια, τι μένει για το μεγάλο πακέτο; Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στις πολλές συνεντεύξεις του στα ΜΜΕ, αναφέρει, ότι μένουν παρεμβάσεις στα όρια ηλικίας, κυρίως των απασχολούμενων στα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα και για ορισμένα κλαδικά ταμεία (ΤΑΠ-ΟΤΕ, τραπεζικών κ.ά.), καθώς και η εφαρμογή του συστήματος των τριών πυλώνων της παγκόσμιας τράπεζας, με πρώτο πυλώνα τα βοηθήματα για τους άπορους, τύπου ΕΚΑΣ, δεύτερο, την ασφάλιση σε βάση καθαρά ανταποδοτική και τρίτο, την ιδιωτική ασφάλιση. Οσον αφορά την κατάργηση των βαριών και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, το ΙΚΑ προετοιμάζει το έδαφος, υπολογίζοντας αυθαίρετα αύξηση των απασχολούμενων σ' αυτά, την περίοδο 1989 - 1998, κατά 14,17% και αύξηση, την ίδια περίοδο, των κοινών ασφαλισμένων του μόλις κατά 0,13%. Η κυβέρνηση, ωστόσο, δεν τολμά τώρα να προχωρήσει στην κατάργησή τους και να έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση με τα πιο δυναμικά τμήματα της εργατικής τάξης (οικοδόμοι, εργάτες μετάλλου κ.ά.). Το σύστημα των τριών πυλώνων, εξάλλου, δεν μπορεί να αφορά τους εργαζόμενους με μη μόνιμη απασχόληση. Γι' αυτούς η κυβέρνηση επιφυλάσσει τα βοηθήματα τύπου ΕΚΑΣ. Η ασφάλιση σε καθαρά ανταποδοτική βάση δεν έχει να τους προσφέρει τίποτα και η ιδιωτική ασφάλιση δεν τους θέλει καν. Τους πυλώνες δεύτερο και τρίτο η κυβέρνηση τους προορίζει για τους εργαζόμενους με μόνιμη απασχόληση, στον ιδιωτικό και κυρίως στο δημόσιο τομέα, το 40% περίπου του συνόλου των εργαζομένων. Γι' αυτούς επιφυλάσσει και παρεμβάσεις στα ειδικά ή κλαδικά Ταμεία τους.
Είναι φανερό, ότι η κυβέρνηση δεν αποβλέπει, όπως διακηρύσσει, σε μια αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η πρακτική της και τα σχέδιά της δεν έχουν να κάνουν με κάποιο σύστημα. Ενα σύστημα εξασφαλίζει στις πιο αδύναμες μεγάλες ομάδες εργαζομένων στοιχειώδεις κοινωνικές εγγυήσεις. Αντίθετα, είναι φανερό, ότι επιστρέφουμε ολοταχώς στο 1934, όταν μόνο κάποιες ομάδες εργαζομένων είχαν κλαδικά Ταμεία και οι μεγάλες ομάδες εργαζομένων αγωνίζονταν να κατακτήσουν μια ασφάλιση με στοιχειώδεις εγγυήσεις.
Χρήστος ΡΟΥΠΑΚΙΩΤΗΣ
Πρώην υποδιοικητής του ΙΚΑ
Μειώνονται δραστικά οι επικουρικές συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων. Ανοίγει ο δρόμος για συνολική επίθεση στην επικουρική ασφάλιση. Στόχος τα αποθεματικά των Ταμείων Αρωγής
Ενα τμήμα του νέου αντιασφαλιστικού νομοσχεδίου που δημοσιοποίησε πρόσφατα η κυβέρνηση και ετοιμάζεται να φέρει στη Βουλή, αφορά την ενοποίηση 12 Ταμείων Αρωγής δημοσίων υπαλλήλων. Ενοποίηση που αποτελεί το πρόσχημα για να χτυπήσει την επικουρική σύνταξη των εργαζομένων στο δημόσιο αρχικά, θέτοντας παράλληλα τις βάσεις για μια συνολική εφόρμηση στη συνέχεια σε βάρος της επικουρικής ασφάλισης σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Τους ίδιους στόχους άλλωστε εξυπηρετεί και η διάλυση, με το νομοσχέδιο, του Επικουρικού Ταμείου Μεταλλεργατών και η συγχώνευσή του στο ΙΚΑ ΤΕΑΜ. Το πιο καθοριστικό στοιχείο όμως εδώ, που δείχνει σε όλες τους τις διαστάσεις τις κυβερνητικές προθέσεις, είναι ο προσδιορισμός της ανώτερης (35 χρόνια υπηρεσίας) επικουρικής σύνταξης που μπορεί να χορηγεί το νέο ενοποιημένο Ταμείο, σε ποσοστό 20% επί της κύριας σύνταξης.
Πρόκειται για επαναφορά του διαβόητου άρθρου 54 του αντιασφαλιστικού νόμου 2084/92, το οποίο υποτίθεται το καλοκαίρι είχε "παγώσει" με σχετική τροπολογία. Αρθρο που δικαιολογημένα συνάντησε και συναντά την αντίδραση των ασφαλισμένων, καθώς στοχεύει στη δραστική μείωση των επικουρικών συντάξεων και στην αφαίρεση μακροχρόνια, κάθε δυνατότητας αύξησής τους. Ούτε αυτό είναι αρκετό, αλλά επιδιώκεται παραπέρα εξάρτηση της επικουρικής σύνταξης από τους στόχους και "ανάγκες" των εκάστοτε κυβερνητικών πολιτικών. Ετσι, στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο ορίζεται (άρθρο 19 παρ. 2) ότι τόσο το ανώτερο ποσοστό, όσο και οι συντάξεις και τα κατώτατα όρια, ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας έχει τη δυνατότητα να τα καθορίζει όπως θέλει με μια απλή υπουργική απόφαση!!! Και υπάρχει και συνέχεια, καθώς προβλέπεται η συγχώνευση (με απλή υπουργική απόφαση) και του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων που δίνει σήμερα μια δεύτερη επικουρική σύνταξη στους δημόσιους υπαλλήλους. Ολα αυτά, σε συνδυασμό με το χτύπημα της κύριας σύνταξης που ετοιμάζει η κυβέρνηση με το μεγάλο ασφαλιστικό, που θα έχει άμεσες επιπτώσεις και στην επικουρική. Ηδη για τους νέους ασφαλισμένους (από 1ης Γενάρη '93 και μετά) έχουν "προνοήσει". Στο άρθρο 19 παρ. 3 αναφέρεται ρητά ότι ισχύουν γι' αυτούς οι διατάξεις του άρθρου 34 του ν.2084/92. Τι σημαίνει αυτό; Η ανώτερη επικουρική σύνταξη των νεοασφαλισμένων ορίζεται επίσης σε ποσοστό 20% επί μιας, όμως, κουτσουρεμένης κύριας σύνταξης. Η κύρια σύνταξη δηλαδή, δεν υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές του δημόσιου υπάλληλου τον τελευταίο μήνα πριν τη συνταξιοδότηση, αλλά της τελευταίας πενταετίας!
Το νέο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο έχει άμεσα σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις για τους ασφαλισμένους σε μια σειρά Ταμεία Αρωγής που σήμερα χορηγούν συντάξεις σε μεγαλύτερο ποσοστό. Πρόκειται για τα Ταμεία Αρωγής: υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών που χορηγεί σύνταξη σε ποσοστό 21% της κύριας σύνταξης και υπουργείου Προεδρίας και Εξωτερικών με 25%, της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας με 25% και των Τελωνειακών Υπαλλήλων με 40%.Στο δε, Ταμείο του υπουργείου Οικονομικών το ποσοστό "παγώνει" μακρόχρονα, αφού σήμερα είναι στο 20%. Για να "χρυσώσει το χάπι" η κυβέρνηση εξαιρεί τους ήδη συνταξιούχους, που θα εξακολουθούν να παίρνουν το ίδιο ποσοστό σύνταξης.
Στο να αποσοβήσει αντιδράσεις στοχεύει και η υποτιθέμενη αναβάθμιση της επικουρικής σύνταξης για τους ασφαλισμένους των Ταμείων Αρωγής που δίνουν μικρότερο ποσοστό. Λέμε υποτιθέμενη, γιατί η "αύξηση" του ποσοστού θα γίνεται σταδιακά κατά 1% το χρόνο, από το 2000 και μετά. Ομως και εδώ με υπουργική απόφαση μπορεί να αυξάνεται ο χρόνος της "αναπροσαρμογής" και βέβαια και πάλι υπάρχει η "δαμόκλεια σπάθη" με άλλη υπουργική απόφαση να ορίζεται μικρότερο από το 20% ποσοστό για την ανώτερη επικουρική σύνταξη του ΤΕΑΔΥ.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η κυβέρνηση όλο το προηγούμενο διάστημα "φρόντισε" να μειώσει αρκετά τα ποσοστά της επικουρικής σύνταξης που δίνουν τα υπάρχοντα Ταμεία Αρωγής, τα οποία υποτίθεται τώρα θέλει να αναβαθμίσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ταμείο Αρωγής υπουργείου Παιδείας, στο οποίο μόλις πέρσι μειώθηκε το ποσοστό της ανώτερης επικουρικής σύνταξης που χορηγεί, από 17% σε 15,5%, αν και πρόκειται για βιώσιμο Ταμείο, με αποθεματικά που ανέρχονται σήμερα στα 36 δισ. δραχμές.
Η κυβέρνηση εμφανίζεται σαν "αθώα περιστερά" για τα υπαρκτά προβλήματα που αντιμετωπίζουν ορισμένα Ταμεία Αρωγής και που είναι αποτέλεσμα της πολιτικής της. Ερχεται λοιπόν να υποστηρίξει θρασύτατα ότι η ενοποίηση γίνεται για τη σωτηρία τους. Ενα πρόσχημα που δυστυχώς αναπαράγει και η πλειοψηφία της διοίκησης της ΑΔΕΔΥ.
Εκεί που "πατά" είναι κυρίως η "δυσμενής" σχέση ασφαλισμένων συνταξιούχων. Αν και δεν αφορά όλα τα Ταμεία, ωστόσο είναι υπαρκτό πρόβλημα. Ομως γι' αυτό ευθύνεται η ίδια, αφού τα τελευταία 15 χρόνια μειώνει συνεχώς το προσωπικό στο δημόσιο, μη προχωρώντας σε προσλήψεις που τουλάχιστον να αντικαθιστούν αυτούς που συνταξιοδοτούνται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων του υπουργείου Εμπορίου, όπου από 1.800 έχουν απομείνει σήμερα μόλις 1.040. Οι τελευταίες προσλήψεις έγιναν το '84, με εξαίρεση το '87 που προσλήφθηκαν 14 δημόσιοι υπάλληλοι για παραμεθόριες περιοχές. Αποτέλεσμα είναι η σχέση συνταξιούχων - ασφαλισμένων να πέσει στο 1 προς 0,9.
Με την ενοποίηση προσπαθεί να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις της και να "λύσει" το ζήτημα από τα μέσα, με τα βιώσιμα Ταμεία να καλύπτουν αυτά που έχουν προβλήματα. Την ίδια ώρα φτιάχνει ένα Ταμείο (ΤΕΑΔΥ) με "ξύλινα πόδια", προεξοφλώντας την προβληματικότητά του. Ετσι, η κυβέρνηση - στα πλαίσια της πολιτικής μείωσης του δημόσιου - έχει αποφασίσει πως για κάθε πέντε εργαζόμενους που συνταξιοδοτούνται ή απολύονται θα προσλαμβάνεται στο δημόσιο ένας εργαζόμενος. Επιπλέον έχει βάλει μπρος για τη συγχώνευση - κατάργηση 1.750 δημοσίων υπηρεσιών και την απόλυση του προσωπικού τους.
Στο "μάτι" έχουν μπει τα αποθεματικά και αυτών των Ταμείων, που ανέρχονται περίπου σε 120 δισεκατομμύρια δραχμές, αλλά και η εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας τους, η αξία της οποίας ξεπερνά τα 7 δισ. δραχμές. Για παράδειγμα, τα αποθεματικά του Ταμείου Αρωγής υπουργείου Παιδείας, ανέρχονται στα 36 δισ. δρχ., του Ταμείου Τελωνειακών σε 27 δισ. δρχ., του Οικονομικών σε 23,7 δισ. δρχ. κ.ά. Η κυβέρνηση συνεχίζοντας στην ίδια ρότα, δεσμεύει τα χρήματα των Ταμείων και τα ρίχνει στο χρηματιστήριο, επιδιώκοντας από τη μια να καλύψει ελλείμματα του προϋπολογισμού και απ' την άλλη να τα προσφέρει βορά στα "νύχια" των επιχειρηματιών.
Να σημειώσουμε ότι τα χρήματα των Ταμείων, προέρχονται μέχρι σήμερα αποκλειστικά από εισφορές των εργαζομένων. Για τους νεοασφαλισμένους ήδη είχε προβλεφτεί και εργοδοτική ασφαλιστική εισφορά και με το νέο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο προβλέπεται και για τους παλιούς ασφαλισμένους (μέχρι 31/12/92) η ύπαρξη εργοδοτικής εισφοράς σταδιακά από το 2000 και μετά.
Ντίνα ΝΤΑΒΟΥ
Πάγιο αίτημα του συνδικαλιστικού κινήματος των επαγγελματιών, των βιοτεχνών, των εμπόρων και των αυτοκινητιστών ήταν εδώ και χρόνια η ενοποίηση των ασφαλιστικών τους Ταμείων (ΤΕΒΕ, ΤΑΕ, ΤΣΑ). Ο λόγος ήταν ότι με αυτόν τον τρόπο θα εξοικονομούνταν πόροι πολύτιμοι για την αποδοτική τους λειτουργία. Ταυτόχρονα όμως το συνδικαλιστικό κίνημα πρόβαλε μια σειρά αιτήματα. Την εξυγίανση των προβληματικών Ταμείων από τον κρατικό προϋπολογισμό και την εξασφάλιση της αποδοτικής τους λειτουργίας στη συνέχεια. Τη γενναία αύξηση των συντάξεων στο ύψος τουλάχιστον των 20 ημερομισθίων του ανειδίκευτου εργάτη. Την αναβάθμιση της προβληματικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης μέσα από ένα ενιαίο δημόσιο σύστημα υγείας. Αιρετή, και με απλή αναλογική εκλεγμένη, διοίκηση κλπ. "Λυδία λίθος" για να εξασφαλιστούν τα περισσότερα από τα παραπάνω ήταν το αίτημα για κρατική επιχορήγηση του 1/3 των εξόδων των Ταμείων, που εξασφάλιζε σε μεγάλο βαθμό τον κοινωνικό χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος και συνέβαλε στη δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος μέσα από τις κρατικές δαπάνες.
Στο σχέδιο νόμου της κυβέρνησης, δεν υιοθετείται κανένα απολύτως από τα αιτήματά μας. Κάνει απλώς μια συρραφή Ταμείων που έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά: Τα ελλείμματα καλύπτονται από τον ΛΑΦΚΑ (Λογαριασμός Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης), δηλαδή από χρήματα των Ταμείων και των συνταξιούχων. Φορτώνει τα ελλείμματα που πιθανόν να δημιουργηθούν στο μέλλον από τη λειτουργία του νέου Ταμείου στην "πλάτη" των ασφαλισμένων. Αφήνει ανοιχτό το θέμα της κρατικής επιχορήγησης, ενώ η μείωση της επιχορήγησης του ΤΕΒΕ κατά 16% στον φετινό κρατικό προϋπολογισμό είναι ένα ασφαλές δείγμα του τι πρόκειται να γίνει στο μέλλον. Εφαρμόζει την πρακτική του "Προκρούστη" στις συντάξεις, ορίζοντας κατώτερη σύνταξη του νέου Ταμείου αυτήν του ΤΕΒΕ, που ναι μεν είναι ανώτερη από του ΤΣΑ, αλλά κατώτερη του ΤΑΕ και που είναι ουσιαστικά σύνταξη πείνας. Μάλιστα η αύξηση που θα προκύψει για τις κατώτερες συντάξεις του ΤΣΑ θα είναι σταδιακή και θα καταβληθεί πάλι από τον ΛΑΦΚΑ. Αφήνει τον καθορισμό του ύψους των συντάξεων στην κάθε φορά εισοδηματική πολιτική. Δε γίνεται ούτε νύξη για το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, γεγονός που οδηγεί στη διαιώνιση του υπάρχοντος προβληματικού συστήματος. Πουθενά στο σχέδιο νόμου δεν αναφέρεται η απλή αναλογική, ούτε θεσμοθετείται σώμα ελέγχου από συνταξιούχους και ασφαλισμένους, γεγονός που οδηγεί στην παγίωση του πλειοψηφικού και των διορισμένων εκλεκτόρων που υπάρχουν σήμερα στο ΤΕΒΕ. Δεν καθορίζει (όχι τυχαία) την πλήρη εικόνα και λειτουργία του νέου Ταμείου. Με υπουργικές αποφάσεις, θα καθορίζονται οι ασφαλιστικές κατηγορίες, το ύψος των εισφορών κατά κατηγορία, ο κανονισμός παροχών ασθένειας, η λειτουργία του διοικητικού συμβουλίου του νέου Ταμείου και με προεδρικά διατάγματα θα καθορίζονται οι αρμοδιότητες του ΔΣ κλπ. Δηλαδή αφήνεται για το μέλλον η παραπέρα επιδείνωση των όρων ασφάλισης των ΕΒΕ, για να μετριαστεί η αντίδραση του συνδικαλιστικού κινήματος.
Αξίζει τον κόπο να ρίξουμε μια ματιά στη σημερινή κατάσταση των Ταμείων. Να σημειώσουμε αρχικά ότι το σχέδιο νόμου αφορά πάνω από 1 εκατομμύριο συνταξιούχους και ασφαλισμένους στα Ταμεία των αυτοαπασχολούμενων, που μαζί με τις οικογένειές τους αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού. Η σχέση συνταξιούχων - ασφαλισμένων στο ΤΕΒΕ είναι 1 προς 3,7, στο ΤΑΕ 1 προς 6,8 και στο ΤΣΑ 1 συνταξιούχος προς 2 ασφαλισμένους.
Τα αποθεματικά του ΤΕΒΕ είναι 90 δισ. δρχ., του ΤΑΕ 29, 5 δισ. δρχ., ενώ το ΤΣΑ είναι ελλειμματικό (- 22 δισ. δρχ.). Τα αποθεματικά που διαθέτουν ΤΕΒΕ και ΤΑΕ οφείλονται σε τρεις κύρια λόγους. Στην αύξηση του αριθμού των ΕΒΕ τα τελευταία χρόνια, που είναι αποτέλεσμα της ανεργίας των εργαζομένων και της καταστροφής των αγροτών (αυτό επιβεβαιώνεται από τη σχέση συνταξιούχων - ασφαλισμένων που είναι καλύτερη από το μέσο όρο). Στην αύξηση των εισφορών σε συνδυασμό με τις συντάξεις πείνας που δίνονται (την τελευταία τετραετία οι συντάξεις του ΤΕΒΕ αυξήθηκαν κατά 53% και οι εισφορές κατά 70%). Στις τοκογλυφικές προσαυξήσεις για καθυστέρηση εισφορών.
Η κρατική επιχορήγηση καλύπτει ένα πολύ μικρό ποσοστό των εξόδων των Ταμείων (περίπου 5-10%), όταν και αυτή τελικά φτάνει στα Ταμεία. Ακόμα η κυβέρνηση χρωστάει το ΕΚΑΣ που δόθηκε στους συνταξιούχους τα τελευταία χρόνια.
Οταν οι αυτοαπασχολούμενοι αρχίσουν να βγαίνουν μαζικά στη σύνταξη, η εικόνα των ΤΕΒΕ και ΤΑΕ θα αρχίσει να μοιάζει όλο και περισσότερο με αυτήν του ΤΣΑ, που είναι και θα παραμείνει ελλειμματικό, παρά τα ψίχουλα που δίνει στους συνταξιούχους του.
Οι κατώτερες συντάξεις είναι στο ΤΕΒΕ 91.700 δρχ., στο ΤΑΕ 106.800 δρχ. και στο ΤΣΑ 69.000 δρχ. Απέχουν πολύ από τα 20 ημερομίσθια του ανειδίκευτου εργάτη και πολύ περισσότερο από το να είναι ανθρώπινες. Και πρέπει να πούμε ότι με στοιχεία των συνταξιουχικών οργανώσεων, το 70% των συνταξιούχων παίρνει την κατώτερη σύνταξη.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, είναι φανερό ότι το μέλλον των Ταμείων την επόμενη μέρα της ψήφισης του νομοσχεδίου από τη Βουλή δεν προβλέπεται καθόλου ρόδινη. Η κυβέρνηση θέτει ωμά στους ΕΒΕ το εξής δίλημμα: "Θέλετε καλές συντάξεις ή υποφερτές εισφορές;". Με άλλα λόγια όσοι αντέξουν να πληρώσουν υπέρογκες εισφορές, θα καταφέρουν να εισπράξουν κάποια σύνταξη, οι υπόλοιποι δεν έχουν κανένα μέλλον. Και είναι φυσικό για μια κυβέρνηση που "ορκίζεται πίστη", με κάθε ευκαιρία, στο μονόδρομο της ΟΝΕ του μεγάλου κεφαλαίου και των μονοπωλίων, να μην έχει τον παραμικρό ενδοιασμό να στραγγίξει από τον κρατικό προϋπολογισμό και την τελευταία δεκάρα, ακόμα και αν αυτή προέρχεται από την τσέπη των χαμηλοσυνταξιούχων, για να πετύχει τους στόχους της. Είναι όμως εξίσου φυσικό να αναρωτηθούν και οι εκατοντάδες χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι τι έγιναν τα χρήματα που έδωσαν με τη ληστρική φορολογία που υπέστησαν και να διεκδικήσουν την επιστροφή τους και μέσω της κοινωνικής ασφάλισης.
Κανένας δεν περιμένει κάτι τέτοιο από τις συμβιβασμένες ηγεσίες των ανώτερων συνδικαλιστικών οργανώσεων, δηλαδή της ΓΣΕΒΕΕ (των ΕΒΕ), της ΕΣΕΕ (των εμπόρων) και της ΓΕΣΑΕ (των αυτοκινητιστών). Αυτές συμμετείχαν στον "κοινωνικό διάλογο" που συζητήθηκε και το ασφαλιστικό, έδωσαν το άλλοθι του διαλόγου στην κυβέρνηση και έσπειραν αυταπάτες. Συμμετείχαν και στις κατοπινές συζητήσεις για το προσχέδιο του σημερινού νομοσχεδίου. Και όταν ο υπουργός δήλωσε ότι οι εκπρόσωποι των αυτοαπασχολούμενων συμφωνούν, μια μόνο μερίδα από τους συνδικαλιστές κατάφερε να ψελλίσει ότι δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα.
Το νομοσχέδιο είναι απαράδεκτο και πρέπει να αποσυρθεί. Τα νέα ασφαλιστικά μέτρα θα προσθέσουν νέα βάρη στις "πλάτες" των ΕΒΕ και των αυτοκινητιστών και θα παρατείνουν την άθλια οικονομική θέση των συνταξιούχων. Η ενοποίηση των Ταμείων δεν μπορεί από μόνη της να λύσει τα προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος. Αντίθετα, όπως γίνεται, εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τις επιδιώξεις του μεγάλου κεφαλαίου και των μονοπωλίων για το στραγγαλισμό κάθε κοινωνικού πόρου προς όφελος της πορείας προς την ΟΝΕ.
Η επόμενη μέρα, λοιπόν, πρέπει να είναι ημέρα αγώνων του συνδικαλιστικού κινήματος των ΕΒΕ, των αυτοκινητιστών και των συνταξιούχων για να επιστραφεί στην κυβέρνηση το απαράδεκτο νομοσχέδιο. Μέρα συντονισμού τους με την εργατική τάξη, που είναι ο επόμενος στόχος της αντιασφαλιστικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Βασίλης ΜΑΜΑΗΣ
Μέλος του Τμήματος ΕΒΕ της ΚΕ του ΚΚΕ