Ενα βήμα πιο μπροστά από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης προχώρησε ο Κ. Καραμανλής, με την ομιλία του στη ΔΕΘ, σε μια απεγνωσμένη και αποτυχημένη προσπάθεια να δείξει ότι "δεν είναι το ίδιο", αλλά και ταυτόχρονα να ικανοποιήσει την οικονομική ολιγαρχία, που απαιτεί ταχύτερους ρυθμούς και "πιο βαθιές τομές".
Σε γενικές γραμμές ήταν σαν να άκουγε κανείς σε επανάληψη την ομιλία του Κ. Σημίτη το περασμένο Σαββατοκύριακο στη ΔΕΘ: Ο ίδιος "εθνικός στόχος", η ίδια νεοφιλελεύθερη γραμμή πλεύσης, τα ίδια "επιχειρήματα" και "υποσχέσεις" για να εξαπατήσουν τις λαϊκές μάζες.
Η "επιβράβευση" του προέδρου της ΝΔ ήρθε χτες το πρωί από τον Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος έσπευσε να εκφράσει την απόλυτη συμφωνία του με την οικονομική πολιτική που παρουσίασε ο Κ. Καραμανλής και πρόσθεσε με νόημα: "Αλλωστε, είναι τα ίδια που από καιρό, με σταθερότητα, υποστηρίζω". Με άλλα λόγια, ο επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ επιβεβαίωσε ότι και η ηγεσία της ΝΔ κινείται στη γραμμή που ο ίδιος δημόσια παραδέχτηκε, ότι, δηλαδή, στηρίζει την κυβέρνηση στο όνομα της ένταξης στην ΟΝΕ.
Αλλά και ο Κ. Καραμανλής, προκειμένου να δείξει ότι λαμβάνει και αυτός τα μηνύματα από τα "μεγάλα αφεντικά", έσπευσε να δηλώσει στην ομιλία του ότι "η κυβέρνηση Σημίτη στις όποιες ορθές επιλογές της που υπηρετούν αυτόν τον στόχο, θα έχει τη στήριξή μας, γιατί η ΟΝΕ είναι εθνικός στόχος". "Εθνικός στόχος" που, όπως είπε, πρέπει να επιτευχθεί οπωσδήποτε, δηλαδή και με πολιτικούς όρους. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και όταν προσδιόριζε την"αντιπολιτευτική" τακτική: "Χρέος μας είναι να συμβάλλουμε στην επίτευξη των μεγάλων εθνικών στόχων. Χρέος μας είναι να καταθέτουμε συγκροτημένες και συγκεκριμένες προτάσεις", ενώ δεν παρέλειψε, άλλη μια φορά, να καυχηθεί γιατί "η αντιπολίτευση ωθεί, ενίοτε επιχειρεί, να σύρει την κυβέρνηση στη σωστή κατεύθυνση, με προτάσεις, κυρίως, με προσανατολισμό στις μεγάλες τομές, που χρειάζεται η κοινωνία μας και κυρίως το κράτος, ο δημόσιος τομέας".
Από αυτή τη σκοπιά, από την οποία διαβεβαίωσε ότι δε θα μετακινηθεί, άσκησε κριτική στην ατολμία της κυβέρνησης να προχωρήσει πιο γρήγορα και αποφασιστικά στις σκληρές αντιλαϊκές αποφάσεις, ενώ προχώρησε σε προτάσεις ακόμα πιο νεοφιλελεύθερες σε όλους τους τομείς.
Συγκεκριμένα, ζήτησε την ιδιωτικοποίηση όλων των μεγάλων δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, κλπ.), με εξαίρεση τα δίκτυα διανομής. Τάχθηκε υπέρ του ξεπουλήματος της Ολυμπιακής τώρα, υπογράμμισε την ανάγκη να ξεκινήσει η διαδικασία αποκρατικοποίησης των αστικών συγκοινωνιών της Αθήνας και επανέλαβε την πρότασή του για σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις στο τραπεζικό σύστημα, όπου, σύμφωνα με την πρότασή του, μόνο η Αγροτική Τράπεζα εξαιρείται. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και οι προτάσεις του για την κατακρεούργηση των δημοσίων και κοινωνικών δαπανών: "Ολες οι δαπάνες του δημόσιου τομέα πρέπει να επανεξεταστούν, καμία(!) δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεδομένη και όλα τα νομικά πρόσωπα και οργανισμοί του δημοσίου να καταθέτουν προϋπολογισμό μηδενικής βάσης".
Ταυτόχρονα, σε μια προσπάθεια να καταστήσει πιο "ελκυστική" τη σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική του, υποσχέθηκε φορολογικές ελαφρύνσεις, οι οποίες πρώτα και κύρια αφορούν το μεγάλο κεφάλαιο. Συμπληρωματικά και για λόγους δημαγωγικούς υποσχέθηκε διπλασιασμό του αφορολόγητου ορίου και κατάργηση των αντικειμενικών κριτηρίων.
Παρ' όλα αυτά, στη συνέχεια επιχείρησε στα σοβαρά να ανακαλύψει "διαφορές" με την κυβερνητική πολιτική και ανέφερε ως τέτοιες την... έμπνευση, την αποτελεσματικότητα, την αξιοπιστία και την ποιότητα!
Στη συνέντευξη Τύπου προσπάθησε να πείσει ότι το κόμμα του θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές, αν και δε φάνηκε ούτε ο ίδιος να το πιστεύει. Απαντώντας σε ερωτήσεις για τα εσωκομματικά δήλωσε ότι δεν τίθεται θέμα επιστροφής των διαγραφέντων, επανέλαβε τη γνωστή θέση του για τις σχέσεις του με τον Κ. Μητσοτάκη και διαβεβαίωσε, όσους τον πιστεύουν, ότι δεν αντιμετωπίζει εσωκομματικά προβλήματα.