Η στήλη δε θα ήθελε να θεωρηθεί "γκρινιάρα" επειδή επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια, όσον αφορά στο κλιμακούμενο (ηθικό - φιλολογικό - θεατρικό) πρόβλημα της εμφάνισης "μεταφράσεων", "ελεύθερων αποδόσεων", "δραματουργικών επεξεργασιών" έργων αρχαίου δράματος από απαίδευτους και ασπούδαχτους στην αρχαία ελληνική γλώσσα, γραμματεία και δραματουργική ποίηση (συνήθως"μεταφραστές" είναι οι σκηνοθέτες που ανεβάζουν το έργο αμειβόμενοι διπλά, και για τη μετάφραση και για τη σκηνοθεσία). Και δε θα επανερχόταν αν δεν κινδύνευε να κατηγορηθεί ότι αντιμετωπίζει τους υποπέσαντες στο ίδιο παράπτωμα με δύο μέτρα και σταθμά. Δε θα επανερχόταν αν με τους"Βατράχους" δεν είχαν υποπέσει στο ίδιο παράπτωμα το Εθνικό Θέατρο (και μάλιστα δύο φορές φέτος) και ο σκηνοθέτης της παράστασης Κώστας Τσιάνος,με την "ελεύθερη απόδοσή" του. Δε θα επανερχόταν αν δεν ήταν πλαστό και το"επιχείρημα", ότι μόνο κάνοντας ο ίδιος ο σκηνοθέτης και και τη "μετάφραση", "δραματουργική επεξεργασία", "ελεύθερη απόδοση", κ.ο.κ, ολοκληρώνεται η ερμηνευτική του πρόταση. Δε θα επανερχόταν αν ο Κ. Τσιάνος δεν είχε δώσει, εξαιρετικές και ολοκληρωμένες ερμηνευτικές προτάσεις, χωρίς να δηλώνει και ό,τι δεν είναι και - τέλος - αν, αυτή καθ' αυτή, η σκηνοθετική δουλιά του στους"Βατράχους" έπασχε, αν υπολειπόταν θεατρικά. Αν η ίδια, η εύφορη, ευφρόσυνη σκηνοθετική δουλιά του δεν απέδειχνε ότι δεν είχε χρεία της "ελεύθερης απόδοσής" του.
Ο Κ. Τσιάνος δεν είχε ανάγκη την "ελεύθερη απόδοσή" του, γιατί είχε καλά μελετημένη άποψη για το δυσκολότερο ερμηνευτικό πρόβλημα, το ρόλο του Χορού, ιδιαίτερα δύσκολο στους "Βατράχους" λόγω των μεταμορφώσεών του (Βάτραχοι, μύστες, θαυμαστές ή αντίπαλοι της αισχυλικής ή ευριπιδικής ποίησης). Και μόνο με τα Χορικά, κυρίως του θαυμάσιου Χορού των Μυστών, κέρδισε το ερμηνευτικό παιχνίδι... Ο Τσιάνος είχε και έμπνευση στο στήσιμο των κωμικών επεισοδίων και τη γνώση ότι μερικές πινελιές επιθεώρησης δε βλάπτουν, κάνουν πιο σημερινό τον Αριστοφάνη. Τις αποτόλμησε με μέτρο και καλώς έκανε. Κακώς, όμως έκανε με τη... λιβανιστήρια αναφορά τού "Βίρα τις άγκυρες" και του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Ο Τσιάνος είχε στη διάθεσή του τα χρωματικά, εύφορα και με αίσθηση του κωμικού, κοστούμια και τα πρόσφορα για το εύφορο και ευφάνταστο σκηνοθετικό "παιχνίδι" σκηνικά του Γιώργου Ασημακόπουλου.Είχε συμπαραστάτη του τη λυρικότατη στα Χορικά των Μυστών, παίζουσα στων Βατράχων, χιουμοριστική στα επεισόδια, μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου.Είχε την - υπό την έμπειρη καθοδήγησή του - χορογραφική συνεργασία της Εφης Καραλώστα.Ο Τσιάνος δεν είχε ανάγκη την "ελεύθερη απόδοσή" του για να κάνει πιο κωμικό το έργο, γιατί είχε στη διάθεσή του πολύ καλούς ηθοποιούς και μερικούς "πρώτης γραμμής" για Αριστοφάνη. Τη διαβολεμένη σκηνική χάρη και έμφυτη, πλούσια κωμική φλέβα του Πέτρου Φιλιππίδη.Το πληθωρικό, μπουφόνικο στην περίπτωση χιούμορ, του καλλίφωνου και ικανότατου στο κωμικό πλασάρισμα Γιάννη Μπέζου.Την πνευματώδη, εύπλαστη, με αίσθηση του χιούμορ και δυνατή στα εκφραστικά της μέσα υποκριτική του Αλέξανδρου Μυλωνά.Τη θεατρική εμβέλεια του Νίκου Μποσδούκου.Την κωμικότατη για το ρόλο του Χάροντα, φυσιογνωμική ιδιαιτερότητα του Τάσου Παλατζίδη.Τον έμπειρο ταλαντούχο Χρίστο Μπίρο και άλλους νέους καλούς θεατρίνους στους ρόλους (Αντώνης Λουδάρος, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Χρήστος Σαπουτζής, Γιώργος Ψυχογιός, Χρήστος Παπάς, Χριστίνα Σιμιτζή, Χρόνης Παυλίδης κ.ά. και στο Χορό.
Η στήλη δεν μπορεί παρά να χαιρετήσει, με χαρά, σαν διπλό σκηνικό επίτευγμα του Βασίλη Νικολαϊδη τη δεύτερη αυτή παράσταση του νεοσύστατου ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης. Διπλό γιατί, πρώτον αποτόλμησε (είναι ο πρώτος) να "παντρέψει" σκηνικά την "Τύχη της Μαρούλας" του Δημήτριου Κορομηλά (1889) και τον "Μπάρμπα - Λινάρδο" του Δημητρίου Κόκκου (1890), ο οποίος ήταν ο στιχουργός των 25 τραγουδιών της "Τύχης της Μαρούλας", συνθέτοντας δημιουργικά, ισόρροπα, με σαφή στόχο και ενιαίου ήθους και ύφους ερμηνευτική άποψη, χωρίς υπερβολές, στραβοπατήματα ή ασέβεια προς το ένα ή το άλλο, τα δύο, άκρως "συγγενή", έργα. Και δεύτερο - και ίσως το κυριότερο - έστησε μια παράσταση υποδειγματική του είδους του κωμειδυλλίου, καθ' όλα απολαυστική ως σύνθεση της τέχνης του λόγου, της μουσικής, του χορού, της υποκριτικής. Μια παράσταση εύφορη, ευφρόσυνη, εύρυθμη, εύμουση, αναδείχνοντας επιπλέον τις καλύτερες δυνατότητες έμπειρων ηθοποιών και ταλαντούχων νέων.
Ο Βασίλης Νικολαϊδης εξελίσσεται σε εξαιρετικό μάστορα του μετά μουσικής θεάτρου. Εχει μελετήσει την αισθητική του λυρικού δράματος, της οπερέτας, του βοντβίλ, της μουσικής κωμωδίας, όπως αφομοιώνοντας ξένες επιρροές αναπτύσσεται στο νεοελληνικό θέατρο στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Χωρίς μελέτη, είναι φανερό, δε θα είχε καταφέρει να κάνει μια παράσταση τόσο εύστοχη στις κοινωνιολογικές αναφορές της εποχής του έργου και των ηρώων του. Με τόση αισθητική αρτιότητα και ακρίβεια, τόσο εποχικά σωστή, χάρη και στα σκηνικά - κοστούμια της Αφροδίτης Κουτσουδάκη.Τόσο δροσερή στο λόγο, κελαρυστή στα τραγούδια (σε μουσική του Ανδρέα Σάιλερ - συνθέτη της πρώτης παράστασης της "Μαρούλας" και του Χρήστου Λεοντή που είχε μελοποιήσει τα τραγούδια για την παράσταση του "Θεάτρου Τέχνης"), καλοδιδαγμένα από την Χριστιάνα Πλατανιά.Με τους ρυθμούς και τη χάρη της νιότης στην κίνηση και στο χορό (χορογραφία Ρεγγίνας Καπετανάκη). Με τόσο χιούμορ γάργαρο και με υποκριτικά "διαμαντάκια" απ' όλους σχεδόν τους ηθοποιούς. Μια παράσταση που "δίδαξε" πώς παίζεται το κωμειδύλλιο και η μετ' ασμάτων ηθογραφική, με φαρσικά στοιχεία, κωμωδία και ότι αυτό το είδος αποτελεί "μεγάλο σχολειό" για τους θεατρίνους.
Μια παράσταση πραγματικό κέρδος για όλους τους ηθοποιούς της διανομής. Τον χαρισματικό κωμικό Παύλο Χαϊκάλη,που ξέφυγε τον κίνδυνο της τηλεοπτικής ευκολίας. Τον Γιώργο Λέφα,που "ξαναβρέθηκε" με το ταλέντο, τη σπιρτάδα, τη σκηνική χάρη του χωρίς να ζορίζεται για να βγάλει κωμικό. ΤονΔημήτρη Σταμούλη,ανάλαφρο, εκφραστικό στην κίνηση και το λόγο, χαριτωμένο"αρλεκίνο" στον παραμάγερα Αντώνη. Τον άξιο Νίκο Αλεξίου,στην πιο σημαντική ίσως μέχρι σήμερα και πιο σύνθετη ερμηνεία του. Τον Χρήστο Κηλαντώνη,απλό και ζεστό στο ρόλο του κηπουρού. Τον Γιώργο Ζιόβα,που με αίσθηση του χιούμορ μεγέθυνε τους μικρούς ρόλους του. Τη νεαρή αλλά με πολλά εφόδια (θαυμάσια φωνή, εύρυθμη κίνηση, φυσικότητα στο παίξιμο) Κέλλη Σαραντοπούλου που τα έβγαλε πέρα με το ρόλο της Μαρούλας (καλύτερη ήταν στην "Τύχη της Μαρούλας"). Και τους άλλους ηθοποιούς Ερρικα Μακρή, Καλλιρρόη Μυριάγκου, Στέλιο Γκάτζα, Πελαγία Αγγελίδου (είχε μια γκροτέσκα υπερβολή στην έκφραση του προσώπου και στο λόγο), Χαρίκλεια Χριστοδουλοπούλου, Δημήτρη Συνδούκα.
ΘΥΜΕΛΗ