4ο ΜΕΡΟΣ
Μες στο καλοκαίρι επισκέφτηκαν το στρατόπεδο υψηλές προσωπικότητες. Πρώτος ο υπουργός Εσωτερικών Ρέντης. Ο υπουργός απείλησε τις εξόριστες: Αν δεν κάνετε δήλωση, θα μείνετε ισόβια στο ξερονήσι. Η θα σας στείλουμε έξω από τα σύνορα, στις χώρες του παραπετάσματος. Ακολούθησε ο Νανάς Τσαλδάρης. Και κάποιοι - μετρημένοι στα δάχτυλα - άλλοτε μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, που πέσαν αιχμάλωτοι στα χέρια του αντίπαλου. Βασανίστηκαν και γίνανε εξωμότες. Πέρασαν στην υπηρεσία του στρατού. Μ' αυτούς, σαν διαφωτιστές τους, πολεμούσαν τώρα να κάμψουν τις εξόριστες. Να τις κάνουν ν' ανανήψουν... Ομως επικρατέστερος και επίσημος διαφωτιστής της διοίκησης έμεινε ο Πούλου: Παλιός εξόριστος, στέλεχος του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού και τώρα προσκυνημένος εξωμότης. Αυτός είχε το κουσούρι να 'ναι σπανός και με τ' όνομα του κουσουριού του πολιτογραφήθηκε στο στρατόπεδο: Ο σπανός!
Οχυρωμένος στο μοναστήρι ξεστόμιζε από την πύλη του φοβερές κακοήθειες κατά των αγωνιστών του ΔΣΕ. Θριάμβευε για την ήττα του και δήλωνε: "Τώρα πια είναι μάταιη η παραμονή σας στην εξορία. Ο Δημοκρατικός Στρατός συντρίφτηκε. Ολα τέλειωσαν για σας. Τώρα κυβερνάει ο εθνικός στρατός"!
Τον αποδοκίμαζαν οι εξόριστες με τον γνωστό τους τρόπο. Με το παραπεταμένο μμμ... που προφερόταν με κλειστό στόμα κι ήταν δοκιμασμένο από τη Χίο για την αποτελεσματικότητά του. Μα την παχυδερμία του σπανού δεν την άγγιζε. Εξακολουθούσε να λασπολογεί τους πρώην συμμαχητές και συντρόφους του.
Το συσσίτιο της πείνας, η έλλειψη του νερού, οι αρρώστιες, οι αγγαρείες, τα καθημερινά βάσανα, η διαφώτιση του σπανού που ασκούσε καταλυτική επίδραση στη συνείδηση και την καρδιά τους, μα πάνω απ' όλα ο χαλασμός τ' αντάρτικου, λύγισαν τις εγκαταλειμμένες "προληπτικές". Ανεβοκατέβαιναν στο γραφείο της διοίκησης κι υπέγραφαν δηλώσεις μετανοίας... Συντριμμένες, αμίλητες παίρνανε το δρόμο του γυρισμού. Να φτάσουν στα ρημαγμένα σπίτια τους. Να περιμαζέψουν, οι δύστυχες, ό,τι απόμεινε: τα παιδιά. Τ' άλλα, όλα χάθηκαν!
Στις 12 Οκτώβρη 1949, ο υποδιοικητής Κίτσος ξεχωρίζει τις ανταρτοοικογένειες που βρίσκονταν στο στρατόπεδο Χίου και τις ανεβάζει στο Μοναστήρι, στον καταυλισμό των προληπτικών, μακριά από την επίδραση που ασκούσαν πάνω τους - όπως νόμιζε - οι εξόριστες του στρατοπέδου Χίου.
Στις 15 του Νοέμβρη το στρατόπεδο παραδίδεται στο νικητή στρατό. Ως εκείνη την εποχή έχουνε φύγει περί τις 2.500 "προληπτικές". Οι υπόλοιπες φεύγουν μετά τις 15 Δεκέμβρη 1949. Μόνον 16 απ' αυτές παραμένουν στον καταυλισμό. Αυτές οι 16 και οι 120 αιχμάλωτες και βασανισμένες αντάρτισσες, που είχανε υπογράψει δηλώσεις στο ΣΚΕ της Λάρισας, μα δεν τους είχε δοθεί απολυτήριο ακολούθησαν το στρατόπεδο Χίου στο Μακρονήσι.
Τον τελευταίο καιρό, από το στρατόπεδο της Χίου άρπαζαν εξόριστες και τις έστελναν στρατοδικείο. Αυτές καταδικάζονταν σε βαριές ποινές και σε θάνατο. Εκτελούνταν κιόλας. Οπως η Λαμπρινή Καπλάνη που εκτελέστηκε στην Αθήνα. Είναι και η τελευταία γυναίκα που "έκλεισε" τους τάφους.
Διοικητής τώρα είναι ο Μαγκριώτης - ένας Ριμινέτης. Νέες σκληρές απαγορεύσεις επιβάλλονται στο στρατόπεδο. Επίσημος διαφωτιστής του στρατοπέδου προσλαμβάνεται ο σπανός. Να συκοφαντεί και να λασπολογεί. Οπως πάντα, οι γυναίκες που είναι υποχρεωμένες να τον ακούνε, του απαντούν με τον γνωστό τρόπο τους. Το οργισμένο μμμ... Μα ο σπανός δε συγκινείται. Εξακολουθεί... Τ' ανταπαντούν οι εξόριστες μμμ... Στρατιώτες ξεχύνονται ανάμεσά τους και συλλαμβάνουν στην τύχη γυναίκες να τις κλείσουν στο κρατητήριο."Αφήστε τες, έλεγε ο σπανός, είναι φανατισμένες, όπως ήμουνα και γω κάποτε. Μα στο Μακρονήσι θα υπογράψουν. Θα μιλήσουν κι από το ραδιόφωνο". Νέο μμμ... τον βομβάρδιζε. Οταν τελείωσε την ομιλία του εκείνη την ημέρα, αναδεύτηκε η μάζα των γυναικών, κίνησε να φύγει για το κάτω στρατόπεδο. (Οι ομιλίες γίνονταν πάντα στο Μοναστήρι). Για μια στιγμή έγινε νεκρική σιγή. Και ξαφνικά, όλο το πλήθος, πάνω από 1.000 γυναίκες άρχισε να τραγουδάει τούτο το κοροϊδευτικό τραγουδάκι:
Την πι, μανά μ' την πίτα/
πο 'φαγε ο σπανός/
ήταν κι αμάν αμάν,/
ήταν κολοκυθένια!.../
Μπροστά, οδηγός μπήκε η θεία Κούλα Κανούτα η... Τρούμαινα... Ψηλή, πελώρια, όπως ήτανε, ανέμιζε το μαντίλι της και τραγουδούσε. Πίσω της ακολουθούσε το πλήθος και κατηφόριζε την πλαγιά να φτάσει στις σκηνές του, στο κάτω στρατόπεδο. Το τραγούδι τους δροσερό, τσουχτερό, βροντερό, μυριόστομο. Καταρράχτης ξεχυνόταν από τα βάθια της ψυχής τους, πλημμύριζε τις λοφοπλαγιές και την τρικκεριώτικη ερημιά, με τον αχό της γυναικείας λεβεντιάς.
Νιάτα δροσερά, με τα πολύχρωμα φορέματά τους, γριούλες με τα μαυρομάντιλά τους και τους καημούς τους, ζήσανε κείνη την ημέρα μιαν αξέχαστη ώρα λευτεριάς.
Ομως, ανήκουν πια στον αναμορφωτικό οργανισμό Μακρονήσου (ΟΑΜ) κι άρχιζε από δω η αναμόρφωσή τους. Το προσκλητήριο γίνεται πάντα στο Μοναστήρι. Σ' αυτό παίρνουν μέρος υποχρεωτικά όλες οι εξόριστες. Αρρωστες και γερές, τρεις φορές την μέρα. Πάντα με την παρουσία του Μαγκριώτη. Την καταμέτρηση την κάνουν οι επιτελείς του. Νέα "απαγορεύεται" επιβάλλονται στο στρατόπεδο:
Απαγορεύεται να κατεβαίνουν στο χωριό οι εξόριστες, ακόμα και με τη συνοδεία φρουρού. Απαγορεύεται η λειτουργία της καντίνας. Στην αρχή περιορίζεται η αλληλογραφία με τους δικούς τους. Σύντομα όμως καταργείται τελείως. Το ίδιο γίνεται και για τα δέματα.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1949 μια επιτροπή στρατιωτικών και πολιτικών φτάνει στο Τρίκκερι. Είναι ο στρατηγός Πετζόπουλος, ο αρχηγός της Αστυνομίας Ρακιντζής, ο νομάρχης Μαγνησίας κι ο μητροπολίτης Μαγνησίας.
Ο Πετζόπουλος ουρλιάζει στις συγκεντρωμένες: "Ο στρατός νίκησε την ανταρσία. Από σήμερα κηρύσσει επίσημα τον πόλεμο εναντίον σας. Αν δε μετανιώσετε, θα γυρίζετε γυμνές και νηστικές μέσα στις χαράδρες και θα τρώτε φίδια και μουλάρια".
Ο νομάρχης "συμβουλεύει" κι εκείνος να πειθαρχήσουν οι εξόριστες στην επιτροπή, και τελειώνει: "Ακούστε, παιδιά, θα πεθάνετε!".
Ο μητροπολίτης συμβουλεύει υποκριτικά: "Μετανοήσατε αδελφαί μου, διά να εύρετε την αλήθεια".
Διαλύθηκαν οι εξόριστες να γυρίσουν στις σκηνές τους. Πίσω τους κατάφτασαν αμέσως στρατιώτες με ονομαστικό κατάλογο στο χέρι. Σαράντα γυναίκες που άκουσαν το όνομά τους παρουσιάστηκαν στο γραφείο της διοίκησης. Ο στρατηγός βρίζει, χλευάζει, απειλεί και κλοτσάει κατάχαμα κάθε εξόριστη που παρουσιάζεται εμπρός του. Η Ρόζα Ιμβριώτη και η γιατρός Αλεξίου απομονώνονται σε δυο κελιά - στάβλους - του Μοναστηριού. Αλλες 40 γυναίκες κλείνονται σ' έναν νεόχτιστο χώρο στο Μοναστήρι, χωρίς φαγητό και σκεπάσματα.
Σε δυο μέρες η Ρόζα Ιμβριώτη μετάγεται στο ΣΚΕ (Στρατηγείο Κεντρικής Ελλάδας) στη Λάρισα. Με χειροπέδες τη βάλανε στο καϊκι. Αλλες 9 γυναίκες μετάγονται στο ΣΚΕ μαζί της. Εκεί οι εξόριστες βασανίζονται απάνθρωπα και αναγκάζονται να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, εκτός από τη Ρόζα Ιμβριώτη.Οι διαταγές της στρατιωτικής επιτροπής είναι: Το προσκλητήριο θα γίνεται κάθε μέρα στο Μοναστήρι, χωρίς να λείπει καμιά εξόριστη. Ούτε τα παιδιά. Οι άρρωστες μεταφέρονται με τα ράντζα - φορεία τους. Τα ράντζα και τα στρώματα θα παραδοθούν στη διοίκηση. Τα δέματα επιστρέφονται στους αποστολείς τους. Τα γράμματα καίγονται. Το κάτω στρατόπεδο διαλύεται, μεταφέρεται γύρω από το Μοναστήρι. Οι σκηνές στήνονται πάνω στο λασπωμένο χώμα. Γίνεται διαχωρισμός των εξορίστων, ανάλογα με το μορφωτικό τους επίπεδο. Χώρια οι γυναίκες του Δημοτικού. Χώρια οι γυναίκες του Γυμνασίου. Ακόμη ξεχωρίζονται 100 γυναίκες που θεωρήθηκαν "επικίνδυνες" και κλείνονται 200 μέτρα πέρα από την κατασκήνωση του Γυμνασίου, μέσα σε μεγάλες σκηνές. Χωρίζονται δε από το άλλο στρατόπεδο μ' αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Η ονομασία τους τώρα θα είναι: "Το σύρμα των 100". Στο σύρμα επιβάλλονται ιδιαίτερα σκληροί περιορισμοί. Πλάι στο σύρμα των 100 εξορίστων, στήνεται και ένα άλλο συρματόπλεγμα που περικλείνει 4 - 5 ελιές και ονομάζεται "υπαίθριο κρατητήριο". Ολόγυρά του υπάρχουν σκοπιές που απαγορεύουν την επικοινωνία με το υπόλοιπο στρατόπεδο.Στις 20 Γενάρη 1950 ξανάρχεται στο στρατόπεδο η Επιτροπή του ΟΑΜ με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Αναγνωστόπουλο, για να απολύσει τις υπόλοιπες "προληπτικές" του 2ου και 3ου λόχου. Βασικά, όμως, σκοπός του είναι ν' αναγκάσει τις εξόριστες να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας με κάθε μέσο και να διαλύσει το στρατόπεδο. Εβριζε, διέταζε φοβερά καψώνια και σκληρές αγγαρείες, βασάνιζε.
Στο πρωινό προσκλητήριο στάθηκε μπροστά στις εξόριστες και δήλωσε: Αφού δε θέλετε να υπογράψετε, θα χορέψετε τον καρσιλαμά και θα τον συνεχίσετε στο Μακρονήσι. Οι εξόριστες κατά διαταγή του γύριζαν ολόγυρα στην εκκλησία του Μοναστηριού, μες στο χιόνι και την παγωνιά. Εκείνος με χλευασμούς και βρισιές καλούσε μια - μια κοντά στο μεγάλο κυπαρίσσι. Μαζεύτηκαν καμιά εκατοστή εξόριστες, ολόγυρά του. Τότε διέταξε: "Εσείς θα πάτε στο κάτω στρατόπεδο, θα μαζέψετε τους πασσάλους, θα τυλίξετε τα συρματοπλέγματα και θα τ' ανεβάσετε στο Μοναστήρι". Σκληρά βάσανα τις περίμεναν.
Στις 22, 23 Γενάρη 1950 ο Αναγνωστόπουλος είπε στο πρωινό προσκλητήριο: "Σε δυο μέρες φεύγετε για το Μακρονήσι". Οι εξόριστες, παρατεταγμένες στις τριάδες τους, περίμεναν τις διαταγές του. "Και τώρα θα χορέψετε τον καρσιλαμά", είπε. (Ετσι άρχιζε πάντα. Ηταν να πούμε η καλημέρα του). Κι από τότε έχασε τ' όνομά του και πολιτογραφήθηκε στο στρατόπεδο ως... Καρσιλαμάς. Κι εξακολούθησε: "Θα ξεστηθούν όλες οι σκηνές. Θα συγκεντρωθούν και θα μεταφερθούν στο Μοναστήρι. Το ίδιο κι όλο το στρατοπεδικό νοικοκυριό: καζάνια του μαγερειού, όλο το υλικό της αποθήκης: βαρέλια, τρόφιμα, τσουβάλια με αλάτι, οι δυο μεγάλες ζυγαριές κι ό,τι άλλο βρίσκεται μέσα σ' αυτήν. Στο τέλος θα μεταφερθούν στο Μοναστήρι κι οι δύο κλίβανοι απολύμανσης που βρίσκονται παρατημένοι ο ένας στην παραλία τ' Αϊ - Γιώργη κι ο άλλος στον 5ο λόχο".
Οι εξόριστες, παγωμένες, νηστικές απόμειναν βουβές ν' αναμετράνε τη δυστυχία τους. Πώς θα πραγματοποιούνταν τόσοι άθλοι; Με τι δυνάμεις; Κι όμως έπρεπε να γίνουν τα πάντα, όπως διέταζε ο Καρσιλαμάς. Οι διαταγές του δε συζητιόνταν. Εκτελούνταν! Και ρίχτηκαν στη δουλιά...
Οι πάσσαλοι, ριζωμένοι βαθιά στη γη δεν ξεκολλούσαν. Οι σκηνές μουσκεμένες, βαριές δε μετακινούνταν. Το υλικό της αποθήκης βαρύ κι ασήκωτο. Πώς θα μεταφερόταν ανηφόρα - κατηφόρα ως το Μοναστήρι και τ' αρματαγωγό, από αδύναμες και άρρωστες γυναίκες;
Ομως, εκείνες προσπαθούσαν. Αγωνίζονταν. Επειτα λύγιζαν, γονάτιζαν, έπεφταν, ξανασηκώνονταν ορθές να συνεχίσουν τον αγώνα. Ετσι, ξεπερνώντας τ' ανθρώπινα μέτρα τους πραγματοποίησαν τόσους άθλους. Πού βρίσκονταν τόσες ανεξάντλητες δυνάμεις μέσα τους; Μα στην πίστη τους, φυσικά. Στα μεγάλα ιδανικά του αγώνα τους να στεριωθεί μια καλύτερη και δικαιότερη ζωή, για όλους. Το φωτεινό αύριο του λαού!
Νύχτωσε κι ακόμα πάλευαν κι αγωνιούσαν. Μα τώρα, μπροστά στον κλίβανο του Αϊ - Γιώργη ένιωσαν τις δυνάμεις τους να μηδενίζονται. Αμετάθετο το χαλύβδινο στοιχειό, τις περιγελούσε μες στη νύχτα... Οι φαντάροι - Μακρονησιώτες "ανανήψαντες" τούς φέγγουν με τα ηλεκτρικά φανάρια τους. Και μ' όλο που οι διαταγές του Καρσιλαμά είναι να μην τις βοηθήσουν ποτέ, γιατί θα τιμωρηθούν αυστηρά, νιώθουν την καρδιά τους να μαλακώνει μπροστά στην τιτάνια προσπάθεια αυτών των κοριτσιών. Κι απλώνουν τα στιβαρά τους μπράτσα και βοηθούν. Το θαύμα έγινε. Το στοιχειό μετακινήθηκε. Τώρα, με υπεράνθρωπες προσπάθειες των γυναικών, με κίνδυνο κι αυτοθυσία έπρεπε να πάρει την ανηφόρα για το Μοναστήρι. Μα τα λιόφυτα εμπόδιζαν με τους κορμούς τους. Κι ο κίνδυνος άμεσος να κατρακυλήσει προς τα κάτω το στοιχειό. Τελικά η ανάβαση συντελέστηκε. Κι απέ, η κατάβαση ως το λιμανάκι. Με μόχθο. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες... Με κίνδυνο κι αυτοθυσία!
Ο Καρσιλαμάς δυο μερόνυχτα τώρα παρακολουθούσε τον τιτάνιο αγώνα της αιχμάλωτης γυναικείας στρατιάς που άλλοι του παράδωσαν άνευ όρων κι η ψυχή του αναγάλλιαζε για το μαρτύριό τους.
Οι εξόριστες ήταν έτοιμες πια να σωριαστούν κατάχαμα. Ως εδώ ήταν η αντοχή τους. Μα κείνη τη στιγμή ο Καρσιλαμάς διέταξε:
"Και τώρα, να κουβαλήσει η καθεμιά το δικό της προσωπικό νοικοκυριό. Γρήγορα, γιατί θα μας πάρει η νύχτα...". Αυτό έμοιαζε με χαριστική βολή. Μα έτσι πια, καθώς είχανε γίνει... άτρωτες, ξαναστήθηκαν στα πόδια τους, ανασυντάχτηκαν. Νέα καθήκοντα έμπαιναν μπροστά τους: Να μεταφέρουν τις βαριά άρρωστές τους με τα ράντζα - φορεία ως τ' αρματαγωγό "Αχελώος". Απόγευμα 25 του Γενάρη... ο "Αχελώος" ήταν αγκυροβολημένος όσο γινότανε πιο μακριά. Επίτηδες για να εξοντώσουν τις εξόριστες. Να τις μάθουν γνώση που δεν υπογράφανε τη δήλωση μετανοίας.
Σιγά - σιγά τις μεταφέρανε με προσοχή και μόχθο στον "Αχελώο". Το αρματαγωγό, προορισμένο να μεταφέρει άρματα και μηχανήματα, τώρα θα δεχόταν και τούτο το ανθρώπινο υλικό, το πιο φτηνό κι αζήτητο την εποχή εκείνη του διωγμού, τις 1.200 γυναίκες και παιδιά. Πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα.
Στις λίγες καμπίνες ξάπλωσαν τις φυματικές που αιμόπτυαν. Το κύτος ήταν βαρυφορτωμένο από σωρούς ετερόκλητα πράγματα. Ενας στενός διάδρομος μόνο είχε απομείνει κενός. Πού θα βολεύονταν τόσες γυναίκες και τα πράγματά τους;
Ως αργά τη νύχτα έφταναν βαρυφορτωμένες οι εξόριστες και στοιβάζονταν η μια πάνω στην άλλη. Τα παιδιά κλαίγανε μέσα σε τούτη τη στριμωξιά και την αντάρα. Διψούσαν και ζήταγαν νερόοοο, νερόοοο!
Ας όψεται ο Καρσιλαμάς! Από νωρίς στήθηκε αγνάντια στην μπουκαπόρτα του καραβιού μ' ένα μακρύ ραβδί στο χέρι. Κι όπου έβλεπε σταμνί στα χέρια εξόριστης, του 'δινε μια και το σύντριβε με το ραβδί του. Και τώρα, στη δύσκολη ώρα δε βρισκότανε νεράκι να τα παρηγορήσει. Τ' αρματαγωγό αεροστεγώς κλεισμένο. Αέρας δεν έμπαινε από πουθενά. Οι εξόριστες ασφυκτιούσαν:"Αέρααα! Αέρααα! πνιγόμαστε", φώναζαν. Ανοιξαν οι ναύτες τα φινιστρίνια, όρμησε μέσα η θάλασσα, τα ξανάκλεισαν.
Μετά το μεσονύχτι της 25 του Γενάρη 1950 σήκωσε άγκυρα ο "Αχελώος", ξεκινήσανε. Το Αιγαίο φουρτουνιασμένο. Είδαν το χάρο με τα μάτια τους. Κόλαση το ταξίδι τους. Υστερα από 24 ώρες θαλασσοπνιγμό ποδίσανε στο Λαύριο, βράδυ 26 του Γενάρη. Διανυκτέρευσαν στ' αρματαγωγό. Δίπλα του αγκυροβόλησε ένα οπλιταγωγό να τις παραλάβει για το Μακρονήσι. Οι στρατιώτες μετέφεραν τα πράγματά τους από το 'να πλοίο στ' άλλο. Απόμεναν τώρα οι εξόριστες. Προβληματική κι επικίνδυνη η μεταφορά τους με κείνη την ανεμόσκαλα που συνέδεε τα δύο πλοία. Οι βαριά άρρωστες αδύνατον να μεταφερθούν. Ευτυχώς, ο γιατρός του πλοίου, ύστερα από τις διαμαρτυρίες των γυναικών να σωθούν από τον κίνδυνο οι άρρωστες, βρήκε μια ανθρωπινότερη λύση: Τις έδεσε πάνω σε ειδικά πέτσινα φορεία με λουριά που διέθετε το πλοίο και τις μετέφερε μόνος του μαλακά.
Ομάδα γυναικών στο σκάψιμο, για το φτιάξιμο του κήπου
Αριστερά:
Πλύσιμο καζανιών από την υπηρεσία της ημέρας