ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Απρίλη 1998
Σελ. /48
ΚΕΝΗ
Νταφόπουλος, κι αυτός δεξιός (τέλος)

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Εκατσε και σκέφτηκε ο Κόπακας πάνω στο πρόβλημα. Λεφτά δεν υπήρχανε, ψήφοι απίθανο, έως αδύνατο, όπως τόνιζε. Και η μετάθεση; Ετσι, ως αγαθοεργία; Είπαμε, όχι. Ητανε θέμα αρχών και παράδοσης. Θα είχανε και αντίθετο το Νταφόπουλο που ως τεταρταυγουστιανός τους ερχότανε γάντι. Στα καθημερινά θέματα του εποικοδομήματος! Επρεπε, λοιπόν, να βρεθεί το αντίδωρο. Και δε δυσκολεύτηκε πολύ ο Κόπακας να το βρει. Ητανε η Θάλεια. Ψηλή, με μαύρα, κορακίσια μαλλιά και σταρένιο χρώμα, γεματούτσικη, όπως την ήθελε ο Κόπακας. Ετσι που καθότανε στο παράθυρο του Συνεταιρισμού, έβλεπε στην αυλή του σχολείου. Στο βάθος ήτανε το κτίριο με τις αίθουσες, τα γραφεία και τις τουαλέτες. Δεξιά κι αριστερά, τα παρτέρια με τα λουλούδια. Τριανταφυλλιές, γεράνια, μαντζουράνες, βασιλικά, δεντρολίβανα και δενδρισάκια. Στη μέση, ένας φιλές για βόλεϊ και ένα σκάμμα γεμάτο άμμο για τα άλματα και τις άλλες αθλοπαιδιές. Σ' αυτήν την αυλή έβγαζε η Θάλεια τα παιδιά για τη γυμναστική. Δε χρειαζότανε και πολύ ο Κόπακας. Ετσι που ήτανε και πεινασμένος μόνιμα για γυναίκα, ανταποκρινότανε άμεσα στο θέαμα της αυλής. Και το θέαμα ήτανε η Θάλεια, που, για να κάνει το μάθημα της γυμναστικής σωστά, όπως της το είχανε διδάξει στην Ακαδημία, φορούσε κοντό πανταλονάκι και κει μέσα στην αυλή του σχολείου, ανάμεσα στα δενδρισάκια και στις τριανταφυλλιές, άφηνε τα σταρένια της πόδια μακρόσυρτα, ατελείωτα και καλοθρεμμένα, να κελαηδούν, να τραγουδούν και να ξεσηκώνουν. Να ξεσηκώνουν αυτόν που ήτανε έτοιμος να τα κατασπαράξει και που όσο κρατούσε η γυμναστική και η αυλή ήτανε γεμάτη με φωνές παιδιών και κραυγές προκλητικής σάρκας, στεκότανε εκεί, στο παράθυρο του Συνεταιρισμού, βλοσυρός και σκοτεινιασμένος, με το χέρι του χωμένο βαθιά στην αριστερή τσέπη του πανταλονιού του να ανακατεύει τα πεινασμένα του όργανα.

- Τι μπουτάρες είν' αυτές ρε παιδάκι μου!

Ητανε παραμονή Χριστουγέννων. Ο καιρός καλός, με ήλιο και ζέστα αφύσικη για την εποχή. Από το ποτάμι ανέβαινε και μια πηχτή ομίχλη, άσπρη σα γάλα. Σου ερχότανε να τη μαζέψεις στα χέρια σου, να την ανακατέψεις με ζάχαρη και να τη φας.

Ο κεντρικός δρόμος της Ωραιοπύλης γεμάτος από κόσμο που ανεβοκατέβαινε. Ο Λιάμος είχε κουβαλήσει ένα αγριογούρουνο από την Πυρσόγιαννη και μπροστά στα σκαλοπάτια του μαγαζιού του μαζεύτηκε από το πρωί η μισή πελατεία της περιοχής. Ο αγριογουρουνάρχης Λιάμος, Χαράλαμπος Τραμπαλεύρης, ολόκληρο το όνομά του, όπως πάντα θεόχοντρος και κατακόκκινος, ψηλός και ζωσμένος την άσπρη ποδιά, που του έφτανε μέχρι κάτω τα χοντρά άρβυλά του, ήτανε γεμάτη αίματα, ακόνιζε τα μεγάλα του μαχαίρια, διαλαλώντας πότε - πότε ό,τι κρεμότανε από τα σιδερένια τσιγκέλια του.

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο ο Κόπακας.

-Ρε Λιάμο, μήπως πήρε το μάτι σου τον Μαρκαντωνάκο;

- Με τον Αχιλλέα τον Αποστολίκα πριν από λίγο περάσανε για κάτω. Θες τίποτε;

Ρώτησε ο υποτακτικός και ανήσυχος, όπως εξάλλου απαντούσαν όλοι στις ερωτήσεις του Κόπακα, γιατί ήξεραν πως από αυτές τις ερωτήσεις ξεκινούσαν τις πιο πολλές φορές μεγάλες περιπέτειες με απρόβλεπτη εξέλιξη.

- Τον ήθελα.

Ναι, τον ήθελε, για να του κάνει την τελική πρόταση. Εστειλε τον κλητήρα του Συνεταιρισμού, τον Πετροβασίλη, για να αναζητήσει τον Μαρκαντωνάκο. Αυτός ήξερε ανά πάσα στιγμή πού βρισκόταν ο καθένας μέσα στην Ωραιοπύλη. Ακόμα και την κυρά Κάθριν, που κόντευε τα 100 και που είχε γυρίσει στην Ωραιοπύλη, έτσι, για να πεθάνει και να ταφεί στο νεκροταφείο, όπου ήτανε θαμμένα τ' αδέλφια και όλο της το σόι, την παρακολουθούσε. Ηξερε πότε έβγαινε στο μπαξέ της, για να ταϊσει τις κότες της, πότε πήγαινε η Τακουίτσα, για να της αλλάξει σεντόνια και πότε πήγαινε ο Γρίβας με τα τσιγκελωτά μουστάκια και το κόκκινο κασκόλ τυλιγμένο ακόμα και τον Ιούλιο γύρω από το λαιμό του, για να της κόψει ξύλα. Γι' αυτό δε δυσκολεύτηκε να βρει και τον Μαρκαντωνάκο. Τον πλησίασε και με ύφος σχεδόν συνωμοτικό έσκυψε κοντά στ' αυτί του.

-Σε θέλει ο Κόπακας,

του ψιθύρισε. Η καρδιά του Μαρκαντωνάκου έκανε κρακ. Για καλό δεν ήτανε, μια φορά. Τι να ήτανε όμως;

- Ακου δάσκαλε,

μπήκε κατευθείαν στο θέμα ο Κόπακας, μόλις ήρθε στο γραφείο του ο Μαρκαντωνάκος, ειδοποιημένος από τον Πετροβασίλη και ήρθανε και οι καφέδες από το καφενείο.

- Η μετάθεσή σου είναι μεγάλη υπόθεση. Και από τις δύσκολες, εντάξει;

- Εντάξει,

ψιθύρισε όλο ανησυχία ο Μαρκαντωνάκος.

- Ο Νταφόπουλος, το βλέπεις και μόνος σου εξάλλου, ούτε φεύγει ούτε πεθαίνει. Και συ τραβιέσαι πάνε κι έλα με τα λεωφορεία και με τα φορτηγά και δε συμμαζεύεται. Μακριά από το σπίτι σου, τη γυναικούλα σου. Με παρακολουθείς;

Τι να παρακολουθήσει; Ητανε σίγουρος ο Μαρκαντωνάκος πως εκείνη τη στιγμή άρχισε ένα δεύτερο δράμα. Πού θα έβγαζε εκείνη η εισαγωγή δεν μπορούσε να το υποθέσει. Φοβότανε όμως για όλα. Ακόμα και για την ίδια του τη ζωή.

- Και να ήτανε ρε δάσκαλε, καμιά άσκημη, τίποτα αμελητέα, να πούμε πάει στο διάολο,

συνέχισε ο Κόπακας.

- Τη βλέπω από το παράθυρο που κάνει γυμναστική στα παιδάκια και την καίγεται η ψυχή μου. Με το κόκκινο το πανταλονάκι της, με την καθαρή της τη φωνούλα, να πούμε "ένα δύο, ένα δύο". Ολα στην εντέλεια.

Να μην πω, δηλαδή, και για τα μπουτάκια της, το βυζάκι της το πεταχτό και τις μπρατσάρες της. Ε, Μαρκαντωνάκο; Τρως καλά, μπαγάσα και πάτησε τα γέλια. Ο Μαρκαντωνάκος δεν αντέδρασε. Τον κοίταγε θολωμένος, παίζοντας το μικρό του κομπολογάκι.

- Πες της, λοιπόν, να περάσει ένα πρωί να συζητήσουμε για κείνη τη ρημάδα τη μετάθεση. Τώρα που είναι και διακοπές. Και ζέστα έχουμε εδώ και ησυχία. Ούτε που θα μας αντιληφθεί κανείς. Ο Πετροβασίλης δεν παίρνει μυρωδιά από τέτοια γεγονότα. Αυτουνού το μυαλό είναι στο τσίπουρο και στην πρέφα. Εκεί λειτουργεί μονάχα.

Του Μαρκαντωνάκου τα μάτια γέμισαν αίμα. Μέσα του ό,τι ως εκείνη τη στιγμή ήτανε ήσυχο άρχισε να ανεβοκατεβαίνει. Βελόνες άρχισαν να κυκλοφορούν στις φλέβες του. Σηκώθηκε ήσυχος και συγκρατημένος από την καρέκλα του, κάρφωσε με τα οργισμένα του μάτια τον Κόπακα και έμεινε εκεί για λίγο όρθιος και σιωπηλός. Υστερα του μίλησε χαμηλόφωνα, μην τους ακούσει ο κλητήρας, που σίγουρα κρυφάκουγε από έξω.

- Είσαι κάθαρμα, Κόπακα. Φασίστας, ταγματασφαλίτης, πουλημένος χαφιές. Δεν έχω δύναμη, για να σε τσαλακώσω, βέβαια, γιατί είστε στα πράματα. Θα βρω, όμως, τον τρόπο μου να σου κάνω κακό, κερατά.

- Μαρκαντωνάκο, με παρεξήγησες και με βρίζεις κιόλας, χωρίς λόγο.

- Τι σε παρεξήγησα, βρε αλήτη; Δε σε ξέρουμε ποιος είσαι; Σε φοβούνται όλα τ' ανθρωπάκια, ρε χαφιέ, σε όλη την περιοχή κι εσύ κάνεις τη δουλιά σου ανενόχλητος, γιατί κανείς δεν τολμάει να σου πάει κόντρα, σκουλήκι. Οσο για το κόκκινο παντελονάκι της γυναίκας μου, εγώ της το αγόρασα και μόνο εγώ θα της το κατεβάζω, όποτε γουστάρω!

Με μια γρήγορη κίνηση, ο Μαρκαντωνάκος έπιασε τον Κόπακα από τα πέτα και τον τράβηξε κοντά του πάνω από το γραφείο του, που ήτανε γεμάτο χαρτιά, αποτσίγαρα, φλιτζάνια του καφέ και άλλα τέτοια.

- Τ' άκουσες Κόπακα, άσε τις τίμιες τις γυναίκες του κόσμου και άντε να βολευτείς με τις πουτάνες που ψωνίζεις από τα πρακτορεία και από τις τρούμπες.

Και έφυγε τρεχάτος από το γραφείο, χτυπώντας με πάταγο την πόρτα, βαμμένη με πρόστυχη μπλε λαδομπογιά. Ο Κόπακας έμεινε για λίγο εκεί. Ορθιος και αναποφάσιστος. Ούτε φοβισμένος έδειχνε ούτε συγχυσμένος.

Εβαλε, απλώς, το αρρωστημένο του μυαλό να δουλέψει, όπως αυτός ήξερε. Την άλλη μέρα, Χριστούγεννα ανήμερα, βρήκανε τον Νταφόπουλο πεθαμένο, πνιγμένο είπε ο ιατροδικαστής, πάνω στο γραφείο του. Είχε πάει να πάρει τη σημαία της Βορείου Ηπείρου. Την είχε φτιάξει ο ίδιος με πανί από αλεξίπτωτο. Στη μέση του σταυρού, έβαλε τη Ρόζα να κεντήσει έναν Αγιο Γεώργιο, που γέμιζε φρίκη όσους τον έβλεπαν. Στην εκκλησία είχε αρχίσει η χριστουγεννιάτικη δοξολογία και έπρεπε η σημαία του Νταφόπουλου να είναι εκεί, όπως γινότανε σε κάθε μεγάλη γιορτή για το τελικό ζητωκραύγασμα. Οταν άργησε να φανεί στην εκκλησία και ο λόγος του θεολόγου του Βαταβάλη έφτανε στο τέλος, στείλανε μια μαθήτρια να τον αναζητήσει. Αυτή έφερε την είδηση: "Ο κύριος διευθυντής ούτε μιλάει ούτε κουνιέται. Είναι πεσμένος με τα μούρα πάνω στο μελανοδοχείο. Στα χέρια του κρατάει τη σημαία της Β. Ηπείρου. Και βρωμάει, βρωμάει όλος ο τόπος, λες και κάποιος αποπάτησε μέσα στο γραφείο".

- Τον σκοτώσανε,

σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Κόπακας,

ειδοποιήστε την Αστυνομία.

Η Αστυνομία ήρθε το άλλο πρωί. Ηρθε κι ένα τζιπ από τα Γιάννενα με το διοικητή. Οταν έφυγαν το βράδυ πήρανε μαζί τους και τον Μαρκαντωνάκο. Η μετάθεση τέλος!


Υπέγραψαν μανιφέστο!

Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ

Σιωπή! Παρακαλώ, μην ταράζετε τους κύκλους. Δες τε πόσο όμορφη είναι η λίμνη όταν κοιμάται! Αν - και όταν - η μπόχα από τα στάσιμα νερά σας πάρει στο κυνήγι, εσείς γνωρίζετε... ψεκάστε αρώματα - και ξόρκια - στον αέρα, για να φύγει η βρώμα. Την ξέρετε τη συνταγή. Το ζήτημα είναι να μην χαθεί η ακινησία. Αυτή η μακάρια κατάσταση που σας βολεύει.

Γιατί, στ' αλήθεια, είναι - για σας - τόσο μπανάλ να ξαναρχίσετε πάλι τα ίδια. Να κάνετε συλλαλητήρια και πορείες για τη Νικαράγουα και την Κούβα. Τι δουλιά έχετε εσείς με τις ιδιωτικοποιήσεις; Πρόβλημά σας είναι τα άδεια πουκάμισα; Και τα άδεια τσουκάλια; Οχι, αυτά είναι κουρελαρίες. Χυδαίος ρεαλισμός! Απομεινάρια μιας άλλης ζωής!

Εσείς - σταθερά - κρατήστε γερά τα φύλλα να μην κουνιούνται. Και το ίσο στους ψαλτάδες. Γονατισμένοι, βέβαια. Και τη σιωπή σας, προπαντός... που δε σας εκθέτει! Μπορεί, άλλωστε, κάποιος αγαθός - το δίχως άλλο - να τη θεωρήσει διαμαρτυρία. Ωσάν γιαπωνέζικη απεργία, ας πούμε. Εσείς, πάντως, μια ζωή ουδετερότητα!

Τι κι αν η λάσπη πέτρωσε! Τι και αν η σκόνη έγινε σύννεφο! Κρατήστε το καβούκι σας - γερά - κλεισμένο. Μην βγείτε στην αγορά και σας σκουντήσουν τα προβλήματα. Σταθείτε στην άκρη του πεζοδρομίου να περάσει η πλέμπα. Δεν είναι για σας οι συγκρούσεις με την Αστυνομία. Πάλι τα ίδια θα αρχίσουμε, τώρα;

Και τι παραμύθια, της Γαλλικής Επανάστασης, είναι αυτές οι κουβέντες για ισότητα... Αφήστε, πια, τους μπολσεβίκους! Τα δάχτυλα, όπως και η κουτσή Μαρία γνωρίζει, δεν είναι ίσα, γιατί να είναι οι άνθρωποι; Πίσω, λοιπόν, οι Αλβανοί στους Αγίους Σαράντα να πυροβολούν το θεό. Και οι Πολωνοί να μαζεύονται στις πλατείες για την υποδοχή του πάπα. Εσείς δεν ευθύνεστε για τις σφαγές στη Ρουάντα, κοιμηθείτε ήσυχα. Τα παιδάκια μόνα τους έπεσαν πάνω στα μαχαίρια. Γίνονται και αυτά, μην ξαφνιάζεστε!

Παρακαλώ, μην σηκώνετε την πέτρα. Ποτέ δεν ξέρει κανείς τι έχει από κάτω. Μπορεί να κρατάει μια έκρηξη! Γέμισε ο τόπος από τρομοκράτες. Εχετε δίκαιο, που αποσύρατε την ανοχή σας από τις διεκδικήσεις. Αυτές οδηγούν, τελικά, στο ταξικό μίσος. Και το ταξικό μίσος στην αναρχία. Φυσικά, οι τοίχοι πρέπει - οπωσδήποτε - να κρατηθούν καθαροί. Δεν πρέπει να χαλάσει η ώχρα. Το κόκκινο πάνω στο κίτρινο δημιουργεί τόσες αναστατώσεις. Κλειδώστε, σας παρακαλώ, πριν κοιμηθείτε. Κάντε ένα γύρω στα δωμάτια μη και ξεχάσατε τίποτα αξίας. Αφήστε στην είσοδο - για δόλωμα - το ψωμί. Πολλές φορές δε γυρεύουν και τυρί! Μπορεί να το πάρουν και να φύγουν!

Τι ζωή και αυτή να μην μπορείς να ευχαριστηθείς το φραπέ σου! Να ένα, ακόμα, χέρι κομμένο να παίζει ακορντεόν. Πρέπει, οπωσδήποτε, να απαλλαγούμε από τους ελεύθερους μουσικούς. Που κυκλοφορούν στους δρόμους, διαλαλώντας τις νότες τους. Να τους κλείσουμε όλους, λέω, σε μια ορχήστρα να μπορούμε να τους διευθύνουμε. Να τους δώσουμε και μια πράσινη κάρτα να τους αναγνωρίζουμε. Καθένας με τη δική του φυσαρμόνικα, πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Η μουσική όσο πάει και γίνεται ανεξέλεγκτη. Κανένας δε γνωρίζει τι θα συμβεί, όταν ανταμώσει όλος αυτός ο κόσμος στην πλατεία! Μπορεί να βάλουν λουλούδια στα αγάλματα. Να τοποθετήσουν οδοφράγματα. Οπωσδήποτε έχουνε στο νου τους να αλλάξουν τον κόσμο.

Παρακαλώ, αγαπητοί μου, σταθείτε μακριά εσείς από τις ακρότητες. Οι θέσεις σας είναι πίσω, ακριβώς, από το δάκτυλό σας. Ποιος κοιτάζει το δάσος με τόση φασαρία; Αλλωστε, δεν κρατιούνται απουσίες. Κανένας δε θα καταλάβει ότι λείπατε. Υπάρχει ανοχή. Ο,τι καλύτερο διαθέτει ο τόπος μας, λένε οι "εμπειρογνώμονες", πρέπει να κρατηθεί μακριά από τις αντιθέσεις. Εσάς, μιλάω για όλους εσάς, έχουμε υποχρέωση να σας διαφυλάξουμε. Να σας βάλουμε στη γυάλα. Σαν δείγματα μοναδικά. Σαν τους ανθρώπους, που ακούνε τους κρότους και προσποιούνται τους κουφούς. Σαν τον φαντάρο, που οπισθοβατούσε προσποιούμενος ότι εισήρχετο!

Ω, τι ευτυχία να είσαι διανοούμενος! Και καλλιτέχνης. Και ακαδημαϊκός. Και δάσκαλος στο Πανεπιστήμιο... Και να σιωπάς! Να σιωπάς, γιατί είσαι πονηρός και φοβητσιάρης. Γιατί θέλεις να τα έχεις καλά με τον νεκροθάφτη σου... Και να προσποιείσαι ότι εισέρχεσαι στη ζωή, ενώ εσύ εξέρχεσαι! Να οπισθοβατείς προσποιούμενος ότι βαδίζεις μπροστά. Οτι παίρνεις μέρος στη ζωή, ενώ την έχεις - προ πολλού - αποχωριστεί. Να παριστάνεις το ζωντανό, ενώ έχεις πεθάνει!

Σημείωση: Γάλλοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες, σπάζοντας τη μακρόχρονη σιωπή τους, υπέγραψαν μανιφέστο ενάντια στο ρατσισμό και την ανεργία!



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ