2ο ΜΕΡΟΣ
Μετά το 1922, η κατάσταση έχει αλλάξει άρδην: Δεν υπάρχει πια αυτοκρατορία. Το ότι πρόκειται για μια διαδικασία με βαθιές ιστορικές ρίζες φαίνεται και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με όλες τις πηγές, η απώλεια της αυτοκρατορίας γίνεται δεκτή μάλλον με ανακούφιση, παρά με θλίψη. Η εξέλιξη έχει και την άλλη της πλευρά: Θέτει σε κίνδυνο την ίδια την Τουρκία, η οποία απέδειξε ότι έγινε Τουρκία, ύστερα από μια άγρια πάλη που οδηγεί στη σωτηρία.
Ενα άλλο βήμα γίνεται στις 29 Οκτώβρη 1923, όταν, στην Τουρκία, εγκαθιδρύεται επισήμως και οριστικώς το ρεπουμπλικανικό καθεστώς.
Επικεφαλής του νέου κράτους, βρίσκεται η αστική τάξη της Τουρκίας, ιδιαίτερα το εμπορικό της τμήμα. Οι ιδεολογικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι της τάξης αυτής είναι κατ' εξοχήν χαρακτηριστικοί. Πρόκειται για πολιτική δύναμη, που έχει μαθητεύσει στο σχολείο των Νεοτούρκων και προέρχεται άμεσα από εκεί που προέρχονταν και αυτοί, δηλ. από τον κρατικό μηχανισμό και κυρίως τον στρατό. Δεν είναι τυχαίο ότι επικεφαλής της βρίσκεται μια όντως χαρισματική προσωπικότητα. Πρόκειται για τον Μουσταφά Κεμάλ πασά (1881 - 1938), ήδη καθιερωμένο στρατιωτικό με το βαθμό του στρατηγού. Εχει γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη και έχει πάρει δραστήριο μέρος στις διαδικασίες που προαναφέραμε. Εχει, μάλιστα, πολύ διακριθεί και στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Με άλλα λόγια, συνδυάζει πλήρως τη νεοτουρκική παράδοση, ακόμη και στις λεπτομέρειες.
Οι κυρίαρχοι της νέας Τουρκίας εκφράζουν αυτό που εξέφραζαν και οι Νεότουρκοι. Δηλαδή, συγκεκριμένα:
i) Την πρώτη κινητοποίηση του αστικού στοιχείου. Μεταξύ τους, όμως, υπάρχει και μια ουσιώδης διαφορά. Οι Νεότουρκοι είναι ακόμη ιδιαίτερα αδύνατοι και εξίσου αδύνατοι είναι οι δεσμοί τους με την αστική τάξη, η οποία και αυτή βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα. Ποτέ δεν ξεπέρασαν τα στενά πλαίσια ενός ολιγάριθμου και λεπτού στρώματος ανώτατων διοικητικών διανοουμένων. Αντίθετα, οι Κεμαλιστές είναι πολύ πιο διαμορφωμένη πολιτική δύναμη, στα πλαίσια μιας κοινωνικής δύναμης επίσης πολύ πιο διαμορφωμένης: Των μεγάλων και, κυρίως, των μεσαίων εμπόρων και ενός τμήματος των γαιοκτημόνων, που έχουν δυναμώσει τη θέση τους στην τελευταία περίοδο της αυτοκρατορίας, που χαρακτηρίζεται από εξασθένηση της κεντρικής εξουσίας και έντονες τάσεις ανατροπής του αναχρονιστικού καθεστώτος σουλτανικής γαιοκτησίας. Αποφασιστικό ρόλο στις γραμμές τους παίζει το αστικοποιημένο κομμάτι της διοικητικής αριστοκρατίας, του οποίου η θέση έχει δυναμώσει πολύ ακόμη και στην ίδια τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου.
ii) Τη διαδικασία δημιουργίας του τουρκικού έθνους. Οι Νεότουρκοι έκαναν τα πρώτα βήματα. Οι Κεμαλιστές συνεχίζουν σε άλλες, διαφορετικές και, γι' αυτό, πιο προχωρημένες συνθήκες. Η συντριπτική ήττα της σουλτανικής εξουσίας στον πόλεμο και η απώλεια των εδαφών εκτός Μικράς Ασίας, που οι Κεμαλιστές θεωρούσαν βάρος περισσότερο παρά απόκτημα, δυνάμωσαν τον εθνικό τους χαρακτήρα και έσπρωξαν παραπέρα την εθνική διαμόρφωση, που έρχεται αργά στα Βαλκάνια. Τα τελευταία ίχνη του νεοτουρκικού "οθωμανισμού" εγκαταλείπονται. Τώρα, επικρατεί αδίστακτα ο "τουρκισμός". Αυτό φαίνεται και σε μια περιβόητη φράση του Μουσταφά Κεμάλ, που μπορεί κανείς να δει παντού στη σημερινή Τουρκία: NE MUTLU TURKUM DIYENE (= Τι τιμητικό γι' αυτόν που λέει: Είμαι Τούρκος). Είναι χαρακτηριστικό ότι η ίδια η λέξη "Τουρκία", σαν επίσημη κρατική ονομασία, καθιερώνεται για πρώτη φορά στο "Θεμελιώδη Νόμο" (προσωρινό Σύνταγμα), που ψηφίζει η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Αγκυρας στις 20.1.1921, σε περίοδο που το Κεμαλικό κίνημα δίνει απεγνωσμένη μάχη επιβίωσης. Οι εθνικιστικές ιδέες επικρατούν και αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, άρνηση δικαιωμάτων σε οποιαδήποτε εθνική μειονότητα, πράγμα το οποίο θα δημιουργήσει μακροπρόθεσμα σοβαρά προβλήματα.
Τα παραπάνω ακολουθούνται από τα υπόλοιπα στοιχεία. Οι Κεμαλιστές είναι και αυτοί στραμμένοι προς τη "Δύση". Και, μάλιστα, πολύ πιο αποφασιστικά και εμπεδωμένα από τους Νεοτούρκους. Η πολιτική τους θα το αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας. Οι Κεμαλιστές δεν αισθάνονται επίσης ούτε καν όσο δεμένοι με το ισλάμ αισθάνονται οι Νεότουρκοι. Αυτό δεν αποκλείει προσωρινούς συμβιβασμούς τακτικής, όπως έγινε στις 23 Απρίλη 1920, όταν μια πολύ προσεκτικά προετοιμασμένη θρησκευτική τελετή θα ανοίξει τις εργασίες της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης στην Αγκυρα. Στην τελετή αυτή, δεν αναφέρεται τίποτε για Τούρκους ή Τουρκία, αλλά μόνο η ανάγκη σωτηρίας της "τελευταίας χώρας της θρησκείας". Η πολιτική τους, πάντως, θα είναι η πολιτική της εγκαθίδρυσης ενός κοσμικού κράτους, όπου το κράτος και η Εκκλησία έχουν διαχωριστεί αυστηρά. Με το πρώτο ρεπουμπλικανικό Σύνταγμα της Τουρκίας, που θα δημοσιευτεί στις 20.4.1924, καταργείται οριστικά, όχι μόνο η μοναρχία, αλλά και το Χαλιφάτο, που είχαν ήδη καταργηθεί μεμονωμένα η πρώτη την 1.11.1922 και το δεύτερο στις 3.3.1924. Η σχετική διάταξη του πρώτου ρεπουμπλικανικού Συντάγματος διατηρεί το ισλάμ σαν επίσημη κρατική θρησκεία, αλλά, το 1928, θα καταργηθεί και αυτή.
Με λίγα λόγια, η πολιτική των Κεμαλιστών ήταν η πολιτική που οδηγούσε στη δημιουργία ενός σύγχρονου αστικού έθνους, στα πλαίσια ενός σύγχρονου αστικού κράτους.
Εδώ, όμως, το πράγμα έμπλεξε και διάφορες συγκυρίες οδήγησαν την πολιτική αυτή να γίνει ένας από τους μοχλούς που στερέωσαν το "πολιτικό ισλάμ" σαν κοινωνικό παράγοντα. Η πιο σημαντική από αυτές τις συγκυρίες ήταν αυτό που ιστορικά ήταν αναπόφευκτο: Η νίκη της Κεμαλικής επανάστασης θα έδειχνε τα όρια του Κεμαλισμού, όρια που στοιχειοθετούνται από τον αστικό του χαρακτήρα.
Είναι γεγονός ότι οι Κεμαλιστές παρέλαβαν μια χώρα σε κρίσιμη κατάσταση. Οχι μόνο η καθυστέρηση ήταν μεγάλη, αλλά και οι καταστροφές δεν ήταν καθόλου μικρές. Ενα πλήγμα που λίγο έλειψε να αποδειχθεί θανάσιμο δέχτηκε η χώρα με την ανταλλαγή των πληθυσμών με την Ελλάδα το 1922 - '23, καθώς ξαφνικά έχασε ένα από τα βασικότερα στοιχεία της εμπορικής και οικονομικής της δραστηριότητας. Πολύ μεγάλη ήταν η έλλειψη εθνικών στελεχών. Το 1925, π.χ., το ποσοστό των αναλφαβήτων υπολογιζόταν σε 92% και αυτό θεωρούνταν, μάλιστα, ενδεικτικό των μεγάλων προόδων που είχε κάνει η χώρα από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η στερέωση του νέου κράτους δεν ήταν εύκολη υπόθεση και θα χρειαζόταν μεγάλες προσπάθειες.
Οι Κεμαλιστές, ασφαλώς, δεν τα αγνοούσαν όλα αυτά. Σαν καλοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης πραγμάτων, όμως, πίστευαν ότι έπρεπε όλα τα έξοδα γι' αυτό να τα πληρώσουν οι εργαζόμενοι και αυτοί που θα ωφεληθούν να είναι οι καπιταλιστές.
Αυτό φάνηκε καθαρά στην πολιτική τους. Η τελευταία ήταν μια πολιτική έντασης της συσσώρευσης και ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σε πιο σύγχρονη βάση. Ωστόσο, ο ζήλος των Κεμαλιστών δεν προχώρησε πολύ. Το κύριο πρόβλημα της χώρας - το πρόβλημα της γης - δε λύθηκε. Με άλλα λόγια, οι Κεμαλιστές αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε μια ευρείας έκτασης ανατροπή των σχέσεων στην ύπαιθρο, όπου κατοικούσε η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού. Η μάζα της αγροτιάς δεν πήρε γη. Οι αλλαγές που έγιναν αποσκοπούσαν στην αστικοποίηση κυρίως της μεγάλης ιδιοκτησίας της γης, παρά στην ενίσχυση της μικρής. Η εκκαθάριση των αναχρονιστικών επιβιώσεων έγινε με τρόπο που επιβάρυνε αποκλειστικά τον αγρότη, ο οποίος έχανε κάθε εθιμική προστασία, και δυνάμωνε τον μεγάλο ιδιοκτήτη γης και τον κουλάκο. Η δεκάτη, που πληρωνόταν σχεδόν αποκλειστικά από τους μεγαλογαιοκτήμονες, καταργήθηκε, παρά το σημαντικό έσοδο που αποτελούσε. Η κατάργηση των διαφόρων μορφών φόρων σε είδος, π.χ., και η αντικατάστασή τους με χρηματικούς φόρους χαιρετίστηκε σαν βήμα εκσυγχρονισμού του χωριού. Και τέτοιο ήταν, με την έννοια της ενίσχυσης της καπιταλιστικής αναμόρφωσης της αγροτικής οικονομίας. Για τον αγρότη, όμως, που ήταν φτωχός και έμεινε φτωχός, σήμαινε ακόμη πιο στενή υποταγή στον τοκογλύφο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το το 1945, δηλ. 23 χρόνια μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας, η κυβέρνηση της Τουρκίας έκανε λόγο για ανάγκη αγροτικής μεταρρύθμισης. Το ίδιο έγινε και στις πόλεις. Η οικονομική πολιτική της εκβιομηχάνισης, που προώθησαν οι Κεμαλιστές, είχε σαν αποτέλεσμα και, προφανώς, και σαν στόχο τη δημιουργία ενός ισχυρού στρώματος επιχειρηματιών. Εκείνος που τα πλήρωνε όλα ήταν ο εργάτης, ο οποίος έμεινε χωρίς κανένα πολιτικό και κοινωνικό δικαίωμα και χωρίς σχεδόν κανένα άμεσο υλικό κέρδος.
Ο προσανατολισμός αυτός είχε και επιπτώσεις στην ευρύτερη πολιτική. Οι Κεμαλιστές δεν ήταν καθόλου ηλίθιοι. Από πολύ νωρίς κατάλαβαν ότι έπρεπε να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους. Και η ησυχία αυτή απειλούνταν κυρίως από τις δυνάμεις εκείνες που, χωρίς να αρνούνται ή να απορρίπτουν τους προσανατολισμούς του Κεμαλισμού, ζητούσαν την εφαρμογή τους με τρόπο που να ωφελούσε τους εργαζομένους. Με άλλα λόγια, τις αριστερές δυνάμεις. Ετσι εξηγούνται οι διωγμοί που αρχίζουν από πολύ νωρίς ενάντια στις δυνάμεις της Αριστεράς και, ιδιαίτερα, ενάντια στους κομμουνιστές, οι οποίοι, όχι μόνο δε θα σταματήσουν ποτέ, αλλά και, κατά καιρούς, θα πάρουν εξοντωτικό χαρακτήρα. Σε τέτοιες συνθήκες, βέβαια, δεν μπορεί να γίνει λόγος για στήριξη στις μάζες. Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να γίνει λόγος για συμμαχία με τις λαϊκές μάζες για αναμόρφωση της χώρας, με βάση τις ιστορικές παραδόσεις της. Εκείνο που γίνεται είναι ένας "στενός εκσυγχρονισμός" προς το συμφέρον της ελίτ σε βάρος των μαζών.
Βαθμιαία, το εκρηκτικό μείγμα δημιουργείται. Οπως παρατηρεί ο Ντογάν Αβτζίογλου, το "Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (σ.σ., το κόμμα που ίδρυσε ο Μουσταφά Κεμάλ, ως το 1946 το μόνο στην Τουρκία), σήμαινε για τις μάζες καταπίεση του φοροεισπράκτορα, ρόπαλο του χωροφύλακα και φτώχεια". Μην έχοντας κερδίσει τίποτε από τη νέα Δημοκρατία, οι μάζες, ιδιαίτερα της υπαίθρου, αποσύρονται σε μια στάση παθητικής, αλλά και ανυποχώρητης εχθρότητας. Δεν είναι περίεργο το ότι η δυσαρέσκεια αυτή βρίσκει, κατά καιρούς, την έκφρασή της σε παραδοσιολατρικές εκρήξεις. Αυτή είναι η μόνη διέξοδος δεδομένων των διωγμών ενάντια στις προοδευτικές δυνάμεις. Οι παραδοσιολατρικές δυνάμεις, δηλ. ένα τμήμα των μεγάλων γαιοκτημόνων και του μουσουλμανικού κλήρου, οπωσδήποτε δεν αντιμετωπίζονται ευμενώς από το Κεμαλικό καθεστώς. Ωστόσο, εκείνο που έχει σημασία δεν είναι οι προθέσεις του καθεστώτος, όσο η πραγματικότητά του. Η Τουρκία της εποχής είναι ακριβώς αυτό που είναι και τώρα: Ενα καπιταλιστικό κράτος, στο οποίο η διοικητική, πολιτική και ιδεολογική εξουσία βρίσκεται στα χέρια της αστικής τάξης. Αυτό και μόνο έκανε φυσικό να διώκονται, στην πραγματικότητα, μόνο οι αριστερές δυνάμεις και οι διωγμοί να έχουν μόνιμα αποτελέσματα μόνο γι' αυτές.
Αλλωστε, μερικές φορές μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν το παραδοσιακό στοιχείο ήταν το μόνο που κυρίως σημάδευε τις κινήσεις αυτές. Ας πάρουμε, π.χ., το πρόβλημα των Κούρδων. Οι δύο εξεγέρσεις τους, το 1923 και το 1937 εκ των οποίων η δεύτερη ιδιαίτερα σοβαρή, χαρακτηρίστηκαν έργο των παραδοσιολατρικών στοιχείων. Φυσικά, τα παραδοσιολατρικά στοιχεία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τις αξιοποίησαν ή προσπάθησαν να τις αξιοποιήσουν, ιδιαίτερα την πρώτη. Αλλά μπορούμε να αναρωτηθούμε γιατί χρειάζεται αυτή η τόσο στενή ταύτιση με τα παραδοσιολατρικά στοιχεία. Τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει, αφού τα εθνικά δικαιώματα των Κούρδων, τους οποίους οι στατιστικές του 1925 ανεβάζουν στο 10% περίπου του πληθυσμού της χώρας, δεν αναγνωρίζονταν; Τι χρειάζονταν τα παραδοσιολατρικά στοιχεία το 1937, όταν, για λόγους και διεθνών επιδράσεων, στην Τουρκία δυναμώνουν οι σοβινιστικές και ρατσιστικές διαθέσεις και η πίεση κατά του κουρδικού πληθυσμού, ανάλογα, εντείνεται;
Υπάρχει και η υποψία ότι ένα μέρος της παραδοσιολατρίας υποκινήθηκε κατάλληλα περίπου στη βάση της τεχνικής, που, στην Ελλάδα, είναι γνωστή σαν τεχνική "του κόσμου του φωτός ενάντια στον κόσμο του σκότους". Πώς, αλήθεια, να εξηγηθεί η τέτοια μανία της ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης, που δε βλέπει την ανάγκη αγροτικής μεταρρύθμισης, ενάντια στο ...φέσι, με προσφυγή σε μέσα που θυμίζουν εμφύλιο πόλεμο; Μήπως, άραγε, επρόκειτο για επιδέξια προσπάθεια μεταφοράς στον ουρανό των αντιθέσεων της γης;
Οπως, πάντως, και αν έχει το πράγμα, στην περίοδο αυτή το "πολιτικό ισλάμ", όχι μόνο δεν εξαφανίζεται, αλλά μένει πάντα σαν λανθάνων παράγων της κοινωνικής ζωής και η τέτοια θέση του, μάλιστα, ενισχύεται.
Θανάσης ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ
Αύριο το 3ο Μέρος: Μεταπολεμικές αλλαγές
H εξόντωση κάθε μειονότητας και ιδιαίτερα των Κούρδων (απ' όπου και η φωτογραφία) ήταν στο στόχαστρο όλων των κυβερνήσεων