Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
- Δεν έχουν μυαλό, είπε τότε η γιαγιά, και - ασυναίσθητα - έβαλε στο στόμα της το κουμπί, που έκοψε, στρίβοντάς το νευρικά και μεθοδικά, από τη ρόμπα της, όση ώρα παρακολουθούσε το πρόγραμμα, και το έφαγε!
Από εκείνην την ημέρα, η γιαγιά μπήκε κάτω από στενή και επίμονη παρακολούθηση. Και διαπίστωσαν οι δικοί της πως εκείνο που τάραζε τη γιαγιά, ήταν τα προγράμματα των ειδήσεων. Ταραζόταν, κατ' αρχάς, γιατί ενώ είχανε συγκεκριμένη ώρα - και γνωστή σε όλους - για να "βγούνε στον αέρα", ετούτα έβγαιναν ό,τι ώρα του κάπνιζε του καθένα... Της πήρε χρόνο της γιαγιάς να καταλάβει πως τα κανάλια, κυνηγώντας την "πρωτιά", υπακούοντας τυφλά σε αυτή την κούρσα - αναγκαστικά - θα γίνονταν ασυνεπή. Και όχι μόνο...
Ενα δεύτερο πράγμα, που τάραζε τη γιαγιά - και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι δικοί της μόλις και μετά βίας την πρόλαβαν, πριν κάνει κάποια ακρότητα - ήταν οι υπερβολές, που, με κάθε ευκαιρία, ακούγονται. Και πόσες φορές δεν της πήραν από τα χέρια το σφυρί, που θα πέταγε στον εκφωνητή ή το ψαλίδι, που θα του έκοβε τη γλώσσα. Στο "τσακ", δηλαδή, πρόλαβαν και τη γιαγιά και την τηλεόραση!
Εκεί, όμως, που η γιαγιά, σύμφωνα με την πολύ μικρή εγγονή της, "έδινε τα ρέστα της", ήταν στα "εθνικά θέματα". Οταν άκουγε - ας πούμε - όλους αυτούς τους "νηφάλιους" αναλυτές να θεωρούν την Ελλάδα, σαν χώρα που θα έπρεπε, τάχα, οι σύμμαχοι να την επιφορτίσουν με την ευθύνη να βάλουν και τα υπόλοιπα Βαλκάνια στο χέρι, η γιαγιά έκανε το σταυρό της και έτσι ξαφνικά και απροειδοποίητα φώναζε:
- Πέστε της να φυλαχτεί!
- Ποιος να φυλαχτεί γιαγιά και από ποιον;
Εκείνη δεν απαντούσε. Μόνο κουνιόταν - ασταμάτητα - πάνω στην κουνιστή πολυθρόνα της. Ηθελε, φαίνεται, με αυτόν τον τρόπο, να κρύψει το κούνημα του κεφαλιού της, γιατί το κεφάλι της ήθελε αυτή να κουνήσει. Κοίταζε το γυαλί, με τα νέα απέναντί της, και κουνιότανε ασταμάτητα. Κουνιόταν πότε με τα Ιμια, πότε με το μεγάλο - και πολύ δουλικό - "ευχαριστώ" του πρωθυπουργού στους Αμερικάνους, πότε με τα χαστούκια της Ευρωπαϊκής Αγοράς... Κουνιόταν, τέλος πάντων, σε κάθε μικρή και μεγάλη μας αποτυχία. Και είχαμε τόσες πολλές...
Ολα αυτά, όμως, μέχρι την ημέρα, που άκουσε τον πρωθυπουργό, σε επίσημη επίσκεψή του στην Αμερική, παρακαλώ, να μιλάει αγγλικά. Τότε η γιαγιά "μπήκε στην πρίζα", όπως αποφάνθηκε μετά, με τη δική της ορολογία, η πολύ μικρή εγγόνα της. "Τελείωσε, η γιαγιά, είπε... Επιασε σανίδα"!
Πράγματι, η γιαγιά "πάτωσε", ακούγοντας τον πρωθυπουργό να μην μιλάει τη γλώσσα του. Σηκώθηκε αργά, ενώ οι άλλοι έβλεπαν την επίσκεψη στο Λευκό Οίκο και στο οβάλ γραφείο και πήγε στην κουζίνα. Εβγαλε από το ψυγείο τα κεφτεδάκια. Τα έβαλε σε ένα βαθύ πιάτο. Εριξε μέσα νερό. Πήρε και ένα κουτάλι και ξαναγύρισε στην κουνιστή πολυθρόνα της.
- Γιαγιά, γιατί τρως τα κεφτεδάκια σαν σούπα;
- Γιατί ο καθένας σε αυτή τη χώρα κάνει ό,τι θέλει!
Είναι δυνατό, λοιπόν, να βρεις ένα θέμα που να μην είναι πολιτικό και σχολιάζοντάς το να προκαλέσεις τη συζήτηση με πολιτικό τρόπο; Μπορούμε, με άλλα λόγια, να βλέπουμε την κοινωνική πραγματικότητα με εμπειρικό τρόπο, παρατηρώντας, δηλαδή, την επιφάνειά της και ύστερα να την αναλύουμε πολιτικά; Ναι, μπορούμε. Μπορούμε να μιλούμε για τον Πολιτισμό, για τη Θρησκεία ή το Δίκαιο, την Ηθική ή την Αισθητική και όμως να μην αναδείχνουμε τα στοιχεία της αντίθεσης, που υπάρχουν στα φαινόμενα αυτά. Να μην αναδείχνουμε τις έννοιες της "εχθρότητας" και της "φιλίας", που εμπεριέχονται σε συγγενείς με τα περιεχόμενα αυτά αναλύσεις...