ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 13 Απρίλη 1996
Σελ. /48
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΑΦΡΙΚΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ο δικός τους "Γολγοθάς" έχει χρώμα...

Περίπου 9.000 ζουν στη χώρα μας, οι περισσότεροι πάνω από 15 χρόνια. Ομως το κράτος συνεχίζει να τους αγνοεί, να τους περιφρονεί, να τους κάνει να αισθάνονται ανεπιθύμητοι

Η Αλμπάζ ήρθε στην Ελλάδα όταν ήταν 25 χρόνων. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Αιθιοπία και ο αδελφός της, που σπούδαζε στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθήνας, ήταν οι αφορμές για να πάρει αυτή την απόφαση. Εχουν περάσει ήδη έντεκα χρόνια από τότε και η 36χρονη σήμερα Αλμπάζ κάνει το δικό της προσωπικό "απολογισμό". Μέσα από μια γκαρσονιέρα - είναι δεν είναι 30 τετραγωνικά μέτρα - κάπου στην Κυψέλη, σκύβει με στοργή προς τον τετράχρονο Γιωργάκη και σχεδόν ψιθυριστά μονολογεί: "Ούτε μια στιγμή δεν έχω σκεφτεί να ξαναγυρίσω στην πατρίδα μου. Ντρέπομαι. Οι δικοί μου δεν ξέρουν ότι έχω εξώγαμο παιδί... ".

Δυο στενά πιο πέρα απ' το σπίτι της Αλμπάζ, μένει η 32χρονη Μπιντόν,που ήρθε το 1984 στην Ελλάδα από τη Σιέρα Λεόνε. Τελειόφοιτη του νοσηλευτικού τμήματος των ΤΕΙ και μητέρα δύο παιδιών σήμερα, η Μπιντόν τονίζει, μιλώντας άπταιστα ελληνικά: "Είναι θαύμα πώς καταφέρνουμε εμείς οι Αφρικανοί να επιβιώνουμε στην Ελλάδα. Από την άλλη, όμως, σπανίως σκεφτόμαστε να ξαναγυρίσουμε στην πατρίδα μας. Εκεί τα πράγματα θα είναι πολύ χειρότερα για μας".

Μέσα σε σκοτεινά διαμερίσματα, με υγρούς τοίχους και στενά μπαλκόνια, οι Αφρικανοί που ζουν στη χώρα μας έχουν πάψει να ονειρεύονται, έχουν πάψει να ελπίζουν. Οι περισσότεροι βρίσκονται εδώ πάνω από 15 χρόνια, αλλά το κράτος συνεχίζει να τους αγνοεί, να τους περιφρονεί, να τους κάνει να αισθάνονται ανεπιθύμητοι. Ακόμα και όταν βρίσκουν τη δύναμη να χτίσουν μόνοι τους την ελπίδα, η φωνή της σπιτονοικοκυράς στο τηλέφωνο που "διευκρινίζει" ότι "δε θέλουμε μαύρους στο σπίτι μας" ή το υποτιμητικό βλέμμα του εργοδότη που "ξεκαθαρίζει" - ανεξάρτητα απ' τα προσόντα του ενδιαφερόμενου - ότι "μας χρειάζονται μαύροι για να καθαρίζουν τις σκάλες... ", φτάνουν για να την γκρεμίσουν. Και το χειρότερο: Αυτός ο δύσκολος δρόμος δεν έχει επιστροφή...

Ζουν βουβά το δράμα τους

"Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην Ελλάδα γύρω στις 9.000 Αφρικανοί, οι οποίοι δουλεύουν πάνω από 12 ώρες τη μέρα. Αναγκαζόμαστε, για να ζήσουμε, να καθαρίζουμε σκάλες, να είμαστε υπηρέτες σε σπίτια πλουσίων, να πουλάμε διάφορα αντικείμενα στους δρόμους. Και πολλοί από μας είμαστε πτυχιούχοι. Αλλά ούτε κλέφτες γίναμε, ούτε δολοφόνοι. Ζούμε το δράμα μας βουβά", είπε στο "Ρ" ο Σίπο Κόιλο,σύμβουλος του Παναφρικανικού Συνδέσμου Ελλάδας. Ο Σ. Κόιλο ήρθε στη χώρα μας από τη Νιγηρία πριν από 20 χρόνια περίπου κι είναι ένας από τους ελάχιστους ίσως Αφρικανούς που βρίσκει τη δύναμη να μιλά για τα προβλήματα των πατριωτών του, που τολμά να θίξει καταστάσεις, ανεξάρτητα αν πάντα υπάρχει ο φόβος της απέλασης. Κι αυτό γιατί το κράτος μέχρι σήμερα δεν τους δίνει άδεια παραμονής, με αποτέλεσμα να γεννιούνται τα παιδιά τους και να μην έχουν πιστοποιητικό γεννήσεως. Τυπικά, δηλαδή, είναι σαν μην υπάρχουν! "Φοβόμαστε να βγούμε απ' τα σπίτια μας, μη μας πιάσει η Αστυνομία και μας απελάσουν. Φοβόμαστε να μιλήσουμε, να διασκεδάσουμε, να πιούμε και μεις σ' ένα μαγαζί έναν καφέ σαν άνθρωποι. Φύγαμε κυνηγημένοι απ' τις πατρίδες μας, ήρθαμε στην Ελλάδα και ζούμε το ίδιο κυνηγημένοι", λέει χαρακτηριστικά ο Σ. Κόιλο.

Η Αλμπάζ και η Μπιντόν δυσκολεύτηκαν πολύ ώσπου να πάρουν την απόφαση να μας μιλήσουν. Ο φόβος της απέλασης αλλά και η απογοήτευση ότι "τίποτα δε θα αλλάξει στη ζωή μας" ήταν τα βασικότερα επιχειρήματά τους. "Αν δε μιλήσουμε, τότε είναι που δε θ' αλλάξει τίποτα", έλεγε ο Σ. Κόιλο. Οι δύο γυναίκες απ' τη στιγμή που άλλαξαν γνώμη ξεκίνησαν - η καθεμιά τους - έναν ατέλειωτο μονόλογο.

Παράπονα, επιθυμίες και όνειρα

"Τελείωσα τη νοσηλευτική με πολύ καλούς βαθμούς, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να εργαστώ, αφού δεν έχω άδεια εργασίας. Ο άντρας μου είναι εδώ και έναν χρόνο άνεργος, δούλευε σε ένα εργοστάσιο πλαστικών, αλλά τον απέλυσαν. Τον τελευταίο χρόνο ζούμε απ' τα λεφτά που μας δίνει μια άρρωστη γιαγιά, που τη φυλάω τα βράδια. Δίνουμε 65.000 δραχμές ενοίκιο το μήνα και φτάνουν στιγμές που δεν έχουμε λεφτά να αγοράσουμε γάλα για τα παιδιά μας", έλεγε με σκυμμένο το κεφάλι της η Μπιντόν. Ο μεγαλύτερος φόβος της: "Μην πεθάνει αυτή η γιαγιά κι άντε μετά να βρεις άλλη δουλιά". Το παράπονό της: "Δε μας αξίζει τόσο δύσκολη ζωή, δεν είμαστε αποβράσματα, μόνο και μόνο επειδή δεν είμαστε λευκοί". Η μεγαλύτερη επιθυμία της: "Να βρει δουλιά ο άντρας μου, να μην πεινούν τα παιδιά μου". Το πιο ωραίο της όνειρο: "Να ξαναδώ τους γονείς μου, τα αδέλφια μου, την οικογένεια του άντρα μου. Να μπορέσουμε να ξαναγυρίσουμε μια μέρα πίσω".

Η Αλμπάζ έχει πιο σταθερή δουλιά απ' την Μπιντόν. Εργάζεται στη νονά του μικρού της γιου, του Γιώργου, η οποία "είναι η μόνη που μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές μου". Ο πατέρας του Γιώργου είναι Ελληνας, αλλά ποτέ δε δέχτηκε - παρά τον 7χρονο δεσμό του με την Αλμπάζ - να αναγνωρίσει το παιδί τους. "Μόνη μου τον μεγάλωσα. Μόνη μου πάλεψα και παλεύω. Το τελευταίο μου αποκούμπι ήταν ο αδελφός μου, αλλά έφυγε κι αυτός για την Αμερική", έλεγε η Αλμπάζ. Πριν τρία χρόνια της δόθηκε η δυνατότητα να επισκεφτεί για λίγο την πατρίδα της, να δει την οικογένειά της. "Δεν μπορώ να το κάνω. Κανείς τους δεν ξέρει ότι έχω εξώγαμο παιδί. Κανείς δεν ξέρει καν ότι έχω παιδί... ". Η ζωή της: "Δουλιά - παιδί - σπίτι κι ανάποδα". Οι δυσκολίες: "Πολλές. Σ' αυτά τα 11 χρόνια που είμαι στην Ελλάδα έχουν αλλάξει πολλά. Πλέον η ζωή έχει γίνει πολύ δύσκολη. Οικονομικά η κατάσταση είναι τραγική. Ισα ίσα φτάνουν για τους λογαριασμούς. Δεν έχουμε δικαίωμα στην ...πολυτέλεια". Επιθυμία της: "Να μας δώσουν επιτέλους άδεια παραμονής, να μπορούμε να ζήσουμε στην Ελλάδα σαν να είναι η πατρίδα μας. Εγώ τουλάχιστον πατρίδα μου τη θεωρώ". Το όνειρό της: "Να νιώσει κάποτε το παιδί μου ότι έχει πατέρα"...

Κι όμως υπάρχει ευαισθησία

Πριν δύο χρόνια ο Παναφρικανικός Σύνδεσμος έκανε έρευνα σε σπίτια αφρικανικών οικογενειών και διαπίστωσε κυριολεκτικά τραγικές καταστάσεις. Αφρικανοί που εργάζονταν, δεν μπορούσαν να απευθυνθούν πουθενά για βοήθεια, με αποτέλεσμα να αφήνουν τα παιδιά μόνα στο σπίτι για 10-12 ώρες. Αποφάσισε λοιπόν ο Σύνδεσμος, να δημιουργήσει παιδικούς σταθμούς, ώστε να μπορούν να να φιλοξενούνται τα παιδιά τους.

Στον δεύτερο παιδικό σταθμό που δημιούργησαν πρόσφατα οι Αφρικανοί στα Πατήσια - ξεκίνησε να λειτουργεί στις αρχές Απρίλη - εκτός από τα παιδιά τους συναντήσαμε και μια Ελληνίδα εθελόντρια. Η Ρούλα Γεωργοπούλου,που το πρωί εργάζεται στο Κέντρο Ψυχολογικής Ερευνας, το απόγευμα πηγαίνει εθελοντικά στο παιδικό σταθμό των Αφρικανών - οι οποίοι εργάζονται 12 ή και 14 ώρες τη μέρα - και φυλάει τα παιδιά τους. "Ηταν για μένα πρόκληση, όταν έμαθα ότι μπορώ να εργαστώ εθελοντικά στους παιδικούς τους σταθμούς. Ηθελα να γνωρίσω από κοντά αυτούς τους λαούς και κάθε άλλο παρά απογοητεύτηκα", μας είπε η Ρ. Γεωργοπούλου. Στην αρχή - πριν από εφτά μήνες - ξεκίνησε περισσότερο για να βοηθήσει τον εαυτό της, να ξεπεράσει το διαζύγιό της μέσα από την προσφορά και τη δημιουργία. Σήμερα καθημερινά απασχολείται τρεις ώρες τη μέρα, γιατί η ίδια νιώθει πλέον ότι έχει δεθεί μ' αυτούς τους ανθρώπους. Προσέχει τα μικρά παιδιά, τα βοηθάει να μάθουν την ελληνική γλώσσα, τον ελληνικό πολιτισμό. "Το λέω χωρίς ενδοιασμούς σε όλους τους Ελληνες. Αν μπορούν, ας πλησιάσουν αυτούς τους ανθρώπους. Είναι σίγουρο ότι θα αλλάξουν ριζικά τη γνώμη τους γι' αυτούς", επισήμανε η Ρ. Γεωργοπούλου.

Μπέρρυ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ