ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Μάρτη 1996
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η ένταξη στην ΕΟΚ έπληξε και τη βιοτεχνία

Συνέντευξη του Κλεάνθη Κυζιλή, προέδρου της Ομοσπονδίας Βιοτεχνών Υποδηματοποιών Ελλάδας

Απανωτά πλήγματα δέχτηκαν οι μικρές επιχειρήσεις και ειδικότερα οι βιοτεχνίες στον κλάδο της υποδηματοποιίας, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Ενδεικτικά είναι και τα στοιχεία που παραθέτει στη συνέντευξή του στο "Ρ" ο Κλεάνθης Κυζιλής, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Βιοτεχνών - υποδηματοποιών Ελλάδας.

- Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες του κλάδου υποδηματοποιίας στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη βιομηχανική και βιοτεχνική παραγωγή και ποια είναι η εξέλιξή του τα τελευταία χρόνια;

- Πριν πούμε ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες του κλάδου θα πρέπει να πω δυο λόγια για την ιστορία του κλάδου. Κατ' αρχάς, πριν από 15 χρόνια κατείχε μια από τις καλύτερες θέσεις στην παγκόσμια αγορά. Τη δε εσωτερική την κάλυπτε κατά 100%. Σε διάκριση, λοιπόν, με άλλους κλάδους, οι οποίοι είχαν πριν από μας πληγεί από τις εισαγωγές το ελληνικό παπούτσι, και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80 μπορούσε και αντιστεκόταν αξιόλογα στις εισαγωγές υποδημάτων από χώρες της ΕΟΚ, αλλά και από τρίτες χώρες. Η εικόνα αυτή άλλαξε και γίνεται για πρώτη φορά αρνητική, δηλαδή, οι εξαγωγές λιγότερες από τις εισαγωγές το 1986. Από τότε έχουμε αλματώδη αύξηση των εισαγωγών και παράλληλα μείωση των εξαγωγών, με αποτέλεσμα σήμερα να εισάγονται 23 εκατομ. ζευγάρια παπούτσια από χώρες της Ευρώπης και από τρίτες χώρες. Ενώ, οι εξαγωγές μας έχουν πέσει κάτω από 2,5 εκατομ. Αυτό είχε ως συνέπεια να πληγούν κυρίως οι μικρές επιχειρήσεις, αλλά δεν άφησε ανέγγιχτες και τις μεγάλε,ς εάν υπολογίσουμε ότι με τα μέτρα της ΕΕ, αυτό που λέμε εμείς βιομηχανία υποδημάτων στη χώρα μας στην παγκόσμια αγορά λέγεται μικρή επιχείρηση. Σήμερα στον κλάδο της υποδηματοποιίας οι μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν από ένα έως δέκα άτομα είναι το 70%, οι επιχειρήσεις που απασχολούν από 10 μέχρι 40 είναι το 20% και υπάρχουν γύρω στις 20 με 30 επιχειρήσεις που απασχολούν από 40 άτομα και πάνω. Το 1984 στη χώρα μας υπήρχαν 2.450 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Σήμερα δεν ξεπερνούν τις 1.300. Εχει, λοιπόν, καταστραφεί το 55%. Το 1984 ακόμα απασχολούσαν 18.000 εργαζόμενους, σήμερα δεν ξεπερνάνε τις 8.000. Η παραγωγή του κλάδου μας συνολικά στις αρχές της δεκαετίας του '80 ήταν γύρω στα 30 εκατομ. ζευγάρια. Σήμερα δεν υπερβαίνει τα 13 εκατομ.

- Πού αποδίδετε το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουν εκλείψει οι πολύ μεγάλες, αλλά και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις υποδηματοποιίας;

- Κατ' αρχάς θα ήθελα να πω πού βρίσκεται ο κλάδος από άποψη δομής. Στην Ελλάδα το 80% των επιχειρήσεων είναι εγκαταστημένες μέσα σε κατοικημένους χώρους. Αυτό το γεγονός είναι απαγορευτικό για την ανάπτυξη αυτών των επιχειρήσεων, εκτός όλων των άλλων δυσκολιών που αντιμετωπίζουν. Η ανασφάλεια της επαγγελματικής στέγης, οι μικροί και ακατάλληλοι χώροι που είναι εγκαταστημένες οι επιχειρήσεις μας δε μας επιτρέπουν να χρησιμοποιήσουμε, ακόμα κι αν μπορούσαμε σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό. Εδώ, μπαίνει πολύ επιτακτικά το πρόβλημα της επαγγελματικής στέγης και της δημιουργίας βιοτεχνικών χώρων, όπου θα μπορούν να εγκατασταθούν οι συνάδελφοι χωρίς το άγχος της έξωσης και να μπορούν, ακόμα, με βεβαιότητα να κάνουν οποιαδήποτε επένδυση θελήσουν, μια και δε θα υπήρχε η αβεβαιότητα του αύριο από άποψη στέγης. Το δεύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και του κλάδου μας είναι το πρόβλημα της χρηματοδότησης. Παρά τις εξαγγελίες όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων για βοήθεια με πριμοδοτημένα δάνεια, στην ουσία δεν έγινε τίποτα από αυτά. Το τρίτο που αντιμετωπίσαμε είναι η δαμόκλεια σπάθη της εφορίας, με αποκορύφωμα στις μέρες μας τα "αντικειμενικά κριτήρια". Θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ για λίγο στις μεγάλες επιχειρήσεις. Γιατί, δεν άντεξαν κι αυτές στον ανταγωνισμό που δέχτηκαν από τις μεγάλες πολυεθνικές που κατέκλυσαν τη χώρα μας. Σας είπα στην αρχή πως αυτό που λέμε εμείς στην Ελλάδα μεγάλη επιχείρηση για τα μέτρα της ΕΕ υπολογίζεται μικρή ή το πολύ μεσαία. Ετσι, λοιπόν, κι αυτές οι επιχειρήσεις αντιμετώπισαν αθέμιτο ανταγωνισμό, εκτοπίστηκαν από τη θέση που κατείχαν στην παγκόσμια αγορά με αποτέλεσμα πολλές επώνυμες επιχειρήσεις να οδηγηθούν στο κλείσιμο.

- Τι πρέπει να γίνει για την ανάκαμψη της βιοτεχνίας στον κλάδο;

- Η Ομοσπονδία μας από πολύ νωρίς επισήμανε τις δομικές αδυναμίες που έχει ο κλάδος της υποδηματοποιίας. Εγκαιρα πρόβαλε τη θέση της δημιουργίας βιοτεχνικών πάρκων. Δεύτερον, της παραγωγής πρώτων υλών μια και οι πρώτες ύλες που εισάγονται συμμετέχουν γύρω στο 60% για την παραγωγή ενός παπουτσιού. Αυτό, βέβαια, μας υποχρεώνει να πληρώνουμε σχεδόν διπλάσια τιμή από τους συναδέλφους της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Γερμανίας κλπ. Ακόμα, επισημάναμε πως η όλη νομοθεσία που διέπει το συνεταιρίζεσθαι είναι απαγορευτική στη συνένωση μικρών επιχειρήσεων. Ακόμα, έγκαιρα προβάλαμε την ανάγκη για προβολή των ελληνικών υποδημάτων μέσω των εκθέσεων στο εξωτερικό και στη χώρα μας. Πρέπει να πω, πως στην Αττική δεν υπάρχει επίσημος κρατικός εκθεσιακός χώρος, όταν στην Ιταλία οι περισσότερες μεγάλες πόλεις έχουν και κάποιον ανάλογο εκθεσιακό χώρο. Απ' όλ' αυτά όμως, δυστυχώς, και παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις για θετική αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, δεν είχαμε καμιά ουσιαστική ανταπόκριση από το επίσημο κράτος. Μετά απ' όλα αυτά δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε, γιατί ο κλάδος της υποδηματοποιίας δεν έχασε μόνο τις αγορές που κατείχε στο εξωτερικό, αλλά σε λίγα χρόνια θα χάσει και την εσωτερική αγορά. Αρκεί να πω ότι η ανάγκη συνολικά των Ελλήνων για υποδήματα είναι 28 εκατομ. το χρόνο. Εάν σκεφτείτε ότι τα 23 είναι εισαγόμενα αντιλαμβάνεστε ότι η ελληνική παραγωγή σε λίγο θα μείνει έξω και από την ντόπια αγορά.

Η εικόνα της υποδηματοβιομηχανίας σε παγκόσμια κλίμακα

Η υποδηματοβιομηχανία σε παγκόσμια κλίμακα απασχολεί 5.000.000 εργαζόμενους και παράγει σε ετήσια βάση περίπου 9 δισ. ζεύγη υποδημάτων. Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ καλύπτουν τη μισή αγορά υποδημάτων, ωστόσο απ' το 1986 και μετά η παραγωγή έχει στραφεί προς την Ασία, όπου πραγματοποιείται το 60% της παγκόσμιας παραγωγής και ιδιαίτερα στην Κίνα. Σήμερα στην Κίνα, παράγεται το 1/3 της παγκόσμιας παραγωγής υποδημάτων.

Στην Ευρώπη η βιομηχανία υποδήματος αριθμεί 15.000 επιχειρήσεις, στις οποίες παράγονται σε ετήσια βάση 1 δισ. ζευγάρια παπούτσια - από τα οποία το 60% προορίζεται για εξαγωγή - και απασχολούνται περί τους 300.000 εργαζόμενους. Από το 1986 μέχρι και το 1991 η Ευρωπαϊκή Βιομηχανία αντιμετώπισε κύμα εισαγωγών από τις ασιατικές χώρες που παρουσίασαν αύξηση της τάξης του 51%, με παράλληλη πτώση της ευρωπαϊκής παραγωγής κατά 7%. Το 1992 η Ευρώπη εξήγαγε 271.4 εκατ. ζευγάρια αξίας 3,9 δισ. ΕΚΙΥ, έχοντας μια φαινομενική κατανάλωση 1,5 δισ. ζεύγη, γεγονός που σημαίνει ότι, ενώ η σχέση εξαγωγέων - εισαγωγέων είναι 1/2,5, η σχέση εξαγομένων - εισαγομένων σε αξία είναι 1/1.

Μέχρι και το 1990 όλες οι χώρες της ΕΕ, με εξαίρεση την Ισπανία και την Πορτογαλία, γνωρίζουν σημαντική πτώση παραγωγής. Συγκεκριμένα, μεταξύ 1986 και 1990 η Ισπανία και η Πορτογαλία, αύξησαν την παραγωγή τους κατά 36,5% και 54,5% αντίστοιχα. Το 1991 επικρατεί κρίση για όλες τις χώρες, καθώς η παραγωγή της Ισπανίας παρουσιάζει μείωση κατά 13%, της Πορτογαλίας σταθεροποιείται και οι υπόλοιπες χώρες δέχονται ακόμη μεγαλύτερη μείωση. Η Ιταλία, ενώ είναι η πρώτη παραγωγός χώρα (36% της συνολικής παραγωγής) χάνει μέσα σε έξι χρόνια το 20% της παραγωγής της. Η ελληνική υποδηματοποιία κατέχει την ίδια περίοδο σε ενδοκοινοτικό επίπεδο την έβδομη θέση. Κυριότεροι προμηθευτές της ευρωπαϊκής αγοράς είναι οι χώρες της ΝΑ Ασίας.

Το ισοζύγιο της ΕΕ εμφανίζεται για πρώτη φορά μετά το 1991 θετικό σε αξία συναλλαγών το 1994. Οι εισαγωγές σε ζεύγη παραμένουν διπλάσιες απ' τις εξαγωγές, αλλά η αξία των εισαγομένων υποδημάτων είναι μικρότερη από την αξία των εξαγόμενων. Η ανάκαμψη οφείλεται στην αύξηση των εξαγωγών στην Αμερική, αλλά και στη σημαντική αύξηση των εξαγωγών της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Η πρώτη αγοράστρια χώρα των παπουτσιών της ΕΕ από το 1992 μέχρι και το 1994 τόσο σε ποσότητα όσο και σε αξία ήταν οι ΗΠΑ και ακολούθησε η Αυστρία. Το 1994 η ΗΠΑ συνεχίζει να κατέχει την πρώτη θέση, ενώ τη δεύτερη σε αξία υποδημάτων όχι όμως και σε ζεύγη κατέλαβε η Ρωσία που εξελίσσεται σε έναν απ' τους σημαντικότερους αγοραστές των υποδημάτων της Κοινότητας.

Στις εισαγωγές την πρώτη θέση κατέχει η Κίνα με δεύτερη την Ινδονησία. Ωστόσο, παρατηρείται μείωση των αυξητικών τάσεων των εισαγωγών από την Κίνα, ενώ διπλασιάζονται οι αντίστοιχες τάσεις του Βιετνάμ.

Αύξηση - ρεκόρ στις εισαγωγές, μεγάλη πτώση στις εξαγωγές

Η παροιμία που λέει "παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο" δεν ισχύει πια. Αδιάψευστος μάρτυρας η έκρηξη εισαγόμενων παπουτσιών από την Κίνα, την Ταϊβάν, αλλά και την Ευρώπη, που σημειώθηκε την τελευταία δεκαετία, παράλληλα με τη δραματική μείωση των εξαγόμενων ελληνικών παπουτσιών

Στις αρχές της δεκαετίας του '80 η εγχώρια παραγωγή κάλυπτε την εγχώρια κατανάλωση, με αποτέλεσμα να υπάρχει πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο υποδημάτων. Μετά το 1985 άρχισε να εμφανίζεται σταδιακή αδυναμία της παραγωγής να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες, με αποτέλεσμα οι εισαγωγές να υπερσκελίζουν τις εξαγωγές με θεαματική αύξηση το 1988, όπου σημειώθηκε αύξηση κατά 77,6%. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι και τη δεκαετία του 1970 οι εισαγωγές υποδημάτων ήταν ανύπαρκτες, ενώ μέχρι και το 1979 αντιπροσώπευαν το 2,5% της ελληνικής αγοράς, ποσοστό μοναδικό και πρωτοφανές για τα δεδομένα της ΕΟΚ.

Μετά το 1986 αρχίζει μια περίοδος έντονης πτώσης της ζήτησης των ελληνικών υποδημάτων από το εξωτερικό, τόσο στο σύνολό τους, όσο και στα δερμάτινα υποδήματα που αντιπροσωπεύουν το 85% των εξαγωγών. Παρουσιάστηκε μείωση εξαγωγών ακόμη και σε παραδοσιακές αγορές για το ελληνικό παπούτσι όπως η τότε Δυτ. Γερμανία και η Βρετανία, ενώ οι σημαντικότερες απώλειες προήλθαν απ' τη μείωση εξαγωγών στη Σαουδική Αραβία. Μεταξύ του 1986 και 1989 η μείωση των εξαγωγών φτάνει στο 51%, ενώ το ίδιο διάστημα οι εισαγωγές υπερτετραπλασιάζονται.

Στην αρχή της δεκαετίας του '80 ο κύριος όγκος των εισαγωγών προέρχεται απ' τις ασιατικές χώρες Χονγκ Κονγκ και Ταϊβάν. Στα μέσα της δεκαετίας του '80 παρατηρείται μια εκρηκτική αύξηση των εισαγωγών από χώρες της Απω Ανατολής, με αποτέλεσμα το 1991 οι εισαγωγές απ' τις χώρες αυτές να αντιπροσωπεύουν το 60,5% του συνόλου των εισαγωγών σε ζεύγη και το 35,5% σε αξία (μεγάλος όγκος - χαμηλές τιμές).Η πιο σημαντική προμηθεύτρια χώρα σε αξία την ίδια περίοδο είναι η Ιταλία, ενώ ένα μέρος των εισαγωγών αυτών κατασκευάζεται επίσης σε τρίτες χώρες.

Σαρωτική είναι η αύξηση των εισαγωγών σε παντόφλες απ' την Κίνα και την Ταϊβάν, καθώς και σε πάνινα, όπου το 70% προέρχεται από χώρες της ΝΑ Ασίας. Το 1993 για πρώτη φορά μετά την επιδείνωση του 1987, το εμπορικό ισοζύγιο εμφανίζεται να ανακάμπτει, σημειώνοντας αύξηση εξαγωγών έναντι της προηγούμενης χρονιάς κατά 19,2% και ελαφρά μείωση εισαγωγών κατά -0,2%. Ωστόσο, την αμέσως επόμενη χρονιά επιβαρύνθηκε εκ νέου με μείωση των εξαγωγών έναντι του 1993 κατά 28,6% και αύξηση των εισαγωγών κατά 15,4%, προερχόμενη κυρίως από τις χώρες της ΕΕ.

Συγκεκριμένα, οι εισαγωγές υποδημάτων από τις χώρες της ΕΕ αυξήθηκαν σε ποσοστό 59% και έφτασαν τα 41.977 εκατ. δρχ. σε αξία με 24.329 ζεύγη έναντι 34.069 εκατ. δρχ. σε αξία και 21.941 ζευγών του 1993. Ειδικά η αύξηση των εισαγωγών από Ιταλία έφτασε σε αξία το 68,7% και ήταν πολλαπλάσια σε ζεύγη. Ακόμη μεγαλύτερη αύξηση σημείωσαν οι εισαγωγές από την Ισπανία που έφτασαν τα 3.107 εκατ. δρχ. σε αξία έναντι 1.566 εκατ. δρχ. το 1993. Το 1994 το εμπορικό ισοζύγιο του κλάδου με τις τρίτες χώρες παρουσίασε μικρή βελτίωση, καθώς παρατηρήθηκε μία μικρή μείωση των εξαγωγών προς αυτές, αλλά μεγαλύτερη μείωση των εισαγωγών.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΠΟΙΙΑ
Τα ξένα παπούτσια ... "κλοτσάνε" τα ελληνικά

Σε κρίση διαρκείας, βρίσκεται - τουλάχιστον από το 1987 - η ελληνική βιομηχανία και βιοτεχνία παπουτσιών, καθώς εξάγονται όλο και λιγότερα ελληνικά παπούτσια και εισάγονται όλο και περισσότερα ξένα

Σε κρίση διαρκείας βρίσκεται την τελευταία δεκαετία ο παραδοσιακός κλάδος της υπόδησης στη χώρα μας, ενώ οι προοπτικές τον οδηγούν σε περαιτέρω συρρίκνωση, σε σημείο που να συγκαταλέγεται μεταξύ των κλάδων μεταποίησης με τις δυσμενέστερες επιδόσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, μέσα στη δεκαετία του '80 που τοποθετείται η απαρχή της κρίσης του κλάδου, η μείωση των επιχειρήσεων ανήλθε στο 55%, με αντίστοιχη μείωση της απασχόλησης που έφτασε στο 57%.Ακόμη μεγαλύτερη μείωση της απασχόλησης στον κλάδο σημειώθηκε τη διετία 1990 - 1992, ενώ συνεχίζεται η φθίνουσα πορεία του, τόσο στην παραγωγή και την απασχόληση, όσο και στις εξαγωγές, κυρίως λόγω του αθέμιτου ανταγωνισμού από τις αθρόες εισαγωγές από χώρες που κατασκευάζουν φθηνό παπούτσι.

Τα αίτια της προβληματικής κατάστασης του κλάδου δεν οφείλονται μόνο στον ανταγωνισμό των άλλων χωρών. Σημαντικό ρόλο στη συρρίκνωση του κλάδου της υποδηματοβιομηχανίας στην Ελλάδα έχει παίξει και η πολιτική, που εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια απ' τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Κι αυτό γιατί, όπως λένε και οι αρμόδιοι, στην τελευταία δεκαετία δεν εφαρμόστηκε καμία κλαδική πολιτική γενικότερα στον κλάδο του δέρματος ούτε πάρθηκε κανένα αποτελεσματικό μέτρο για τις ποσοστώσεις των εισαγωγών που πλήττουν το ελληνικό υπόδημα. Αντίθετα, η πολιτική που εφαρμόστηκε ήταν και συνεχίζει να είναι προς την κατεύθυνση περαιτέρω συρρίκνωσης του κλάδου. Επιπλέον η συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης του καταναλωτή, με τη συνεχόμενη μείωση των εισοδημάτων, καθώς και η ιδιομορφία του προϊόντος, το οποίο είναι εποχιακό, δυσχέραιναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση του κλάδου.

Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία που έχουμε για τον κλάδο της υποδηματοποιίας στην Ελλάδα, το 1994, λειτουργούσαν περίπου 800 επιχειρήσεις άνω των 5 ατόμων και περίπου 300 πιο μικρές, οι οποίες απασχολούσαν συνολικά 12.000 εργαζόμενους.Απ' το σύνολο των επιχειρήσεων, το 56% είναι συγκεντρωμένο στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας και απασχολείται σε αυτές το 67% του συνόλου των εργαζομένων. Συγκέντρωση επιχειρήσεων παρατηρείται και στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκεται το 27% των επιχειρήσεων με το 20% της συνολικής απασχόλησης, ενώ ένα 4,1% του συνόλου βρίσκεται στην Κρήτη και το υπόλοιπο 12% είναι διάσπαρτο στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας. Η συνολική παραγωγή του κλάδου για την ίδια χρονιά ανέρχεται στα 12,5 εκ. ζεύγη.

Τα κείμενα έγραψαν: Χρύσα ΛΙΑΓΚΟΥ,Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ