ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 6 Γενάρη 1996
Σελ. /48
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Ωρα την ώρα καρτερώ να 'ρθω το βράδυ να σε βρω

Κλέφτες ακουσμάτων. Να παραμείνουμε τουλάχιστον αυτό. Η επιλογή έγινε ένα βράδυ, όταν η υπόλοιπη παρέα αρνήθηκε να ακολουθήσει στην πατροπαράδοτη τσάρκα στα κουτούκια, γιατί, λέει, το έθιμο - ποιανού έθιμο, αλήθεια; - των ημερών επέβαλε να παίξουμε και κανένα χαρτάκι. Φούντωσε ένας καυγάς τρικούβερτος και το πράγμα έφτασε σε σημείο να γίνεται επίκληση ακόμα και της οικονομικής κρίσης, για να αιτιολογηθεί σοβαρά ότι ο τζόγος δεν είναι μόνο σημείο των καιρών, αλλά και ανάγκη, γιατί - έλεγαν ορισμένοι - ο άνθρωπος, όσο πιο κάτω τον πατάνε, τόσο περισσότερο αρπάζεται από τις όποιες, έστω και μεταφυσικές, ελπίδες του. Κάπου στο σιγανό ο Δημήτρης, αρνούμενος να συμμετάσχει στη συζήτηση, επαναλάμβανε με ύφος το "του Ελληνος ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει" και το βράδυ στην ταβέρνα ο Κώστας μάς έδωσε τη χαριστική βολή, καθώς, όταν του είπαμε πως πιο αργά θέλουμε, να μας αφήσει, να κάνουμε μια γύρα στα τραπέζια, να μιλήσουμε με τους πελάτες του, απάντησε: Ατυχήσατε, ελάτε μετά τις δεκαπέντε. Τώρα τα 'χουν παίξει όλα κι είναι λίγοι αυτοί που έρχονται.

Κι όμως είχε άδικο. Η ταβέρνα ήταν εκεί, σαν λειτουργία, σαν τρόπος, σαν τόπος συνάντησης, οι παρέες, η μια, οι δύο, οι τρεις, ήταν εκεί. Η ταβέρνα της γειτονιάς που εξακολουθεί να φτιάχνει μόνο στιφάδο με σαλιγκάρια, η άλλη με το μπακαλιάρο κι εκείνη με τη συκωταριά, ήταν και εξακολουθούν να είναι εκεί. Κοντά τους, πλάι, απέναντι, τα δεκάδες άλλα στέκια του κρασιού και δε μιλάμε για τίποτα μπεκροστέκια. Για ανθρώπινα πράγματα. Για το μακρόστενο μπακάλικο στου Γκύζη, που έχει μέσα και τρία τραπεζάκια κολλημένα στον τοίχο απέναντι απ' το ψυγείο και μαζεύει τ' απόγευμα τους φίλους της γειτονιάς, για τον "μπακάλη" ένα καθ' εαυτού κρασοπουλειό στην Αγιά Σοφιά που το ξέρει μόνο η γειτονιά κι άλλα ανάλογα αριστερά και δεξιά από την Πειραιώς, χωμένα στα στενά ανάμεσα στα εργοστάσια, ή, εκεί στη Σαφράμπολη - στέκια οικοδόμων αυτά, όπως κι εκείνα της Κυψέλης. Είναι αλήθεια πως κάτι παλιά στέκια, τα καρβουνάδικα, έχουν χαθεί. Σε ορισμένα χωριά ίσως και να μένουν μερικά. Κρίμα, γιατί όπως λέγανε οι παλιότεροι, "το καλό κρασί, να ξέρεις, γίνεται στα βαρέλια που είναι πάνω απ' τα κάρβουνα, το ίδιο και τα κάρβουνα. Κάτι γίνεται με το κρασί και τα κάρβουνα ανάβουν καλύτερα". Εν πάση περιπτώσει, τα στέκια ήταν και είναι εκεί. Και, σε πείσμα ορισμένων, η δικαίωση ήρθε από εκεί που δεν την περιμέναμε, όταν ο Γιάννης, ένας φίλος σχετικά "στεγνός" - έτσι νομίζαμε - ήρθε ένα απόγευμα να μας ανακοινώσει πως ανακάλυψε ένα κουτούκι μέσα στην καρδιά της αγοράς, όπου, εκτός από το ψητό ψαράκι και τα τραπέζια που αδερφώνουν γνωστούς και άγνωστους, ήταν κι ένας τύπος που έπαιξε "τ' Αναπλιού το Παλαμίδι" με μια φλογέρα! Τέτοια χαρά. Και κάτι τέτοιες ήταν οι αφορμές για να ανοίξουμε κάπως αλλιώς αυτές τις μέρες τις κεραίες μας, να κάνουμε αυτή τη φορά τη γύρα, όχι μόνο για τη δική μας "την καλή χαρά" που λέει ένας φίλος, αλλά και για να ακούσουμε, να αφουγκραστούμε, να... διάφορα. Σίγουρα όχι για ένα ρεπορτάζ στη νύστα. "Να θυμάσαι, έλεγε πάντα ένας παλιός, τα ξενυχτάδικα δεν είναι για τους εργάτες. Μην πιάνεσαι κορόιδο με ό,τι ακούς. Αμα στις 6 χτυπάς κάρτα, στις 10 ψάχνεις για κρεβάτι". Ισως αυτό να εξηγεί και το γεγονός ότι εκεί στα στέκια που γυρίσαμε γύρω στις 12 ο κόσμος είχε ήδη αραιώσει... Και να 'στε σίγουροι πως πρόλαβε να τραγουδήσει και το "ποτάμι μέσα μου πικρό" και τους "μοιραίους" και την "τράτα μας την κουρελού" και πρόλαβε να απαντήσει στο "και γιατί δε μας το λες"...

Τίποτα δεν ακούς

Ακου, ακούω, τίποτα δεν ακούς, άκου...

Τι ακριβώς ν' ακούσω; Το "βοριάς είναι η αγάπη μου" ή εκείνο το "κοίταξέ την όμορφη που 'ναι. Εκεί κάτω απ' το χτυπημένο βαρέλι, κοίτα μαλλιά, θεά, μη γυρίσεις τώρα". Μπερδεύτηκα. Από τη μια ο Μήτσος να θέλει να μαζέψει εικόνες να τις πάρει μαζί του στο μπάρκο, στον Ειρηνικό, εγώ να προσπαθώ να ξεχωρίσω τους ήχους και πάνω που ο Οθωνας πήρε ανάποδες με κάτι σκουλαρίκια κρεμασμένα σε αντρικά αυτιά, ο Μήτσος να του κάνει σιγόντο: "Εχει δίκιο, ξέρεις ποιοι το φοράγανε το σκουλαρίκι στ' αυτί;". Πού να ξέρω; Οι αδερφές; "Οι πειρατές το φοράγανε κι ήτανε χρυσό. Οταν μαζεύανε τόσα όσα για να φτιάξουν ένα χρυσό σκουλαρίκι ησυχάζανε. Το φόραγαν στ' αυτί κι ήξεραν πως όταν έρθει η ώρα, κάποιος θα βρεθεί να πάρει το σκουλαρίκι και να τους κάνει μια κηδεία ανθρώπινη". Σαν το καπέλο των ναυτών του Πολεμικού Ναυτικού. Ξέρεις, είναι φτιαγμένο έτσι για να επιπλέει όταν γίνει το ναυάγιο. Μαζεύουν τα καπέλα και ξέρουνε ποιοι χάθηκαν... "Βρέχει φωτιά στη στράτα μου... ".

Πάψε ρε να την κοιτάς, θα γίνει κόμπλα, άκου καλύτερα. "Σε βλέπω στο ποτήρι μου και πίνοντας σε πίνω... ".Με την Γιωργία τι έγινε; Τι να γίνει ρε φίλε, είναι για άλλα σαλόνια το πλάσμα. Πήγες στην κυρα - Λένη; Πήγα, ήταν αναμμένο το καντήλι, μου 'κανε καλό. "Κάθε ρυτίδα σου καημός, κάθε ματιά σου πόνος... ".

"Εχω ένα καφενέ στου λιμανιού την άκρη".Κοίτα τον, όσο σκληρός εμφανίζεται μαζί μας, μόλις δει παιδί γίνεται αλοιφή. Πάει να της φέρει πατάτες. Κάτσε ρε Στέλιο να σε δούμε λίγο. Χάθηκες. Τώρα γύρισα. Εκανες τελικά μπάρκο; Εντεκα μήνες. Νοβοροσίσκ, απάνω κι απέναντι. Εκεί να δεις σίδερο, να 'ρθουνε τώρα να μου πουν εμένα αν έπεσε ή αν ανατράπηκε ο σοσιαλισμός. Να σου πω εγώ πώς ληστεύουνε το μόχθο του εργάτη. Φέρανε ένα φορτίο χωρίς χαρτιά. Ο καπετάνιος αρνήθηκε να το παραλάβει, έπεσαν τα τηλέφωνα το πήραμε. Μαφία. "Δρόμοι όλο λάσπη... ".Ακου να σου πω, εγώ δεν είμαι πια στο Κόμμα, δε μου πέφτει λόγος. Σου πέφτει. Ακου, όταν ήμουν στο Κόμμα και έκαναν κριτική οι απ' έξω τους έλεγα "μπείτε μέσα να 'χετε δικαίωμα να μιλάτε", τώρα είμαι απ' έξω, γιατί, είναι άλλη ιστορία. Εσείς που είστε μέσα να κοιτάξτε τι θα κάνετε. Δεν είναι έτσι... Μωρέ έτσι είναι. Αστον, άμα θα 'ρθει η ώρα... "... και τ' αύριο πιο καλό για μας τους δυο".

Πώς σε λένε; Ευδοκία. Τον Δαμιανό τον ξέρεις; Οχι. Και κουβαλάς τέτοιο όνομα; Ξέρω το ζεϊμπέκικο. Τίποτα δεν ξέρεις. Πάμε ένα βράδυ στην Ελευσίνα; Οχι, από τότε... περνάω τρέχοντας. "Εχω ένα καημό μέσα στο κεφάλι".

Πού κάνατε Πρωτοχρονιά; Σπίτι, τρεις μας, πληρώσαμε και τα νοίκια, ήσυχα. "Μια τρίχα απ' τα μαλλάκια σου... ".

Για τους φίλους

"Για τους φίλους π' αγαπάω, δυο χαμόγελα χρωστάω".Στέλιος. Το μαγαζάκι είναι ό,τι απόμεινε απ' την παλιά του δόξα. Κέντρο κάποτε. Στα 150 τραγούδια του "τζουκ μποξ", τα 145 ήταν Στέλιος. Ηταν κι η Κατερίνα, η μαγείρισσα που 'φτιαχνε έναν πατσά... Τα βράδια μαζεύονταν οι φίλοι και μόλις έσπαγε η πελατεία 'κλειναν τα παράθυρα, άνοιγαν στο τέρμα τη μουσική και κάναν αγώνα ποιος θα τραγουδήσει το νυχτολούλουδο χωρίς ζόρι. Εργατόπαιδα, 'κλεβαν με την άκρη του ματιού τις κινήσεις των παλιών, τι παραγγέλνουν, πώς κόβουν το μεζέ, μέχρι πού γεμίζει το ποτήρι, πώς το βάζουνε στο χείλι, μεγάλωνε το μουστάκι κι αδειάζαν τα βαρέλια. Μια χαρά παιδιά. Και συνδρομή στο Κόμμα κι αγάντα άμα χρειάζονταν στην εξόρμηση έξω απ' το γκέτο και άλλα πολλά και καλά. Ηταν ακόμα 1975. Τα παιδιά μεγάλωσαν, τα εργοστάσια ένα γύρω έκλεισαν τα περισσότερα, ένας έφυγε μακριά, ο άλλος ζαχαροπλάστης, κάποιοι μεγαλοπιάστηκαν, άλλοι ανεβοκατεβαίνουν το δρόμο για την αγορά και κάπου κάπου σταματούν στο στέκι. Ο Μήτσος να επιμένει: Ρε, μη παραμυθιάζεσαι, τα "κλάμπινγκ" κι όλα αυτά τα "φαστ λάιφ" δεν είναι δικά μας, δεν είναι Ελλάδα. Κοίτα λίγο προσεκτικά και θα δεις, ένα ένα ξεφτίζουν. Μη σε τρελαίνει η διαφήμιση. Ο,τι δείχνουν στην τηλεόραση ότι συμβαίνει δεν είναι όλη η ζωή. Και να το θυμάσαι, εδώ θα καταλήξουν. Πού θα βρούνε, ρε, ζουμί από κατσίκα για να 'ρθουν στα ίσα τους;

Μπορεί να είναι κι έτσι. Πάντως, στον Πειραιά κάτι όμορφα στέκια, που 'παιρνες τη μαρίδα απ' το τηγάνι, πάνε. Πλακώσαν κάτι νεόπλουτοι και κάτι του στιλ "πάμε να σε πάω σ' ένα κουτούκι, λίγδα σκέτη", ρίξαν τα χιλιάρικα και ξαφνικά η μαρίδα έγινε καραβίδες και αστακοί. Ακόμα και του βάβουλα τη γούβα την κάνανε... ας μην το γράψω καλύτερα. Ο Μήτσος να επιμένει: Και τι έγινε ρε; Δεν άνοιξε το άλλο απέναντι πάλι με μαριδάκι; Ο,τι και να κάνουν είμαστε περισσότεροι... Και άμα έχεις σοβαρή αντίρρηση, να πάρεις ένα βράδυ τον Πάνο που λες ότι έχει κάνει διατριβή σ' αυτά και να πάμε στον Κολωνό, ξέρεις... Ξέρω και δεν το γράφω. Εξάλλου το 'παμε απ' την αρχή. Θα πάμε βόλτα, θα ακούσουμε, θα γράψουμε, αλλά δε θα βγάλουμε και το μυστικό στο μεϊντάνι. Οσοι είναι να βρούνε το δρόμο, θα τον βρούνε. Πολλά γράφεις. Ακου.

"Αθήνα και Περαία μου, να ζήσεις Προμηθέα μου".Το άλλο είναι καλύτερο: "Η ζωή μου όλη".Η μήπως προτιμάς Ζαμπέτα "και χίλια περιστέρια να σου φιλούν τα χέρια";Κοίτα, εγώ αύριο φεύγω κι εκεί που πάω άμα έχουνε βάλει λάθος τα ζύγια θα μας φάνε τα μαύρα τα ψάρια... Να σου πω... "όταν ρυθμίσετε λοιπόν τη διαθήκη";Οχι έτσι, αλλά να θυμάσαι. Εκείνο το βράδυ που μαζευτήκαμε δεν ήρθες. Και τα παιδιά ρωτούσανε για σένανε. Πού θα ξαναβρεθούμε όλοι μαζί; Εν πάση περιπτώσει, κοίτα να αφήνεις καμιά ώρα το Ιντερνέτ και να γράφεις κάνα γράμμα. Καλά, θα γράφω. Φέρε ένα μισόκιλο.

ΚΕΙΜΕΝΑ: θανάσης ΛΕΚΑΤΗΣ

ΚΕΙΜΕΝΑ: Θανάσης ΛΕΚΑΤΗΣ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Μανόλης ΠΑΚΙΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ