ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 6 Γενάρη 1996
Σελ. /48
ΚΕΝΗ
Η ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Λοιπόν, τι τρέχει;

Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ

Δύσκολο, το ξέρω, να πεις "ευχαριστώ, δεν έρχομαι". Η ακτινοβολία της τηλεόρασης σε πετάει - πιστεύεις - στα ουράνια. Σου δίνει μια και σε χώνει στα σπίτια, στα μυαλά των ανθρώπων. Και συ, αγαπάς, την "επικοινωνία". Λατρεύεις τις "διηγήσεις". Θέλεις να σε "ακούνε". Και υποκύπτεις!

Φοράς τα "καλά" σου. Παίρνεις και τα ωραιότερα χαμόγελα - που απόκτησες από όλα αυτά που σε έκαναν να ξεχωρίζεις - και στέκεσαι απέναντι στον "ανακριτή" σου: "λέγε, τι έκανες τότε και τότε;". Και - πιστεύεις, ο άτυχος - πως πρέπει να πεις τα πιο σημαντικά, γιατί αυτά ενδιαφέρουν. Τις μεγάλες στιγμές τις δικές σου,των συντρόφων σου, του τόπου σου και του κόσμου."Ναι αλλά σε πρόδωσαν οι δικοί σου"!

Μάταια εσύ απαντάς "οι δικοί μου στήθηκαν μπροστά στις μάντρες και τους τουφέκισαν". Εκείνος "ψάχνει" για τη διαφωνία. Θέλει να βρει τον "μίτο" που θα τον οδηγήσει στο συμπέρασμα πως άχρηστα αγωνίστηκες και συ και οι "δικοί" σου. Το ζητούμενο είναι να "αποδειχτεί" πως όλα ήταν "στημένα". Ολα προσχεδιασμένα. Και συ - και τόσοι άλλοι αγνοί πατριώτες - θύματα ενός αόρατου θύτη. Του Κόμματος!

"Μα το Κόμμα ήταν πρώτο μπροστά από τις μάντρες. Στο βαθύτερο βαθύ κελί των φυλακών. Στο αγριότερο άγριο νησί της εξορίας. Πρώτο αυτό δοκίμαζε τα χτυπήματα των βασανιστών. Πάνω του κάνανε ασκήσεις οι χωροφυλάκοι".

"Ομως θα 'πρεπε να είχαν προβλέψει", επιμένει αυτός μίζερα.

Και συ, θέλεις από "ευγένεια", που είσαι στο σπίτι του, θέλεις γιατί κουράστηκες από την επιμονή του, θέλεις - τέλος - γιατί δεν είσαι εκείνο που ήσουνα κάποτε, τότε που σημάδευες και σε σημαδεύανε, δεν του απαντάς, πως η ιστορία δε γράφεται με "προβλέψεις". Πως οι αγωνιστές δεν είναι χαρτορίχτρες. Ούτε αυτά τα θλιβερά "ταρό του έρωτα", που δείχνουνε τα κανάλια τους. Η ιστορία βάζει στους αγωνιστές την κάννη της στο κούτελο και τους ζητάει - πιεστικά και χωρίς αναβολές - το γράψιμό της. Δεν μπορείς να πεις "δεν έχω μελάνη". "Πάρε αίμα", θα σου φωνάξει. Πρέπει - οπωσδήποτε - να ολοκληρωθεί το "έργο". Να "παιχτούν" όλες οι πράξεις.

Κανένας δεν είναι - δεν πρέπει να είναι - αθώος. Και αυτός ξέρει τι θέλει από σένα, και συ ξέρεις τι θα σου ζητήσει. Μονομαχία στο όνομα της αλήθειας- και του ψέματος - γίνεται. Είσαι διατεθειμένος και προετοιμασμένος; Νικητής θα είναι αυτός που θα επιμείνει. "Τόπος στην οργή", εδώ δε χωράει. Με τα "λόγια" - και με τις εντυπώσεις - φτιάχνονται συνειδήσεις. Παίρνουν"εικόνες" από το χτες οι σημερινοί άνθρωποι. Φτιάχνουνε τις δικές τους προσλαμβάνουσες οι νέες γενιές. Δεν είναι μια κουβέντα, "έλα, στο πλατό, να τα πούμε". Είναι ιστορία!

Και την ιστορία, το ξέρεις, δεν την αποδίδεις με μυθεύματα. Δεν την εξηγείς με υποθέσεις. Δεν την ερμηνεύεις με μελοσυναισθήματα. Η ιστορία, θέλει ατράνταχτες λογικές. Απαιτεί και το σωστό και το λάθος. Και το δίκαιο και το άδικο. Μαζί της φτιάχνεται και ο άνθρωπος. Ποιος και από ποιον ζητάει"και την πίτα αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο"; Αυτός που ζητάει το ακατόρθωτο, ζητάει το τίποτα! Αλλο να μην κάνεις λάθη και άλλο να μην τα διορθώνεις!

Και, τέλος πάντων, μπορώ, να ρωτήσω, τι τρέχει; Είναι τυχαία, λες, όλα ετούτα τα "βιβλία", όλοι ετούτοι οι "συγγραφείς"; Ολος αυτός ο ψίθυρος, που αρχίζει - πάλι - να σηκώνεται σαν κουρνιαχτός; Τι γυρεύουν, τάχα, να κρύψουν μέσα στη σκόνη; Στη σκόνη που γίνεται λάσπη από τα δάκρυα των "μετανιωμένων". Δε σε βάζουν σε υποψίες όλες αυτές οι μαυροφορεμένες Μαγδαληνές; Πώς μπορούν να καταριούνται τις αγκαλιές και τα φιλιά που αντάλλαξαν με την αιωνιότητα; Δε μιλάω για προδοσία. Η λέξη δεν αποδίδει την τραγωδία τους!

Οταν σε καλεί ο "ανακριτής" για "υπόθεσή σου" στο πλατό και στα τυπογραφεία, ξέρεις - πολύ καλά - πως σε καλεί για να ομολογήσεις. Να του δώσεις "πληροφορίες" χρήσιμες. "Στοιχεία" που θα τα στρέψει εναντίον σου και εναντίον μας.

Δε σου ζητάω να αρνηθείς την κουβέντα γύρω από το σωστό και το λάθος. Σου ζητώ να μη θεωρήσεις - άκριτα - το λάθος δοσμένο, όπως αυτοί επιμένουν και έχουν τους λόγους τους να επιμένουν. Σου ζητώ να μη θεωρήσεις το λάθος - σώνει και καλά - ότι έγινε. Σου ζητώ - το κυριότερο - να απαιτείς να γίνεται ολοκληρωμένη η κουβέντα. Να μπαίνουν απάνω στο τραπέζι και τα αρνητικά και τα θετικά. Και σε αυτή την περίπτωση, με αυτή την αριθμητική, ούτε το Κόμμα, ούτε εσύ, ούτε - πολύ περισσότερο - η αλήθεια έχει να χάσει.


Για την Ευρώπη!

Στον φίλο μου Λ. Μ.

Παραμονή πρωτοχρονιάς! Το τραπέζι έλαμπε στολισμένο με κίτρινα και μοβ χρυσάνθεμα, με φρούτα, σταφύλια, κεράσια και τέτοια, που άλλες χρονιές τα βλέπαμε στο τραπέζι μας μόνο το καλοκαίρι. Οι ξεροί καρποί ζεστοί και φρέσκοι και τα μικρά ποτηράκια άστραφταν γεμάτα με τσίπουρο, αγορασμένο στον Τύρναβο. Στα επίσημα πιάτα ο πολίτικος παστουρμάς, μανούρι τρικαλινό, αφράτο, σταλμένο από έναν ξεχασμένο κουμπάρο. Και μέσα στη βαθιά πιατέλα ροδοκόκκινα τα τυροπιτάκια της μάνας, που ρέμβαζε βυθισμένη στην αμετάκλητη μοναξιά της, τυλιγμένη στη μαύρη της σάρπα, σύμβολο ενός περίεργου πένθους που συνοδεύει τις γυναίκες της προσφυγιάς, σχεδόν ολόκληρη τη ζωή τους. Γιατί, βλέπεις, οι πιο πολλές από αυτές έχασαν μέσα στη θανάσιμη προσφυγική πορεία κάποιον από τους παππούδες, τους πατεράδες, τους γιους, τ' αδέλφια ή τους συζύγους. Η κουβέντα που κυλιότανε εδώ και κει στην αρχή δεν είχε νόημα. Ηταν κουβέντα της "βεγγέρας", περί ανέμων και υδάτων, με άλλα λόγια. Για τον καιρό, για την αγορά, για τους νεκρούς της χρονιάς, τις σπουδές των παιδιών και τα πολλά διαζύγια και λίγο από "Ωνάσειο". Από δω το είχαμε, όμως, από κει το είχαμε φτάσαμε και στην Ευρώπη. Γκρίνιασε ο ένας, γκρίνιασε ο άλλος. Δυο τρεις έδειχναν ευχαριστημένοι και επιχειρηματολογούσαν γι' αυτό, φέρνοντας, μάλιστα, και παραδείγματα.

- Τι, δηλαδή, ξεφώνιζαν, είναι καλύτερα να απομονωθούμε; Να γίνουμε σαν την Αλβανία, να χάσουμε τις επιδοτήσεις, να ναυαγήσουν τα μεγάλα έργα; Να μας καθήσουν στο τέλος και καμιά δικτατορία.

- Ποια έργα μωρέ; Κραύγαζαν, με τα μάτια απαστράπτοντα από το τσίπουρο και την πολιτική οργή, οι άλλοι.

- Ποια έργα; Εννοείτε τις μεγάλες μίζες των ημετέρων;

Και όσο περνούσε η ώρα η κουβέντα έπαιρνε ύψος, οι φωνές κέρδιζαν σε ένταση και φορτία οργής.Τα επιχειρήματα όμως δεν ωρίμαζαν, έμεναν στο ίδιο επίπεδο, πλαδαρά, χωρίς ουσία. Τα μεγάλα έργα περιγράφονταν με καθαρές λέξεις και αποστομωτικές αναγωγές. Εμεναν εκεί, έννοιες κολλημένες στο τραπέζι, χωρίς να αναθεωρούν ή να στηρίζουν τα επιχειρήματα των μεν ή τα ξεσπάσματα των δε. Και το όνομα της Ευρώπης, έτσι κι αυτό περιφερόταν από στόμα σε στόμα για να ακούγεται απλώς σαν όνομα μιας χώρας άλλης ή σαν τοπερίεργο όνομα ενός θελκτικού θηλυκού. Πότε, δηλαδή, να θυμίζει τη γλαφυρή περιγραφή του Ηροδότου: "... τη γαρ Ασίην και τα ενοικέοντα ένθεα βάρβαρα οικηιεύνται οι Πέρσαι, τη δε Ευρώπην και το Ελληνικόν ήγηνται κεχωρίσθαι". Και πότε πάλι τον ίδιο τον συγγραφέα να περιγράφει: "... ες Τύρον προσσχόντας αρπάσαι του βασιλέος τη θυγατέρα Ευρώπην... ".

Μια στο καρφί και μια στο πέταλο, με άλλα λόγια. Από τη μια να φαίνεται η Ευρώπη των αριθμών, της αφηρημένης προστασίας και του μεγάλου πονετικού αδελφού. Η Ευρώπη της απαντοχής και της καταφυγής, της προσδοκίας και των μεγάλων υποσχέσεων. Και από την άλλη η Ευρώπη της μοχθηρίας, η Ευρώπη μέγκενη, της καταπίεσης και των παμφάγων αφεντικών, της αρπαγής και των υπεξαιρέσεων. Ωσπου κάποια στιγμή έσβησαν τα φώτα και η τηλεόραση, μονίμως πλέον αναμμένη στο καλό δωμάτιο των ελληνικών σπιτιών, κάτι ανάμεσα σε παραδοσιακό τζάκι ή κεντρική θέρμανση, άρχισε να μετράει 10,9,8...1,0, μπαμ. Παρών τελικά ο καινούριος χρόνος. Αγλαϊσμένα πρόσωπα, συγκινημένες καρδιές. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, ευχόμενοι τα γνωστά και τα αιώνια. Και η Ευρώπη;

Ωρα δύο και κάτι, βγήκα στη βεράντα να πάρω κάτι από τον αέρα της φρέσκιας χρονιάς. Ο δρόμος κάτω πνιγμένος στα αυτοκίνητα και στις ηχητικές τους προκλήσεις. Δίπλα μου ο καλός μου φίλος βρήκε ευκαιρία να επιχειρηματολογήσει: "Να η απόδειξη"! Και εννοούσε, φυσικά, πως όλα εκείνα τα θορυβώδη και τα πανηγυρικά, τα απαστράπτοντα και τα στιλπνώδη, όλος εκείνος ο ανέμελος κόσμος, περιηγητής της νύχτας και ανιχνευτής κάθε νυχτερινής ασέλγειας, όλο εκείνο, τέλος πάντων, το νέφος της αναγεννημένης αμαρτίας και του εξέχοντος τζόγου, της ερωτικής απροφυλαξίας και της πολιτικής άγνοιας, όλα μαζί και πολλά άλλα, ήταν το δώρο της Ευρώπης. Οι χυμοί της αρπαγής ενός μυθικού θηλυκού ή αλλιώς η σκιά της προστασίας ενός γεωγραφικού δέοντος!

Ε όχι, λοιπόν, καλέ μου φίλε. Εγώ δεν εννοώ να παίξω με αριθμούς. Δε στρέχω να ανταλλάξω την αλήθεια της Ιστορίας με ύποπτες συμφωνίες. Με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να συμφωνήσω με το δικό σου το πλαδαρό επιχείρημα που μου το κρεμάς πάνω από το κεφάλι μου σαν να είναι το σπαθί του Δαμοκλή, αυτό το εφιαλτικό επιχείρημα που ούτε λίγο ούτε πολύ λέει, πως ή με το λύκο θα πάω, για να γίνω προσφάι αυτού του θλιβερού μοναχικού ζώου, ή θα πάω με τον καλό μου ποιμένα, για να εξασφαλίσω τις ευτελείς μου προοπτικές μέσα στην περισπούδαστη μάντρα του Μάαστριχτ. Μαζί κι εγώ με τους άλλους αμνούς, πειθαρχικός και πρόθυμος, σιωπηλός και υποτονθορύζων, δίπλα στη θαλπωρή των ισχυρών, των εχόντων και των δυναμένων. Οχι, καλέ μου φίλε, δεν μπορώ να συμφωνήσω με όσα προσπάθησες να μου φυτέψεις στο πρωτοχρονιάτικο αυτί μου. Και απορώ πώς εσύ, μελετητής της Ιστορίας ακούραστος και της τέχνης δεινός εξηγητής, πώς εσύ, θύμα του απλήρωτου επιστημονικού σου μόχθου, πώς εσύ, τέλος πάντων, που όργωνες τα πεζοδρόμια, με σηκωμένη γροθιά και το κόκκινο φουλάρι γύρω από το λαιμό, αφήνεις την καρδιά σου να χτυπάει στο ρυθμό του ταμπούρλου που κρατάνε στα χέρια τους οι αδηφάγοι μαγαζάτορες της Εσπερίας. Ασε, σε παρακαλώ, κατά μέρος το παραμύθι των επιδοτήσεων. Ας πούμε πως έχεις δίκιο, όταν λες πως το χάσμα που αφήνουν πάνω στο ελληνικό χώμα οι ξεριζωμένες ελιές, γεμίζει με "άνθη". Ας πιστέψουμε πως όλ' αυτά δουλεύουν για ένα μέλλον σίγουρο και ανθόσπαρτο. Αυτό όμως είναι τελικά το μεδούλι της Ιστορίας που πίναμε τόσα χρόνια; Τα φτωχά μας τα όνειρα, έτσι τα είχαμε εκτιμήσει, σε ECU και σε EUROq; Τις χλαμύδες που ειρωνευόμασταν, όταν ήμασταν επαναστάτες, θα τις ανταλλάξουμε με τις "ρεντικότες" του Ααχεν; Τα ωραία μας ελληνικά, που σπέρναμε πάνω σε κρυμμένα χαρτιά και στις τρυφερές καρδιές των μαθητών μας, θα τα ανταλλάξουμε με τα φράγκικα; Φαίνονται απλοϊκά αυτά που γράφω. Θα γελάς και μαζί με σένα θα γελάνε και άλλοι. Μα τα γράφω, γιατί θέλω να πω πως αυτό που λέμε Ευρώπη δεν είναι μια απλή υπόθεση αριθμών και κοινών νομισμάτων. Είναι υπόθεση της ίδιας της ζωής μας. Δεν μπορούμε να γίνουμε Ευρωπαίοι, αν δεν την πετάξουμε αυτή τη ζωή "... στα σκουπίδια πλάι... " που λέει και το λαϊκό άσμα! Καταλαβαίνεις τώρα, γιατί με βρίσκεις αντίθετο, κάθε φορά που μου μιλάς για την Ευρώπη; Δε διαλέγω την απομόνωση, φίλε μου. Την πονεμένη μου ζωή θέλω να διαφεντέψω, όπως το σπούδασα στα βιβλία και το δίδαξα στους άλλους!

Ε όχι, λοιπόν, καλέ μου φίλε. Εγώ δεν εννοώ να παίξω με αριθμούς. Δε στρέχω να ανταλλάξω την αλήθεια της Ιστορίας με ύποπτες συμφωνίες. Με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να συμφωνήσω με το δικό σου το πλαδαρό επιχείρημα που μου το κρεμάς πάνω από το κεφάλι μου σαν να είναι το σπαθί του Δαμοκλή, αυτό το εφιαλτικό επιχείρημα που ούτε λίγο ούτε πολύ λέει πως ή με το λύκο θα πάω, για να γίνω προσφάι αυτού του θλιβερού μοναχικού ζώου, ή θα πάω με τον καλό μου ποιμένα, για να εξασφαλίσω τις ευτελείς μου προοπτικές, μέσα στην περισπούδαστη μάντρα του Μάαστριχτ



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ