Οπως έχουμε προαναφέρει, η δημοσιονομική πολιτική των κυβερνήσεων Τρικούπη οδήγησε στο μεγάλο εξωτερικό δανεισμό της χώρας, στην οικονομική της χρεοκοπία και στο Διεθνή Οικονομικό της Ελεγχο από το ξένο κεφάλαιο. Ο εκσυγχρονισμός - έστω και κουτσουρεμένος - που επιχειρήθηκε εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από εσωτερικούς πόρους με την οικονομική καθυστέρηση που υπήρχε. Ούτε βεβαίως η αστική τάξη ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί των κερδοσκοπικών της επιδιώξεων και να χρηματοδοτήσει ανορθωτικές προσπάθειες που θα τη βοηθούσαν προοπτικά. Ετσι το κόστος του όποιου εκσυγχρονισμού ρίχτηκε ουσιαστικά στις πλάτες του λαού, ο οποίος πλήρωσε εξ ολοκλήρου τα σπασμένα της δασμολογικής πολιτικής του Τρικούπη, που έπληττε τη λαϊκή κατανάλωση, της φορολογικής πολιτικής του (σημειωτέον ότι οι έμμεσοι φόροι που το 1871 αντιπροσώπευαν το 39% των συνολικών φορολογικών εσόδων, έφτασαν στα 1895 να αντιπροσωπεύουν το 64,5%, ενώ η φορολογία του κεφαλαίου ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη) και των δανείων που σύναψε.
Από το 1879 έως το 1893 η Ελλάδα σύναψε 9 δάνεια από το εξωτερικό, εκ των οποίων τα 8 ήταν επίτευγμα των κυβερνήσεων του Τρικούπη. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα δάνειο κάθε ενάμιση χρόνο. Το ονομαστικό ποσό αυτών των δανείων έφτασε συνολικά τα 640 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Δεδομένου όμως ότι η τιμή εκδόσεως ήταν κατά μέσο όρο 72,68%, στη χώρα έφτασαν τα 465,2 εκατομμύρια. Η διαφορά αυτή ανάμεσα στην τιμή έκδοσης και στην ονομαστική τιμή των δανείων ήταν όντως πολύ μεγάλη. Υψηλός ήταν επίσης και ο ονομαστικός τόκος δανειοδότησης και ο πραγματικός ακόμη υψηλότερος. Πάντως με μέσο τόκο 5% και μέσο ποσοστό χρεολυτικών πληρωμών 0,5%, η Ελλάδα μέσα σε μια δεκαετία είχε επιστρέψει στους δανειστές της αυτά που πραγματικά είχε δανειστεί. Εντούτοις στο τέλος της δεκαετίας αυτής το χρωστούμενο κεφάλαιο είχε μειωθεί ελάχιστα (μόλις 5%). Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι οι τόκοι και τα χρεολύσια έφταναν τα 40 εκατομμύρια δρχ. το χρόνο.
Οι συστηματικοί δανειστές της Ελλάδας, που κατά κανόνα αγόραζαν ελληνικά χρεόγραφα εκδιδόμενα σε ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, ήταν οι οίκοι "Hampro" του Λονδίνου, το "Comptoir d' Escompt" του Παρισιού (με υποδιοικητή τον φίλο του Συγγρού Α. Βλαστό) και η "National bank Fur Deutschland" του Βερολίνου, με τους οποίους είχαν στενότατες σχέσεις και συνεργασία οι Ελληνες κεφαλαιούχοι. Ενα σεβαστό επίσης ποσό δανείων καλυπτόταν από Ελληνες κεφαλαιούχους του εσωτερικού και του εξωτερικού. Ξεχωριστό ρόλο σ' αυτή την υπόθεση είχε παίξει ο Α. Συγγρός, που μέσω της τράπεζάς του, της Ηπειροθεσσαλίας, αλλά και της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως διευκόλυνε Ελληνες που επιθυμούσαν να αγοράσουν ελληνικά χρεόγραφα. Μελετητές του θέματος υπολογίζουν ότι σε χέρια Ελλήνων κεφαλαιούχων βρίσκονταν χρεόγραφα που αντιπροσώπευαν από το 15% έως το 30% του συνολικού ποσού των δανείων που έλαβε η χώρα.
Σημαντικός όμως ήταν και ο εσωτερικός δανεισμός του ελληνικού κράτους, που αντιπροσώπευε το ποσό των 211 εκατομμυρίων δρχ. και ήταν ίσος με τις δαπάνες δύο προϋπολογισμών του κράτους.
Με δεδομένο ότι έως το 1879 η Ελλάδα αποκλειόταν από τα χρηματιστήρια της Ευρώπης (λόγω του μη διακανονισμού των δανείων της ανεξαρτησίας και των δύο πτωχεύσεών της, το 1826 και το 1843) και λαμβανομένου υπόψιν της οικονομικής της καθυστέρησης και της μόνιμα ετοιμόρροπης δημοσιονομικής της κατάστασης, προκαλεί με μια πρώτη ματιά έκπληξη το γεγονός πως οι ευρωπαϊκοί χρηματιστηριακοί κύκλοι της άνοιξαν τις πόρτες, προχώρησαν σε διακανονισμό των παλιών της χρεών και τη δάνειζαν με εκπληκτική προθυμία. Στην πραγματικότητα βεβαίως το φαινόμενο δεν είναι καθόλου περίεργο, αφού σε κείνες τις συνθήκες κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος χώρες σαν την Ελλάδα, με καθυστερημένες κοινωνικοοικονομικές δομές, ήταν ιδανικές για ανάπτυξη κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη που τα επιτόκια στην Ευρώπη ήταν κάτω από 2%, στην Ελλάδα έφταναν το 8% με 9%. Ακόμη οι όροι του δανεισμού ήταν τέτοιοι που οι Ευρωπαίοι κεφαλαιούχοι και Ελληνες συνάδελφοί τους μπορούσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα - μιας δεκαετία το πολύ - να πάρουν πίσω τα κεφάλαιά τους, που έδωσαν σε δάνεια και από εκεί και πέρα να εισπράττουν καθαρό κέρδος, ξεζουμίζοντας τον ελληνικό λαό.
Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με τη χαμηλή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην Ελλάδα, την κερδοσκοπία του κεφαλαίου σε βάρος του ελληνικού λαού, την οικονομικοπολιτική εξάρτηση, την οποία ενέτεινε ο υπέρογκος δανεισμός ήταν οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στην τρίτη κατά σειρά πτώχευση της χώρας, το 1893, και στη συνέχεια στην επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Ο έλεγχος αυτός από παλιά αποτελούσε αίτημα των κεφαλαιούχων δανειστών της χώρας και πραγματοποιήθηκε, όπως το ώριμο φρούτο πέφτει από το δέντρο, ως αποτέλεσμα της ήττας της Ελλάδας στον πόλεμο με την Τουρκία (1897), αφού αυτός ο πόλεμος ήταν ό,τι χρειαζόταν για να καμφθούν οι εσωτερικές αντιδράσεις στην ξένη απροκάλυπτη επικυριαρχία. Για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 έχουν γραφεί πολλά. Εχει χαρακτηριστεί ως πόλεμος - φιάσκο που προετοιμάστηκε από τη Γερμανία και τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, σε συνεργασία με το ελληνικό παλάτι, με προεξοφλημένη την ήττα της Ελλάδας, για να επιβληθεί ο Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Η προσέγγιση αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα, αν ρίξει κανείς μια ματιά στις εξελίξεις που οδήγησαν στην ελληνοτουρκική σύρραξη, αλλά και σ' αυτές που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκειά της, καθώς και σ' ό,τι επακολούθησε μετά την ήττα, σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά των μεγάλων δυνάμεων. Η Ελλάδα πάντως με διακοίνωσή της από τις 29 Απριλίου/11 Μαϊου 1897 εναπέθεσε τις τύχες της στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία, Ιταλία και Αυστρία), από τις οποίες και ζήτησε να μεσολαβήσουν για τη σύναψη ανακωχής και ειρήνης με την Τουρκία. Κι αυτές ανταποκρίθηκαν κατά τον τρόπο που νόμιζαν. Πατώντας πάνω στην ήττα της χώρας, την υποχρέωσαν να πληρώσει πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία ύψους 4 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών (95 εκατομμύρια χρυσά φράγκα), ποσό που μόνο μέσω δανεισμού μπορούσε να εξευρεθεί. Υστερα, ως "καλοί φιλέλληνες" προθυμοποιήθηκαν να παραχωρήσουν αυτό το δάνειο με αντάλλαγμα το Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο της χώρας μας. Ετσι στην προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης που ετοίμασαν (6/18 Σεπτεμβρίου 1897) στο άρθρο 2, όρισαν τα εξής: "Ο σχετικός διά την διευκόλυνσιν της ταχείας πληρωμής της αποζημιώσεως διακανονισμός θέλει γίνη τη συναινέσει των Δυνάμεων κατά τρόπον μη θίγοντα κεκτημένα δικαιώματα των παλαιών δανειστών της Ελλάδας, κατόχων ομολογιών του ελληνικού δημοσίου χρέους. Προς τον σκοπόν τούτον θέλει ιδρυθή εν Αθήναις Διεθνής Επιτροπή εξ αντιπροσώπων των μεσολαβησασών δυνάμεων. Η ελληνική κυβέρνησις θέλει επιτύχη την ψήφισιν νόμου εγκριθέντος προηγουμένως υπό των Δυνάμεων κανονίζοντος την λειτουργίαν της Επιτροπής και δυνάμει του οποίου η είσπραξις και διάθεσις προσόδων επαρκών διά την υπηρεσίαν του Δανείου της πολεμικής αποζημιώσεως και των άλλων εθνικών χρεών θα τεθή υπό τον απόλυτον έλεγχον της Επιτροπής" ("Ιστορία του Ελληνικού Εθνους", Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΔ, σελ. 164).
Τον Οκτώβρη του ίδιου έτους έφτασαν στην Αθήνα οι απεσταλμένοι των μεγάλων δυνάμεων για τις σχετικές διαπραγματεύσεις και στις 21/2/1898 ψηφίστηκε από την Ελληνική Βουλή ο νόμος που προέβλεπε η προαναφερόμενη συμφωνία (Νόμος ΒΦΙΘ), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από τις 28/4/1898. Η επίσημη ονομασία του οργανισμού για τον έλεγχο αρχικά ήταν Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου. Ενα χρόνο μετά, όμως, υπήρξε μετονομασία επί το... ευπρεπέστερον και ο οργανισμός αποκλήθηκε Διεθνής Οικονομική Επιτροπή. Στην ιστορία όμως, αλλά και στη συνείδηση του ελληνικού λαού τα αρχικά ΔΟΕ καταγράφηκαν ως Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος.
Βάσει του παραπάνω νόμου, η Ελλάδα παραχώρησε στο ΔΟΕ τις εξής πηγές εσόδων: Τα μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, σιγαρόχαρτου, Ναξίας σμύριδος. Σε περίπτωση δε που δεν αρκούσαν αυτές οι πηγές εσόδων, στο ΔΟΕ εκχωρούνταν και οι ακόλουθες: Δασμοί των τελωνείων Λαυρίου, Πατρών, Βόλου και Κέρκυρας. Τέλος στο ΔΟΕ δόθηκε επίσης και η εποπτεία των δημοσίων υπηρεσιών που ήταν αρμόδιες για την είσπραξη των εκχωρηθέντων εσόδων. Ετσι οι προσλήψεις, οι απολύσεις, οι μεταθέσεις και οι προαγωγές των υπαλλήλων αυτών των υπηρεσιών ήταν κάτω από την έγκριση του ΔΟΕ.
Μόλις ρυθμίστηκε το ζήτημα του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, οι μεγάλες δυνάμεις έδωσαν την έγκρισή τους και η Ελλάδα μπόρεσε να συνάψει δάνειο 170 εκατομμυρίων φράγκων που χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη της πολεμικής αποζημίωσης προς την Τουρκία, για την κάλυψη του ελλείμματος της χώρας και για την εξόφληση του κυμαινόμενου χρέους σε χρυσό. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ο Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος της χώρας κράτησε σχεδόν μισό αιώνα, ως τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι παλιότερες γενιές σίγουρα θυμούνται την ένδειξη ΔΟΕ στα σπίρτα τουλάχιστον. Οι νεότερες γενιές απλώς μαθαίνουν. Αναμφίβολα όμως, μεγαλύτερη αξία έχει όλοι μαζί, είτε από πείρα, είτε από γνώση, είτε και από τα δύο μαζί, να βγάζουμε τα κατάλληλα συμπεράσματα για το παρόν και το μέλλον. Κι αν σε ορισμένους από μας η ιστορία του τότε μας δημιουργεί συνειρμούς που σχετίζονται με το σήμερα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιστορία στα όρια του ίδιου κοινωνικού συστήματος επαναλαμβάνεται είτε σαν τραγωδία είτε σαν φάρσα, ενώ σε κάθε περίπτωση η επανάληψή της αποτελεί δράμα γι' αυτούς που καλούνται να πληρώσουν το λογαριασμό. Κι αυτοί δεν είναι άλλοι από τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία.
Τα κείμενα έγραψε ο Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Είναι γεγονός ότι η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου πάνω στην ελληνική οικονομία συνδέεται με την εποχή των κυβερνήσεων του Χ. Τρικούπη, αφού κατά τη διάρκειά τους συνάφθηκαν σχεδόν όλα τα δάνεια της χώρας, που την οδήγησαν στη χρεοκοπία και πλήρη εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο. Η αστική βεβαίως ιστοριογραφία, βλέποντας μεροληπτικά αυτή την περίοδο και παραποιώντας χοντροκομμένα τα ιστορικά γεγονότα, έχει συνδέσει το όνομα του Τρικούπη με την απαρχή και θεμελίωση του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού αστικού εκσυγχρονισμού της χώρας, χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου για την ποιότητα και το χαρακτήρα αυτών των αλλαγών, αλλά και το κόστος τους, το οποίο πλήρωσε εξ ολοκλήρου και στο ακέραιο ο ελληνικός λαός. Αναμφίβολα επί Χ. Τρικούπη έγιναν κάποιες σημαντικές αλλαγές στη συνολική εικόνα της χώρας (λέμε σημαντικές, αν ληφθεί ως μέτρο σύγκρισης η παρελθούσα κατάσταση). Εντούτοις επρόκειτο για ασφυκτικά επιτακτική απαίτηση των καιρών, τα αποτελέσματα της οποίας δεν ήταν τόσο συγκλονιστικά, όσο παρουσιάζονται. Ουσιαστικά ήταν αστικοδημοκρατικά ανολοκλήρωτα βήματα προς τα μπροστά που δεν έθιγαν σε τίποτα τα συμφέροντα των ιθυνουσών τάξεων και των ξένων συμμάχων τους, αντίθετα τα ευνόησαν στο έπακρο - προσαρμόζοντας την ελληνική οικονομία στις παγκόσμιες εξελίξεις εκείνης της εποχής, ενισχύοντας τον εξαρτημένο - συμπληρωματικό χαρακτήρα της στα πλαίσια του διεθνούς καπιταλισμού.
Είναι ευρύτερα γνωστό ότι από τα 1873 το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, που μέχρι τότε κινούνταν στη βάση του ελεύθερου ανταγωνισμού, μπήκε σε μια βαθιά κρίση. Η κρίση, που κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1890, επιτάχυνε τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα την εμφάνιση των καρτέλ και την ανασυγκρότηση όλων των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων στη βάση ενός νέου υψηλότερου επιπέδου συσσώρευσης του κεφαλαίου και της κυριαρχίας των μονοπωλίων (Βλέπε: Σπ. Μαγκλιβέρα: "Ο κρατικός τομέας της οικονομίας στην Ελλάδα και η κρίση", σελ. 64-65). Η πραγματικότητα αυτή δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την ελληνική κοινωνία. Αντίθετα η καθυστέρηση που παρουσίαζε η χώρα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και ο εξαρτημένος χαρακτήρας της οικονομίας της έδιναν τη δυνατότητα στο ξένο και ντόπιο κεφάλαιο για επικερδείς παρασιτικές, κυρίως, δραστηριότητες στο έδαφός της, για φόρτωμα δηλαδή των δικών κρισιακών προβλημάτων στις πλάτες του ελληνικού λαού και ταυτόχρονα υπογράμμιζαν την ανάγκη να πραγματοποιηθούν κάποια βήματα εκσυγχρονισμού, η καθυστέρηση των οποίων δεν μπορούσε πλέον να συνεχίζεται. Ετσι εξηγείται το γεγονός ότι οι ξένοι χρηματιστηριακοί κύκλοι δάνειζαν με καταπληκτική ευκολία τον Τρικούπη, έτσι εξηγείται το γεγονός ότι από το 1873 και μετά μια σειρά Ελληνες μεγαλοεπιχειρηματίες της διασποράς μετέφεραν μέρος ή το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στη χώρα, υπό αυτό το πρίσμα ερμηνεύεται η κάποια βιομηχανική ανάπτυξη που παρουσιάζεται από το 1870 και ύστερα, στη βάση αυτών των δεδομένων μπορούν να αναζητηθούν και οι αιτίες που οδήγησαν στην εμφάνιση κάποιων συγκοινωνιακών έργων υποδομής (χάραξη δρόμων, στρώσιμο σιδηροδρόμων, κατασκευές λιμανιών, διώρυγα Κορίνθου κτλ.) που αποσκοπούσαν στο άνοιγμα των εσωτερικών αγορών και στη διευκόλυνση του διαμετακομιστικού εμπορίου ντόπιου και ξένου. Τέλος απόρροια αυτής της κατάστασης ήταν και οι εκσυγχρονισμοί που έλαβαν χώρα στο εποικοδόμημα. Η οικονομική δραστηριότητα του κεφαλαίου βάζει αναμφίβολα σφραγίδα σε όλες τις επιμέρους εξελίξεις.
Είναι γεγονός ότι από το 1870 και μετά παρουσιάζεται στην Ελλάδα μια δειλή ανάπτυξη της βιομηχανίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ενώ το 1867 υπήρχαν στη χώρα 22 εργοστάσια με ιπποδύναμη 300 ατμόιππους, το 1889 έφτασαν τα 145 με ιπποδύναμη 8.568 ατμόιππους (Βλέπε: "Ιστορία του Ελληνικού Εθνους", Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΔ, σελ. 55). Η ανάπτυξη αυτή δε σήμαινε και πολλά πράγματα, αν και φαίνεται σημαντική δεδομένης της ασήμαντης βιομηχανικής ανάπτυξης των προηγούμενων χρόνων. Με βάση περίπου μηδέν το 1850 και με πληθυσμούς ελάχιστα μεγαλύτερους του ελληνικού, η Πορτογαλία είχε το 1880 60.000 ατμόιππους, η Δανία 90.000, η Ελβετία 230.000 και η Σουηδία 310.000 (στο ίδιο). Το κύριο πάντως χαρακτηριστικό στη βιομηχανική ανάπτυξη αυτής της περιόδου - και ιδιαίτερα στο διάστημα 1880-1890 - δεν είναι τόσο η αύξηση του αριθμού των βιομηχανιών (εκτός από τις αλευροβιομηχανίες που υπερδιπλασιάστηκαν), αλλά η διατήρηση, η ενίσχυση και η μεγέθυνση όσων υπήρχαν. Βεβαίως, κεφάλαια στην Ελλάδα μπήκαν και μάλιστα πολλά - τόσο ελληνικά όσο και ξένα - που όμως δεν πήγαν στη βιομηχανική ανάπτυξη, αλλά διοχετεύτηκαν σε πιο επικερδείς κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Χαρακτηριστική είναι η συμπεριφορά των Ελλήνων κεφαλαιούχων της διασποράς που, όπως προαναφέραμε, από το 1873 και μετά μετέφεραν μέρος ή το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους στη χώρα (Συγγρός, Μελάς, Μπαλτατζής, Μαυρογορδάτος, Παπούδωφ, Θεολόγος, Βούρος, Δρακούλης, Σκουλούδης, Καραπάνος καθώς και οι Ζαφίρης, Ζάππας, Ροδοκανάκης, Σκυλίτσης, Ζαφειρόπουλος, Στεφάνοβικ και άλλοι, που αν και κρατάνε τις έδρες τους στο εξωτερικό, αναπτύσσουν οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα). Οι επιχειρηματίες αυτοί - πολλοί εκ των οποίων θεωρούνται ακόμη και στις μέρες μας εθνικοί ευεργέτες - βρίσκονταν σε στενή σύνδεση με τους ευρωπαϊκούς μεγαλοχρηματιστικούς οίκους (π. χ. τον οίκο "Hampros" του Λονδίνου, το "Comtoir National d' Escompte" του Παρισιού, όπου υποδιοικητής ήταν ο φίλος του Συγγρού, Βλαστός κ. ο. κ.) και με την είσοδό τους στον ελλαδικό χώρο φρόντισαν να κερδοσκοπήσουν και τίποτα περισσότερο. Ετσι απέφυγαν να τοποθετήσουν κεφάλαια στη βιομηχανία και ανέπτυξαν δραστηριότητα στο χρηματοπιστωτικό τομέα (από το 1867 έως το 1880 δημιουργήθηκαν 15 νέα πιστωτικά ιδρύματα στη χώρα και από το 1880 έως το 1898 άλλα 6), στην εκτέλεση δημοσίων έργων, στους σιδηροδρόμους και στην κερδοσκοπική εκμετάλλευση της γης. Επίσης πρωταγωνίστησαν στην οργάνωση και πραγματοποίηση του συνόλου σχεδόν των εξωτερικών δανείων που σύναψε εκείνο το διάστημα η χώρα.
Ενδεικτικό του ρόλου που έπαιξαν στα ελληνικά πράγματα και του συντηρητισμού της τάξης τους είναι το γεγονός ότι εμπόδισαν τον αστικό εκσυγχρονισμό στο ζήτημα της γης, αφού μετατράπηκαν οι ίδιοι σε τσιφλικάδες, στέλνοντας στο καλάθι των αχρήστων το αστικοδημοκρατικό σύνθημα - όταν η αστική τάξη ήταν επαναστατική - για μοίρασμα των τσιφλικιών στους κολίγους. Ετσι με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Αρτας - και φυσικά με τη σύμφωνη γνώμη του Τρικούπη - έβαλαν στο χέρι τα μεγαλύτερα και περισσότερα τσιφλίκια ή με άλλα λόγια το 50%-64% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων αυτών των περιοχών, όχι βέβαια με σκοπό να αναπτύξουν την αγροτική οικονομία, αλλά για να κερδοσκοπήσουν (Βλέπε: Κ. Βεργόπουλου: "Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα", σελ. 121 κ. ά.). "Εάν επιβάλωμεν τη διανομή των κτημάτων εις τους καλλιεργητάς - έλεγε ο Τρικούπης στη Βουλή - θα εκδιώξωμεν εξ Ελλάδος το χρήμα των Ελλήνων του εξωτερικού". Και για να προσελκύσει αυτό το χρήμα τού παρέδωσε τα πάντα, ενώ οι νεοτσιφλικάδες αστοί φρόντισαν να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία που τους δόθηκε για να ενισχύσουν την κερδοσκοπία τους. Κέρδισαν από την κατάργηση της φορολογίας της δεκάτης επί των σιτηρών και από τους υπέρογκους δασμούς που επέβαλε ο Τρικούπης πάνω στις εισαγωγές σιτηρών. Κέρδισαν από την κατάργηση του τελωνείου Θεσσαλίας που διευκόλυνε τη μετακίνηση των νομάδων κτηνοτρόφων προς τους βοσκοτόπους των αστοτσιφλικάδων. Κερδοσκόπησαν επιφέροντας μείωση στις καλλιεργήσιμες
εκτάσεις σιτηρών, που είχε αποτέλεσμα την τεχνητή αύξηση της τιμής τους και την απελευθέρωση εκτάσεων για ενοικίαση στη νομαδική κτηνοτροφία.
Δε χωράει αμφιβολία ότι το ελληνικό κράτος που ιδρύθηκε μετά την επανάσταση ήταν ουσιαστικά προτεκτοράτο. Η πολυπόθητη ανεξαρτησία ήταν υπό την κηδεμονία των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, με πρωταγωνιστικό το ρόλο της πρώτης. Το φιλελεύθερο πνεύμα της επανάστασης δεν μπόρεσε να επικρατήσει στη μετεπαναστατική περίοδο και η ελληνική αστική τάξη λόγω του χαρακτήρα της συμβιβάστηκε γρήγορα - μέσα στη διάρκεια της επανάστασης - με τον κοτσαμπασισμό (στην πορεία σε πολλές περιπτώσεις συμφύεται μαζί του) με αποτέλεσμα οι αναγκαίες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που επέφεραν οι αστικές επαναστάσεις της Ευρώπης και ο αστικός τρόπος παραγωγής ουσιαστικά να αναβληθούν για πολλά χρόνια. Στην εξέλιξη αυτή συντέλεσαν αποφασιστικά οι εξής παράγοντες:
Η ελληνική επανάσταση ήταν εθνικοαπελευθερωτική. Το εθνικό πρόβλημα πρώτευε δυσκολεύοντας την αστική κοινωνική πρόοδο, παρά τις όποιες επιρροές από τη γαλλική επανάσταση. Από την άλλη η ελληνική αστική τάξη είχε ορισμένα βασικά - θεμελιώδη χαρακτηριστικά, που εκ φύσεως την οδηγούσαν στο συντηρητισμό. Οι κύριες οικονομικές της δραστηριότητές τόσο πριν το 1821 όσο και μετά βρίσκονταν στο εξωτερικό (στις ελληνικές παροικίες της Ρωσίας, της Αυστρίας, της Μολδοβλαχίας της Γερμανίας) και οι Ελληνες κεφαλαιούχοι συνεργάζονταν στενά με το ξένο κεφάλαιο - συμφύονται μαζί του - παίζοντας ουσιαστικά βοηθητικό - συμπληρωματικό ρόλο στις ανταλλακτικές σχέσεις Ευρώπης - Ανατολής. Ετσι δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι παραγωγικές σχέσεις στην Ελλάδα καθυστερούν, είναι σχεδόν αναλλοίωτες στη μετεπαναστατική περίοδο, ότι παρασιτισμός και κερδοσκοπία του κεφαλαίου δίνουν και παίρνουν, αφού αρχικά αναπτύσσεται το εμπορικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο και κατόπιν - προς εξυπηρέτηση των πιστωτικών αναγκών αυτού του κεφαλαίου - το χρηματιστικό, τραπεζιτικό κεφάλαιο, ενώ τελευταία και με πολύ αργά βήματα έρχεται η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας (βλέπε: Γ. Κορδάτου: "Εισαγωγή εις την ιστορία της Ελληνικής Κεφαλαιοκρατίας", σελ. 37 κ.ε.). Εκ των πραγμάτων λοιπόν η ελληνική αστική τάξη έχοντας στενές σχέσεις με το ξένο κεφάλαιο και διεθνή δραστηριότητα, ενδιαφερόταν κυρίως για την εξασφάλιση των κερδών της, ενώ οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές στη χώρα μας την απασχολούσαν στο βαθμό που ήταν απαραίτητες για την προώθηση των συμφερόντων της.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω επισημάνσεων δεν είναι καθόλου περίεργο το γεγονός ότι το εποικοδόμημα της μετεπαναστατικής ελληνικής κοινωνίας είναι άκρως συντηρητικό. Δημιουργήθηκε ένα απολυταρχικό μοναρχικό κράτος όπου η οργάνωσή του αφέθηκε σε έναν ξένο πρίγκιπα και μια ξένη κυβέρνηση. Τον Οθωνα συνόδευσε στην Ελλάδα ένα συμβούλιο αντιβασιλείας με πρόεδρο τον κόμη Αρμανσμπεργκ, που αποτέλεσε την πραγματική κυβέρνηση του τόπου. Βεβαίως δημιουργήθηκε για τους τύπους μια δήθεν ελληνική κυβέρνηση (Γραμματεία της Επικράτειας ονομάστηκε) που στην πραγματικότητα τα μέλη της εκτελούσαν χρέη διευθυντών υπουργείων. Στην πορεία βεβαίως πραγματοποιήθηκαν βήματα εκδημοκρατισμού, αλλά με πολύ αργούς ρυθμούς. Το πρώτο Σύνταγμα - που ήταν άκρως υπερσυντηρητικό - ήρθε μετά το κίνημα της 3ης Σεπτέμβρη 1843 και ο επί τω δημοκρατικότερον - αλλά πολύ ελλιπής - συνταγματικός εκσυγχρονισμός ακολούθησε 20 χρόνια μετά, το 1864, αφού είχε μεσολαβήσει με την εκθρόνιση του Οθωνα η πτώση της συνταγματικής μοναρχίας και η αντικατάστασή της με τη βασιλευομένη δημοκρατία. Ακόμη πιο αργά ήταν τα βήματα εισαγωγής του κοινοβουλευτισμού, αφού αυτός σταθεροποιείται και ο ρόλος του από εικονικός αποχτάει κάποια ουσιαστικά χαρακτηριστικά, επί Χ. Τρικούπη, από το 1875 και μετά. Αλλά και αυτή η αλλαγή στη συνέχεια φαλκιδεύεται με την εισαγωγή του δικομματισμού, όπου πάλι πρωταγωνιστεί ο Τρικούπης, από το 1880 και ύστερα.
Η Ελλάδα του 19ου αιώνα - όσον αφορά τη διεθνή της θέση - αναμφίβολα είναι ένας κρίκος στην αλυσίδα του γνωστού και πολυσυζητημένου Ανατολικού Ζητήματος, που ταλάνιζε τότε τις διεθνείς σχέσεις. Η θέση της αυτή δε θα αλλάξει μετά την επανάσταση. Εχει αντικειμενικά συμφέροντα μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία - που κατά ένα μέρος τους αποτελούν δίκαιες απαιτήσεις, στο βαθμό που συνδέονται με την απελευθέρωση των Ελλήνων της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης - και ελπίζει να τα ικανοποιήσει με την επικείμενη κατάρρευση της τελευταίας. Από την άλλη η συγκρότηση των άλλων εθνικών βαλκανικών κρατών αποτελεί φραγμό στις επιδιώξεις της - για εδαφική επέκταση και ιδιοποίηση μέρους της λείας του οθωμανικού κράτους - και παράγοντα έξαρσης του ελληνικού εθνικιστικού σοβινισμού. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, λόγω της φυσικής θέσης του ελληνικού κράτους, αλλά και του εξαρτημένου χαρακτήρα του, η Ελλάδα είναι υποχείριο των μεγάλων δυνάμεων και ιδιαίτερα της Αγγλίας, στον ανταγωνισμό τους πάνω στο ζήτημα της Ανατολής. Η στάση της Ελλάδας ετεροκαθορίζεται, ανάλογα με την πορεία αυτού του ανταγωνισμού και συχνά έχει καιροσκοπικό χαρακτήρα (π.χ. στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877, υποστηρίζοντας τα συμφέροντα της Αγγλίας, κράτησε επιφυλακτική στάση και μπήκε σ' αυτόν το Φλεβάρη του 1878, όταν ήταν πλέον αργά, με αποτέλεσμα να απορριφθούν δίκαιες διεκδικήσεις της από το συνέδριο του Βερολίνου και να της αποδοθούν το 1881 μόνο η Θεσσαλία και ο Ν. Αρτας, έναντι οικονομικών υποχρεώσεων προς την Τουρκία και αποζημίωσης των τουρκικών περιουσιών στις ανακτημένες περιοχές).
Η κυρίαρχη ιδεολογία του ελληνικού κράτους μετά την επανάσταση και από την εποχή του Οθωνα, έχει απόλυτη συνάφεια με το Ανατολικό Ζήτημα και συμπυκνώνεται στον πολύ γνωστό μας όρο "Μεγάλη Ιδέα". Εκ των πραγμάτων αυτός ο όρος περιέχει αντιφατικά πράγματα. Επρόκειτο για ένα κράμα δίκαιων απαιτήσεων - που συνδέονταν με την απελευθέρωση των Ελλήνων της Θεσσαλίας, της Κρήτης και της Ηπείρου - και εθνικιστικών σοβινιστικών αξιώσεων περί αναβιώσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η μείξη αυτή ήταν φυσική από μια άποψη, αφού οι δίκαιοι λαϊκοί πόθοι εκ των πραγμάτων νοθεύονταν από τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου, το οποίο είχε τη δύναμη να δίνει το στίγμα της ιδεολογίας του στην όλη υπόθεση, να συγκαλύπτει και να δικαιολογεί την αντιδραστική πολιτική του, που καμία σχέση πλέον δεν είχε με τα πατριωτικά αισθήματα του λαού και τον προοδευτικό εθνισμό της αστικής τάξης, όταν αυτή ήταν επαναστατική.
Από την εικόνα που δώσαμε μέχρι στιγμής γίνονται εμφανή τα εξής αντιφατικά χαρακτηριστικά της μετεπαναστατικής ελληνικής κοινωνίας, που χαρακτηρίζουν την εξέλιξή της. Στα πλαίσιά της εξ αντικειμένου ασφυκτιούσε η ανάγκη για αστικοδημοκρατικό, πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό. Από την άλλη όμως, τροχοπέδη σ' αυτές τις εξελίξεις έμπαιναν τα συμφέροντα της ίδιας της αστικής τάξης, που επέβαλαν τα όποια βήματα προς ένα προοδευτικό εκσυγχρονισμό να είναι ελεγχόμενα και να μη διαταράσσουν τις συμμαχίες της, κυρίως με το ξένο κεφάλαιο.
Συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, αποτέλεσμα του οποίου ήταν - πέραν από την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων - η επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου της Ελλάδας από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η αστική ιστορική αρθρογραφία συνήθως επικεντρώνει την προσοχή της στο πολεμικό αποτέλεσμα της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τις κοινωνικοοικονομικές του επιπτώσεις. Πολλές φορές μάλιστα, για λόγους, δήθεν, εθνικού γοήτρου, το έτος 1897 περνάει στη λήθη ως μια μαύρη στιγμή της νεότερης ιστορίας μας. Στην πραγματικότητα όμως, μια τέτοια μεροληπτική αντιμετώπιση των ιστορικών γεγονότων αυτής της χρονιάς έχει άλλα, βαθύτερα, αίτια, που συνδέονται με τις εγγενείς αδυναμίες και το χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα. Για να μπορέσει κανείς να προσεγγίσει τις αιτίες που οδήγησαν στον Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο του 1897 θα πρέπει να αναζητήσει τις ρίζες τους στις κοινωνικοοικονομικές δομές του ελληνικού κράτους, όπως αυτό συγκροτήθηκε μετά την επανάσταση του 1821, σε συνδυασμό με τη διεθνή τότε θέση της χώρας και την πορεία ανάπτυξης των δυτικοευρωπαϊκών καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, που είναι άρρηκτα δεμένη με την εξέλιξη της ίδιας της ελληνικής αστικής τάξης.