Δεν υπάρχει καλό ή κακό, αυτά περνάνε στη σκιά. Δείτε πώς συμπεριφέρεται ο ίδιος ο δήμαρχος. Είναι γεωμέτρης στις κινήσεις του. Το στρατηγείο του είναι εγκατεστημένο εκεί που δοκιμάζεται η Αθήνα. Ο ίδιος αστράφτει πάντα μπροστά στα φλας και στήνει με επιμέλεια το σκηνικό του. Ξέρει πού βρίσκεται χωρίς να ξέρει πού πατάει. Γιατί εκεί που πατάει και δε βλέπει είναι το πίσω μέρος του δημαρχιακού μεγάρου, όπως το αποκαλεί, όπου ό,τι ώρα και να πάει κανείς βλέπει όχι μόνο χρήστες που παίρνουν τη δόση τους, αλλά και όλη την ανθρώπινη δυστυχία που συγκεντρώνεται εκεί.
Ο ουδέτερος άνθρωπος δεν πρέπει να βλέπει, η αλήθεια γι' αυτόν δεν είναι θέμα όρασης. Αλλά ακόμα κι αν μια φορά δει- στην καλύτερη των περιπτώσεων - αν, δηλαδή, ο ουδέτερος άνθρωπος παρακολουθήσει έναν χρήστη να παίρνει τη δόση του, είναι σίγουρο πως για το μόνο που θα τον παρακαλέσει είναι, μετά το τέλος της χρήσης, σαν σωστός Ευρωπαίος, να πετάξει την ένεσή του σ' ένα καλάθι αχρήστων, για να μη ρυπάνει το δρόμο.
Αναρωτιέμαι αν ο κόσμος βλέπει πως, ερήμην της Εκκλησίας και του γυαλιστερού καρτούν που την εκπροσωπεί, οι δικοί μας άγιοι, οι διακόσιοι της Καισαριανής, κατεβαίνουν την κλίμακα του Σιναΐτη και μας δίνουν το φιλί της ζωής. Αυτοί προκάλεσαν και προκαλούν το σκάνδαλο της ορθοστασίας μας και μας δίνουν δύναμη να συνεχίσουμε μέσα στον αόριστο χρόνο. Τη δύναμη να συνεχίζουμε μέσα στο κοιμητήριο, αυτό εξάλλου δε θέλουν;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καισαριανή. Είμαι γι' αυτό ιστορικά μνησίκακος. Χρωστάω, λοιπόν, μια απάντηση από εκείνη τη νύχτα της επίσκεψης Κλίντον. Αυτό που με ενόχλησε βαθιά ήταν η δήλωση ενός μεγαλόσχημου δημοσιογράφου ότι δυστυχώς η Αθήνα, εκείνο το βράδυ, θύμιζε Ιράν. Γυρνάω κι εγώ ανάποδα τη μικρή του αλήθεια μπροστά σε μια μεγάλη ομορφιά. Του χαρίζω τα ονόματα του Ισπαχάν και των μεγάλων ποιητών Ελ Γκαζαλί, Ομάρ Καγιάμ και Μελβανά Τζελαλουντίν Ρούμι.
Η έκδοση περιλαμβάνει κείμενα των Κ. Γεωργουσόπουλου, Α. Σολωμού, Μ. Πλωρίτη, πλήθος κριτικών και φωτογραφιών από ρόλους του. Η ιδιαίτερη γοητεία του βιβλίου βρίσκεται στον απολαυστικά «αυτοβιογραφικό» χαρακτήρα, που αποκτά με αφηγήσεις του Δημήτρη Χορν (επιλεγμένες από συνεντεύξεις) και με χειρόγραφά του. Αφηγήσεις και χειρόγραφα, που «ιστορούν» πολλά πρόσωπα και γεγονότα του θεάτρου μας, αλλά και αποκαλύπτουν τον άνθρωπο Δ. Χορν. Εναν άνθρωπο ευαίσθητο, σκεπτόμενο, με σεβασμό στις μεγάλες πνευματικές αξίες και ευφυέστατο, μοναδικής χάρης, χιούμορ - συχνότατα αυτοσαρκαστικό.
Παιδί του αυστριακής καταγωγής, γεννημένου στην Ελλάδα, δραματουργού Παντελή Χορν (από τους σπουδαίους πρωτεργάτες της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας), βαφτιστήρι της Κυβέλης, ο Δημήτρης Χορν γεννήθηκε στις 3/1921. Οκτώ μηνών πρωτοβγήκε στη σκηνή, «παίζοντας» στην αγκαλιά της Κυβέλης στο έργο του πατέρα του «Γειτόνισσες». Δίχρονος έπαιξε στην «Νταλμανοπούλα», επίσης του πατέρα του. Υστερα στην ιψενική «Νόρα».
Κι όμως, στις μαθητικές παραστάσεις, θυμόταν ο Δ. Χορν, «ήμουν ο τελευταίος των τελευταίων. Φαίνεται πως ήταν τέτοιο το χάλι μου, ώστε δε με βάζαν να παίζω παρά σε βουβές εικόνες». Στο σπίτι του, όμως, παρίστανε ό,τι έβλεπε στο θέατρο. Αγαπούσε και τη μουσική, αλλά «στάθηκε αδύνατο» να μάθει τις νότες. Του άρεσε, όμως, το τραγούδι κι έκανε μαθήματα φωνητικής.
«Εζησα πολύ φτωχά στα παιδικά μου χρόνια... Νομίζω πως έπαιξε ρόλο θετικό. Υπήρχε εποχή που τρυπούσαν τα παπούτσια μου κι έβαζα χαρτόνια από τσιγάρα για να τα κλείσω. Δε μ' έβλαψε σε τίποτα αυτό», διηγιόταν ο Δ. Χορν. Μαθητής του δημοτικού φανέρωσε το ραφινάτο κωμικό ταλέντο του, παίζοντας στο έργο «Βιολαντώ» το γελωτοποιό «Μπουμπουρίκο». Στα γυμνασιακά χρόνια, στο Κολέγιο Αθηνών, συμμετείχε στις μαθητικές παραστάσεις που ανέβαζε ο καθηγητής των Αγγλικών Κάρολος Κουν. Δεκατετράχρονος έπαιξε στη «Μαμά Κολιμπρί» του Μπατάιγ, πλάι στην Κοτοπούλη. Αυτή η παράσταση καθόρισε την επιλογή του: «Δεν πεθύμησα ποτέ να γίνω τίποτα άλλο από ηθοποιός».
Επί Μεταξά, δίνει εξετάσεις στη Σχολή του Εθνικού, απαγγέλλοντας τους απαγορευμένους «Μοιραίους» του Βάρναλη. Την επομένη, συναντά στο δρόμο τον Αιμίλιο Βεάκη (ήταν καθηγητής της σχολής), ο οποίος του λέει «Δεν ξέρεις πόσο μας δρόσισες απ' αυτή την ανομβρία».
Ευτύχησε να διδαχθεί το κλασικό θέατρο από μεγάλους δασκάλους - Παπαγεωργίου, Βεάκης, Μουζενίδης, Ροντήρης - στη σχολή του Εθνικού, όπου άρχισε η σταδιοδρομία του με την οπερέτα του Γ. Στράους «Νυχτερίδα». Το δεύτερο, επίσης τραγουδιστικό, ρόλο του, τον έπαιξε δίπλα στην πρωτοεμφανιζόμενη τότε «αποκάλυψη», την Μαρία Κάλλας. Το 1942 ακολούθησαν ρόλοι (τρίτοι και δεύτεροι) στο θίασο της Κοτοπούλη, που του 'λεγε «Τα ίσια σου πόδια σε μένα τα χρωστάς, γιατί ήσουν στραβοκάνης». Τη χρονιά αυτή κάνει και τον πρώτο του γάμο και το πρωταγωνιστικό του «άλμα» στις μουσικές κωμωδίες. Εγκαταλείπει, όμως, το είδος, ποθώντας να παίξει Σαίξπηρ, «κείμενα σπουδαία».
Και τα κατάφερε. Με το «σπαθί του», το μεγάλο ταλέντο, τη λάμψη, τη μοναδική σκηνική του χάρη. Ο ρόλος που περισσότερο αγάπησε, «γιατί είναι βαθιά μελαγχολικός», ήταν ο «Τρελός» στη σαιξπηρική «Δωδέκατη νύχτα», για τον οποίο έλεγε, αποκαλύπτοντας και την ψυχοπνευματική λειτουργία του: «Ενας ρόλος που δεν πρόδωσα, τον οποίο νομίζω ότι κάνω και στη ζωή. Νομίζω πως είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει. Ο μόνος ρόλος που δεν αισθάνομαι ενοχές απέναντί του».
Ο περιορισμένος χώρος μας δεν μπορεί να αναφερθεί στους μεγάλους ρόλους, στη «θεία προίκα» του, παρ' ό,τι ο Χορν, αμφιβάλλοντας πάντα για τον εαυτό του, έλεγε: «Δεν έχω το ταλέντο του πατέρα μου. Απ' τη μάνα μου έχω πάρει. Ηταν πάρα πολύ διασκεδαστική». Και στιχουργούσε: «Εκανα μια απόπειρα να γράψω στίχους. Μάταιη προσπάθεια. Αγονη η ψυχή,/ το πνεύμα στείρο!/ Η σιωπή είναι η καλύτερη συντρόφισσα. Τα λόγια που δεν μπορείς να/ αρθρώσεις μοιάζουν πλούσια όταν δεν ηχούν.../ Τι δύσκολο πράγμα η Σιωπή...». Και για την «απουσία» του από τη ζωή έγραφε: «Θα υπάρχω ως μακρινή ανάμνηση - ως μια γνωριμία που προσέφερε κάποιες ευκαιρίες για κρίσεις, συγκρίσεις, παραδείγματα προς αποφυγήν. Ενας συμπαθής εφιάλτης! Ο Χορν - θα λες - θεός σχωρέσ' τον, ήταν υποφερτός, ανυπόφορος!...».