Γλυκό φράουλα. Θα χρειαστούμε: Ενάμισι κιλό φράουλες, ένα κιλό ζάχαρη, ένα ποτήρι νερό, ένα κουταλάκι χυμό λεμονιού και τέσσερα λεμόνια για το μαρινάρισμα. Θα πλύνουμε τις φράουλες και θα τις καθαρίσουμε με προσοχή για να μη λιώσουν. Στύβουμε τα λεμόνια. Σε μια πιατέλα βάζουμε τις φράουλες και τις ραντίζουμε με χυμό λεμονιού και τις αφήνουμε έτσι για τρεις ώρες. Σε μια κατσαρόλα θα βάλουμε τη ζάχαρη με το νερό, θα ανακατέψουμε στην αρχή για να διαλυθεί η ζάχαρη και την αφήνουμε να δέσει. Τότε θα στραγγίσουμε τις φράουλες από το λεμόνι και τις ρίχνουμε μέσα στο σιρόπι να βράσουν για επτά περίπου λεπτά. Θα τραβήξουμε από τη φωτιά την κατσαρόλα, θα βγάλουμε με μια τρυπητή κουτάλα τις φράουλες και θα ξαναβάλουμε το σιρόπι στη φωτιά μέχρι να δέσει καλά. Θα ξαναρίξουμε τις φράουλες και, αφαιρώντας ένα αφρό που θα σχηματιστεί, με την τρυπητή πάντα κουτάλα, θα προσθέσουμε ένα κουταλάκι χυμό λεμονιού και θα το αφήσουμε να πάρει δυο τρεις βράσεις. Θα προσθέσουμε ένα κουταλάκι χυμό λεμονιού και αφού πάρει μια δυο βράσεις το κατεβάζουμε και το αφήνουμε να κρυώσει. Μετά θα το σερβίρουμε στο βάζο και θα το βάλουμε στο ψυγείο. Εδώ που τα λέμε, δεν ήταν και πολύ δύσκολο.
...έτσι το έσκασε απ' το σπίτι του ο μικρός ποντικός Φριχτούλης, «με λαχτάρα και αγωνία για να δει πώς είναι ο κόσμος παραέξω από τη γωνία». Κι άρχισε την περιπλάνησή του ανάμεσα σε βιαστικούς ανθρώπους, πολυσύχναστους δρόμους και μπόλικη σκόνη, κάτω από το άγρυπνο μάτι της γατίσιας αστυνομίας. «Το ταξίδι του Φριχτούλη» είναι ένα όμορφο και τρυφερό παραμύθι γραμμένο από τον Γιάννη Ξανθούλη. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Και από το δράκο στο Δάσος! Ασφαλώς και δε θα έχετε ξεχάσει το μικρό ελαφάκι, το Μπάμπι. Από τότε όμως που τον είδαμε τελευταία φορά, ο Μπάμπι μεγάλωσε, παντρεύτηκε και απέκτησε τον Μπάμπι τον δεύτερο. Μα, όταν πεθαίνει ξαφνικά η μητέρα του, ο Πρίγκιπας αναθέτει στη σοφή κουκουβάγια να του βρει την κατάλληλη ελαφίνα για να αναθρέψει το παιδί του. Οχι ότι δε θα ήθελε ο ίδιος να ασχοληθεί με το μικρό του ελαφάκι, αλλά, βλέπετε, έχει τόσες πολλές δουλιές στο δάσος που δεν του περισσεύει στιγμή. Πού να τα προλάβει όλα. Ομως, ο νεαρός Μπάμπι 2, καθώς μεγαλώνει, αποφασίζει να κάνει ό,τι μπορεί για να αποδείξει στον πατέρα του ότι είναι αντάξιός του. Και θα το επιτύχει τόσο, που ο Μεγάλος Πρίγκιπας του δάσους θα εντυπωσιαστεί από την εξυπνάδα και την αποφασιστικότητα του μικρού. Το ελκυστικό παραμύθι «Ο Μπάμπι 2: ο πρίγκιπας του δάσους» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Το Αδριάνειο Υδραγωγείο, σε εικόνα του 1997 |
Το παίρνουμε από τον κεντρικό σταθμό της Ομόνοιας και προχωρούμε χωρίς εμπόδια στον προορισμό μας. Το βαγόνι είναι σχεδόν πάντα γεμάτο με ανθρώπους λογιών λογιών, που τίποτα δεν τους εμποδίζει, εθνικότητα, ήθη, θρησκεία, να συνταξιδεύουν φιλικά διακείμενοι ο ένας προς τον άλλο. Βέβαια, κάποτε μέσα από τούτο το ανθρώπινο χαρμάνι ακούγεται κάποιος να λέει ότι χάθηκε το πορτοφόλι του και ...να φωτογραφίζει τους αλλοδαπούς για το πάθημά του. Ως ένα βαθμό δεν έχει άδικο, όμως έχουμε και τους δικούς μας επιδέξιους πορτοφολάδες! Με τα φώτα αναμμένα βγαίνει από το τούνελ ο συρμός και το φως της μέρας είναι μια ανακούφιση για το επιβατικό κοινό. Στους επόμενους σταθμούς ως τα Κάτω Πατήσια, οι πιο πολλοί που κατεβαίνουν είναι ξένοι με πλεονάζοντες τους Αλβανούς, αλλά και οι έγχρωμοι δεν είναι λιγοστοί. Οι ξένες παροικίες αυξάνουν και πληθύνονται. Τα Κάτω Πατήσια της αστικής κοινωνίας, όπως και η Κυψέλη παλιά, που για τον μεροκαματιάρη δεν υπήρχε πρόσβαση, έχουν ...αλωθεί από φτωχούς μετανάστες! Στον Αγιο Ελευθέριο και τα Ανω Πατήσια οι ξένοι λιγοστεύουν. Η ...άρια φυλή υπερτερεί!
Η ονομασία Ποδαράδες δεν πιστεύω να προήλθε από την ταλαιπωρία των προσφύγων που περπατούσαν χιλιόμετρα για να πάνε στη δουλιά τους, υπάρχει και η εκδοχή ότι η περιοχή αυτή ονομάστηκε έτσι στην αρχαιότητα επειδή οι κάτοικοί της ...ένιπταν τα πόδια στους στον ποταμό Ποδονίφτη, του οποίου το όνομα έφερε η Νέα Φιλαδέλφεια πριν μετονομαστεί! Αντε τώρα να βρεις την αλήθεια!
Του Ποδαράδες τους γνώρισα σε πολύ μικρή ηλικία, καθώς οι γονείς μου είχαν συγγενείς στο συνοικισμό και νιώθανε την επιθυμία να τους βλέπουν τακτικά. Το ίδιο κι εκείνοι, παρά τις δυσκολίες της συγκοινωνίας κατέβαιναν τακτικά στην Κοκκινιά και γινόταν του Κουτρούλη το πανηγύρι με τα εξαδελφάκια μου.
Αυτά σε ό,τι αφορά τον παλιό καλό καιρό. Σήμερα ο συνοικισμός δε διακρίνεται πουθενά. Σπάνια θα συναντήσει ο επισκέπτης κάποιο απομεινάρι του. Τα σπιτάκια της «αποκατάστασης», όλα ομοιόμορφα κεραμιδοσκέπαστα, με βασικά υλικά κατασκευής την πέτρα, την ξυλεία, το κεραμίδι, έχουν κατεδαφιστεί και στη θέση τους υψώνονται τα τσιμεντένια κλουβιά της απομόνωσης και της εξάλειψης της γειτονιάς. Η συνοικία ενωμένη ολόγυρα με τις άλλες δεν παρουσιάζει τίποτα το ξεχωριστό, μόνον οι ονομασίες των πόλεων διαφέρουν. Εκείνο που εντυπωσιάζει στην περιοχή είναι τα μισογκρεμισμένα εργοστάσια, όπως του Μποδοσάκη και άλλα που έπαψαν να λειτουργούν από ετών, με αποτέλεσμα τα παραγωγικά χέρια να βρίσκονται σε αδράνεια και το σαράκι της ανεργίας να ροκανίζει ψυχές. Αυτά σε μια πόλη που έσφυζε από ζωή και κίνηση και στην αγορά της δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έρχονταν να κάνουν τα ψώνια τους από γειτονικές συνοικίες, μα και μακρινές.
Το ρέμα του Ποδονίφτη, όπως ήταν το 1994 |
Η Νέα Ιωνία που περιτριγυριζόταν από πευκοδασύλλια, μια φορά κι έναν καιρό, σήμερα δεν μπορεί να υπερηφανεύεται για το πράσινό της. Να υπερηφανευτεί για το πλήθος των γιωταχί της, ναι! Είναι τόσα πολλά, που οι κάτοχοί τους δυσκολεύονται να βρουν μια πατημασιά γης να τα παρατήσουν. Πάλι καλά, θα πει κανείς σε σχέση με άλλες συνοικίες της Αθήνας, όπου η κατάσταση είναι εξωφρενική! Δίνονται μάχες για μια θέση παρκαρίσματος!
Αυτά εν ολίγοις από τον άλλοτε προσφυγικό συνοικισμό, που στέγασε τους καταπονημένους ομοεθνείς που ρίζωσαν και πρόκοψαν με την εργατικότητά τους στον τόπο αυτό στους πρώην Ποδαράδες!
Χάθηκαν οι παλιές οι γειτονιές... |
Σήμερα, τα αυτοκίνητα και οι πολυκατοικίες έχουν πνίξει την περιοχή και τους κατοίκους της |