Ο «Ρ» δημοσιεύει σήμερα τις τοποθετήσεις στην ημερίδα των: Σπύρου Χαλβατζή, Βασίλη Παπαζάχου, Γιώργου Γιώγου, Χρήστου Τελιώνη, Γιάννη Σταυρόπουλου και Χρήστου Σελιανίτη
Αυτά ήταν τα βασικότερα ζητήματα που τροφοδότησαν μια μεστή και ουσιαστική συζήτηση κατά τη διάρκεια της Ημερίδας, που διοργάνωσε την περασμένη Τετάρτη σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας η Κομματική Οργάνωση Αθήνας του ΚΚΕ με θέμα «Συνέπειες του σεισμού της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 στο λαό του Λεκανοπεδίου - Ευθύνες των κυβερνήσεων - Μέτρα για την αντισεισμική θωράκιση».
Η ανάγκη παρέμβασης του μαζικού λαϊκού κινήματος και η διαμόρφωση ενός μετώπου πάλης, τόσο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των σεισμοπλήκτων, όσο και για την αντισεισμική θωράκιση της χώρας, αναδείχτηκε ως κυρίαρχο ζήτημα κατά τη διάρκεια της ημερίδας.
Οπως χαρακτηριστικά τόνισε στην εισαγωγική ομιλία ο Σπύρος Χαλβατζής, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ: «Θεωρούμε ότι είναι επιτακτικά αναγκαίο να διαμορφωθεί ένα μέτωπο πάλης των πιο πλατιών δυνάμεων του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, της επιστημονικής κοινότητας, από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, από τους πληγέντες, ώστε πολλά από τα σημερινά προβλήματα να αντιμετωπιστούν άμεσα, αλλά κυρίως να μπουν στέρεες βάσεις για την αντισεισμική θωράκιση, αλλά και προστασία του λαού από κάθε φυσικό φαινόμενο».
Σκοπός της Ημερίδας δεν ήταν η απλή καταγραφή της σημερινής άθλιας πραγματικότητας που βιώνουν χιλιάδες σεισμόπληκτοι της Αττικής ή ακόμα ένας τραγικός απολογισμός όσων δεν έκανε - αλλά υποσχέθηκε - η κυβέρνηση. Κυρίως, πραγματοποιήθηκε για να βοηθήσει να κατατεθούν προτάσεις από ειδικούς επιστήμονες και τεχνικούς, από οικοδόμους, από πληγέντες, από επαγγελματοβιοτέχνες που επλήγησαν και αυτοί και οι επιχειρήσεις τους, από εκπροσώπους κοινωνικών φορέων.
Και πράγματι η Ημερίδα αποτέλεσε ένα αποφασιστικό βήμα, ώστε στο κέντρο της προσοχής να μπουν τα πραγματικά προβλήματα που έχουν σχέση με το τεράστιο αυτό πρόβλημα της αντισεισμικής θωράκισης και της αποκατάστασης των σεισμοπλήκτων. Μακριά από τις ανούσιες δικομματικές αντιπαραθέσεις και προεκλογικού τύπου φιέστες που διοργανώθηκαν και θα διοργανώσουν στο πλαίσιο της προεκλογικής επικοινωνιακής τακτικής τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ.
Ο «Ρ» παρουσιάζει, σήμερα, αποσπάσματα ορισμένων από τις παρεμβάσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της Ημερίδας. Αυτό δε σημαίνει ότι όσες τοποθετήσεις δε δημοσιεύονται δεν ήταν αξιόλογες και ενδιαφέρουσες. Απλώς, ο περιορισμένος χώρος της εφημερίδας δεν επιτρέπει να παρουσιαστούν τα πλήρη πρακτικά της Ημερίδας, που όμως θα κυκλοφορήσουν σύντομα από την Κομματική Οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ.
Ετσι, σήμερα δημοσιεύουμε τις τοποθετήσεις των: Σπ. Χαλβατζή, Β. Παπαζάχου, Γ. Γιώγου, Χρ. Τελιώνη, Γ. Σταυρόπουλου, Χρ. Σελιανίτη.
Εκτενή αποσπάσματα από την εισηγητική ομιλία του Σπ. Χαλβατζή στην ημερίδα για τους σεισμούς, που διοργάνωσε η ΚΟΑ του ΚΚΕ
O Σπύρος Χαλβατζής |
Θεωρούμε- συνέχισε - ότι είναι επιτακτικά αναγκαίο να διαμορφωθεί ένα μέτωπο πάλης των πιο πλατιών δυνάμεων του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, της επιστημονικής κοινότητας από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, από τους πληγέντες, ώστε πολλά από τα σημερινά προβλήματα να αντιμετωπιστούν άμεσα, αλλά κυρίως να μπουν στέρεες βάσεις για την αντισεισμική θωράκιση, αλλά και προστασία του λαού από κάθε φυσικό φαινόμενο.
Το ΚΚΕ στάθηκε κοντά στους πληγέντες. Τους κάλεσε να αυτοοργανωθούν, να δράσουν, να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, για καλύτερη διαβίωση και με τη δημιουργία Επιτροπών κατά Καταυλισμό, κατά Συνοικία, Δήμο και Περιοχή. Ηδη έχουν συγκροτηθεί σύλλογοι που παλεύουν για την επίλυση των προβλημάτων. Η συσπείρωση και η πάλη τους, μαζί με τις ταξικές οργανώσεις της εργατικής τάξης και άλλων φορέων του μαζικού κινήματος, είναι βασικός όρος για να εφαρμοστούν λύσεις που θα αντιμετωπίζουν ουσιαστικά τα προβλήματα.
Τα μέτρα για τους σεισμοπαθείς, που μέχρι σήμερα έχουν υλοποιηθεί από την κυβέρνηση, εξακολουθούν να είναι μέτρα πρώτης ανάγκης, αποσπασματικά, όχι ολοκληρωμένα, χωρίς κοινωνικά κριτήρια και προτεραιότητες.
Η κυβέρνηση οργανώνει προεκλογικές φιέστες. Την ίδια στιγμή που:
Εάν πιστεύει σ' αυτό, θα έπρεπε να δεχτεί την πρόταση: «Οι σεισμοπαθείς να δώσουν στην κυβέρνηση αυτά που δικαιούνται και να αναλάβει το κράτος την ανακατασκευή των κατεστραμμένων κτιρίων». Αρνήθηκε αυτή την πρόταση, ακόμη και σε κατασκευές του ΟΕΚ. Γνωρίζει καλά ότι το κόστος της ανακατασκευής και επισκευής είναι περίπου ενάμισι έως δύο φορές μεγαλύτερο.
Παράλληλα με αυτήν την πρακτική της κυβέρνησης, στα άμεσα προβλήματα των πληγέντων υπάρχει τεράστια καθυστέρηση, στη βάση δηλαδή της αντισεισμικής προστασίας και θωράκισης της χώρας και ειδικά των πιο επικίνδυνων περιοχών.
Η αντισεισμική θωράκιση της χώρας απαιτεί ολοκληρωμένο σχεδιασμό. Ενα συνολικό σχέδιο πρέπει να περιλαμβάνει τα παρακάτω ειδικά μέτρα:
Δεν μπορεί να επαφίεται στον απαράμιλλο και υπεράνθρωπο αλτρουισμό των δυνάμεων της Πυροσβεστικής και των ειδικών δυνάμεών της η αντιμετώπιση αυτών των εκτάκτων καταστάσεων. Απαιτείται η ηθική, υλική και επιστημονική ενίσχυση όλου αυτού του δυναμικού.
Μια τέτοιου είδους πολιτική δεν προσφέρεται για ψηφοθηρία, γι' αυτό και δεν εφαρμόζεται. Απαιτεί τη μαζική και οργανωμένη παρέμβαση των εργαζομένων για την επιβολή της.
Για την ανεύρεση και παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων μέχρι σήμερα δεν έχουμε παρά μόνον πράξεις εντυπωσιασμού, που επαναλαμβάνονται μετά από κάθε καταστροφή. Είναι αποπροσανατολιστικές, γιατί περιορίζουν την ευθύνη όλων των κυβερνήσεων για τις τεράστιες καταστροφές.
Βασικό ζητούμενο κατά την άποψη του ΚΚΕ είναι ένα συνολικό σχέδιο αντισεισμικής θωράκισης της χώρας. Η έξαρση του φαινομένου τα τελευταία χρόνια επιβάλλει να παρθούν μακροπρόθεσμα μέτρα αντιμετώπισή τους. Η αντισεισμική θωράκιση της χώρας, η προστασία των κατοίκων και της περιουσίας τους από τους σεισμούς είναι ζωτικής σημασίας έργο υποδομής. Μεγάλα έργα δεν είναι μόνο οι δρόμοι και οι γέφυρες. Χρήματα υπάρχουν. Οι πόροι από την ΕΕ, όπως από το Γ` ΚΠΣ, τους οποίους έχει πληρώσει πολλαπλάσια ο λαός μας, πρέπει να κατευθυνθούν σ' ένα σημαντικό τους ποσοστό σε αυτόν το στόχο.
Ο Σπ. Χαλβατζής στη συνέχεια αναφέρθηκε στα μέτρα που πρέπει να παρθούν στην κατεύθυνση της αντισεισμικής προστασίας. Συγκεκριμένα, τόνισε ότι:
Απαιτείται:
Υπάρχουν σοβαρά προβλήματα που σχετίζονται με τον τρόπο που γίνονται οι επισκευές των χτυπημένων κτιρίων. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν πλήρη τεχνικά πλαίσια επισκευής των κτιρίων. Γίνονται επισκευές πρόχειρες, ακόμα και χωρίς συμμετοχή μηχανικών, πράγμα επικίνδυνο. Πολλοί προχωρούν έτσι γιατί θέλουν να πουλήσουν αυτά τα σπίτια ή διαμερίσματα. Τέτοιες πρόχειρες ενέργειες έγιναν ακόμα και σε σχολικά κτίρια.
Σοβαρά προβλήματα έχουν οι αλλοδαποί εργαζόμενοι που θέλουν τη στήριξη του μαζικού και ειδικά του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης, του κρατικού μηχανισμού, του ίδιου του πρωθυπουργού, είναι καθημερινές. Μοιράζουν υποσχέσεις και ελπίδες για να κερδοσκοπήσουν πολιτικά και από το σεισμό.
Η άμεση και ουσιαστική επίλυση των μεγάλων προβλημάτων των σεισμοπαθών, αλλά και η γενικότερη αντισεισμική θωράκιση της χώρας, απαιτούν μια άλλη πολιτική. Μια πολιτική που δε θα εμπορευματοποιεί τα κοινωνικά αγαθά, δε θα υποτάσσει το συλλογικό συμφέρον των εργαζομένων στο βωμό των κερδών της ολιγαρχίας και των πολυεθνικών. Αντίθετα, θα βάζει στο κέντρο τον εργαζόμενο άνθρωπο και τις ανάγκες του. Θα διαθέτει τους απαιτούμενους πόρους για την προστασία της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, την προστασία της περιουσίας και της ζωής των εργαζομένων.
Μόνο η συλλογική δράση των εργαζομένων μπορεί να επιβάλει μια τέτοια πολιτική προς όφελός τους.
Το ΚΚΕ θα συνεχίσει την προσπάθεια και την πάλη του για την ενίσχυση αυτής της κατεύθυνσης.
Ο Βασ. Παπαζάχος στο βήμα της ημερίδας |
Θα εξηγήσω τι μπορεί να δώσει η επιστήμη πρακτικώς χρήσιμο. Κάθε επιστήμονας όταν μιλάει γι' αυτά τα θέματα οφείλει να μην εκφράζει μόνο τη δική του άποψη, αλλά γενικά τη δεσπόζουσα διεθνώς επιστημονική γνώμη. Αυτό που προκύπτει από τα συνέδρια, όπου πολλοί επιστήμονες έχουν μία αντίληψη. Τι προκύπτει από τις δημοσιεύσεις σε διεθνή περιοδικά, και να εκφράζει αυτό, ούτως ώστε και ο ίδιος να είναι σίγουρος. Γιατί και εμείς οι επιστήμονες αυτά που λέμε καμιά φορά, έχουν και υποκειμενισμούς.
Ο σεισμός έχει ορισμένα χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι ότι, ο σεισμός, θέλουμε - δε θέλουμε, θα γίνει. Δεν είναι σαν τη φωτιά που αν προσέξουμε δε θα ανάψει. Είναι ένα φυσικό φαινόμενο που δεν μπορούμε να το σταματήσουμε. Ακόμα κι αν μπορούσαμε δε θα μας συνέφερε, γιατί αποτελεί μέρος της φυσικής διαδικασίας εξέλιξης του πλανήτη μας. Είναι η ίδια διαδικασία που έκανε τον πλανήτη φιλόξενο για μας. Και δεύτερον, δεν απειλούμαστε άμεσα από το σεισμό. Απειλούμαστε έμμεσα από τα δικά μας δημιουργήματα. Απ' τα κτίριά μας, απ' τις γέφυρές μας κλπ. Αρα, εφόσον απειλούμαστε από τα δικά μας δημιουργήματα, μπορεί να ελεγχθεί το αποτέλεσμα του σεισμού.
Τώρα, από επιστημονικής πλευράς, τι μπορούμε να κάνουμε για την ώρα. 'Η αν κάνουμε μια λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια, τι μπορούμε να κάνουμε. Το πρώτο που μπορούμε να κάνουμε ικανοποιητικά, είναι να καθορίσουμε σε κάθε τόπο ποιες είναι οι αναμενόμενες σεισμικές κινήσεις, ούτως ώστε ο μηχανικός να κάνει αντίστοιχες τις κατασκευές. Το πρόβλημα όπως το θέτω είναι λίγο εύκολο για τον εξής λόγο. Γιατί πρέπει να προβλέψω ποια κίνηση αναμένουμε στη Δυτική Αττική, σε ποιο χρονικό διάστημα και το χρονικό διάστημα που είναι ο χρόνος ζωής των κατασκευών. Δηλαδή τις τρεις παραμέτρους. Το μέγεθος του σεισμού. Τη θέση και το χρόνο, ο χρόνος γίνεται ευρύτερος, ο μηχανικός δεν ενδιαφέρεται πότε θα γίνει ο σεισμός. Ενδιαφέρεται όσο ζει το κτίριο, τι δύναμη θα δεχτεί. Αρα, λοιπόν, σ' αυτό το ερώτημα, υπάρχει ικανοποιητική απάντηση. Η απάντηση αυτή συνεχώς βελτιώνεται, συλλέγονται καινούρια στοιχεία και απόδειξη αυτού αποτελεί ο καινούριος αντισεισμικός κανονισμός, ο οποίος βέβαια είναι έργο και των σεισμολόγων και των μηχανικών και παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια.
Δεύτερον, υπάρχει η αντίληψη ότι οι σεισμολόγοι δεν μπορούν να πουν τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Αυτό είναι μια λανθασμένη θέση, εξαιρετικά λανθασμένη. Και εξαιρετικά επικίνδυνη. Το πρόβλημα το οποίο ακούτε συνέχεια να συζητιέται είναι ο αντισεισμικός κανονισμός. Και αυτό είναι καλό. Ο αντισεισμικός κανονισμός όμως καλύπτει το 1,5 % του δομημένου συστήματος. Με το υπόλοιπο τι κάνουμε; Αν δεχτούμε ότι επιστημονικά δεν κάνουμε τίποτα, δεν υπάρχει καμία γνώση, αλλά μπορούμε μόνο τεχνολογικά να το αντιμετωπίσουμε, είναι πολύ δύσκολο. Τι θα κάνουμε; Θα ελέγξουμε όλα τα κτίρια σε όλη την Ελλάδα; Τα ιδιωτικά, τα δημόσια. Δηλαδή, θα έχουμε τόσο μεγάλες δαπάνες που δεν μπορεί να τις αντέξει η χώρα;
Η απάντηση των επιστημόνων που διεθνώς ισχύει, είναι ότι, ναι μεν δεν μπορούμε να κάνουμε ακριβή πρόγνωση του χώρου, του χρόνου και του μεγέθους του σεισμού, ώστε να πούμε στους κατοίκους μιας περιοχής: «θα γίνει ο σεισμός την τάδε μέρα, βγείτε έξω από τα σπίτια σας και ξαναμπείτε μέσα». Τέτοια γνώση δυστυχώς δεν υπάρχει προς το παρόν. Μπορούμε όμως να κάνουμε εκτιμήσεις, να μην τις πω προγνώσεις, για το πού περιμένουμε σεισμό τα επόμενα πέντε χρόνια με υψηλή πιθανότητα. 'Η αν θέλετε να το πω καλύτερα, μπορεί η πολιτεία, αν ήθελε, να ενισχύσει περισσότερο την έρευνα προς αυτήν την κατεύθυνση. Να ασκήσει έτσι μια ενεργή αντισεισμική πολιτική και όχι μια παθητική αντισεισμική πολιτική. Θα μπορούσε να προωθήσει την έρευνα, ούτως ώστε να ανασκουμπωθούν όλοι οι σεισμολόγοι και να δώσουν ολική απάντηση σ' αυτό το ερώτημα. Γι' αυτό έκανα ειδικό έγγραφο προς τον Οργανισμό Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας και του πρότεινα οι σεισμολογικοί φορείς της χώρας, πέραν της ελεύθερης έρευνας που κάνουν, να επικεντρώσουν στο πρόβλημα.
Η δική μου θέση είναι ότι είμαστε πολύ κοντά ή αν θέλετε θα είμαστε σε σύντομο χρονικό διάστημα, και σε πιο σύντομο ακόμα αν η πολιτεία το υιοθετούσε αυτό, σε θέση τέτοια ούτως ώστε να γνωρίζουμε πού περιμένουμε σεισμούς τα επόμενα τρία χρόνια. Αντί να ψάξουμε το δομημένο σύστημα σε όλη την Ελλάδα, που θα είναι πολύ δύσκολο, θα εστιάσουμε τα μέτρα ετοιμότητας στις συγκεκριμένες περιοχές και θα έχουμε ικανοποιητικότατες λύσεις. Θα ελέγξουμε τα σχολεία, θα κατεδαφίσουμε εκείνα τα οποία είναι ακατάλληλα, θα ενισχύσουμε τα υπόλοιπα, θα ελέγξουμε τα νοσοκομεία, ακόμα και τα ιδιωτικά έργα, τα μεγάλα ξενοδοχεία, αν απειλείται μια περιοχή. Και επομένως, θα έχουμε μια λύση στο πρόβλημα. Ομως, αυτό απαιτεί μια διαφορετική αντισεισμική πολιτική από τώρα και πέρα.
Το 226 π.Χ. είχε γίνει ένας σεισμός στη Ρόδο, εγώ τον εκτιμώ σε μέγεθος 7 Ρίχτερ. Οι Ρόδιοι ήταν τόσο πολύ ευφυείς που μάζεψαν τόσα πολλά λεφτά από όλους τους γείτονές τους και έκαναν μια Ρόδο τελείως διαφορετική από την προηγούμενη. Αυτό είναι ένα παράδειγμα που αξιοποιήθηκε η καταστροφή σε θετική κατεύθυνση.
Και θα σας πω τώρα ένα εντελώς αντίθετο παράδειγμα. Κοντά στα Τρίκαλα υπάρχει ένα μοναστήρι που έπαθε ζημιά από ένα σεισμό το 1544. Οι Τούρκοι τότε έδωσαν άδεια επισκευής στην οποία αναγράφουν: «θα το ξαναφτιάξετε ακριβώς όπως ήταν τη στιγμή που το βρήκε ο σεισμός».
Αυτά τα δύο παραδείγματα έχουν άμεση πρακτική σημασία. Η αντίληψη ότι πρέπει να επανέλθουν τα κτίρια - και δυστυχώς εφαρμόζεται αυτή - όπως ήταν πριν το σεισμό.
Ας βρει η κυβέρνηση από κάπου αλλού χρήματα και ας τα ρίξει στον τομέα της προστασίας. Κοινωνικά θα έχει μεγαλύτερη προσφορά. Αλλά δυστυχώς ισχύει η αντίληψη των Τούρκων για το μοναστήρι! Να επαναφέρουμε τα κτίρια εκεί που ήταν. Δηλαδή, να τα ξαναβρεί καινούριος σεισμός και να τα ξανακαταστρέψει. Δεύτερον, η ευκαιρία αυτή που μας δίνεται, που ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι έχει αξιοποιηθεί, εμείς να μην την εκμεταλλευτούμε.
Συνεπώς, από επιστημονικής πλευράς, θέλω να πω ότι υπάρχει δυνατότητα αυτή τη στιγμή επιστημονικά να αλλάξει η αντισεισμική πολιτική της χώρας μας. Και από παθητική αντισεισμική πολιτική, που είναι αυτή τη στιγμή, να γίνει ενεργητική.
Δυστυχώς, αυτή η πρόταση που έχω κάνει κατά καιρούς με έγγραφα και την οποία στηρίζουν και άλλοι σεισμολόγοι, δε γίνεται αποδεκτή από την πολιτεία, από την εξουσία. Και δε γίνεται αποδεκτή γιατί δημιουργεί ευθύνες.