ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 31 Δεκέμβρη 2004
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ
Ποιος απ' τους προστάτες θα μας προστατέψει...
  • Αποκαλυπτική Εκθεση του «Συνηγόρου του Πολίτη» συμπυκνώνει όλες τις καταγγελίες σε βάρος αστυνομικών, από το 1998
  • Πώς «ελέγχτηκαν» και πώς εμπλουτίστηκε το γνωστό «αρχείο»...

Αστυνόμευση με βάση στερεότυπα. Ασκηση βίας, κατακριτέα ακόμα και από αστικούς θεσμούς. Αδιαφάνεια στο καθεστώς ελέγχου τέτοιων περιστατικών, όσων τελοσπάντων καταγγέλλονται από τα θύματα. Παράκαμψη στοιχείων που ενοχοποιούν τους θύτες. Ατιμωρησία τους ή ελαφρές - ελαφρότατες - κυρώσεις. Φόβος των καταγγελλόντων για αντίποινα εκ μέρους της ΕΛ.ΑΣ.

Ο λεγόμενος Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ) από την έναρξη ήδη της λειτουργίας του (το 1998), δεν έπαψε να δέχεται καταγγελίες πολιτών (πρόσφατα έφτασαν τις 176) για αστυνομικές αυθαιρεσίες. Τις διερεύνησε και κατέληξε (τον Ιούλη 2004) στη σύνταξη μιας πολυσέλιδης «Ειδικής Εκθεσης» με θέμα «Πειθαρχική - διοικητική διερεύνηση καταγγελιών σε βάρος αστυνομικών υπαλλήλων».

Από την εισαγωγή της ακόμα, σημειώνεται ότι «η συμπεριφορά κάποιων στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. υπερβαίνει τα όρια της έλλειψης επαγγελματισμού και εισέρχεται σαφώς στο χώρο όχι απλώς του υπηρεσιακώς αντικανονικού αλλά και αυτής καθ' εαυτής της παραβατικότητας». Οι συντάκτες του κειμένου αναφέρονται «ιδίως στον σκοτεινό, εν πολλοίς, αριθμό παραβατικών συμπεριφορών που εκδηλώνονται κατά την επαφή του απλού πολίτη - και σε βάρος των δικαιωμάτων αυτού - με ενέργειες αστυνόμευσης, ιδίως δε με τη μορφή της αδικαιολόγητης προσφυγής σε μέτρα φυσικού καταναγκασμού».


Οι συνηθέστερες περιπτώσεις καταγγελιών αφορούν στη συμπεριφορά αστυνομικών κατά τη διενέργεια ελέγχων, κατά την προσαγωγή πολιτών για εξακρίβωση σε αστυνομικά τμήματα, καθώς και κατά την κράτηση των προσαχθέντων πολιτών σε αυτά. Επίσης, σε αρκετές αναφορές καταγγέλλεται παραβίαση ασύλου κατοικίας, παραβίαση της εμπιστευτικότητας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και μεροληπτική ή πλημμελής άσκηση των καθηκόντων των αστυνομικών οργάνων.

Αστυνομικοί έχουν κατηγορηθεί για «παράνομη προσφυγή στο μέσο του φυσικού καταναγκασμού, είτε κατ' ευθεία παράβαση του νόμου - είτε, συνηθέστερα, λόγω κακής χρήσης της διακριτικής τους ευχέρειας να κρίνουν το ενδεδειγμένο τέτοιου μέσου (λ.χ. αυθαίρετος χαρακτηρισμός του καταγγέλλοντας ως ύποπτου, αυθαίρετη δέσμευση με χειροπέδες, υπέρβαση των ορίων άσκησης δικαιολογημένης βίας, αναίτια προσαγωγή στο Τμήμα παρά την επίδειξη αστυνομικής ταυτότητας κ.ο.κ.)».

Γίνεται λόγος για «ελαφρά ή και βαρύτερη μορφή βιαιοπραγίας, απειλές, ενίοτε μάλιστα ένοπλες, χλευασμούς, ειρωνείες, φραστικές επιθέσεις ή και εξύβριση. Αντίστοιχες συμπεριφορές καταγγέλλονται κατά την προσαγωγή για εξακρίβωση σε αστυνομικά Τμήματα, καθώς και κατά την κράτηση των προσαχθέντων πολιτών σε αυτά, ενώ δε λείπουν και οι καταγγελίες για ιδιαίτερα βάναυσες ή προσβλητικές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας συμπεριφορές αστυνομικών οργάνων κατά το στάδιο αυτό της αστυνομικής δράσης. Σε αρκετές δε αναφορές καταγγέλλεται, επίσης, η πλημμελής άσκηση καθηκόντων κατά τις συνήθεις συναλλαγές αστυνομικών οργάνων με τους πολίτες (καταβολή προστίμου, επικύρωση εγγράφων, καταγραφή περιστατικών στο δελτίο συμβάντων, άρνηση χορήγησης έγγραφης απάντησης)».

»Συχνά, τέλος, οι αναφορές εγείρουν ζητήματα νομιμότητας των αστυνομικών ενεργειών σε θέματα που αφορούν τη διασφάλιση νομίμων δικαιωμάτων των πολιτών (δικαίωμα επικοινωνίας κατά την παραμονή τους στα αστυνομικά τμήματα, προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τη συλλογή τους ή την επεξεργασία τους)», σημειώνουν οι συντάκτες της Εκθεσης.

Ευνοεί η αοριστία

Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το πρόβλημα δεν περιορίζεται στην αυταρχικότητα κάποιων αστυνομικών. Ολο το αστικό θεσμικό πλαίσιο, όπως είναι συνταγμένο, αν δεν ευνοεί, τουλάχιστον έχει αφήσει ανοιχτά τα περιθώρια για την άσκηση τούτης της βίας.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ακόμα και ο ΣτΠ, κομψά, αναγνωρίζει σχετικά με τις επιτρεπτές περιπτώσεις άσκησης αστυνομικής βίας ότι «οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες δικαιολογείται η άσκηση συγκεκριμένων όψεων της αστυνομικής αρμοδιότητας όπως ο καταναγκασμός, περιγράφονται από το νόμο με τη χρήση αόριστων αξιολογικών εννοιών. Αυτές, μάλιστα, συχνά διατυπώνονται με εξαιρετικά αφηρημένο τρόπο...».

Ολα «άψογα»

Με βάση τους κανόνες λειτουργίας του, ο ΣτΠ εμπιστεύεται τη διερεύνηση των καταγγελιών που κάνουν πολίτες σε βάρος αστυνομικών, στον κατά περίπτωση αρμόδιο πειθαρχικό προϊστάμενο. Ο ΣτΠ περιορίζεται στο να απαιτεί την ενημέρωσή του για εκείνα τα στοιχεία που θα του επέτρεπαν ενδεχόμενο έλεγχο της ορθής διεξαγωγής της έρευνας. Τι δείχνει η «πενταετής εμπειρία παρακολούθησης των εσωτερικών οργάνων ελέγχου της ΕΛ.ΑΣ.»;

«Δυστυχώς, παρά τη διαρκή μέχρι σήμερα εκδήλωση της θεσμικής αυτής εμπιστοσύνης, ο απολογισμός της υπηρεσιακής επαφής του ΣτΠ, καθ' όλη την πρώτη πενταετία λειτουργίας του, με τα όργανα εσωτερικού ελέγχου της ΕΛ.ΑΣ. είναι απογοητευτικός. Αμελητέος είναι σχεδόν ο αριθμός των περιπτώσεων εκείνων, όπου η κινητοποίηση της διερεύνησης καταγγελιών πολιτών από την ΕΛ.ΑΣ., μετά από διαμεσολάβηση του ΣτΠ, απέληξε στον καταλογισμό ευθυνών και την επιβολή πειθαρχικών ποινών σε αστυνομικούς.

»Οπου δε τέτοιες κατεγνώσθησαν, είτε ήταν ουσιωδώς ελαφρύτερες σε σχέση με τα παραπτώματα, που διαπιστώθηκαν, είτε επιβλήθηκαν για παραπτώματα κατά πολύ ελαφρύτερα από τα καταγγελλόμενα.

»Αντίθετα, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η έρευνα δεν οδήγησε καν στην άσκηση καθ' εαυτό πειθαρχικής δίωξης. Αντ' αυτού, οι διερευνήσαντες τις καταγγελίες αστυνομικοί περιορίστηκαν στην αρχειοθέτησή τους κατά το άτυπο, προκαταρκτικό στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας, ενημερώνοντας απλώς τον ΣτΠ ότι από την έρευνα που διεξήχθη δεν προέκυψαν ευθύνες στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. ή ότι η υπηρεσιακή συμπεριφορά των εμπλεκομένων στο καταγγελλόμενο περιστατικό αστυνομικών ήταν άψογη».

Αλληλοκάλυψη

Σχετικά με την αντιμετώπιση που έτυχαν από την ΕΛ.ΑΣ οι καταγγελίες πολιτών, διαβάζουμε και τα ακόλουθα στην Εκθεση του ΣτΠ: «Σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων οι καταγγελίες αυτές κρίθηκαν αβάσιμες από την ΕΛ.ΑΣ, επειδή αυτές απλώς διαψεύστηκαν από τους εμπλεκόμενους στο καταγγελλόμενο περιστατικό αστυνομικούς ή συναδέλφους τους, και ο καταγγέλλων αδυνατούσε ευλόγως να επικαλεστεί για την επαλήθευση των ισχυρισμών του μαρτυρία τρίτου ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο (επειδή λ.χ. το περιστατικό έλαβε χώρα εντός αστυνομικού τμήματος, σε ερημική τοποθεσία ή αργά τη νύχτα)».

Εξάλλου, οι συντάκτες της Εκθεσης εκφράζονται δυσμενώς και για τα όργανα εσωτερικού ελέγχου της ΕΛ.ΑΣ. Λέγοντας ότι απ' εκεί προέρχονται οι «πιο πικρές εμπειρίες» του ΣτΠ από την επαφή του με την ΕΛ.ΑΣ, αναφέρει ότι «δι' όλου ευκαταφρόνητος αριθμός καταγγελιών, που είχαν περιέλθει σε αυτόν (σ.σ: τον ΣτΠ) και διαβιβαστεί προς διερεύνηση στην ΕΛ.ΑΣ, απορρίφθηκαν επίσης ως αβάσιμες, παρά το γεγονός ότι οι ενδείξεις βασιμότητάς τους στηρίζονταν, κατά την άποψή του, όχι μόνον στη σοβαρότητα, αληθοφάνεια και αφηγηματική συνοχή του περιεχομένου τους, αλλά, κυρίως, σε έγγραφα και άλλα στοιχεία με επαρκή αποδεικτική δύναμη (όπως λ.χ. γνωματεύσεις δημοσίων νοσοκομείων περί πρόσφατων σωματικών κακώσεων, που εξεδόθησαν αμέσως μετά την απόλυση προσαχθέντος σε Α.Τ.)».

Επίσης: «Εξαναγκαζόμενος από τη στάση αυτή της ΕΛ.ΑΣ να εστιάσει στο κατά πόσο οι πρακτικές που τα όργανα εσωτερικού της ελέγχου ακολούθησαν κατά τη διερεύνηση των καταγγελιών αυτών ανταποκρίνονταν στις ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, ο ΣτΠ διαπίστωσε, συχνά όχι δίχως έκπληξη, σωρεία παρατυπιών και παραλείψεων».

Τα ανησυχητικά συμπεράσματα του ΣτΠ «επιτείνει και επισφραγίζει σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η επίμονη άρνηση της ΕΛ.ΑΣ να αποδεχτεί τις συστάσεις του για επανάληψη των ερευνών εκείνων τουλάχιστον που, κατά την κρίση του, πάσχουν σοβαρά, όσον αφορά την τήρηση των νομίμων εγγυήσεων αντικειμενικότητας και αμεροληψίας τους».

Φόβος αντεκδίκησης

Ο ΣτΠ έχει χειριστεί αναφορές πολιτών χωρίς να έχει προηγηθεί απ' ευθείας καταγγελία στην ΕΛ.ΑΣ. «Ως ουσιώδης λόγος της παράλειψης υποβολής μιας καταγγελίας στην ίδια την ΕΛ.ΑΣ, διαπιστώνεται συχνά η δυσπιστία απέναντι σ' αυτήν όσον αφορά την προθυμία της να ελέγξει πειθαρχικά τα στελέχη της, ενίοτε δε και ο φόβος άτυπων κυρώσεων ή αντεκδίκησης, ιδίως αν πρόκειται για συμβάν βίαιο ή αν το θύμα ανήκει σε ευπαθή ομάδα του πληθυσμού.

»Επίσης, συχνά διαπιστώνεται εύλογη αμφισβήτηση της τεκμηρίωσης των συμπερασμάτων της αστυνομικής έρευνας, όπως εκείνα αποτυπώνονται σε λακωνικά και σχεδόν στερεότυπα απαντητικά έγγραφα».

Αλλωστε, «πολλές φορές η ΕΛ.ΑΣ αρκείται απλώς στην απάντηση ότι υπήρξε διερεύνηση των καταγγελλομένων, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται μία (συνήθως απαλλακτική) κρίση)».

Και ακόμα: «Ο ΣτΠ ήταν αποδέκτης αιτιάσεων κατά της αστυνομίας για έμμεσες ψυχολογικές πιέσεις προς τους καταγγέλλοντες κατά τη διάρκεια εσωτερικών ερευνών, αιτιάσεων που είναι δύσκολο να αποδειχθούν. Ωστόσο, συχνά ο πολίτης που έχει καταθέσει καταγγελία βρίσκεται σε ευάλωτη θέση καθ' όλη τη διάρκεια της διερεύνησης της καταγγελίας του».

Ούτε καν ΕΔΕ

Αλλο ένα επικίνδυνο σημείο «όσον αφορά τον επιλέξιμο τύπο έρευνας έγκειται στην υπερβάλλουσα χρήση της άτυπης έρευνας. Η άτυπη έρευνα, αν και προκαταρκτική, τείνει να αποτελέσει τον αποκλειστικό τύπο εσωτερικής έρευνας, ακόμη και όταν συλλέγονται στοιχεία ικανά να θεμελιώσουν παραπτώματα, η διερεύνηση των οποίων θα απαιτούσε τις αυξημένες διαδικαστικές εγγυήσεις της ΕΔΕ».

Από τα στοιχεία του ΣτΠ προκύπτουν περιπτώσεις που δε διατάχτηκαν ΕΔΕ ούτε καν για: Σωματικές βλάβες, παραβίαση του ασύλου της κατοικίας, παράνομη σύλληψη και κατακράτηση, «καταχρηστική κατασταλτική εξουσία που προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι επί συνόλου 107 υποθέσεων καταγγελιών πολιτών σχετικά με παραβίαση δικαιωμάτων τους από αστυνομικούς - οι οποίες υποθέσεις διερευνήθηκαν τόσο από τον ΣτΠ όσο και από την ΕΛ.ΑΣ - η τελευταία προτίμησε να διεξάγει άτυπες έρευνες στις 71 από τις υποθέσεις (ποσοστό 66%). Εκανε και δύο «Προφορικές Διοικητικές Εξετάσεις. Οι ΕΔΕ περιορίστηκαν σε 14, ενώ διενεργήθηκαν και 20 διοικητικές εξετάσεις, «ο τύπος των οποίων παρέμεινε αδιευκρίνιστος» όπως αναφέρεται στην Εκθεση.

Πώς ξεφεύγουν

Ο ΣτΠ διαπίστωσε τις εξής συχνότερα παρατηρούμενες πλημμέλειες από την ΕΛ.ΑΣ περί την αξιοποίηση αποδείξεων σε βάρος αυθαιρετούντων αστυνομικών:

- Παραλείπεται ακόμη και η μνεία αποδεικτικών στοιχείων. «Συχνότερα απαντάται η πλήρης παράλειψη αξιολόγησής τους. Οι διενεργούντες την πειθαρχική έρευνα συχνότατα αποδέχονται ανεπιφύλακτα την εκδοχή των καθ' ων η καταγγελία αστυνομικών ως προς τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Η συγκεκριμένη πλημμέλεια καθίσταται ιδιαιτέρως σημαντική, όταν αφορά σε έρευνα πράξεων που φέρονται να έλαβαν χώρα εντός των χώρων λειτουργίας της Αστυνομίας (π.χ. Αστυνομικά Τμήματα, κρατητήρια, γραμματείες κλπ.), καθώς η συνήθης απουσία μαρτυρίας τρίτου προσώπου (δηλαδή, πέραν του καταγγέλλοντος και των εμπλεκομένων αστυνομικών) καθιστά εκ των πραγμάτων την πειθαρχική διαδικασία ουσιαστικώς ανέλεγκτη από εξωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου».

- Συνήθως «αξιολογούνται μεν αλλά απλώς τυπικά τα διαθέσιμα αποδεικτικά μέσα. Οι κρίσεις εμφανίζονται έτσι πολλές φορές εσφαλμένες στην ουσία τους λόγω ελλείψεως της απαιτούμενης αιτιολογίας. Το ζήτημα αυτό ανακύπτει με ένταση κυρίως σε περιπτώσεις καταγγελλόμενης σωματικής βλάβης, όπου απλώς αναφέρεται ότι οι υπάρχουσες ιατρικές γνωματεύσεις ελήφθησαν υπόψη κατά το σχηματισμό κρίσης επί της πειθαρχικής δίωξης, χωρίς, ωστόσο, να αιτιολογούνται επαρκώς τα εξαγόμενα συμπεράσματα, με δεδομένο, μάλιστα, το βαθμό των πιστοποιούμενων σωματικών βλαβών, ο οποίος θα δικαιολογούσε ευλόγως πολύ πιο προσεκτική αντιμετώπιση».

- Αξιοποιούνται επιλεκτικά τα διαθέσιμα αποδεικτικά μέσα, αφήνοντας έτσι «περιθώρια εξαγωγής των επιθυμητών συμπερασμάτων. Το προφανές αποτέλεσμα είναι βεβαίως να αδυνατεί η έρευνα να πιστοποιήσει σοβαρά ότι πράγματι δε συνέτρεχαν ευθύνες των εγκαλουμένων αστυνομικών. Η επιλεκτική αξιοποίηση των αποδεικτικών μέσων εκδηλώνεται κυρίως με την κατάφαση των ισχυρισμών των "αντιδίκων" του καταγγέλλοντας ή με τη μη κλήτευσή του να καταθέσει»

- Η ΕΛ.ΑΣ για να δικαιολογήσει π.χ. προσαγωγές, καταχρηστικά επικαλείται τον χαρακτήρα της συγκεκριμένης περιοχής, στην οποία έγιναν συλλήψεις και την περιβολή των συλληφθέντων.

Αλλωστε, στην Εκθεση υπογραμμίζεται και ότι «από τα απαντητικά έγγραφα των Αστυνομικών Διευθύνσεων στα ερωτήματα του ΣτΠ, προκύπτουν συχνά λογικές αντιφάσεις στους ισχυρισμούς σχετικά με τη νομιμότητα των ενεργειών των αστυνομικών. Οι αντιφάσεις αυτές έχουν εντοπιστεί μεταξύ των ισχυρισμών των αστυνομικών και της κοινής λογικής, όπως επίσης και των ίδιων των ισχυρισμών των αστυνομικών που περιέχονται σε διαφορετικά έγγραφά τους που αφορούν την ίδια υπόθεση ή και στο ίδιο ακόμα έγγραφο»...

Κρίνουν με στερεότυπα

Οι συντάκτες της Εκθεσης κατακρίνουν και την ύπαρξη ενός ερμηνευτικού στερεοτύπου του νομικού πλαισίου δράσης των Σωμάτων Ασφαλείας. Μέσω της συναγωγής τεκμηρίων «ενοχής» του θύματος του αστυνομικού καταναγκασμού και μετέπειτα καταγγέλλοντος, «το στερεότυπο επιδρά εμμέσως αρνητικά στην αποδεικτική διαδικασία».

Συμπληρώνουν: «Η παρουσία του ελεγχομένου σε "χώρους υψηλής εγκληματικότητας", η προκαταβολική υπαγωγή ορισμένης μη αρεστής σε μέρος του πληθυσμού συμπεριφοράς σε αντικειμενικές υποστάσεις εγκλημάτων (π.χ. προσηλυτισμού), η ατεκμηρίωτη αναγωγή σε υποτιθέμενες επιταγές της Συνθήκης Σένγκεν, η αυτόματη συναγωγή "σοβαρής υπόνοιας" σε βάρος του ελεγχόμενου από μόνη την απλή αρνητικότητά του στη διενέργεια του ελέγχου, ακόμη δε και υπόρρητες διακριτικές μεταχειρίσεις πολιτών λόγω χρώματος ή εθνικότητας, συνιστούν εκδηλώσεις του ανωτέρω στερεοτύπου».


Θανάσης ΜΠΑΛΟΔΗΜΑΣ


58 ευρώ ο τσιγγάνος!

Στην Εκθεση ο ΣτΠ εντοπίζει και αναφέρει ως «παράδειγμα συναγωγής αυθαίρετου τεκμηρίου ενοχής από την άρνηση συνεργασίας πολίτη σε επικείμενο έλεγχο του αυτοκινήτου του, το οποίο έγινε αποδεκτό από το ιεραρχικά εποπτεύον όργανο», ένα περιστατικό στο οποίο «ο αναφερόμενος, διερχόμενος με το αυτοκίνητό του, λόγω της επαγγελματικής του ενασχόλησης από τη σήραγγα Αρτεμισίου, υπέστη δύο φορές σωματικό έλεγχο, αναγκασθείς να αφαιρέσει ολοσχερώς τα ενδύματά του. Σε σχετικό ερώτημα του ΣτΠ, η Αστυνομική Διεύθυνση Αργολίδας απάντησε ότι επρόκειτο για συνήθη έλεγχο της Ομάδας Πρόληψης και Καταστολής Εγκληματικότητας, διενεργούμενο δυνάμει της διάταξης του άρθρου 96 παρ. 3 π.δ. 141/91, ο οποίος εξελίχθηκε σε σωματική έρευνα, επειδή ο οδηγός αρνήθηκε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, λέγοντας στους Αστυνομικούς ότι χωρίς την παρουσία εισαγγελέα δεν έχουν δικαίωμα έρευνας στο αυτοκίνητο.

»Μοναδικό στοιχείο επί του οποίου θεμελιώθηκε η κατά το παραπάνω άρθρο "σοβαρή υπόνοια" υπήρξε η "αρνητική συμπεριφορά (του οδηγού) σχετικά με τον έλεγχο του αυτοκινήτου".Ομως, η συμπεριφορά αυτή, εξηγούμενη από στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης, δεν προσκρούει σε κάποιαν αντίθετη έννομη υποχρέωση των πολιτών και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά πράξη επίμεμπτη ή ύποπτη. Το αυτό ισχύει για την άποψη που φέρεται να εξέφρασε ο ελεγχόμενος ότι χωρίς την παρουσία Εισαγγελέα δεν έχουν δικαίωμα έρευνας στο αυτοκίνητό του, ανεξαρτήτως του αν είναι νομικώς ορθή ή εσφαλμένη».

Ποιες ποινές;

Ως προς τις κυρώσεις, ο ΣτΠ σημειώνει ότι επιβάλλονται μόνον επί ιδιαιτέρως σοβαρών παραπτωμάτων. «Σε κάποιες περιπτώσεις τούτο μπορεί να οφείλεται και στη σχετική δημοσιότητα της οποίας έτυχαν τα αντίστοιχα περιστατικά».

Ακόμα, «η παρεμβολή ιεραρχικών κρίσεων και προσφυγών των εγκαλουμένων αστυνομικών σε δευτεροβάθμια πειθαρχικά όργανα οδηγεί σε αναιτιολόγητες αποκλίσεις ανάμεσα στην εισήγηση του πορίσματος και στην τελικώς επιβαλλόμενη κύρωση. Επιπλέον, τα πειθαρχικά όργανα κάνουν συχνή χρήση της παρεχόμενης ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας για αποχή από την επιβολή κύρωσης εν όψει του "συμφέροντος της Υπηρεσίας"».

«Ξηλώθηκε» για τον ρομά

Η έρευνα του ΣτΠ έδειξε και τα ακόλουθα:

- Μετά από διερεύνηση καταγγελίας για ξυλοδαρμό ρομά, το σχετικό πόρισμα πρότεινε επιβολή αργίας, με πρόσκαιρη παύση, σε βάρος 2 υπαιτίων. Κατόπιν προσφυγής τους, ο άμεσος αυτουργός απηλλάγη και στον προϊστάμενό του επιβλήθηκε το ...ιλιγγιώδες πρόστιμο των 20.000 δραχμών (ή 58 ευρώ και 69 λεπτά).

- Μετά από διερεύνηση καταγγελίας για βιαιοπραγία, το πόρισμα διαπίστωσε πράξεις που συνιστούν υπέρβαση αστυνομικής δεοντολογίας ("να τον σέρνει στο έδαφος... να του επιφέρει λάκτισμα στα πλευρά") και έκθεση του Σώματος σε δυσμενή σχόλια ("που κατέγραψαν κάμερες τηλεοπτικών σταθμών, προβλήθηκαν στα δελτία ειδήσεων... και σχολιάστηκαν δυσμενώς από τον Τύπο"). Πρότεινε επιβολή προστίμου σε βάρος ενός αστυνομικού (μεταξύ πολλών εμπλεκομένων). Ο οικείος Γενικός Αστυνομικός Διευθυντής δεν αρκέστηκε εκεί και πρότεινε επιβολή απλής επίπληξης, με επίκληση ελαφρυντικών περιστάσεων (αφορμή, σκοπός, ψυχική κατάσταση, προηγούμενη διαγωγή).

- Μετά από διερεύνηση καταγγελίας για βιαιοπραγία και εξύβριση, το πόρισμα διαπίστωσε εξύβριση και πρότεινε επιβολή επίπληξης, με επίκληση ελαφρυντικών περιστάσεων (αφορμή, σκοπός, προηγούμενη διαγωγή). Η ΕΛ.ΑΣ. απέρριψε εισήγηση του ΣτΠ για διενέργεια ΕΔΕ και για βαρύτερη κατηγορία.

- Μετά από διερεύνηση καταγγελίας για ανάρμοστη συμπεριφορά, εξύβριση, απειλή και μέθη, το πόρισμα πρότεινε την επιβολή προστίμου 40 (σ.σ: ολόκληρων;) ευρώ.

- Μετά από διερεύνηση καταγγελίας για παράλειψη οφειλόμενης διαγραφής από το ηλεκτρονικό αρχείο καταζητούμενων, το πόρισμα κατέληξε σε διαπίστωση της ευθύνης συγκεκριμένου αστυνομικού, στον οποίον όμως δεν ήταν πια δυνατό να επιβληθεί κύρωση, λόγω συνταξιοδότησης...

Παραδουλεύουν στο αρχείο

Την αξία τους έχουν και τα ακόλουθα... στατιστικά στοιχεία:

Στις 5 καταγγελίες για βασανισμό, οι τέσσερις υποθέσεις τέθηκαν από την ΕΛ.ΑΣ. στο αρχείο καθότι δεν προέκυψαν ενδείξεις παραπτώματος, η δε πέμπτη εκκρεμεί. Στις 22 καταγγελίες για βιαιοπραγία, αρχειοθετήθηκαν οι 16. Στις 9 καταγγελίες για καταχρηστική - επιλήψιμη συμπεριφορά στη διάρκεια αστυνομικού ελέγχου, αρχειοθετήθηκαν οι 6.

Στις 25 καταγγελίες για καταχρηστική - επιλήψιμη συμπεριφορά κατά τη σύλληψη - προσαγωγή, αρχειοθετήθηκαν οι 21. Στις 13 καταγγελίες για καταχρηστική - επιλήψιμη συμπεριφορά κατά την κράτηση/παράνομη κράτηση, αρχειοθετήθηκαν οι 11.

Στις 8 καταγγελίες για καταχρηστική - επιλήψιμη συμπεριφορά (άλλες περιπτώσεις), αρχειοθετήθηκαν οι μισές. Στις 3 καταγγελίες για παραβίαση ασύλου κατοικίας, αρχειοθετήθηκαν οι 2 κατέληξαν. Στις 4 καταγγελίες για παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αρχειοθετήθηκαν οι 3. Στις 7 καταγγελίες για μεροληπτική συμπεριφορά, αρχειοθετήθηκαν οι 4. Στις 8 καταγγελίες για παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας στο πλαίσιο εκτέλεσης καθήκοντος, αρχειοθετήθηκαν οι 7.

Τέλος, σε μια καταγγελία για παραπλάνηση από μέρους υπαλλήλου της ΕΛ.ΑΣ. καταλογίστηκαν μεν πειθαρχικές ευθύνες, αλλά δεν επιβλήθηκε ποινή, καθότι ήταν στη «διακριτική ευχέρεια» της Υπηρεσίας...



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ