ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Δεκέμβρη 2004
Σελ. /32
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Διευρύνεται η φτώχεια, καλπάζει η ανεργία
  • Αδιέξοδος και επικίνδυνος είναι ο ευρωπαϊκός «μονόδρομος»
  • Η φτώχεια για τα λαϊκά στρώματα και τα κέρδη της πλουτοκρατίας ακολουθούν αντιστρόφως ανάλογη πορεία, ενώ την ίδια ώρα τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα στην ΕΕ έφτασαν τα 80 ανά 100.000 εργαζόμενους!

Ποιο ιδεολόγημα για τον «εξανθρωπισμό» του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος μπορεί σήμερα να απαντήσει στο 10% περίπου του πληθυσμού μεταξύ 18 και 59 χρόνων στην ΕΕ των 15 που ανήκει σε οικογένειες όπου κανείς δεν εργάζεται; Τι μπορούν να περιμένουν τα 19,3 εκατομμύρια ανέργων (ποσοστό 9%) που καταγράφηκαν τον Αύγουστο του 2004 στην ΕΕ των 25, από ένα σύστημα που υπόσχεται λύση στο πρόβλημα της ανεργίας μέσα από την ακόμα μεγαλύτερη παροχή προνομίων και επιδοτήσεων στο μεγάλο κεφάλαιο; Και ποιος μπορεί να πείσει το 10% των άνεργων γυναικών και το 18,1% των νέων ηλικίας κάτω των 25 ετών ότι η υλοποίηση της στρατηγικής της Λισαβόνας, η ένταση δηλαδή της αντεργατικής πολιτικής που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα, θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε να βρουν άμεσα δουλιά;

Καμία εναλλακτική πολιτική διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορεί να απαντήσει σήμερα στις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων της ΕΕ. Ακόμα και τα στοιχεία της επίσημης Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας δεν μπορούν να συγκαλύψουν το μέγεθος του χάσματος που δημιουργούν οι αντιλαϊκές πολιτικές της ΕΕ ανάμεσα στα κέρδη του κεφαλαίου από τη μια και στην ολοένα αυξανόμενη φτώχεια της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων από την άλλη. Αν και χαλκευμένα (αφού τόσο η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται στη συλλογή και στην επεξεργασία των στατιστικών δεδομένων, όσο και η επιλεκτική παρουσίασή τους υποτάσσονται και εξυπηρετούν τους στόχους της καπιταλιστικής ένωσης) αποκαλύπτουν ως ένα βαθμό τα αδιέξοδα που γεννάει ο καπιταλισμός ως αποτέλεσμα της βασικής, νομοτελειακής του αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία.

Ανάπτυξη για ποιον;

Καπιταλιστική ανάπτυξη και άνοδος του βιοτικού επιπέδου για τους λαούς της Ευρώπης είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Το παράδειγμα της Ιρλανδίας και της Ελλάδας το αποδεικνύει. Το ιρλανδικό μοντέλο ανάπτυξης (γενίκευση της μερικής απασχόλησης, μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου, κίνητρα για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και την προσέλκυση ξένων επενδυτών) προβλήθηκε τόσο στη χώρα μας, όσο και συνολικά στην Ευρώπη ως ο ιδανικός «μπούσουλας» στην πορεία έντασης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που θα μπορούσε ταυτόχρονα να διασφαλίσει την ευημερία για τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Η πλασματική μείωση της ανεργίας παρουσιάστηκε σαν ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ιρλανδικής οικονομικής προσαρμογής.

Τι λέει όμως η πραγματικότητα; Στην Ιρλανδία το 21% βρίσκεται στη ζώνη της φτώχειας, το μεγαλύτερο ποσοστό σε επίπεδο ΕΕ. Στην Ελλάδα, όπου καταγράφονται οι υψηλότεροι ρυθμοί «ανάπτυξης» και κερδοφορίας του κεφαλαίου ανάμεσα σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, το αντίστοιχο ποσοστό έφτασε στο 20%, δίνοντας στη χώρα μας τη δεύτερη θέση στην κούρσα της φτώχειας. Συνολικά στην ΕΕ, περίπου 70 εκατομμύρια άνθρωποι (το 15% του πληθυσμού της) ζουν σε συνθήκες φτώχειας, έτσι όπως αυτή υπολογίζεται από την Eurostat.

Ωστόσο, ακόμα και αυτά τα επίσημα μεγέθη υπολείπονται κατά πολύ της πραγματικότητας. Αν κριτήριο της φτώχειας ήταν η ικανοποίηση ή όχι των πραγματικών αναγκών των εργαζομένων, σήμερα - και στατιστικά - θα γινόταν λόγος για μια ΕΕ της απόλυτης εξαθλίωσης.

Μπορεί αυτή η κατάσταση να αντιστραφεί στα πλαίσια της κυρίαρχης πολιτικής; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά «όχι». Το αντίθετο μάλιστα. Η ένταση της επίθεσης στα ασφαλιστικά δικαιώματα και το ξήλωμα των παροχών Πρόνοιας για τους εργαζόμενους όλων των κρατών-μελών, που προβλέπει η στρατηγική της Λισαβόνας, θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια στη φτώχεια μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της ΕΕ, όταν εκλείψουν οι εύθραυστες ισορροπίες που κρατάνε το πενιχρό σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας το οποίο διατηρείται ακόμα σε ορισμένα από τα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Οι ίδιες οι επίσημες ευρωπαϊκές υπηρεσίες της ΕΕ πιστοποιούν ότι χωρίς τις διάφορες κοινωνικές παροχές (συντάξεις και άλλες ενισχύσεις) ο κίνδυνος φτώχειας θα έπληττε κατά μέσο όρο το 30% του πληθυσμού της Φινλανδίας, το 37% της Πορτογαλίας, το 40% της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και το 42% της Ιταλίας. Αυτός είναι και ο καθρέφτης της ΕΕ για τα επόμενα χρόνια, αυτό το μέλλον επιφυλάσσει η «Λισαβόνα» για τους εργαζόμενους και τους λαούς της Ευρώπης.

Μισή δουλιά, μισή ζωή

Η γενίκευση της μερικής απασχόλησης έρχεται να χρυσώσει το χάπι της ανεργίας. Το σκεπτικό για το κεφάλαιο και τους πολιτικούς εκφραστές του είναι απλό: Μοιράζω μια θέση εργασίας σε δυο και τρεις απασχολήσιμους, μειώνω την τιμή πώλησης της εργατικής δύναμης με μισθούς πείνας και κατάργηση των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων, εξασφαλίζω την άνοδο της κερδοφορίας για τους μεγαλοεργοδότες και παρουσιάζω μείωση του δείκτη της ανεργίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η μερική απασχόληση γιγαντώνεται στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, όπως στην Ολλανδία (32,8% μερική απασχόληση), στη Σλοβενία (23,2%) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (17,4%).

Η στρατηγική της Λισαβόνας επιτάσσει τη γενίκευση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και την παγκόσμια κυριαρχία του μέχρι το 2010. Ηδη, σε επίπεδο ΕΕ, το 10,3% των ατόμων ηλικίας μεταξύ 15-64 ετών εργάζεται αποκλειστικά σε συνθήκες μερικής απασχόλησης. Σε ανάλογα υψηλά επίπεδα κυμαίνεται και η προσωρινή απασχόληση, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Ισπανία, όπου αγγίζει το 30,6%. Ως σημαντική καταγράφεται και η προσωρινότητα της εργασίας των γυναικών. Στις θέσεις πλήρους απασχόλησης μόνο το 36,7% είναι γυναίκες, ενώ στις μόνιμες θέσεις οι γυναίκες ήταν μόνο 38%.

Ευτελίζεται η ζωή του εργάτη

Το δικαίωμα στην ασφάλεια και στη σύνταξη θεωρείται βαρίδι στην αύξηση των κερδών του κεφαλαίου. Αλλά ακόμα και αυτή η ζωή του εργάτη ευτελίζεται όταν το κόστος από τα εργατικά ατυχήματα μετριέται μόνο σε χαμένες εργατοώρες και άρα διαφυγόντα κέρδη για το μεγάλο κεφάλαιο. Χαρακτηριστικά, η Στατιστική Υπηρεσία αναφέρει ότι το 2000 χάθηκαν 500 εκατομμύρια περίπου μέρες εργασίας, είτε συνεπεία εργατικών ατυχημάτων (150 εκατομμύρια μέρες) είτε λόγω προβλημάτων υγείας σε σχέση με την εργασία (350 εκατομμύρια μέρες)!

Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι πέφτουν κάθε χρόνο θύματα εργοδοτικών εγκλημάτων, με τους κλάδους της οικοδομής και της αλιείας να κρατάνε τα σκήπτρα. Κατά τη διάρκεια του 2001, τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα έφτασαν κατά μέσο όρο τα 80 ανά 100.000 εργαζόμενους. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τους 13 οικοδόμους που στοίχειωσαν με τη ζωή τους την Ολυμπιάδα των πολυεθνικών και τους εκατοντάδες ακόμα εργάτες που σκοτώθηκαν ή σακατεύτηκαν τα τελευταία μόνο χρόνια στον αγώνα για το μεροκάματο, στα ορυχεία της Πτολεμαΐδας, στις οικοδομές, στη Ζώνη του Περάματος και αλλού;

Καμιά ανοχή!

Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο δεν κρύβει λόγια. Απαιτεί επιτάχυνση των αναδιαρθρώσεων σε όλα τα κράτη-μέλη ώστε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά του, δηλαδή την κερδοφορία του. Τα αιτήματά του αποτυπώνονται σε κάθε νόμο, σε κάθε θεσμική αλλαγή που προωθείται από τις κυβερνήσεις σε όλα τα κράτη- μέλη. Ο νέος προϋπολογισμός, το «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο, το νέο φορολογικό σύστημα, αποτελούν στη χώρα μας μερικά μόνο από τα πιο πρόσφατα «πεσκέσια» της πολιτικής ηγεσίας προς το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο. Ακολουθούν κι άλλα, στην πορεία υλοποίησης των στόχων της Λισαβόνας. Η κυρίαρχη πολιτική γεννάει καθημερινά νέα λιτότητα, νέα ακρίβεια για τα λαϊκά στρώματα και διογκώνει τις στρατιές των φτωχών.

Ηδη, η νέα αντιλαϊκή επίθεση βρίσκεται στα σπάργανα, καθώς στα πλαίσια όσων προβλέπει η Λισαβόνα, προωθούνται άμεσα:

  • Η οδηγία της ΕΕ για την αναπροσαρμογή της εργάσιμης μέρας και του χρόνου εργασίας, με στόχο να αυξηθεί μέχρι και στις 65 ώρες τη βδομάδα. Παράλληλα, με την ίδια οδηγία, προωθείται η ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας σε ετήσια βάση και ορίζεται ο χρόνος αναμονής στο χώρο εργασίας ως μη εργάσιμος χρόνος. Η προοπτική είναι ακόμα χειρότερη για τους εργαζόμενους, όσο δεν υπάρχει ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα για να φρενάρει τις ληστρικές διαθέσεις των εργοδοτών
  • Εντείνεται η υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών με την ιδιωτικοποίηση της Υγείας, της Παιδείας, της Πρόνοιας, του Πολιτισμού
  • Οξύνεται η αντιασφαλιστική επίθεση. Στη χώρα μας, με αιχμή αυτή την περίοδο το χώρο των τραπεζών, μεθοδεύεται η ισοπέδωση της Κοινωνικής Ασφάλισης για όλους τους εργαζόμενους
  • Χτυπιούνται βάναυσα οι λαϊκές και συνδικαλιστικές ελευθερίες

Η αντιλαϊκή πορεία της ΕΕ είναι σύμφυτη με το χαρακτήρα της ως ένωσης καπιταλιστικών κρατών. Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να περιμένουν καμιά παρέκκλιση από τους νόμους που διέπουν την ίδια την εξέλιξη του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν μπορούν να περιμένουν τίποτα από τα κόμματα που πίνουν νερό στο όνομα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, ή προπαγανδίζουν την ανιστόρητη και αντιεπιστημονική, ανέφικτη συνύπαρξη των κερδών του κεφαλαίου με την ευημερία των λαϊκών στρωμάτων, όπως κάνει ο ΣΥΝ. Καμιά ελπίδα δεν υπάρχει για τους εργαζόμενους από μια ΓΣΕΕ που αναγορεύει σε ύψιστο καθήκον της (σύμφωνα με τον ίδιο τον πρόεδρό της) την προάσπιση των στόχων της Λισαβόνας.

Η μόνη διέξοδος βρίσκεται στην ανάπτυξη της συνεπούς αντιιμπεριαλιστικής, αντιμονοπωλιακής πάλης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην ανάπτυξη ενός κινήματος που θα συγκρούεται με το σύνολο της κυρίαρχης αντιλαϊκής πολιτικής. Στην καθημερινή δράση μέσα από τα ταξικά συνδικάτα και το ΠΑΜΕ. Στο μαζικό, ενωτικό αγώνα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της που θα διεκδικεί τη βελτίωση των όρων ζωής σήμερα, μέσα από το ώριμο πολιτικό αίτημα για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων και την εγκαθίδρυση μιας άλλης εξουσίας, προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας. Και σ' αυτή την κατεύθυνση η αποφασιστική ενίσχυση του ΚΚΕ είναι βασική προϋπόθεση.


Περικλής ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ